ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Διακόσια χρόνια πριν απ' την Ελληνική Επανάσταση αρχίζουν την αντίσταση τους οι Σανταίοι. Δεν είναι καθόλου εύκολοι οι καιροί. Ο Πόντος τούτη την εποχή είναι χωρισμένος σε τιμάρια μοιρασμένα σε αγάδες κι ο κάθε αγάς κυβερνά κατά τα γούστα του, ασκώντας δικαιώματα ζωής και θανάτου σε βάρος των ραγιάδων. 
Μπροστά στο μαχαίρι τέτοιων αφεντάδων πολλοί χριστιανοί τουρκεύουν κι άλλοι παίρνουν τα βουνά και κρύβονται σε δάση και σπηλιές για να σωθούν. Χιλιάδες είναι εκείνοι που ανηφορίζουν κατά την Σάντα κι έτσι σιγά  σιγά, σχηματίζονται, η μια μετά την άλλη, οι ενορίες της.
Γιαμπολης ποταμος
«Κατά το 1665 —αναφέρει ο Νυμφόπουλος— επαναλήφθηκαν από τους Τούρκους με όλη την φρικαλεότητά τους οι βιαιοπραγίες και οι καταπιέσεις εναντίον των Ελλήνων. Μανιασμένα και φανατισμένα μπουλούκια Τούρκων υπό την οδηγία σκληρών και απανθρώπων αγάδων που λεγόντουσαν τερεμπέηδες, διέτρεχαν τον Πόντο απ' άκρη σ' άκρη κι έφερναν παντού τον θάνατο, την ερήμωση και την καταστροφή».
Μερικοί από τους Τούρκους, αφού χυμούσαν στα ελληνικά χωριά κι οργίαζαν τρώγοντας και πίνοντας ή ζητώντας όμορφες γυναίκες, στο τέλος απαιτούσαν να τους δώσουν και «ντιch παρασί» ή «ντιch κιρασί», δηλαδή πληρωμή, ενοίκιο δοντιών, για τον κόπο που υπέβαλαν τα σαγόνια τους και για την τιμή που κάναν στους Χριστιανούς να τραγανίσουν τ' αγαθά τους.
Μόνο η Σάντα είχε κάποια ησυχία και σιγουριά τούτη την περίοδο, κλεισμένη καθώς ήταν μέσα στα ψηλά βουνά της, μ' άντρες αρματωμένους κι επικίνδυνους και με το προστατευτικό φιρμάνι του σουλτάνου. 
Αλλά κι αυτή ακόμα δεν μπορούσε να είναι ξένοιαστη, γιατί οι γύρω Τούρκοι, συνηθισμένοι ν' αρπάζουν ό,τι θέλαν, δεν μπορούσαν να
 χωνέψουν μια τέτοια ανεξαρτησία των Σανταίων, τους είχαν στο μάτι και θέλαν να βάλουν χέρι  στα  μέρη  τους,  προ  πάντων στα  όμορφα «παρχάρια» τους —  βοσκές και  τόπους παραθερισμού.
Έτσι, ο κίνδυνος ήταν πάντα κοντά και οι Σανταίοι έτοιμοι να χτυπηθούν με τους φανατισμένους κι αχόρταγους γείτονες εχθρούς τους, που τους μισούσαν. Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, έξαφνα, πρόβαλε ένας καινούργιος δυνάστης στα γύρω, ο φοβερός τερέμπεης Χατζή Σαλόγλου απ' την Τόνγια, που δεν ρήμαζε μονάχα τους Χριστιανούς, αλλά τα έβαζε και με τους γείτονες Τούρκους αγάδες τιμαριούχους
Με την κατάσταση που επικρατούσε τότε στον Πόντο τρωγόντουσαν μεταξύ τους και οι Τούρκοι αγάδες και μάχονταν να βάλουν χέρι ο ένας στο τιμάριο του άλλου.
Αυτός, λοιπόν, ο Χατζή Σαλόγλου, αφού πολέμησε τους γύρω αγάδες και τους νίκησε, φούσκωσε τόσο, ώστε έκρινε πως έφτασε η ώρα να βάλει χέρι και στην περήφανη βουνίσια πολιτεία για ν' αναγνωριστεί αγάς της Σάντας. 
Το αγαλίκι τούτο το κυνηγούσαν κι άλλοι Τούρκοι γιατί ο τίτλος βάραινε πολύ — δεν ήταν λίγο νάχη ένας αγάς στην εξουσία του τους άντρες εκείνους που είχαν βγάλει τέτοιο όνομα.
Μεγάλο παλληκάρι πίστεψε τον εαυτό του ο Χατζή Σαλόγλου κι έστειλε ανθρώπους του να τρίξουν τα δόντια στους Σανταίους και να τους ζητήσουν φόρους. Εκείνοι είπαν ότι θα δώσουν και βάλθηκαν να κοιτάξουν πώς θα γλυτώσουν απ' αυτόν τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους.
 Δεν ήταν καλή εποχή εκείνη για την Σάντα. Οι πολύχρονοι αγώνες είχαν πλάσει γερούς πολεμιστές, αλλά το κακό ήταν ότι αυτοί, εγωιστές κι αγρίμια όπως καταντούσαν απ' τις νικηφόρες συγκρούσεις με τους Τούρκους, μόλις περνούσε ο κίνδυνος πιανόντουσαν και μεταξύ τους κι ακολουθούσαν σκοτωμοί ανάμεσά τους. 
Οι σκοτωμοί γεννούσαν μίση και διχόνοιες κι έδινε κι έπαιρνε η βεντέτα. Αλλά όπως γινόταν και στην Ελλάδα, μόλις κινδύνευε η πατρίδα ξεχνούσαν τα προσωπικά τους κι όλοι μαζί τρέχαν για τον σωσμό της.
Ένας οπλαρχηγός μονάχα θα μπορούσε να σώσει την Σάντα τούτον τον καιρό —κρίναν όλοι οι Σανταίοι κι αυτός ήταν ο Χαράλαμπος Αμοιράς, ξακουστός πολεμιστής, που για τον άφοβο χαρακτήρα και για την παλληκαριά του λεγόταν Κούρτος. 
Η λέξη αυτή στα τούρκικα σημαίνει λύκος —κουρτ— κι ο Αμοιράς είχε δειχτεί πραγματικός λύκος ανήμερος στις μάχες με τους Τούρκους. Τα παλιότερα χρόνια, μάλιστα, είχε κάνει και υπασπιστής σ' έναν άλλον αγά, τον Μακούλογλου, γιατί κι αυτό συνηθιζόταν στα μέρη εκείνα, όπως και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, αγάδες και πασάδες να διαλέγουν αντρειωμένους πολεμιστές από την Σάντα, που μ' ευχαρίστηση πολεμούσαν τους εχθρούς του αγά, αλλά και των Ελλήνων, άλλους Τούρκους αγάδες.
Όμως, ο Κούρτος έλειπε από την Σάντα, απ' όπου είχε φύγει τον καιρό των εσωτερικών καυγάδων και σκοτωμών, ζούσε στο Ερικλή κι είχε ορκιστεί να μη ξαναγυρίσει πίσω στην πατρίδα αν δεν σκοτώσει πρώτα κάποιον απ' την εχθρική του οικογένεια των Γιακωβάντων
Τι να κάνουν οι Σανταίοι; Παρ' όλα αυτά πηγαίνουν και τον βρίσκουν και του λένε το και το, η Σάντα κινδυνεύει γιατί ο φοβερός Χατζή Σαλόγλου έστειλε ανθρώπους και θέλει να την κάνει αγαλίκι του.
Ξεχνά αμέσως τα προσωπικά του ο Κούρτος, αφήνει τον όρκο και παίρνει τον δρόμο για την Σάντα, όπου την μέρα του ερχομού του βρισκόντουσαν ακόμα οι απεσταλμένοι του αγά. Στέλνει, λοιπόν, ανθρώπους του και τους μηνά:
—Ο Κούρτος σας δίνει διαταγή το ίδιο τούτο βράδυ να βγήτε απ' τα σύνορα της Σάντας, αν αγαπάτε τη ζωή σας.
Οι Τούρκοι τρέχουν στον αρχηγό του αποσπάσματος και του λένε ότι αυτό κι αυτό μας λέει ο Κούρτος. Σκυλιάζει ο αρχηγός και στέλνει τρεις, τους πιο γερούς ανθρώπους του, να πάνε στο  σπίτι του  Κούρτου και  να  του  πάρουνε τα  όπλα. Πάνε  εκείνοι  κι  ο  Κούρτος  τους ρίχνεται, τους παίρνει τα δικά τους όπλα και τους λέει:
—Να πήτε στον γενναίο τον αρχηγό σας, ότι τα δικά μας όπλα ας έλθει να τα πάρει ο ίδιος.
Φούντωσε ο αρχηγός, έστειλε κι άλλους —τους πιο ψυχωμένους που είχε αλλά κι αυτοί πάθαν τα ίδια και χειρότερα, έτσι που κατάλαβε ο Τούρκος ότι άδικα κόπιαζε, γύρισε πίσω στον Χατζή Σαλόγλου με τους άντρες του και του είπε, ότι όσο ζούσε ο Κούρτος ήταν πολύ δύσκολο να υποτάξει την Σάντα και να την κάνει αγαλίκι του.
Κατάλαβε τότε κι ο αγάς πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να βγάλει απ' την μέση τον επικίνδυνο Ρωμιό, παρά μόνο με μπαμπεσιά, να τον σκοτώσει. Γι' αυτό περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία και σε λίγο καιρό έστειλε οχτώ ανθρώπους του στο πανηγύρι τ' Άη Γιάννη, 29 Αυγούστου, τάχα για να γλεντήσουν με τους χριστιανούς, αλλά με τον σκοπό να βρουν τον Κούρτο σε  μια μπόσικη στιγμή και  να  του ρίξουν. Τόμαθε εκείνος, ξέφυγε, μάζεψε πάλι τα παλληκάρια του κι είχε άγρυπνα τα μάτια του ολούθε.
 Κάποια βραδυά φτάνουν πάλι στην Σάντα άλλοι απεσταλμένοι του αγά και φέρνουν βόλτα επιδεικτικά στους δρόμους. Καθώς τους έπιασε όμως,  βροχή, μπήκαν κάπου, άναψαν φωτιά και ζεσταινόντουσαν. Τ' ακούει ο Κούρτος, παίρνει μαζί του μερικούς συντρόφους του και νάτος ξαφνικά μπροστά τους. Τινάζονται εκείνοι ν' αρπάξουν τα τουφέκια:
—Ταβράνμαϊν!
Ουρλιάζει ο Κούρτος —όπως θα λέγαμε «μη κουνιέστε»— χυμά απάνω τους με τα παλληκάρια του και τους δένει χεροπόδαρα. Τους κρατά όλη τη νύχτα και το πρωί σπάζει μερικά αυγά, τους πασαλείβει τα μούτρα, τους βάζει μπροστά στην φωτιά να ξεραθούν κι ύστερα δένει στην πλάτη του καθενός από ένα ψωμί και λέει:
—Το ξέρω ότι είσαστε πεινασμένοι, γι' αυτό σας δίνω αυτά τα ωραία ψωμιά της ΣάνταςΜπορείτε να φάτε ο ένας απ' την πλάτη του άλλου. Άιντε, λοιπόν, τραβάτε στον αγά σας και να του πείτε όλα όσα είδατε.
Πήραν τον δρόμο εκείνοι κι έφτασαν στο φρούριο της Τούφας, όπου βρισκόταν ο αγάς. Του είπαν το τι πάθανε και τότε εκείνος τρελάθηκε απ' το κακό του κι ορκίστηκε ότι θ' αφανίσει την καταραμένη πολιτεία, θα πιάσει αιχμάλωτους όλους τους Σανταίους και δεν θ' αφήσει λιθάρι επάνω σε λιθάρι στον τόπο τους. Μάζεψε γρήγορα, λοιπόν, όση δύναμη μπορούσε, 600 άντρες απ' το δικό του το τιμάριο και 300 απ' την περιφέρεια της Βαϊβούρτης, έτσι ώστε νάχει μαζί του μπόλικο ασκέρι για να τσακίσει μια και καλή εκείνους τους γκιαούρηδες που τόλμησαν να εξευτελίσουν τους ανθρώπους του.
Το μαθαίνουν οι Σανταίοι και μαζεύονται για να σκεφτούν πώς θα μπορούσαν να παραβγούν σε μια τόσο μεγάλη δύναμη  όλοι οι πολεμιστές— ο Κούρτος κι ο Τριαντάφυλλος Βελβελές από το χωριό Ισχανάντων, ο Γερονόσογλους από το Πινατάντων, οι  Τσιλιγκιάρηδες  απ το  Ζουρνατσάντων,  οι  Κουρτάντ  από  το  Πιστοφάντων,  ο  Βελής Μούτας απ' το Τερζάντων κι άλλοι απ' τις άλλες ομάδες κι ενορίες, τα λένε, συζητάνε κι αποφασίζουν να πιάσουν το κατάλληλο μέρος  ένα βράχο που κρέμεται επάνω στην λαγκαδιά, λίγο παρακάτω από ένα στενό που λεγόταν Φουρνόπον. 
Παρχαρια σην Σαντά

Από εκεί μπορούσαν να φυλάνε το πέρασμα προς τα χωριά της Σάντας, ώστε μόλις θα πρόβαλλε ο αγάς με το ασκέρι να τον βαρέσουν από ψηλά με σιγουριά.
Φτιάξαν γρήγορα μοναχοί τους το μπαρούτι που τους χρειαζόταν κι έστειλαν έναν δικό τους —τον Δαμιανό Τσουμπάνο σ' έναν γείτονά τους Τούρκο αγά, τον Χαβούζ ογλού, ζητώντας την  βοήθειά του.  Εκείνος,  όμως,  δίσταζε να  τα  βάλει με  τον  φοβερό Χατζή Σαρόγλου, τρόμαζε με την τόση δύναμη που μάζεψε κι αρνήθηκε να βοηθήσει τους Σανταίους. 
Άλλο δεν έμενε, λοιπόν, παρά να τα βγάλουν πέρα μοναχοί τους.
Απέναντι στους χίλιους περίπου άντρες του Τούρκου αγά ήσαν πολύ λίγοι οι Σανταίοι πολεμιστές, αλλά υπήρχαν κι οι γυναίκες. 
Ξεσηκώνονται κι αυτές, ανασκουμπώνονται για τον αγώνα και μαζεύουν σωρούς τις πέτρες στο μέρος όπου κρίθηκε κατάλληλο για την μάχη  κι  απ όπου  θα  μπορούσαν  να  τις  ρίχνουν  στα  κεφάλια  των  στρατιωτών  του επιδρομέα
Δεν ξέραν, όμως, από που θα περνούσε ο Χατζή Σαρόγλου —υπήρχαν κι αλλά περάσματα— γι' αυτό και βάλαν από τρεις σκοπούς σε τρία άλλα μέρη και τους είπαν ότι όποιοι δούνε τον εχθρό, θα ρίξουν τρεις τουφεκιές για ειδοποίηση. Οι άλλες ομάδες παρατάχτηκαν όπως κρίναν καλύτερα και περίμεναν όλοι τους με το τουφέκι στο χέρι. 
Άφοβος ο Κούρτος ψύχωνε όλους και τους έλεγε, ότι όσοι και νάναι οι Τούρκοι να μη κιοτέβουν, γιατί σίγουρα θα τους τσάκιζαν τα πλευρά απ' τις καλές εκείνες θέσεις που κρατούσαν.
Άξαφνα ακούονται οι τρεις τουφεκιές από το πέρασμα που είχαν σωστά υπολογίσει και τότε ρίχνονται κι οι άλλες μικρές ομάδες που είχαν σκορπιστεί στα γύρω, ανεβαίνουν προς τον βράχο, ταμπουρώνονται καλά και μόλις άρχισε να ζυγώνει το ασκέρι του αγά, δίνει το σύνθημα ο Κούρτος.
Ανάβει αμέσως το τουφεκίδι, πέφτουν βροχή οι πέτρες, χτυπάνε οι άντρες, ρίχνουν οι γυναίκες  βόλια σφυρίζουν, κοτρώνες κατρακυλάνε προς τα κάτω, γεμίζει αντάρα ο τόπος κι  αντιλαλάνε  τα  βουνά  της  Σάντας τα  χάνουνε  οι  Τούρκοι  καθώς  βρισκόντουσαν αφύλαχτοι κάτω απ' τους ταμπουρωμένους πολεμιστές. 
Κάθε προσπάθεια για να περάσουν ήταν μάταιη, τόβλεπε ο αγάς και σκύλιαζε, αλλά τι μπορούσε να κάνει μπροστά σ' εκείνους τους αναθεματισμένους τους διαβόλους κι εκείνες τις λυσσασμένες τις γυναίκες τους, που ρίχναν βροχή τις πέτρες κι άνοιγαν τα κεφάλια των αντρών του;
—Απάνω τους, ούρλιαζε. Απάνω στους γκιαούρηδες!
Που, όμως, «απάνω τους»; Πώς να σκαρφαλώσουν αφύλαχτοι σ' εκείνα τα κακοτράχαλα τα μέρη,  αφού  πίσω  από  κάθε  πέτρα  κρυβόταν  κι  ένα  τουφέκι;  Όσο  ανηφόριζαν  τόσο φούντωνε το κακό κι η λύσσα των Σανταίων. 
Σε κίνδυνο μεγάλο βρισκόταν τώρα κι ο ίδιος ο αγάς —βάι ντινινί, ιμανινί βλαστημάει και δίνοντας διαταγή για οπισθοχώρηση στρέφει και παίρνει δρόμο προς τα κάτω. Φευγιό των Τούρκων, φωνές κι αλαλαγμοί των Ρωμιών, βλέπει ο αδελφός του Κούρτου, ο Ταγουστανλής, τον ίδιο τον Χατζή Σαλόγλου που πήρε την τρεχάλα, τον σημαδεύει και ρίχνει. Το βόλι, όμως, δεν πέτυχε τον ίδιο αλλά το άλογό του, πέφτει το ζωντανό, κατρακυλά κι ο ίδιος, φωνές, χαρές, αντάρα και χαλασμός.
Νύχτα έφτασε στην Τούφα ο αγάς με το ασκέρι του, ντροπιασμένος και μανιασμένος απ' το κακό του. Μπα, δεν ήταν να το χωνέψη τέτοιο μασκαραλίκι κι έκατσε και σχεδίαζε πώς θα μπορούσε σ' ένα δεύτερο γιουρούσι να δώση σ' αυτή τη φούχτα των γκιαούρηδων το μάθημα που χρειάζονταν.
Ούτε όμως κι οι Σανταίοι ησύχασαν με την νίκη τους. Ήξεραν ότι ο αγάς ήταν εκδικητικός και σίγουρα θα επιχειρούσε κι άλλα γιουρούσια, ίσως με μεγαλύτερες δυνάμεις, γι' αυτό και ζήτησαν αμέσως να βρουν κανένα Τούρκο σύμμαχο, επειδή οι ίδιοι ήσαν λίγοι. Για τον σκοπό αυτόν σκέφτηκαν να προσφέρουν το αγαλίκι της Σάντας σε κάποιον άλλον αγά, που νάναι, όμως, φίλος τους, να τους βοηθά την ώρα της ανάγκης και να μην ανακατεύεται στα εσωτερικά τους  μόνο μ' αυτόν τον τρόπο δέχονταν την προσφορά του τίτλου.
Μαζεύτηκαν, λοιπόν, τα συζήτησαν κι αποφάσισαν ν' αποκηρύξουν τον Χαφούζ ογλού που κιότεψε κι αρνήθηκε να τους βοηθήση την ώρα της ανάγκης. Στην θέση του ανακήρυξαν αγά της Σάντας τον φίλο τους Κιουτσούκ Αλή Χατζόγλου απ' την Ούζη, που με μεγάλη του χαρά δέχτηκε το αγαλίκι μαζί με την συμφωνία για βοήθεια.
Βρυση σον Πιστοφάντων
Η γνώμη των Σανταίων ήταν να χτυπήσουν αμέσως τον Χατζή Σαρόγλου στη φωλιά του κι όχι να περιμένουν το καινούργιο του γιουρούσι, γιατί έτσι θα χανόταν πολύτιμος καιρός, αλλά και θα προετοιμαζόταν καλύτερα ο εχθρός τους. 
Σύμφωνος ήταν κι ο καινούργιος σύμμαχός τους κι έτσι ξεκίνησαν 110 Σανταίοι αρματωμένοι, ενώθηκαν με 39 Τούρκους του Κιουτσούκ Αλή κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για το φρούριο της Τούφας, χτύπησαν το κονάκι του αγά, έκαψαν το φρούριο και σκότωσαν πολλούς άντρες του Χατζή Σαρόγλου, που τρομαγμένος έφυγε τη νύχτα στο χωριό Μεσαρέ κι από εκεί  στο χωριό Καλάνεμα της περιφέρειας των Πλατάνων.
Ύστερα απ' αυτό οι νικητές πήραν πάλι τα βουνά τους ρίχνοντας μπαταριές χαράς κι όλος ο πληθυσμός της Σάντας βγήκε να τους υποδεχθεί  ένας μόνο Σανταίος είχε σκοτωθή στη μάχη. Όσο για τον Κιουτσούκ Αλή, οι ντόπιοι ιστορικοί τον επαινάνε γιατί πολέμησε κι αυτός παλληκαρίσια με τους 39 δικούς του.
 Άλλη σύγκρουση δεν αναφέρεται μ' εκείνον τον φοβερό εχθρό των Σανταίων, παρά μόνο ότι το 1829 προσπάθησε πάλι να μαζέψει δύναμη για εκδίκηση, αλλά τα σχέδιά του τα ματαίωσαν οι Σανταίοι καταγγέλλοντάς τον στο βαλή της Τραπεζούντας, που πήρε μέτρα κι έτσι ησύχασαν οριστικά από δαύτον.
Έμενε, όμως, τώρα εχθρός τους ο Χαφούζ ογλού, ο αγάς δηλαδή που είχαν αποκηρύξει. Αυτός είχε θυμώσει για την καθαίρεσή του, πολύ περισσότερο γιατί οι Σανταίοι τον κατηγόρησαν ότι κιότεψε και δεν κράτησε τον λόγο του. Έτριζε τα δόντια του κι απειλούσε ότι θα συγυρίση τους Σανταίους αν δεν άλλαζαν την απόφασή τους. Προχωρώντας μάλιστα απ' τα λόγια στην πράξη, παραμόνεψε κάπου, καθώς έμαθε ότι είκοσι Σανταίοι γυρνούσαν απ' την Βαϊβούρτη στο χωριό τους, τους έπιασε και τους φυλάκισε. Χωρίς να χάσουν καιρό οι Σανταίοι στέλνουν αμέσως στο χωριό του αγά πενήντα παλληκάρια, που του μηνάνε:
—Αγά, θα κάψουμε κι εσένα και το χωριό σου αν δεν λευτερώσεις αμέσως τους πατριώτες μας.
Ο Χαφούζ ογλού, που δεν ξεχώριζε και για μεγάλη αντρειοσύνη, όχι μονάχα λευτέρωσε αμέσως τους αιχμάλωτους, αλλά χάρισε και στους προεστούς της Σάντας από ένα περσικό σάλι, για να δείξη τις καλές προθέσεις του και ν' αρχίση μαζί τους μια καινούργια περίοδο φιλίας. Έτσι καλμάρανε εκείνοι κι αργότερα του ξανάδωσαν το αγαλίκι, αλλά χωρίς κανένα δικαίωμα ν' ανακατεύεται στα εσωτερικά τους.
Η εσωτερική διοίκηση της πολιτείας ήταν ιδιότυπη, αλλά στηριζόταν στα τούρκικα συστήματα της εποχής, πλήρωνε φόρους κι υπάκουε τους νόμους. Η μεγάλη διαφορά της Σάντας απ' τις άλλες πολιτείες του δοβλετιού ήταν η κάποια ανεξαρτησία που είχε, αλλά προ πάντων το δικαίωμα που πήραν μόνοι τους οι Σανταίοι να σηκώνουν τα όπλα τους ενάντια  σε  όποιον  επιβουλευόταν  την  ζωή,  την  τιμή  και  την  περιουσία  τους.  Εκείνα, δηλαδή, που σ' όλη την άλλη επικράτεια βρισκόντουσαν στο έλεος του κάθε αγά ή άλλου Τούρκου αξιωματούχου, στην Σάντα ήσαν ασφαλισμένα απ' τα τουφέκια των παλληκαριών της. Κι επειδή οι επιβουλές δεν λείπαν, οι συμπλοκές ήσαν συχνές και κάθε τόσο γινόντουσαν σκοτωμοί κι αντεκδικήσεις.
Ένα ιδιαίτερο ακόμα χαρακτηριστικό της παράξενης εκείνης και πολεμόχαρης πολιτείας του Πόντου ήσαν και οι «Κλωστοί» της  Έλληνες, όπως ανάφερα αλλού, που είχαν τουρκέψει στα   φανερά,   αλλά   στα   κρυφά   εξακολουθούσαν   να   μένουν   χριστιανοί.  
 Σε   πολλές περιφέρειες της επικράτειας βρισκόντουσαν τέτοιοι πολλοί, αλλά οι «Κλωστοί» της Σάντας ήσαν διαφορετικοί απ' όλους τους άλλους. Όταν γινόντουσαν μάχες και συμπλοκές με Τούρκους, πολεμούσαν πάντα στα πλευρό των χριστιανών... εν ονόματι της θρησκείας του Μωάμεθ κι ήσαν το ίδιο ψυχωμένοι κι άφοβοι όπως οι Έλληνες. 
Έτσι πρόσφερναν μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα τους και πολλές φορές πήγαιναν φανερά στις εκκλησιές τους. Μόνο   όταν   ερχόντουσαν  στη   Σάντα   Τούρκοι   αξιωματούχοι υποκρινόντουσαν   τους Τούρκους και φώναζαν επιδειχτικά ο ένας τον άλλον με τα τούρκικα ονόματά τους.
Χαρακτηριστικό περιστατικό αναφέρεται τούτο:
Αγάς της  Σάντας τούτη την  εποχή ήταν ο  Κελές  μπέης,  που  ενώ  στην  αρχή δειχνόταν προσεκτικός και μετρημένος, άρχισε ν' αγριεύη σιγά  σιγά και να φέρνεται στους Σανταίους σαν αφέντης. Τα είχε ιδιαίτερα με τους Κλωστούς, γιατί υποψιαζόταν πως κορόιδευαν τους Τούρκους. Γι' αυτό κάποτε τους κάλεσε και τους είπε:
—Τι σόι μουσουλμάνοι είστε εσείς που δεν έχετε ένα τζαμί, να κάνετε το ναμάζι σας;
Μπρος, γρήγορα να χτίσετε ένα τζαμί.
Εκείνοι για να μη δικαιώσουν τις υποψίες του αγά, είπαν μάλιστα, δίκιο έχεις αγά, να χτίσουμε το τζαμί μας, διάλεξαν ένα μέρος και βάλαν τα θεμέλια. Η δουλειά προχωρούσε, οι τοίχοι ανέβαιναν, αλλά όταν κόντευε να τελειώση το τζαμί κι έμεινε μόνο η στέγη, σταμάτησαν με  διάφορες προφάσεις, πως  τάχα δεν  έχουν τα  χρειαζούμενα λεφτά και περιμένουν να τα οικονομήσουν. 
Οι μέρες ωστόσο περνούσαν και ο αγάς θύμωνε γιατί δεν σκεπαζόταν το τζαμί, γκρίνιαζε, απειλούσε κι έλεγε ότι θα βάλει την σκεπή με τα δικά του τα λεφτά. Μια μέρα, μάλιστα, φώναξε μερικούς και τους είπε αγριεμένος:
—Μέσα σ' αυτή την Σάντα κυλιέται ένα κολοκύθι, μα δεν ξέρω σε ποιανού κεφάλι θα σπάση.
Εκείνοι του απάντησαν:
—Αγά μου, να ξέρεις ότι αυτό το κολοκύθι θα σπάσει στο δικό σου το κεφάλι.
Σχολείο στην ενορία Πιστοφάντων
Κι από τότε όλοι μαζί οι Σανταίοι Κλωστοί και φανεροί χριστιανοί— βάλαν στο μυαλό τους να πετάξουν τον αγά, να του πάρουνε το αγαλίκι και περίμεναν την ευκαιρία, που δεν άργησε καθόλου να τους δοθεί:
Γινόταν γάμος σ' ένα απ' τα χωριά, το Πιστοφάντων, όπου ήλθε κι ο αγάς για να γλεντήσει κι ίσως μάλιστα με τον σκοπό να στραπατσάρει τους Σανταίους. Αφού έφαγε και ήπιε, γυρίζει και λέει στον μουχτάρη του χωριού:
—Τσακμάκ, για φέρε τη νύφη σου, να μας χορέψει λίγο και να γλεντήσουμε.
Του απαντά τότε ο Τσακμάκ:
—Αγά, για φέρε μας κι εσύ την γυναίκα σου, να μας χορέψει λίγο και να γλεντήσουμε.
Άναψε και κόρωσε ο αγάς, αλλά κατάπιε την γλώσσα του και δεν μίλησε καθόλου γιατί εκεί, ανάμεσα στους ερεθισμένους Σανταίους, βρώμαγε μπαρούτι. Του το φύλαγε όμως του μουχτάρη κι όταν γύρισε στην Ούζη έστειλε ανθρώπους του στη Σάντα και κάλεσε τον Τσακμάκ να κατέβει που τον ήθελε. Εκείνος δίστασε, αλλά οι προεστοί του είπαν να μη φοβάται, γιατί αν ο αγάς είχε κακούς σκοπούς, τα παλληκάρια της Σάντας ήσαν έτοιμα να τον βάλουν στη θέση του. Ξεκινά, λοιπόν, ο Τσακμάκ, φτάνει στην έδρα του αγά και τότε εκείνος τον πιάνει και τον βάζει φυλακή. Αμέσως αρματώνονται 50 παλληκάρια, κατεβαίνουνε στην Ούζη και ζώνουν το κονάκι του αγά.
—Αγά, του λένε, ή μας παραδίνεις τον φυλακισμένο ή σου καίμε το κονάκι, μαζί κι εσένα!
Κι  όχι  μονάχα  το  λέγαν,  παρά  ετοιμάστηκαν να  το  κάνουν.  Βλέποντας  ο  αγάς  ότι  τα πράματα ήσαν σκούρα, αναγκάστηκε να βγάλει απ' την φυλακή του τον Τσακμάκ και να τον παραδώσει. Τον πήραν εκείνοι κι ανέβηκαν πάλι στη Σάντα με χαρές και με τραγούδια. Έχοντας, όμως, πέρα για πέρα δίκιο επειδή ο αγάς είχε προσβάλει τον μουχτάρη και στο πρόσωπό του όλη τη Σάντα άρπαξαν την ευκαιρία, τον κατάγγειλαν στο δικαστήριο, έγινε η δίκη του και ο αγάς καταδικάσθηκε να πληρώσει αποζημίωση 5.000 γρόσια στους Σανταίους. Μαθαίνοντας τ' άσχημα τούτα νέα ο αδελφός του αγά Χατζή Αλή μπέης και ξέροντας ότι όλα εκείνα γινόντουσαν για το τζαμί, λυπήθηκε πολύ για τα καμώματα του αδελφού του και είπε:
—Γιαζίκ, μπε, κρίμα, κρίμα! Εμείς στείλαμε τον Κελές μπέη στη Σάντα να κάνει αγαλίκι κι εκείνος πήγε να γίνει προφήτης!
Κι ύστερα ανέβηκε στη Σάντα μαζί με τους Σανταίους, φρόντισε για τα δικαιώματά τους, χώρισε όλη  την περιφέρεια στις  εφτά ενορίες της κι  επεκύρωσε τα κτήματα της  κάθε ενορίας μ' επίσημα χαρτιά που εκδόθηκαν στα 1833.
Τα Σούρμενα είναι πόλη παραλιακή, στα δυτικά της Τραπεζούντας, με αρκετό πληθυσμό ελληνικό που τραβούσε πολλά απ' τους φανατισμένους αγάδες. Ένας από δαύτους —ο Σουιτσμέζογλου Μαχμούτ αγάς— έβαλε κι αυτός με τη σειρά του στο μάτι τους Σανταίους κι ύστερα από λίγα χρόνια μετά απ' το παραπάνω περιστατικό, μάζεψε στρατό, τράβηξε κατά τα βουνά της Σάντας κι έφτασε στα σύνορά της από μια περιοχή που λεγόταν Κωφολείβαδο. Δόστου λοιπόν και πάλι στο πόδι οι Σανταίοι, ξεκίνησαν 40 οπλισμένοι, πιάσαν τον δρόμο, ταμπουρωθήκανε καλά κι ετοιμάσθηκαν.
Πριν ν' αρχίσουν, ωστόσο, ο οπλαρχηγός τους Χαράλαμπος Ταινιάς μόλις είδε τον αγά των Σουρμένων να ζυγώνη, του φώναξε από μακρυά:
—Σ' εξορκίζω στο Κοράνι σου, γύρισε πίσω, αλλιώς θα μετανοιώσεις!
Ο Μαχμούτ αγάς, όμως, περήφανος και φανατισμένος όπως ήταν, βλαστήμησε με οργή κι έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να προχωρήσουν. Αμέσως οι κρυμμένοι Σανταίοι άρχισαν να ρίχνουν και πίσω απ' την κάθε πέτρα άστραφτε κι ένα τουφέκι, πήρε φωτιά ο τόπος. Ο αρχηγός Χαράλαμπος Ταινιάς σημάδεψε τον Μαχμούτ αγά και τον πέτυχε στο πόδι, έτσι που έπεσε αμέσως το πολεμικό του μένος, τρόμαξε και φώναξε στους δικούς του:
—Πίσω! Δεν γίνεται τίποτα με τούτους τους καταραμένους τους γκιαούρηδες!
Γύρισαν να φύγουν, μόνο που μερικοί, απάνω στη φασαρία και στον σαματά, είπαν κάτι να ωφεληθούν από τούτο το γιουρούσι και είχαν μπει στο χωριό της Σάντας Ζουρνατσάντων για ν' αρπάξουν ό,τι θα μπορούσαν. Όμως ούτε κι αυτοί στάθηκαν τυχεροί, γιατί μόλις τους είδαν οι Σανταίες γυναίκες άρπαξαν αμέσως ξύλα, κοτρώνες, ρόπαλα και χυμήξαν απάνω τους. Πήραν αμέσως την φευγάλα και τούτοι, τόσκασαν, εκτός από έναν  ζάβαλη— που μέσα στην βιασύνη του μπλέχτηκε το πλατύ σαλβάρι του σ' ένα πασάλι, γαντζώθηκε και βρέθηκε ανάποδα κρεμασμένος, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια απάνω.
Τον φτάσαν οι γυναίκες, σηκώσανε τα ρόπαλα κι άρχισαν να τον  δέρνουν.
—Ντος, ντος!... λέγαν η μια στην άλλη.
Δηλαδή «χτύπα, χτύπα». Ο Τούρκος λιποθύμησε, νόμισαν μερικές ότι πέθανε και φώναξαν στις πιο μανιασμένες που εξακολουθούσαν να χτυπάνε:
—Στα, στα!...
Δηλαδή, «στάσου, στάσου». Έτσι τον άφησαν και φύγαν κι όταν ξελιποθύμησε ο Τούρκος, κατάφερε να ξεμπλέξει απ' το πασάλι και σύρθηκε προς το χωριό του. Από τότε έλεγε:
—Όι, όι, τις λυσσασμένες! Αν μερικές δεν έλεγαν «Στα, στα», εκείνο το «Ντος, ντος» θα με θανάτωνε...
«Ύστερ' απ' αυτά, λέει ο Νυμφόπουλος, ο Μαχμούτ αγάς έγινε φίλος των Σανταίων και σε κείνους που τον ρωτούσαν πώς κουτσάθηκε, απαντούσε ότι οι Σανταίοι τον έφεραν σ' εκείνο το χάλι. Ορκίστηκε να σκοτώση έναν οποιοδήποτε Σανταίο και μερικοί στρατιώτες του πήγαν νύχτα και σκότωσαν τον Γιαννάκ μέσ' στην καλύβα του, έπειτα έκοψαν τ' αυτιά του και τάφεραν στον αγά για να βεβαιωθεί. Δεν πέρασε, όμως, πολύς καιρός και κατά το 1840 εκδόθηκε το Χάτι Σερίφ, που κήρυττε την ισότητα μεταξύ όλων των υπηκόων του τούρκικου κράτους και καταργήθηκε η εξουσία των αγάδων. Από τότε την εξουσία ανέλαβε η κυβέρνηση και η Σάντα προσαρτήθηκε στο μουτσεσαφιριλίκι της Άρτασας».
Ησύχασαν για κάμποσα χρόνια οι Σανταίοι και ζήσαν σαν καλοί κι εργατικοί νοικοκυραίοι — με τα σχολειά τους, με τις εκκλησιές τους— ταξίδευαν στα γύρω και προ πάντων στη Ρουσία, αλλά ποτέ δεν ξεχνούσαν ούτε την περηφάνεια τους, ούτε τα όπλα τους, που όσες φορές το καλούσε η ανάγκη τα ζωνόντουσαν για να υπερασπίσουνε το δίκιο τους.
Στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878 ένα τάγμα Τσερκέζων, γυρίζοντας απ' το μέτωπο, ζύγωσε προς την Σάντα κι ετοιμάστηκε να κάνει γιουρούσι για λεηλασία. Αμέσως σηκώθηκαν πάλι στο πόδι οι Σανταίοι, αρματώθηκαν και μαζεύτηκαν όλοι στην ενορία Πιστοφάντων. Φτάσαν εκεί κατάσκοποι των Τσερκέζων, είδαν τόσους αρματωμένους κι απόρησαν.
—Τ' είσθε σεις; τους ρώτησαν.
—Σανταίοι, τους είπαν.
—Πολλοί κι αρματωμένοι.
—Εμείς είμαστε της μιας ενορίας μονάχα, τους είπαν, που είναι και η πιο μικρή. Εφτά είναι οι ενορίες μας κι όλες αρματωμένες.
Οι κατάσκοποι γυρίσανε στο τάγμα τους, είπαν το τι είδαν κι όλοι μαζί οι Τσερκέζοι κρίναν καλύτερο ν' αλλάξουν δρόμο και ροβόλησαν προς την Τραπεζούντα.
Όμως ούτε τα  δεινά της  Σάντας έλειψαν, ούτε κι  οι  μάχες με  όλους τους επίβουλους εχθρούς. Γράφει ο Βαλαβάνης στην «Σύγχρονη Γενική Ιστορία του Πόντου»: «...Οι εκ της περιφερείας Γιαμουράς Λαζοί τσέται —βρισκόμαστε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο υπό την αρχηγίαν του Σουλεϊμάν Κάλφα, ενισχυθέντες και δια στρατιωτικών στελεχών, επεχείρησαν εχθροπραξίας εναντίον της Σάντας με τον προφανή σκοπόν να λεηλατήσουν και  κακοποιήσουν την χώραν. Οι  Σανταίοι έδραξαν τα  όπλα και  επετέθησαν κατά των σιδηροφορούντων τσετών, εκδιώξαντες αυτούς μετά σύντομον μάχην. Οι Τούρκοι απεκόμισαν πέντε φονευθέντας και πολλούς πληγωμένους, εγκαταλείψαντες και δύο αιχμαλώτους...».
Αλλά για τούτη την ηρωικώτερη και πιο τραγική σελίδα της Ιστορίας της Σάντας καλύτερα να κάνω λόγο όταν έλθη η σειρά των τελευταίων μεγάλων γεγονότωνΔεν μείναν, φυσικά, αργοί οι Σανταίοι τούτους τους καιρούς ούτε και καθήσαν με σταυρωμένα χέρια.











Δημήτρης Ψαθάς

Απόσπασμα απο το βιβλιο του "Η ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah