Η μοίρα της μονής Αγίας Αικατερίνης Τυφλίδας

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013


Σχετικά με τους Έλληνες ορθοδόξους της Γεωρ­γίας και συγκεκριμένα της πόλης της Τιφλίδας, σε συ­νάρτηση με το πλήθος των όποιων θετικών ή αρνητι­κών συγκυριών αντιμετώπιζαν, πρέπει να σημειώσουμε            ότι αρχικά, όντας ολιγάριθμοι, πραγματοποιούσαν τις  θρησκευτικές τους τελετουργίες σε γεωργιανικές εκκλησίες. Κάτι τέτοιο, βέβαια, ήταν δυνατό επειδή και  ιστορίας οι δυο λαοί είναι ορθόδοξοι.

Η ανάπτυξη σχέσεων φέρνει πιο κοντά τους δύο λαούς
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, η ανάπτυξη των οικονομικών, πο­λιτικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας, (είτε αναφερόμαστε στη βυζαντινή αυτοκρατορία είτε στην τουρκοκρα­τούμενη Ελλάδα) και της Γεωργίας οδήγησαν στην αύξηση του αριθμού του ελληνικού στοιχείου, σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά και ιδιαίτερα στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της χώρας.
Έτσι, λοιπόν, σταδιακά, με την άδεια των αρχόντων της Γεωργίας και κατόπιν έντονης επιθυμίας των ίδιων των Ελλήνων, η ελληνική κοινότητα της πόλης απέκτησε τα κτήματα εκείνα, στα οποία οι Ρωμιοί άρχισαν πλέον να χτίζουν τα πρώτα δικά τους μοναστήρια και τις πρώτες δικές τους εκκλησίες. Οι ευνοϊκές αυτές εξελίξεις βοήθησαν, τελικά, τους ομο­γενείς να συσπειρωθούν περισσότερο μακριά από τις πατρίδες τους.

Σημαντικός ο ρόλος της θρησκευτικής συμπόρευσης
Ταυτόχρονα οι στενές πολιτικές και οικονομικές επαφές ανάμεσα στους δύο λαούς, αλλά κυρίως η θρησκευτική συμπόρευση βοήθησαν τους Γε­ωργιανούς να κατανοήσουν και να δεχτούν τους ανώτερους ελληνικούς εκκλησιαστικούς νομοκάνονες, αφομοιώνοντάς τους στη δική τους εκ­κλησιαστική φιλολογία.
Η εκπολιτιστική επέμβαση, δε, της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας στους Γεωργιανούς ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η ελληνική γλώσσα ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους έως και τον 11ο αιώνα, αν και η χρήση της περιοριζόταν στο εκκλησιαστικό κατεστημένο και στις ανώτατες κρατι­κές υπηρεσίες.

Η ανέγερση της ελληνικής μονής της Αγίας Αικατερίνης
Ενδεικτική της πολύ στενής συνεργασίας Ρωμαίων και Γεωργιανών κατά τον 10ο με 12ο αιώνα, είναι η ανέγερση στην πλατεία Σεϊτάν Μπαζάρ, με εντολή του βασιλιά της Γεωργίας, της ελληνικής μονής της Αγίας Αι­κατερίνης. Αυτό το μοναστήρι, αν και καταστράφηκε πολλές φορές από τους εχθρούς της Γεωργίας, κάθε φορά που πραγματοποιούσαν εισβολές, εντούτοις ξαναχτιζόταν με τη συνδρομή των βασιλέων και με τους αγώνες των μοναχών. Στο μοναστήρι δε αυτό φυλάσσονταν πολλά ανεκτίμητα βιβλία, στα ελληνικά, στα γεωργιανικά και στα ρωσικά, καθώς επίσης και πολύτιμα έγγραφα.
Μελετώντας τα αρχεία της Σοβιετικής Δημοκρατίας, ανακαλύψαμε αρ­κετά ντοκουμέντα για το ελληνικό μοναστήρι στην Τιφλίδα. Έχουμε, π. χ., στη διάθεσή μας έγγραφο του 1442, στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «Το ληξιαρχικό βιβλίο που βρίσκεται στην Τιφλίδα, δόθηκε από τον βα­σιλιά Δημήτριο του Αλεξάνδρου στον Έλληνα μητροπολίτη Χρύσανθο, που βρισκόταν στην εκκλησία Σιόνη της Τιφλίδας. Στον μητροπολίτη Χρύσανθο, που ήρθε στην Γεωργία και είχε μαζί του το εμπιστευτικό γράμμα του ελληνικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, ο πατέρας του Δημητρίου, ο τέως βασιλιάς Αλέξανδρος, που πέθανε εκείνο τον και­ρό, του είχε παραχωρήσει την εκκλησία της Σιόνης για τη συγχώρεση της ψυχής του».
Από τα παραπάνω διαπιστώνονται, για μια ακόμη φορά, οι στενές θρησκευτικές επαφές που είχε η Γεωργία με την Κωνσταντινούπολη και την εκτίμηση που έτρεφαν οι Γεωργιανοί βασιλείς για τους Έλληνες.

Παραχώρηση μεγάλων εκτάσεων γης στις μονές
Από την εποχή της εμφάνισης του ελληνικού πληθυσμού και από τις δημιουργικές θρησκευ­τικές σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών, στα ελ­ληνικά μοναστήρια, που βρίσκονταν στα εδάφη της Τιφλίδας και στις άλλες πόλεις, παραχωρή­θηκαν από τους ανώτατους άρχοντες της Γε­ωργίας μεγάλες εκτάσεις γης.
Στη χώρα επίσης έδιναν πολύ μεγάλη σημασία και στις ελληνικές εκκλησίες. Ένας κατάλογος των εκκλησιών της Τιφλίδας και του Γκόρι, του 1787, κάνει λόγο για ελληνική εκκλησία στην ίδια την Τιφλίδα.
Στα αρχεία υπάρχει σημαντικό υλικό για αυτό το ελληνικό μοναστήρι. Ένα από αυτά, αναφέ­ρει το εξής: «Κάποιος πολίτης της Τιφλίδας, ελληνικής καταγωγής, σε αίτηση του προς τον Έξαρχο έγραφε, πως εγκαταστάθηκε στην Τι­φλίδα μαζί με άλλους συμπατριώτες του, από τη Γιουμισχανά (Αργυρούπολη) το 1863. Ανάμεσά τους υπήρχαν και Έλληνες που κατάγονταν από το Αρζρούμ. Ως ορθόδοξοι ζήτησαν από τους αρμοδίους να τελείται η θεία λειτουργία στα ελ­ληνικά και στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερί­νης. Επίσης πληροφορεί, ότι το μοναστήρι αυτό, το 1832, με εντολή του Έξαρχου έχει κλείσει.

Τώρα ζητούσε την άδεια για την αναστήλωση του μοναστηριού με τη βοή­θεια των Ελλήνων από την Αργυρούπολη, καθώς όλοι αυτοί ήταν επιδέξιοι τεχνίτες της πέτρας. Σε αντίθετη περίπτωση, το μοναστήρι κινδύνευε να καταρρεύσει. Επιπλέον, ο Έλληνας αυτός ζητάει ένα μέρος του κτήματος, μπροστά από το εξοχικό του Έξαρχου». Υποθέτουμε ότι την αίτηση αυτή θα πρέπει να την υπέβαλε ο ιερέας Κυριάκοβ.
Είναι, ωστόσο, λυπηρό το γεγονός ότι αποσιωπήθηκε από τη σύγχρονη ιστοριογραφία της σοβιετικής περιόδου η ύπαρξη και λειτουργία, από τον      11ο αιώνα, του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης στην Τιφλίδα, το οποίο συνέβαλε τόσο πολύ στην πνευματική ανάπτυξη του γεωργιανικού λαού.

Αδιάκοπη η λειτουργία της μονής μέσα στους αιώνες
Στη διάρκεια πολλών αιώνων η λειτουργία της μονής υπήρξε αδιάκοπη, καθώς ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης ενισχυόταν διαρκώς με νέους μετανάστες από τα δυτικά.
Όμως, στις αρχές του 20ού αιώνα, συνέβη­σαν στην Τιφλίδα σημαντικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι ευρέως γνω­στά, ακόμη και στην ιστορική επιστήμη της ίδιας της Γεωργίας.
Για την καλύτερη κατανόηση αυτής της περιόδου παραθέτουμε έγγραφο, που πληροφορεί τα εξής:
«Το Ιερό μοναστήρι του όρους Σινά, στο οποίο υπηρετώ ως ηγούμενος, κατέχει στον Καύκασο, και συγκεκριμένα στην περιφέρεια της Τιφλίδας, δύο κτήματα, τα οποία μας παραχωρήθηκαν πριν από αιώνες από το Βασίλειο της Γεωργίας. Το πρώτο βρίσκεται στη μουσουλμανική συνοικία της Τιφλίδας, κοντά στο τζαμί, στο μέρος που ονομάζεται «Τατάρσκαγια πλοσάντ» (ταταρική πλατεία).
 Το δεύτερο κτήμα με έκταση 685 ντεσιατίνα (1,0925 του εκταρίου) βρίσκεται στην περιοχή Ριζοβούνι της οροσειράς του Καυκάσου. Στο πρώτο κτίστηκε το ελληνικό μοναστήρι μαζί με την ελληνική εκκλησία της Αγίας Αικα­τερίνης και ορισμένα άλλα κτίρια τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από την ελληνική παροικία της Τιφλίδας. Στο δεύτερο είχε δημιουργηθεί οικι­σμός ορθοδόξων χριστιανών, με την ονομασία «Μαυρικίση», ο οποίος υπάγεται στο μοναστήρι μας. Έτσι ήταν τα πράγματα μέχρι τις 30 Νοεμβρίου του 1905, οπότε ξέσπασαν, ξαφνικά, συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίων
και Τατάρων.
Τελικά, εξουσιοδοτήσαμε τους αρχιμανδρίτες Ιάκωβο και Νεόφυτο να πάνε στην τσαρική αυλή της Αγίας Πετρούπολης και να ζη­τήσουν οικονομική ενίσχυση για την προστασία του μοναστηριού».
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στις 22 Μαΐου 1908 από τον ηγούμενο της μονής του Σινά στον πρωθυπουργό της αυτοκρατορικής Ρωσίας, Π. Σ Στολίπιν. Στο κάτω μέρος της επιστολής διακρίνεται και η υπογραφή του αρχιεπισκόπου Σινά, του Πορφυρού.
Οι συγκρουσεις που αναφερει το έγγραφο οφεί­λονται στα τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονταν στην οθωμανική αυτοκρατορία από το τέλος του 19ου αιώνα.
 Ο διωγμός των Αρμενίων, που είχε ξεκινήσει κατά τη δεκαετία του 1880, την περίοδο εξουσίας του σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίντ, και που συνεχίστηκε έως το 1920, είχε εξοργίσει τους Αρμενίους και τους είχε στρέψει εναντίον όλων εκείνων των λαών που μιλού­σαν τα τουρανικά και πίστευαν στο Ισλάμ.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Τιφλίδας αποτελείτο τότε από κατοίκους αρμενικής καταγωγής, στην πόλη υπήρχε και μια ανθηρή ταταρική κοινότητα, στη συνοικία «6», που ονομαζόταν «Τατάρσκι κβάρταλ».
Αυτή η συνοικία, με το τζαμί και το νεκροταφείο της, τύχαινε να βρίσκεται ακρι­βώς απέναντι από την αντίστοιχη αρμενική, που ονομαζόταν «Αβλαμπάρ». Στην Τατάρσκι κβάρταλ κατοικούε πλήθος φυλών, όπως Αζέροι, Τουρκμένοι, Πέρσες, Άραβες, Κούρδοι, μουσουλμάνοι, Ιεζίδοι, Λεσγίνοι, τους οποίους οι Γεωργιανοί και οι Ρώσοι αποκαλούσαν «Τατάρους», επειδή όλοι τους συνεννοούνταν στις καθημερινές τους επαφές, σε ιδιαίτερη διάλεκτο της ανατολικής τουρανικής γλώσσας, που ονομαζόταν «ταταρική». Κάθε εθνότητα είχε τη μητρική της γλώσσα, την οποία μιλούσε στο κλειστό περι­βάλλον του σπιτιού.
Ωστόσο, έξω, η επαφή μεταξύ των διαφορετικών εθνο­τήτων γινόταν στα ταταρικά. Γεγονός, βέβαια, είναι ότι όλοι αυτοί οι μου­σουλμάνοι εκτελούσαν μαζί τις θρησκευτικές τους τελετές στο «ταταρικό» τζαμί, που βρισκόταν στο κέντρο της συνοικίας, στο λεγόμενο «Μεϊντάνι» (πλατεία για το παζάρι), το οποίο το χώριζε ο ποταμός Κούρα. Φυσικό, λοιπόν, ήταν να εξάπτεται ο θρησκευτικός φανα­τισμός των Αρμενίων, μια και μπροστά στα μά­τια τους πραγματοποιούνταν οι τελετές λατρείας των μουσουλμάνων και το ναμάζι (προσευχή). Σταδιακά, οι Αρμένιοι κατέκλυσαν και τον ελ­ληνικό συνοικισμό, δίπλα, δηλαδή, από την τα­ταρική συνοικία. Τελικά η περιοχή των Τατάρων εξελίχθηκε σε χώρο των Αρμενίων.
Από την απάντηση του υπουργείου Εσωτε­ρικών της 28 Δεκεμβρίου του 1905, με αριθμό 6.763, που δόθηκε στον αρχιμανδρίτη Νεόφυτο Κορφιάδη, απεσταλμένο της μονής του όρους Σινά, από τον διευθυντή της αστυνομίας Τιφλί­δας, έγιναν γνωστές οι ταραχές που ξέσπασαν στην πόλη μεταξύ Αρμενίων και Τατάρων.
 Η πυρκαγιά που άναψε, τελικά κατέστρεψε όλα τα κτίρια του ελληνικού μοναστηριού. Ο αρχιμαν­δρίτης του, όμως, ήταν τότε προσωρινά στη Μό­σχα, αν και είχε μόνιμη διαμονή στην Τιφλίδα.
Γεννιέται βέβαια το ερώτημα, τι θα γινόταν αν ο αρχιμανδρίτης ήταν στην Τιφλίδα και όχι στη Μόσχα, εάν δηλαδή θα μπορούσε να αποτρέψει τα χειρότερα, εξομαλύνοντας την έκρυθμη κατά­σταση. Δύσκολο να δοθεί απάντηση! Στην ουσία, πάντως, οι ταραχές αυτές υπήρξαν το αποτέλε­σμα της γενικότερης θρησκευτικής έξαρσης στην Ανατολία, που στη συγκεκριμένη περιοχή οδή­γησαν σε πράξεις αντεκδίκησης, φέρνοντας στην επιφάνεια παλαιά μίση και πάθη.
Αποτελεί, ωστόσο, ευτύχημα πως με εντολή των αρμοδίων υπηρεσιών καταρτίστηκε κατά προσέγγιση κατάλογος με τις ζημιές που προ­κλήθηκαν από τις συγκρούσεις. Σύμφωνα με τον κατάλογο, θα απαιτούνταν περίπου 140.805 ρού­βλια για την πλήρη επιδιόρθωση του μοναστη­ριού. Ο κατάλογος ήταν αποτέλεσμα της έρευ­νας του οικονομολόγου Κωνσταντίνου Αντόνοβ, ελληνικής καταγωγής.
Τέλος, από ένα άλλο έγγραφο δίνει την πλη­ροφορία για το άδοξο τέλος της ελληνικής μο­νής της Τιφλίδας: «Στις 23 Νοεμβρίου του 1905, στις 4 το απόγευμα, ο ηγούμενος του μοναστη­ριού το εγκατέλειψε, αφήνοντας στο μοναστήρι μόνον δύο Ελληνίδες μοναχές και τον κηπουρό. Η όλη κατάσταση του μοναστηριού δεν επέτρε­πε στους Έλληνες να παραμείνουν μέσα και το άφησαν, καταφεύγοντας σε άλλες περιοχές της πόλης. Στις 27 Νοεμβρίου πρόσφυγες Τάταροι κατέλαβαν το ελληνικό μοναστήρι και την εκ­κλησία, τα οποία και πλέον μεταβλήθηκαν σε κα­ταφύγια των μουσουλμάνων. Ο ηγούμενος πλη­ροφόρησε τον δήμαρχο της πόλης, αναφέροντας
του ότι μέσα στην εκκλησία παρέμεναν Έλληνες, οι οποίοι και κρατούνταν ως όμηροι από τους Τατάρους εισβολείς, αλλά οι υπεύθυνοι για την τάξη στην πόλη δεν πήραν τα απαραίτητα μέτρα.
 Οι αρμόδιοι διαμαρ­τυρήθηκαν στον πρόξενο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά χωρίς κανένα αποτέλε­σμα. Τελικά, γύρω στις 5 π. μ της 29 Νοεμβρίου, οι Αρ­μένιοι, οι οποίοι είχαν σπίτια δίπλα στο ελληνικό μοναστήρι, τα έβαλαν φωτιά με σκοπό να διώξουν τους μουσουλμάνους από εκεί. Το αποτέλεσμα ήταν να μεταδοθεί η φωτιά στο μο­ναστήρι και να το καταστρέφει ολοσχερώς».
Για την ανακατασκευή της ελληνικής μονής στην Τιφλίδα, αλλά και για το ελληνικό μοναστήρι στο όρος Σινά, ο αυτοκράτορας της Ρωσίας παραχώρησε 140.805 ρούβλια. Στο τέλος, και με τη βοήθεια της ελληνικής κοινότητας της Τιφλίδας, τα έργα ολοκληρώθηκαν το 1912.
Η ελληνική ορθόδοξη κοινότητα της Τιφλίδας είχε τις δικές της εκκλησίες έως ακόμη και το τελευταίο τέταρτο του 18°" αιώνα. Στο γενικό σχέδιο της Τιφλίδας του 1782 σημειώνονται δύο ελλη­νικά παρεκκλήσια.
Όμως η ανάγκη της κοινότητας για έναν μεγα­λύτερο ναό, την οδήγησε στο χτίσιμο μιας καινούργιας εκκλησίας, η οποία ολοκληρώθηκε το 1858. Χαρακτηριστικά η εφημερίδα «Καυκάζ» έγραφε τα εξής:
 «Προς παρηγοριά των ορθοδόξων Ελ­λήνων της Τιφλίδας, κοντά στην πλατεία του Ερεβάν πραγματο­ποιήθηκαν πανηγυρικά τα εγκαίνια της ελληνικής εκκλησίας του Αγίου Φωτιστή και θαυματουργού Νικολάου.
Η θεία λειτουργία τελέστηκε από μέλος της I. Συνόδου, τον Μητροπολίτη Ισίδωρο, μαζί με τέσσερις Έλληνες αρχιμανδρίτες και δύο αρχιερείς. Σε αυτό το πανηγύρι πήρε μέρος πάνδημη η ελληνική κοινότητα της πόλης και πολυάριθμος, επίσης, χριστιανικός πληθυσμός της Τι­φλίδας. Χαιρόμαστε μαζί με τους ομόθρησκους αδερφούς μας, οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν είχαν τον δικό τους ναό, που μπορούν να ακούσουν την θεία λειτουργία στη μητρική τους γλώσσα».
Η θέση του ιερέα της ελληνικής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου είχε ήδη καλυφθεί από τις 28 Φεβρουαρίου 1857. Από τα αρχεία δίνεται η πληροφορία ότι η ελληνική κοινότητα στη συνοικία της περιοχής Ταμόζνια ζήτησε από τον έξαρχο της Γεωργίας να διο­ριστεί στη θέση του αρχιερέα ο Βασίλης Αντριάνοβ, μαζί με δύο ιερείς, κατά το πρότυπο της εκκλησίας της Αλεξανδρούπολης.
Σύμφωνα, επίσης, με τις επίσημες στατιστικές του 1857, ο αριθμός των πιστών στα ελληνικά παρεκκλήσια, το 1856, έφτανε τις 72 ελληνικές οικογένειες ευγενών και τις 47 οικογένειες Γεωρ­γιανών αγροτών και άλλων.
Ο αρχιερέας Β. Αντριάνοβ ήταν παντρεμένος με τη Μαρία, η οποία το 1857 ήταν 48 ετών, είχε μία κόρη, τη Βαρβάρα, 18 ετών, έναν γιο, τον Δαυίδ, 12 ετών, που σπούδαζε στο εκκλησιαστικό σχολείο της Τιφλίδας, και τη Νίνα, 7 ετών. Το ίδιο έγγραφο πλη­ροφορεί ότι τα χρήματα για το χτίσιμο της ελληνικής εκκλησίας στην Τιφλίδα συγκεντρώθηκαν από διάφορες επαρχίες της Ρωσί­ας, του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας. Για την προσφορά του δε σε αυτήν την υπόθεση, ο ιερέας Β. Αντριάνοβ παρασημοφορή­θηκε με το ιδιαίτερο παράσημο του έξαρχου της Γεωργίας.
Η εκκλησία του Αγίου Νικόλαου λειτούργησε κανονικά και είχε την προστασία του έξαρχου της Γεωργίας. Το 1913, ένας άλλος ιερέας, ο Ιερόθεος Αϊβάζωβ, παρασημοφορήθηκε από την Αστυνομία της Τιφλίδας. Ο ιερέας αυτός ήταν ένας από τους τε­λευταίους που υπηρέτησαν στην ελληνική εκκλησία, πριν από την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Σήμερα η ελληνική εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Τι­φλίδα βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση, εξωτερικά και εσωτερι­κά, και χρειάζεται σοβαρές επισκευές. Ύστερα από 150 χρόνια λειτουργίας, φιλοξενεί τώρα ένα πολύτιμο αρχείο με βιβλία και περιοδικά, στη ρωσική, την ελληνική και τη γεωργιανική γλώσσα. Το μέλλον, όμως, αυτού του σημαντικότατου αρχειακού υλικού παραμένει άγνωστο.
Όσον αφορά τους ιερείς, πρέπει να αναφέρουμε, πως υπήρχε ένα συνεχές μεταναστευτικό ρεύμα, με προέλευση, τόσο από τον ελ­λαδικό όσο και από τον μικρασιατικό χώρο, με τελικό προορισμό τα ρωσικά εδάφη και ειδικότερα την Τιφλίδα. Αιτία των μετακινήσεων αυτών υπήρξε, τόσο η έλλειψη εργασίας όσο και οι διώξεις που υφίσταντο οι ιερείς από τους Τούρκους. Ο ερχομός τους, όμως, στον Καύκασο δεν θεωρείτο πάντοτε καλοδεχούμενος.
Στα αρχεία της Γεωργίας, σε έγγραφο της 2ας Μαΐου 1862, αναφέ­ρονται τα εξής: «Ο ευσεβής ιερέας Κυριάκοβ, υπεύθυνος των ελληνικών εκκλησιών της περιφέρειας της Τσάλκας, μας παρουσίασε τρεις ιερείς με διαβατήρια που πήραν από τον στρατιωτικό διοικητή της Μόσχας. Το πρώτο διαβατήριο με αριθμό 3903, εκδόθηκε στις 10 Δεκεμβρί­ου 1861 στο όνομα Συμεών Νταβιντόγλου, Οθωμανού υπηκόου. Το δεύτερο διαβατήριο εκδόθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1862, στο όνομα Δανιήλ Μαγκντούαϊ, επίσης Οθωμανού υπηκόου, με αριθμό 223, και το τρίτο εκδόθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1862 για τον Μιχαήλ Ιωαννίδη, με αριθμό 224.
 Από πληροφορίες πιστεύουμε πως αυτοί οι ιερείς δεν είναι ελληνικής καταγωγής, αλλά είναι απατεώνες και Νεστοριανοί. Τελικά, κατόπιν αλληλογραφίας μεταξύ του έξαρχου και του διοικητή του Καυκάσου, διαπιστώθηκε ότι αυτοί οι ιερείς έχουν όντως ελληνική καταγωγή και ότι είχαν παραλάβει τα διαβατήρια από την Κωνσταντι­νούπολη, με την ακολουθία τους για την Τιφλίδα».
Στα αρχεία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ιδιαίτερα της Μόσχας, της Πετρούπολης και της Τιφλίδας, υπάρχουν πολλά επίσημα έγγρα­φα, σε μορφή συστατικών επιστολών προς τους διοικητές των πόλεων και των περιφερειών της αυτοκρατορικής Ρωσίας, για τις μεθόδους υποδοχής των Ελλήνων ιερέων από την Μικρά Ασία και για τις δυ­νατότητες διορισμού τους στις τοπικές εκκλησίες. Αυτές οι περιπτώ­σεις επιβεβαιώνονται και από την επιστολή του αρχιερέα Λαυρεντίου, από την Ανατολία, προς τον επίτροπο των ελληνικών εκκλησιών της Τσάλκας, τον ιερέα Ιωάννη Κυριάκοβ του Κωνσταντίνου (Αμοιρίδη), ο οποίος και τη διαβίβασε αμέσως στον έξαρχο της Γεωργίας.
Η αδυναμία να αντιμετωπιστούν οι Τούρκοι, κυρίως στα Βαλ­κάνια, οφειλόταν στην έλλειψη ενότητας μεταξύ των Βυζαντινών και των άλλων χριστιανών γειτόνων τους. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε στην Ανατολία, όπου οι Τούρκοι, συγκεντρωμένοι από όλες τις περιοχές της κεντρικής Ασίας, κατέστρεφαν και λεηλατούσαν με μεγάλο θρη­σκευτικό φανατισμό, και όπου οι χριστιανοί αδυνατούσαν πάλι να συ­νεργαστούν.
Το πρόβλημα, όμως, εδώ εντοπιζόταν και στην έλλειψη επαφής του κλήρου με τους πιστούς. Αμαθείς, απαίδευτοι, φαύλοι και ανίκανοι ιερείς, δεν είχαν την αυτοπεποίθηση ούτε τις απαραίτητες γνώσεις για να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, σε περιόδους σκο­τεινές, εμποδίζοντας το αυξανόμενο ρεύμα των εθελουσίων εξισλαμι­σμών και συσπειρώνοντας το ποίμνιο τους γύρω από την πεφωτισμένη καθοδήγησή τους.
Το λυπηρό αυτό φαινόμενο — μια και ήταν δια­χρονικό — είχε καταγραφεί και στον ρωσικό τύπο της εποχής:
 «Οι Έλληνες ως έθνος, ηθικά και θρησκευτικά, είναι ανώτεροι από τους άλλους λαούς της Γεωργίας. Όταν όμως στρέφο­νται στις εκκλησίες τους, οι ιερείς τους δεν έχουν πια το απαιτούμενο κύρος για να τους κρατήσουν στον σωστό δρόμο. Πιο σωστά, δεν υπήρχε πλέον η ενότητα μεταξύ των χριστιανικών λαών της πε­ριοχής αυτής».


Σωκράτης Αγγελίδης

Δρ. ιστορίας- Ανατολικολόγος
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah