Αν όλοι οι Έλληνες στις άλλες πόλεις καρτερούσαν
με λαχτάρα τον ρούσικο στρατό, με
σωστή αγωνία χτυποκαρδούσαν και
περίμεναν, μέρα με την μέρα, ώρα με την ώρα, οι
Έλληνες της Τρίπολης.
Τρίπολη του Πόντου |
Γιατί οι Ρώσοι φτάσαν έξω απ' την πόρτα τους —δυο ‐ τρία
χιλιόμετρα— και δεν τους χώριζε παρά μονάχα ο ποταμός Χαρσιώτης. Τόσο κοντά είχαν ζυγώσει, ώστε δεν άκουαν μόνο τα κανόνια τους, παρά δεχόντουσαν
και τις οβίδες τους
μέσα στην πόλη.
Λίγες βδομάδες πριν ακουστούν τα ρούσικα κανόνια, είδαν μια μέρα τους Ρωμιούς της
κοντινής τους Ελεβής να φτάνουν πρόσφυγες εκτοπισμένοι
απ'
τις τούρκικες αρχές, κι έτσι
κατάλαβαν ότι δεν ήταν χωρίς κινδύνους η λευτεριά
που ερχόταν. Οι Τούρκοι,
λέγαν οι πρόσφυγες, ήσαν αγριεμένοι και τους σάρκαζαν:
—Ταϊνίζ γκελίορ!
Δηλαδή «έρχεται ο θείος σας». Και τρίζανε τα δόντια: «Θέλετε να δείτε τον θείο σας; Τώρα
θα δήτε!».
Κι αμέσως
τους ξεσπιτώσαν όλους μαζί, κι άλλους τους διώχνανε από στεριά, να πάρουν τα βουνά
κι άλλους από τη θάλασσα
με τα καΐκια. Ύστερα είδαν άλλους πρόσφυγες να
φτάνουν, το πλήθος του τούρκικου
λαού της Ελεβής, τα ίδια πάντα εκείνα μπουλούκια, που
φεύγαν μπροστά, στον ρούσικο
στρατό, με κατάρες και βλαστήμιες. Σε χάλι ελεινό κι αυτά τα πλήθη, τραβούσαν όλο και πιο πέρα προς τα δυτικά, ακολουθώντας τον στρατό που
υποχωρούσε.
Ύστερα φύγαν οι διοικητικές
αρχές από την Τρίπολη κι ανάλαβαν οι στρατιωτικές. Ο
τούρκικος στρατός έφτασε
κυνηγημένος και κύτταζε
πώς να κρατήση
τις γραμμές του κάπου εκεί σε θέσεις οχυρές, κι έσκαβε χαρακώματα στις πλαγιές των βουνών της δυτικής όχθης του Χαρσιώτη.
Και να τώρα που φτάσανε κι οι Ρώσοι απέναντι —στην ανατολική
όχθη του ποταμού— τελειώσανε
τα βάσανα, μόνο που θάπρεπε να κάνουν γρήγορα, μη
τύχη κι αποφασίζανε οι Τούρκοι και γι' αυτούς τον ίδιο εκτοπισμό,
όπως
και για τους Έλληνες
της
Ελεβής. Αλλά τα γεγονότα
κυλούσαν γρήγορα, δεν ήταν δυνατό να τα προλάβουνε οι Τούρκοι, ορίστε που
ακουόντουσαν τα ρούσικα κανόνια, ορίστε που πέφταν κι οι οβίδες τους, ακόμα και μέσα στην
πόλη.
Με το αυτί
τους τεντωμένο προς τις
ρούσικες
γραμμές κοιμόντουσαν οι
Έλληνες, όλο ανυπομονησία, όλο κρυφή χαρά και όνειρα, να, ένα τίποτα μονάχα χρειαζόνταν, μια επίθεση, ένα απλό
σάλτο να κάνανε οι Ρώσοι, θα σαρωνόταν ο τούρκικος στρατός.
Κι
όμως δεν σάλευαν. Περνούσαν
οι μέρες, περνούσαν οι βδομάδες, τίποτα, λες και
κουράστηκαν απ' την προέλασή τους, χόρτασαν
νίκες και καλοστρώθηκαν εκεί, ρίχνοντας
μόνο πότε ‐ πότε ομοβροντίες με τα κανόνια. Μόλις τ' άκουαν
οι Ρωμιοί, τινάζονταν:
—Έρχονται!
Ύστερα τα κανόνια σώπαιναν.
Τα ίδια και τα ίδια, καμιά κίνηση, κανένα σημάδι αλλαγής.
Βγαίναν τότε από τα σπίτια τους μαραμένοι, απογοητευμένοι και πάλι περίμεναν μέρες.
Ύστερα χτυπούσαν πάλι τα κανόνια:
—Έρχονται!
Και δεν ερχόντουσαν.
Καμμιά φορά ερχόταν και ο στόλος, βομβάρδιζε κι αυτός, κι έτσι σφύριζαν οι οβίδες, μαζί από στερηά και θάλασσα, χαλασμός σωστός:
—Έρχονται!
Και
δεν ερχότανε κανείς. Έφευγε ο στόλος, σώπαιναν τα κανόνια κι αυτή η κατάσταση κράτησε πέντε μήνες. Ο ρούσικος στρατός δεν
έκανε ποτέ ούτ' ένα βήμα παραπάνω απ' τον Χαρσιώτη, όπου σταμάτησε οριστικά. Εκεί πήρε τέλος η ρούσικη προέλαση γιατί άλλα μεγάλα γεγονότα άρχιζαν στη Ρωσία,
που
κρίναν
και
την
τύχη τούτου του μετώπου. Μεγάλη
μπόρα θα ξεσπούσε στον μακρυνό, απέραντο Βορρηά.
Απ'
το βιβλίο του Γεωργίου Σακκά, «Η ιστορία των Ελλήνων της Τριπόλεως
του
Πόντου», παίρνω τα περιστατικά με την σειρά που τ' αφηγείται ο συγγραφέας. Τα έζησε όλα ο ίδιος, έπαθε, υπέφερε, κι είναι, επομένως, όσα μας λέει,
η πιο πιστή κι έγκυρη μαρτυρία.
Ύστερα από πέντε μήνες αναμονής και αγωνίας —μας ιστορεί— ξαφνικά, στις 9 Νοεμβρίου 1916, έρχεται πίσω στην Τρίπολη ο καϊμακάμης που είχε φύγει από καιρό, φωνάζει
τους πρόκριτους και τους λέει:
—Ετοιμαστήτε!
Παγώνουν εκείνοι
και τον κυττάζουν. Για που να ετοιμαστούν;
—Υπάρχει, τους λέει, κυβερνητική διαταγή όλοι οι Ρωμιοί της Τρίπολης να εκτοπισθούν. Σε τρεις
μέρες θα φύγετε!
Τα χάνουν
εκείνοι, τον παρακαλούν, εκείνος δείχνει ταραγμένος, αλλά να μη συζητούν,
τους λέει, είναι κυβερνητική διαταγή
και
δεν του πέφτει λόγος. Τον ικετεύουν τουλάχιστο για μια αναβολή. Υπόσχεται εκείνος, ότι όσο γι' αυτό ελπίζει κάτι να πετύχη και την άλλη μέρα τους δηλώνει,
ότι κατάφερε να παρατείνει την διαμονή τους μια
βδομάδα. Έτσι θάχουν όλο τον καιρό να ετοιμαστούν κι άλλωστε
δεν
θα τους πάνε και πολύ μακρυά, μόνο
μέχρι την Κερασούντα, που δεν απέχει παρά 50 χιλιόμετρα.
Αναστατώνεται ο λαός, θρήνος υψώνεται στην πόλη. Οι πρόκριτοι απελπισμένοι συνέρχονται τη νύχτα μυστικά, για να βρουν κάποιο τρόπο, κάποια λύση στο δράμα που
περιμένει όλο εκείνο το πλήθος του ελληνισμού.
Απόγνωση. Πώς είναι δυνατό να
ματαιώσουν τον εκτοπισμό; Μέσ' στην απελπισία τους αποφασίζουν να στείλουν γρήγορα μερικούς νέους στην Τραπεζούντα για να ειδοποιήσουν τον μητροπολίτη Χρύσανθο. Μπορεί εκείνος να πείση το στρατηγείο των Ρώσων να διατάξη μια ραγδαία προέλαση
— ένα σάλτο χρειάζεται— μόνο απ' αυτό μπορεί να έλθη ο σωσμός.
Παίρνεται η απόφαση
και βρίσκονται οι νέοι που θ' αναλάβουν την επικίνδυνη αποστολή.
Με
ποιο, όμως, μέσο θα μπορέσουν να περάσουν απ' τη θάλασσα
προς την ρωσοκρατούμενη περιοχή; Ακόμα και το τελευταίο καΐκι το επιτάζανε
οι Τούρκοι. Τι να κάνουν; Άλλος τρόπος δεν υπάρχει παρά να μπουν σε... σκάφες! Δύσκολο
ένα τέτοιο ταξίδι,
χειμώνα καιρό και μάλιστα στις εκβολές ενός μεγάλου
ποταμιού όπου το ρεύμα ήταν
δυνατό. Αλλά δεν είναι ώρα για δισταγμούς.
Νύχτα, σκοτάδι κι οι
ψυχωμένοι νέοι
μπαίνουνε
στις
σκάφες. Πρόκειται, φυσικά,
για
τρέλλα, αφού χρειάζονται
τουλάχιστο δυο ώρες μέχρι τα ρούσικα νερά. Δυο ‐ τρεις,
βλέποντας το μάταιο της προσπάθειας, τα παρατάνε. Ένας που τα κατάφερε να προχωρήση
—Κίμων Εξαρχίδης— πνίγεται. Προχώρησε πολύ
κι
ο
Παναγιώτης Εξαρχίδης, αλλά του αναποδογύρισε η σκάφη μέσα στο ρεύμα, βγήκε στη στεριά και τον πιάσανε οι Τούρκοι. Η αποτυχία ήταν τραγική.
Αλλά ας ακούσουμε τον ίδιο τον συγγραφέα
της ιστορίας:
«...Ποια άλλη διέξοδος υπελείπετο; Η κατάσταση
διεγράφετο πλέον καθαρά. Από δω και πέρα τίποτε δεν ήτο ικανόν να σταματήση την αναπόφευκτη εξέλιξη των γεγονότων. Πολλή και βαθεια αποκαρδίωση κυρίεψε μεγάλους και μικρούς...
Ξημέρωσε η Κυριακή, 16 Νοεμβρίου 1916. Από πολύ πρωί είμεθα όλοι στο πόδι, γεμάτοι ζοφερά και αγωνιώδη συναισθήματα. Η ψιλή βροχή που έπεφτε σαν κλάμα κι ο συννεφιασμένος ουρανός προμηνούσαν βαρειά κακοκαιρία. Η εξαιρετική σημασία της ημέρας προσείλκυε αθρόο το εκκλησίασμα στη λειτουργία. Μετά το τέλος της ο αείμνηστος ιερεύς και αρχιερατικός επίτροπος Γεώργιος Κανακίδης, με λόγια συγκινητικά, ανάλογα με το ύψος της στιγμής, μας ετόνισε ποια σοβαρά καθήκοντα εβάρυναν όλους στην κοινή εκείνη συμφορά. Μας συνέστησε στενή αλληλεγγύη, ηρεμία και ένωση για να μπορέσουμε ν' αντιμετωπίσουμε χωρίς λιποψυχίες την μεγάλη δοκιμασία και τέλος υπέδειξε σε όλους να μεταλάβουν των αχράντων Μυστηρίων. Ηκούσαμε όλοι τον σεβάσμιο λευίτη μέσα σε μια ιερή σιγή, που την έκανε πιο βαθειά και πιο κατανυκτική η συναίσθηση ένας αορίστου κινδύνου.
Τρίπολη |
Ξημέρωσε η Κυριακή, 16 Νοεμβρίου 1916. Από πολύ πρωί είμεθα όλοι στο πόδι, γεμάτοι ζοφερά και αγωνιώδη συναισθήματα. Η ψιλή βροχή που έπεφτε σαν κλάμα κι ο συννεφιασμένος ουρανός προμηνούσαν βαρειά κακοκαιρία. Η εξαιρετική σημασία της ημέρας προσείλκυε αθρόο το εκκλησίασμα στη λειτουργία. Μετά το τέλος της ο αείμνηστος ιερεύς και αρχιερατικός επίτροπος Γεώργιος Κανακίδης, με λόγια συγκινητικά, ανάλογα με το ύψος της στιγμής, μας ετόνισε ποια σοβαρά καθήκοντα εβάρυναν όλους στην κοινή εκείνη συμφορά. Μας συνέστησε στενή αλληλεγγύη, ηρεμία και ένωση για να μπορέσουμε ν' αντιμετωπίσουμε χωρίς λιποψυχίες την μεγάλη δοκιμασία και τέλος υπέδειξε σε όλους να μεταλάβουν των αχράντων Μυστηρίων. Ηκούσαμε όλοι τον σεβάσμιο λευίτη μέσα σε μια ιερή σιγή, που την έκανε πιο βαθειά και πιο κατανυκτική η συναίσθηση ένας αορίστου κινδύνου.
... Όσο η μέρα προχωρούσε τόσο η αγωνία μας
μεγάλωνε. Κατά τις 12 το μεσημέρι στρατιωτικά αποσπάσματα
εμφανίζονται στην πόλη και διασπείρονται αμέσως σ' όλα τα σημεία της, επιφορτισμένα με
την
άμεση εφαρμογή των μέτρων εκτοπίσεως.
Σκηνές τραγικές: Οι γυναίκες έκλαιαν
και ωδύροντο, τα παιδιά τρομοκρατημένα φώναζαν και οι άνδρες, επηρεασμένοι και αυτοί βαθιά, προσπαθούσαν,
μάταια όμως, με προτροπές και παραινέσεις να κατευνάσουν τον πρωτάκουστο εκείνο
σάλο. Σύγχυση βασίλευε παντού.
Κι απ' όλα τα σημεία της τρομαγμένης
πολιτείας έφταναν υστερικές φωνές, σπαρακτικοί θρήνοι, και μέσα στο φοβερό πανδαιμόνιο, μέσα στο απερίγραπτο εκείνο ξέσπασμα της
απελπισίας, εσυνεχίσθη με γοργό ρυθμό η συγκέντρωσή μας έξω από το Διοικητήριο.
...Οι πρώτοι από όσους έφθασαν έξω από το Διοικητήριο είδαν συγκεντρωμένα εκεί 100 περίπου υποζύγια με ισάριθμους σχεδόν Τούρκους αγωγιάτες.
Εκεί τους είπαν οι προϊστάμενες αρχές, ότι τα υποζύγια αυτά ήταν στη διάθεσή τους, αρκεί να πλήρωναν τη
σχετική αμοιβή. Ειρωνεία ασύστολη, στυγνή, κακοηθέστατη. Γιατί
πώς αλλοιώς θα μπορούσε να χαρακτηρισθή το περιστατικό αυτό; 100 μονάχα άλογα, πώς ήταν δυνατό να
εξυπηρετήσουν τις ανάγκες ενός εκτοπιζόμενου πληθυσμού, που αριθμούσε
πάνω από
7.000 ψυχές;
Σε
διάστημα δύο περίπου ωρών οι περισσότεροι συγκεντρώθηκαν
στον
προσδιωρισμένο χώρο. Κατά τις 2 μετά το μεσημέρι κατέφθασε έφιππος ο καϊμακάμης. Καθώς διέσχιζε τις
χιλιάδες του συγκεντρωμένου πλήθους κι άκουσε τις φωνές, τις διαμαρτυρίες, τις κατάρες, τους θρήνους συγκινήθηκε από το θέαμα και δάκρυα φάνηκαν στα μάτια του. Ένιωθε άραγε
λύπη πραγματική η προσποιόταν;
Ευθύς αμέσως και ενώ
ακόμη εξακολουθούσαν να φθάνουν και οι
καθυστερημένοι, δόθηκε
η διαταγή της εκκινήσεως. Μέσα στο πανδαιμόνιο της απερίγραπτης συγχύσεως, με πόνο βαθύ
και ανείπωτη πικρία έβλεπες να κινήται αργά ‐ αργά προς το δρόμο της εξορίας όλο
εκείνο το ετερόκλητο πλήθος, σ' ένα θλιβερό κράμα ανθρώπινης δυστυχίας κι αθλιότητας. Η πορεία προς το άγνωστο είχε αρχίσει...».
Νάτο, λοιπόν, που ακούεται το πρώτο:
—Γιούρουνουζ!
«Προχωράτε». Ατέλειωτη η φάλαγγα απλώνεται και ξετυλίγεται στο δρόμο, άντρες, γυναίκες, κορίτσια, γέροι και γρηές, παιδιά, σκυμμένοι όλοι κάτω απ' το βάρος που φέρνουνε στην πλάτη
—μητέρες με τα μωρά στην αγκαλιά κι
άλλα στο χέρι— άλογα φορτωμένα
και μαζί οι Τούρκοι αγωγιάτες,
μπροστά και πίσω και στα πλάγια τους καβαλλαρέοι στρατιώτες, ν'
αργοσαλεύουν προχωρώντας. Σιγά ‐ σιγά χάνεται η πόλη, χάνονται
τα σπίτια τους, που τα
κλειδιά τους τα πήραν οι αξιωματικοί για να τους τα φυλάξουν —έλεγαν— και να τα παραδώσουν όταν θα γυρίσουν. Ποιοί, όμως, θα γύριζαν; Και πόσοι;
Από το ύψωμα του Προφήτη Ηλία
—μια ώρα έξω απ' την Τρίπολη—
ρίχνουν την τελευταία
τους ματιά στην πόλη και προχωράνε. Ψιλοβρέχει, ο δρόμος είναι λασπερός, βραδυάζονται μέσα σε λασπονέρια, τσαλαβουτάνε στους ορυζώνες, σκορπίζονται, χάνουν τη συνοχή τους καθώς
πέφτει το σκοτάδι:
—Γιούρουνουζ!
Γεμίζει η νύχτα κλάματα παιδιών, φωνές μανάδων, δυναμώνει η βροχή και μούσκεμα όλος
εκείνος ο λαός πλανιέται μέσα στα χωράφια καταλασπωμένος, τρομαγμένος — που θα
περάση, Θεέ μου,
τη
νύχτα του; Οι πρώτοι φτάνουνε, κάποτε,
στο
Έσπιεν,
όπου
οι τούρκικες αρχές πρόβλεψαν
στοργικά για την διανυκτέρευση. Δυο μικρά σπιτάκια
κι ένα τζαμί, τα κρίναν αρκετά για τις χιλιάδες τούτες
των ανθρώπων.
Γίνεται σκοτωμός ποιος θα πρωτοπρολάβη. Οι μέσα κοντεύουν να πνιγούν, οι έξω φωνάζουν, βρίζουν, ικετεύουν κι όλο έρχονται και μαζεύονται
άλλοι από πίσω, αμέτρητοι
ίσκιοι μέσα στο σκοτάδι, που στέκονται στο ύπαιθρο, στο κρύο, παγωμένοι, λασπωμένοι και από πάνω να ψιλοβρέχη ασταμάτητα.
«Νύχτα πραγματικής κολάσεως, μας λέει ο συγγραφέας. Εξουθενωμένοι
όλοι απ' την πολύωρη και εξαντλητική πορεία, προσπαθούσαν με σινδόνια και με άλλα πρόχειρα μέσα
να στήσουνε σκηνές, για να προφυλαχθούν
κάπως από τη βροχή κι από το ψύχος. Ωστόσο
στήθηκαν κάποτε οι πρωτόγονες
αυτές σκηνές χωρίς, όμως, να μπορούν
να προσφέρουν καμιά ουσιαστική ωφέλεια. Ώσπου μουσκεμένοι, καταλασπωμένοι, τρέμοντας από το
δυνατό κρύο και κατακουρασμένοι,
εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια και συσπειρώθηκαν ή
ακριβέστερα, «εκουβαριάστηκαν»
ο ένας πάνω στον άλλο. Σ' αυτή την αξιοθρήνητη
κατάσταση με καρδιοχτύπια και αφάνταστη αγωνία, ανέμεναν το σωτήριο ξημέρωμα».
Ευτυχώς η μέρα πρόβαλε ηλιόλουστη και:
—Γιούρουνουζ!
Ξεκινούν πάλι, μετράνε τώρα τους κινδύνους, παίρνουν απόφαση να δείξουν αντοχή και περπατάνε, φτάνοντας πότε σε χωριά ελληνικά με αδειανά
τα σπίτια, γιατί οι κάτοικοί τους έχουν
εκτοπισθή πιο πριν, και πότε σε άλλα, όπου βρίσκοντας κόσμο προσπαθούν να
κάνουν μερικές προμήθειες, αλλά με
τους
πρώτους αγοραστές εξαφανίζονται όλα τα είδη.
Και
περπατάνε. Μπροστά τους πάντα οι κάμποι, τα βουνά, εδώ ανηφοριές και μονοπάτια,
εκεί
κατηφοριές, ποτάμια, σταθμεύουν σ' άλλα χωριά όπου υπάρχουν σπίτια ή αποθήκες
και βολεύονται, περνάνε μια η δυο νύχτες για ξεκούραση κι ύστερα το πρωί δόστου και πάλι:
—Γιούρουνουζ!
Σέρνονται οι δυστυχισμένοι
γέροι, σέρνονται και πολλές
γρηές αρρωστημένες
που τις
σπλαχνίζονται οι Τούρκοι. Κάπου στο δρόμο βρίσκεται ένα νοσοκομείο κι εκεί μπάζουν
καμιά εικοσαριά. Αργότερα θα μάθουν ότι δυο μόνο βγήκαν ζωντανές.
Στους κάμπους όταν ο καιρός είναι καλός, η πορεία είναι πιο εύκολη, αλλά έχουνε φτάσει
σε βουνό κι εκεί
που
πρέπει να κατασκηνώσουν τώρα —Αγραμπελίκ λέγεται
ο τόπος— τους περιμένει άλλη
νύχτα
φοβερή: «...Μουδιασμένοι, τουρτουρίζουμε
κάτω από πρόχειρα αντίσκηνα, ενώ
μαίνεται ο άγριος βορηάς. Δαιμονισμένη
η
βουή του
ανέμου, που
παρέσυρε πολλές σκηνές
με τη βίαιη ορμή του. Αμυδρά και που ακούονται, σμίγοντας με το μουγγρητό
των μαινομένων στοιχείων της φύσεως, φωνές και επικλήσεις βοηθείας.
Αλλά ποιος τολμούσε να ξεμυτίση
παραέξω; Ο μανιασμένος άνεμος συνδυασμένος με την άγρια
διαμόρφωση του ανώμαλου εδάφους, μας κρατούσαν καθηλωμένους από φόβο και
καθιστούσαν επικίνδυνη κάθε μετακίνηση. Βασανιστήκαμε πολύ κι εκείνη τη νύχτα...».
Και το πρωί:
—Γιούρουνουζ!
Ο δρόμος που ακολουθούσε η απέραντη φάλαγγα πήγαινε προς την Κερασούντα — παράλληλα με την θάλασσα— κι όσο κι αν τυραννήθηκε το πλήθος,
να, κόντευαν στο τέλος τους τα βάσανα της
εξοντωτικής εκείνης πορείας. Στις 23 του Νοέμβρη φτάσανε κι όλας πολύ κοντά, βλέπαν την Κερασούντα απ' το ύψωμα. Εκεί υπήρχε πολύς και φιλόξενος ελληνισμός, όλο και θα τους πρόσφερνε στέγη —οποιαδήποτε— κανένα
κρεβάτι για να ξαποστάσουν και να συνεφέρουν τους λυμένους τους αρμούς.
Συμβαίνει, όμως, κάτι περίεργο. Πρώτα ‐ πρώτα οι Τούρκοι αγωγιάτες που νοίκιασαν τα ζώα τους είπαν ότι σταματάνε,
δεν προχωράνε άλλο και θα γυρίσουν πίσω. Λιγοστοί μόνο δέχονται
να τα πουλήσουν σ' όσους είχαν να πληρώσουν. Ύστερα φαίνεται
ένα
καινούργιο τούρκικο απόσπασμα, κλείνει τον δρόμο προς την Κερασούντα και λέει:
—Γιασάκ!
«Απαγορεύεται». Ζυγώνουν οι αξιωματικοί και δείχνουν άλλο δρόμο, άλλη πορεία:
—Για το Καραχισάρ!
Όσοι είναι μπροστά μένουν βουβοί. Ώστε, λοιπόν, δεν ήταν η Κερασούντα
ο προορισμός τους; Ήταν απάτη η δήλωση του καϊμακάμη; Την πρώτη απορία και τρομάρα ακολουθεί
η
οργή. Αναστατώνονται
τα πλήθη, εξαγριώνονται,
φέρνουν αντίσταση, όχι δεν προχωράνε προς τα εκεί, δεν πάνε προς το άγνωστο, προς το χαμό. Οι Τούρκοι αξιωματικοί βρίσκονται
σ' αμηχανία γιατί βλέπουν ότι δεν πιάνουνε οι απειλές, ούτε οι βλαστήμιες
κι ειδοποιούν αμέσως τις αρχές της Κερασούντας, απ' όπου σε λίγη ώρα ανεβαίνει νέο
απόσπασμα, καβαλαρέοι, με τον καϊμακάμη των Πλατάνων, αρχίζει η βία, ο ξυλοδαρμός, οι κοντακιές,
λυσσομανά και ουρλιάζει ο καϊμακάμης και χτυπά με το καμτσίκι του τους στρατιώτες για να χτυπούν πιο άγρια τους γκιαούρηδες: «...Άλλοι καταματωμένοι
από τα χτυπήματα των
υποκόπανων διεμαρτύροντο αγανακτημένοι. Σύγχυση και αναταραχή συγκλόνιζε όλο το
πλήθος γυναικών, παιδιών και ανδρών, που δεχότανε την άνιση επίθεση. Φωνές, κατάρες, θρήνοι και κραυγές τρόμου και μίσους μεγάλωναν τον φοβερό εκείνο σάλο...
απελπισμένη απόφαση αντιδράσεως ενός λαού, που δεν ήθελε μοιρολατρικά να υποταχτή στην άτιμη διαταγή
που επιβουλευόταν τη ζωή του. Τέλος, ύστερα από σθεναρή, αλλά μάταιη, αλλοίμονο, και άνιση αντίσταση, υποκύψαμε όπως ήταν επόμενο στη βάναυση βία...».
—Γιούρουνουζ!
Και από δω αρχίζει τώρα ο Γολγοθάς με την πορεία προς την ενδοχώρα. Κάνουν, ωστόσο,
και πάλι κουράγιο, να, λίγες μέρες ακόμα και θα φτάσουν στο
Καραχισάρ, αφού εκεί ήταν ο τόπος
του προορισμού τους. Και προχωράνε. Πότε ο καιρός καλός, πότε κακός. Στις 25
Νοεμβρίου —έχουν κι όλας εννιά μέρες που ξεκινήσανε— πορεύονται προς το βουνά, για
να κατασκηνώσουν στην τοποθεσία
Αγιού τεπέ. Βρέχει. Ύστερα δυναμώνει. Ύστερα ξεσπά
μπόρα φοβερή κι όλος εκείνος ο λαός πέφτει σ' απόγνωση. Πώς να προφυλαχτούν;
Που
να κρυφτούν; Να πέφτη καταρράχτης το νερό και να ουρλιάζη μανιασμένος ο αέρας σαν να
θέλη να σαρώση όλη τη φάλαγγα, που ανεμοδέρνεται και παλεύει να κρατηθεί, να μη χαθή:
«...Ήταν να σου ραγίζη η ψυχή μπροστά στο θέαμα των γυναικοπαίδων και των ασθενικών γερόντων,
που με απεγνωσμένες προσπάθειες, αξιοθρήνητοι και εξουθενωμένοι, αγωνίζονταν τον άνισο αγώνα εναντίον
των μαινόμενων στοιχείων. Εταλαντεύοντο, έπεφταν μέσα στη λάσπη, εσηκώνοντο, έψαχναν απεγνωσμένα. Και μη
βρίσκοντας πουθενά κανένα έρεισμα, αναμαλλιασμένοι, σαν φαντάσματα, συνέχιζαν τη δραματική πορεία τους.
Στις 5 το απόγευμα
οι προπορευόμενοι έφθασαν στην τοποθεσία Αγιού ‐
Τεπέ και με έφοδο κατέλαβαν το εκεί μοναδικό πανδοχείο. Μα αλλοίμονο!...
Το μισοερειπωμένο αυτό οίκημα
προωρίζετο για τη διανυκτέρευση όλων, ενώ ήτανε ζήτημα αν θα χωρούσε κι ένα μικρό ποσοστό μας...».
Ψόφιοι στην κούραση,
μουσκίδι, κοντά 1.500 μένουν στο ύπαιθρο και σωριάζονται κατάχαμα στο λασπωμένο χώμα, μισοπεθαμένοι. Η νύχτα
γαληνεύει και
το
πρωί που
ξυπνάνε τα πάντα είναι κάτασπρα απ' το χιόνι. Το κρύο τσουχτερό, τρυπά τα κόκκαλα...
και:
—Γιούρουνουζ!
«...Ο δρόμος ήταν σκεπασμένος με παχύ στρώμα
πάγου, ο καιρός νεφελώδης και βροχερός. Ψιλό χιόνι έπεφτε κατά διαλείμματα. Παρ' όλον ότι πολύ εδυσχεραίνετο η πορεία μας από
το γλιστερό στρώμα του πάγου, επισπεύδαμε το βήμα για να φθάσωμε μια
ώρα γρηγορώτερα στον άγνωστο τόπο της νέας
διαμονής μας, που
ελπίζαμε να μη ήτανε
χειρότερος από την κόλαση που αφήναμε πίσω μας.
Κατά το μεσημέρι φθάσαμε στο καταχιονισμένο χωριό
Κουλάκ ‐Καγιά και καταυλισθήκαμε στο εκεί εργοστάσιο σανίδων. Ο χώρος ήτανε κι εδώ τελείως ανεπαρκής. Αλλ' ευτυχώς, λόγω
της κακοκαιρίας, μας άφησαν ή μάλλον μόνοι μας καταφύγαμε σε ιδιωτικά οικήματα.
Έπειτα από μια πρόχειρη
τακτοποίηση, η πρώτη
φροντίδα
όλων ήτανε, όπως και κάθε άλλη
φορά, η αναζήτηση τροφίμων, που αισθητή και πάλιν ήτανε η έλλειψή τους. Γρήγορα και
εκεί
από τη μεγάλη ζήτηση ερημώθη η αγορά».
Στις
3 Δεκεμβρίου φτάνουν, επί τέλους, στην πόλη Σεμπίν Καραχισάρ όπου έρχεται σε
βοήθειά τους ο μητροπολίτης
Κολωνίας, αλλά οι Τούρκοι τους κλείνουν όλους στους
στρατώνες σε αυστηρή απομόνωση, για τον κίνδυνο δήθεν επιδημίας, κι ύστερα νάτη πάλι καινούργια διαταγή για να προχωρήσουν ακόμα παραμέσα:
—Γιούρουνουζ!
Ούτε κι εδώ, λοιπόν, ήταν το τέρμα;
Όχι, βέβαια, γι' αυτό και η πορεία συνεχίζεται όλο και προς τα μέσα, ατέλειωτη,
ασταμάτητη, μέρες και μέρες, πότε με
τη βροχή, πότε με τον ήλιο να ξεπροβάλλη απ' τα σύννεφα και πότε να κλείνη βαριά ο ουρανός και να πέφτη
πυκνό το χιόνι.
Δεν θα κουράσω τον αναγνώστη με όλη τη διαδρομή. Κι αν επέμεινα κάπως περισσότερο
σε τούτη την περιγραφή
δεν είναι, βέβαια, γιατί ο εκτοπισμός της Τρίπολης
ήταν ο χειρότερος απ' τους άλλους, αλλά απλώς και μόνο για νάχη ο αναγνώστης μια ιδέα τι σήμαινε η λέξη «εκτοπισμός»,
τι έκρυβε, και να καταλαβαίνη το φοβερό περιεχόμενό της όσες
φορές τη συναντά σε τούτο το βιβλίο.
Να με δυο λόγια η συνέχεια της πορείας: Στις 8 Δεκεμβρίου
φτάνουν στο Σου ‐ Σεχίρ, την
έδρα του αρχηγού της τρίτης στρατιάς Βεχήπ πασά, κι εκεί τους δίνεται η διαταγή να
ξεκινήσουν για το Μπιρκ όπου —δηλώνεται επίσημα— είναι κι ο τελικός προορισμός τους. Τ' ακούνε με ανακούφιση, ξεκινάνε, φτάνουν και μένουν λίγες μέρες, αρχίζουν να βολεύωνται κι απότομα τους ξεσηκώνουν
πάλι. Νέα διαταγή, να γυρίσουν πίσω στο Σου ‐ Σεχίρ. Απελπισμένοι ξεκινάνε, περπατάνε, φτάνουν ξανά στο Σου ‐ Σεχίρ, όπου άλλοι τρυπώνουνε σε μερικές καλύβες κι άλλοι κατασκηνώνουνε
στο ύπαιθρο. Άγρια
βαρυχειμωνιά ξεσπά ξανά, αλλά η διαταγή πάντα η ίδια:
—Γιούρουνουζ!
Για που; Παίρνουν πάλι τον δρόμο μέσα στα χιόνια και στους παγωμένους
τους
βοριάδες, σέρνονται, τουρτουρίζουν. Σε κάμποση
ώρα, ωστόσο, καθώς
ανέβαιναν ένα ύψωμα, τρέχουν στρατιώτες και τους φωνάζουν
να γυρίσουν πίσω.
Στρέφουν δόστου ξανά και πάλι, περπατάνε και φτάνουν εκεί απ' όπου ξεκινήσανε, όπου μαθαίνουν
ότι ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός που έφτασε στο Σου ‐ Σεχίρ, κατάφερε να πείση τον Βεχήπ πασά, κάπου
να τους αφήσουν, επί τέλους. Κι έτσι αποφασίστηκε να εγκατασταθούν οριστικά στο Μπιρκ.
Τρίπολη |
Το Μπιρκ ήταν ένα μεγάλο Αρμενοχώρι με 500 οικογένειες που σφαγήκαν όλες και τα σπίτια ήσαν αδειανά. Καλύβες παρά σπίτια, πλινθόχτιστα με λασπότοιχους, φάνταζαν, σαν μέγαρα στα μάτια των τυραννισμένων και σακατεμένων εκείνων ανθρώπινων πλασμάτων. Ανακούφιση, ανασασμός, ξαπόσταμα και σε λίγες μέρες άρχισαν να συνέρχωνται, να δουλεύουν, να ξαναζωντανεύουν το νεκροχώρι. Δόξα Σοι ο Θεός, τέλειωσαν τα βάσανά τους τα μεγάλα.
Κι όμως, εκεί τους περίμενε η μεγάλη τραγωδία, που καλύτερα
να μας ιστορήσει ο
συγγραφέας:
«Επάνω ακριβώς σ' αυτή την κατάστασή μας η μοίρα ηθέλησε να μας πλήξη με ένα άλλο,
κορυφαίο κακό: την αρρώστεια. Δυο ημέρες απ' την εγκατάστασή
μας σημειώθηκαν σποραδικά, μερικά ύποπτα κρούσματα. Δυστυχία μας!... Επρόκειτο, όπως διαπιστώθηκε, για εξανθηματικό τύφο,
και
μάλιστα βαρειάς μορφής... Απομονωμένοι στο απόμερο ερημικό χωριό, αποξενωμένοι από κάθε συνδρομή, εγκαταλειφθήκαμε μόνοι κι απροστάτευτοι. Καμμιά υγειονομική επίβλεψη, καμιά κρατική φροντίδα
και προστασία... Και το αποτέλεσμα
ήλθε με κεραυνοβόλα πράγματι ταχύτητα. Σε
διάστημα ελαχίστων ημερών ηυξήθη καταπληκτικά
ο αριθμός των κρουσμάτων και η νόσος επήρε μορφή φοβερής και θανατηφόρου επιδημίας. Δεν άφησε καμιά οικογένεια ανέγγιχτη. Ακόμα μετεδόθη και σ' εκείνους που ήσαν εγκατεστημένοι στα χωριά Μουσεχνίς
και στο πιο
μακρυά κείμενο Κόλισαρ, όπου ήταν εγκατεστημένοι
οι της πρώτης αποστολής. Έφθανε να προσβληθή ένας για να μεταδώση την ασθένεια σε όλη την υπόλοιπη οικογένεια
και σ' αυτό η άγνοια η δική μας έπαιξε μεγάλο ρόλο.
...Κι όσο ο αριθμός των κρουσμάτων πληθυνόταν τόσο φοβερώτερη γινόταν η κατάσταση,
τόσο
και μεγάλωνε το φρικτό, το απερίγραπτο δράμα που είχε αρχίσει.
Οι πρώτοι προσβληθέντες είχαν τουλάχιστο
την τύχη κάποιας στοιχειώδους φροντίδας από εκείνους
που
ήσαν ακόμα υγιείς. Τους παραστέκονταν και γενικά τους εξυπηρετούσαν με τα ελάχιστα, ανάξια λόγου μέσα που
διέθεταν.
Όμως
με
την επέκταση της επιδημίας
μεγάλωσε καταπληκτικά ο αριθμός
των θυμάτων και σε λίγο κανείς δεν έμεινε που να
μπορή να φροντίζη τους άλλους. Αληθινή κόλαση. Ο καθένας
από τα φρικτά βάσανα και το δράμα του ίδιου εαυτού του κατετρύχετο. Κι έτσι εντελώς αβοήθητοι περνούσαμε έρημοι
και εγκαταλελειμμένοι τα διάφορα στάδια της φοβερής επιδημίας, μέσα σε αφάνταστη αγωνία,
έως
ότου λυτρωτής ο θάνατος ερχόταν να θέση τέρμα στην παρατεινόμενη τυραννία μας. Καμμιά πλέον προσπάθεια δεν ήταν δυνατό να ανακόψη ή να μετριάση τη μεγάλη
τραγωδία.
Στην
αρχή τα θύματα δεν ξεπερνούσαν τους 5 έως 10 νεκρούς την ημέρα. Μα ύστερα από
είκοσι μόνο ημέρες έφτασαν τους
60 έως 70, χωρίς
να υπολογίσωμε τον με την
ίδια τρομακτική αναλογία σημειούμενο
αποδεκατισμό στις τάξεις εκείνων που εγκαταστάθηκαν στο Μισεχνίς, στο Κόλισαρ και σε
άλλες γύρω περιφέρειες.
Όλεθρος που ξεπερνά τη φαντασία του ανθρώπου! Τρεις μήνες, σκοτεινός και αγέλαστος,
ο Χάρος θέριζε αλύπητα στο άμοιρο χωριό με την ίδια σχεδόν αναλογία,
αποδεκατίζοντας τις τάξεις
των δυστυχισμένων οικογενειών,
που
είχαν την τραγική ατυχία να εγκατασταθούν μέσα και γύρω από το χωριό. Εστέναζε βαριά ο τόπος μέσα στην ατμόσφαιρα εκείνη του θανάτου. Όσο για τους νεκρούς, αυτούς τους
πήγαιναν βιαστικά, χωρίς
παπά και συνοδεία, και τους έθαβαν στη βορειοανατολική πλαγιά του βουνού, με κάποια ευλαβική φροντίδα,
μα σε
λίγο ομαδικά ανά 20‐30 τους πετούσαν μέσα σε κοινούς λάκκους. Κι όταν τύχαινε
μέσα στη βία των στιγμών
να είναι λίγο το χώμα που τους σκέπαζε, δεν ήταν σπάνιο να
βλέπης να σπαράζωνται τα πτώματα
από τους
πεινασμένους σκύλους.
Συχνά
επίσης τύχαινε να παραμείνη
ολόκληρες ημέρες άταφος ο νεκρός μέσα στο ίδιο δωμάτιο με τους
κατάκοιτους οικείους του.
Όταν η επιδημία είχε
φτάσει στο ζενίθ, οι Τούρκοι μετέτρεψαν ένα μικρό συγκρότημα
οικημάτων σε voσoκoμείo, που ελειτούργησε την υπόλοιπη περίοδο της επιδημίας, υπό την διεύθυνση ενός εξωμότου Αρμενίου
στρατιωτικού ιατρού. Δυστυχία
όμως σε κείνους που
κατέφυγαν εκεί
και ζήτησαν
προστασία και περίθαλψη. Δεν
είδα
προσωπικώς τα όσα τρομερά είχαν διαδραματισθή μέσα εκεί. Αλλά από αδιάψευστες μαρτυρίες πολλών
αυτοπτών αποδεικνύεται ότι φρικώδεις συνθήκες επικρατούσαν μέσα στο κατ' ευφημισμόν
νοσοκομειακό ίδρυμα. Ελάχιστοι διέφυγαν το θάνατο από κείνους που κατέφυγαν στη σύγχρονη εκείνη κόλαση του Δάντη».
Αλλά ούτε και με το άγριο αυτό θανατικό τελειώσανε τα βάσανα: «...Πριν να κοπάση ο μεγάλος
σάλος της επιδημίας παρουσιάστηκαν και τα πρώτα κρούσματα των θανάτων από πείνα. Και
αυτή
η
δεύτερη δοκιμασία συμπλήρωσε το
έργο
της
ολοκληρωτικής καταστροφής και του αποδεκατισμού. Όσοι κατώρθωσαν να διασωθούν από την κόλαση του Μπιρκ έπεσαν στης άλλης φοβερής δοκιμασίας
τα δίχτυα. Εγνώρισαν την πείνα, τη
μακροχρόνια πείνα, με όλα
τα φοβερά συνεπακόλουθά της...».
Αυτό
ήταν άλλωστε μοιραίο να συμβή, αφού επί μήνες, πότε με τις συνεχείς
οδοιπορίες και πότε
με της θανατηφόρου επιδημίας το πλήγμα, είμεθα καταδικασμένοι
σε αναγκαστική
απραξία, ενώ πολύ γρήγορα εστείρευσαν τα ολίγα χρήματα
ή κοσμήματα και προικώα είδη,
που λίγο ‐ πολύ διέθετε η κάθε
οικογένεια.
Μέρα με την ημέρα εξηντλούντο
οι οικονομικές μας δυνατότητες,
ενώ οι φτωχότεροι από μας,
απ' αυτό ακόμη το πρώτο της δοκιμασίας
στάδιο, έφθασαν να μην έχουν τα μέσα να αγοράσουν και αυτό το ψωμί τους ακόμη. Με ποια μέσα από εκεί και πέρα θα προμηθευόμεθα τα αναγκαιούντα για την συντήρησή μας;
Όσοι υπέκυψαν στη φοβερή νόσο πολύ βεβαίως
υπέφεραν, αλλά τουλάχιστο δεν στάθηκε μακροχρόνια η φοβερή δοκιμασία τους. Υπέφεραν εβδομάδες∙ ένα μήνα, δύο μήνες, στο
τέλος απέθαναν και
γλύτωσαν και δεν
γνώρισαν όσα
η
κακή
μοίρα
επεφύλαξε
στους άλλους. Αλοίμονο...
Στο τέλος και αυτοί εγνώρισαν το θάνατο, με μόνη τη διαφορά ότι
έφθασαν στο τέλος της άχαρης και φαρμακωμένης ζωής των, αφού πρώτα διήνυσαν μια μαρτυρική μακροχρόνια περίοδο.
Όλα αυτά και πολλά άλλα σήμαινε
η λέξη «εκτοπισμός».
Δημήτρης Ψαθάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου