Ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης από το Παρτίν της Κρώμνης, γνωστότερος ως Πανίκας μασχαρέας!

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013


Ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, από τον οποίο πήραμε συνέντευξη στις 14 Απριλίου 1986, γεννήθηκε το 1886 στο Παρτίν της περιοχής της Αργυρούπολης.
Αργυρούπολη

Το Παρτίν βρίσκεται ανάμεσα στην Κρώμνη και το Ρουσίο, από τα οποία απέχει 3 — 4 χιλιόμετρα. Οι οικογένειες των τριών χωριών γνωρίζονταν μεταξύ τους και πολλές είχαν φιλίες. Οι γονείς του, ο Χαράλαμπος Τσαχουρίδης και η Αναστασία απέκτησαν τέσσερα παιδιά, από τα οποία, τα μεγαλύτερα, η Αφροδίτη και ο Κώστας πέθαναν μικρά. Έζησαν τα άλλα δύο, ο Θεόδωρος (Τότον) και ο Παναγιώτης.
«Ο πατέρας μου», λέει ο Πανίκας, «είχε σιδηρουργείο στο Τσεβισλούκ, δίπλα σε ένα στρατόπεδο. Κατασκεύαζε πέταλα για τα ζώα, καρφιά, γεωργικά εργαλεία. Την τέχνη εγώ την έμαθα κοντά του».
Ο πατέρας του είχε μια περιπέτεια με τις τουρκικές αρχές όταν πήρε φωτιά το διπλανό στρατόπεδο. Τη φωτιά την έβαλαν κάποιοι στρατιώτες, που έκλεβαν από τις προμήθειες του στρατοπέδου, για να μην αποκαλυφθούν οι κλοπές. Αυτοί είπαν ότι η φωτιά προήλθε από το καμίνι του σιδηρουργείου. 
Με την κατηγορία αυτή έπιασαν τον πατέρα του Παναγιώτη Τσαχουρίδη και τον φυλάκισαν. Από έρευνα, όμως, που έγινε αποδείχθηκε ότι η φωτιά προήλθε από κάπου από την αντίθετη πλευρά του στρατοπέδου. Έτσι, άφησαν, μετά από οχτώ μήνες κράτηση, ελεύθερο τον Χαράλαμπο Τσαχουρίδη. 
Αλλά από τις ταλαιπωρίες στη φυλακή, ο Χαράλαμπος Τσαχουρίδης πέθανε, αφήνοντας ορφανά τον Θεόδωρο και τον Παναγιώτη.
«Εμένα», λέει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «με πήραν στρατιώτη το 1921. Μας έστειλαν στο Ερζερούμ. Ήταν πατριώτες από τα γύρω χωριά και από το Ρουσίο και την Κρώμνη». Τους ανάγκαζαν να δουλεύουν στο ύπαιθρο, χωρίς φαγητό και νερό. Από αυτές τις άσχημες συνθήκες πέθαναν πολλοί, ανάμεσά τους και ο χωριανός μας, ο Γιάγκον Λυπηρίδης που δεν άντεξε και πέθανε».
Αυτή η κατάσταση οδήγησε πολλούς στο να δραπετεύουν από τα τάγματα εργασίας (τάγματα θανάτου) τη νύχτα και να καταφεύγουν στα βουνά, στους αντάρτες. Αυτό κράτησε μέχρι το 1923, οπότε έγινε η συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Τούρκοι απελευθέρωσαν τους Έλληνες στρατιώτες που είχαν οικογένειες ή ήταν προστάτες οικογένειας.

«Μου έδωσαν», αναφέρει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «απολυτήριο, επειδή ήμουν ορφανός από πατέρα. Πήγα μετά από πολλές δυσκολίες στην Τραπεζούντα, όπου έμαθα ότι η μητέρα μου με τον αδελφό μου και άλλους συγγενείς έφυγαν για την Ελλάδα. 
Βρήκα τον Μακαροντζή (Δήμο Λυπηρίδη), που δούλευε σε φούρνο και εργοστάσιο που έβγαζε μακαρόνια — γιαυτό τον έλεγαν μακαροντζή.
 Ο Μακαροντζής, μαζί με τον καθηγητή σωματικής αγωγής του Φροντιστήριου Τραπεζούντας Αγαθάγγελο Φωστηρόπουλο, μάζεψαν χρήματα, για να στείλουν στην Ελλάδα εμένα και άλλους πατριώτες. Δεν φύγαμε, όμως, αμέσως, γιατί το καράβι με το οποίο θα φεύγαμε, ο 'Ωκεανός', ήταν χαλασμένο και θα το επιδιόρθωναν σε δέκα μέρες.
 Στο διάστημα αυτό πήγα στο χωριό μου, το Παρτίν, για να δώσω μηνύματα συμπατριωτών που βρίσκονταν στον στρατό, όπως ο Βασίλης Τελίδης από το Ρουσίο, να πω στην αρραβωνιαστικιά του και στους δικούς του ότι είναι καλά. Στο δρόμο συνάντησα τον κεμεντζετσή Γιάννη Γρηγοριά-δη, από το Ρουσίο. Μπαίνοντας στο Ρουσίο, στον δρόμο, ήταν ένα πετρόχτιστο εκκλησάκι της Παναγίας. Ήρθαν και άλλοι και το στρώσαμε στον χορό. Τα μηνύματα από τους στρατιώτες, τα δώσαμε να τα δώσουν στους συγγενείς τους, στα χωριά. Μετά επιστρέψαμε στην Τραπεζούντα».
Στην Τραπεζούντα έμειναν μια νύχτα στην πανσιόν του Ευθύμη Σαμανίδη και την άλλη μέρα μπήκαν, γρήγορα γρήγορα στο καράβι. Μαζί τους ήταν και ο Παναγιώτης Σωτηριάδης, με τη γυναίκα του Σωτήρα και τα παιδιά τους Γιάννη και Σάββα, που ήταν νεογέννητο. Ήταν μαζί και η οικογένεια του Γιάννη Αναστασιάδη (Τσαμογιάννη τον έλεγαν, επειδή το ένα του μάτι ήταν λοξό), με τα παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Πανίκας Τσαχουρίδης με την γυναίκα του Παρέσα
«Πολύς κόσμος», λέει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης. «Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Μπορεί να ήταν και 3.000 άνθρωποι, που με πολλή δυσκολία μπήκαν στο καράβι. Συνόδευε ένα αμερικανικό αντιτορπιλικό, γιατί, τότε, ο Τοπάλ Οσμάν έκαμνε ληστείες σε πολλά καράβια. 
Μας πήγαν στη Σαμψούντα, στο λιμάνι της οποίας το καράβι έκανε γύρους και τελικά σταμάτησε για να γεμίσει με αντάρτες που κατέβηκαν από τα βουνά, αξύριστοι, λερωμένοι. Έκαναν πολλή φασαρία. Μπήκαν στο καράβι και άλλοι, μέχρι που έφτασε ο κόσμος στα 6.000 περίπου άτομα. 
Πολλοί έκλαιγαν, αναζητώντας τους δικούς τους, άλλοι ζητούσαν νερό και φαγητό, άλλοι έψαχναν κάπου να κατουρήσουν. Αυτό κράτησε οχτώ ημέρες. Ήταν κάτι που δεν γράφεται. Αυτούς που πέθαιναν, τους έριχναν στη θάλασσα. Από εμάς πέθανε το κοριτσάκι του Γιάννη Αναστασιάδη. Εγώ αρρώστησα, γέμισα πληγές. Γιαυτό τύλιξα το κεφάλι μου με ένα σάλι. Αν μέναμε κι άλλο στο καράβι, μπορεί και εγώ να ήμουν ριγμένος στη θάλασσα».
Τον Οκτώβριο βγήκαν στην ακτή, στο Καραμπουρνάκι. Τους κράτησαν εκεί δέκα ημέρες. Είχε πολλή ζέστη, η άμμος έκαιγε. Αυτό ίσως ήταν που ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης γιατρεύτηκε από τις πληγές του. Στις τεράστιες παράγκες, όπου τους οδήγησαν, χώριζαν δέκα — δεκαπέντε οικογένειας με κουρελούδες έναν χώρο για να μείνουν.
 Αλλοι έμεναν στα αντίσκηνα. Το νερό και τα αποχωρητήρια έξω, η λάσπη μέχρι το γόνατο. Για να πάρουν νερό ή να πάνε στα αποχωρητήρια έπρεπε να σταθούν στην ουρά. Περιμένοντας, πολλοί κατουριούνταν. Οι παράγκες ήταν πάνω από είκοσι, στη σειρά.
«Η ζωή στις παράγκες», αναφέρει ο Παναγιώτης Τσαχουρίδης, «δεν περιγράφεται. Γίνονταν πολλά μπερδέματα, ο ένας πήγαινε στον χώρο του άλλου. Μάλωναν, έπεφτε ξύλο. Ευτυχώς μείναμε έναν μήνα εκεί. 
Μας βρήκε ο χωριανός μας Πάντζος ο Λυπηρίδης, που είχε έρθει νωρίτερα — το 1920 — από τη Γεωργία και είχε εγκατασταθεί στο Αρσακλί (Πανόραμα). Μόλις μας είδε ο Πάντζος, μας πήρε με το κάρο και μας ανέβασε στο Αρσακλί».





Νικος Τελιδης

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah