Σχετικά
με τους Έλληνες ορθοδόξους της Γεωργίας και συγκεκριμένα της πόλης της
Τιφλίδας, σε συνάρτηση με το πλήθος των όποιων θετικών
ή αρνητικών συγκυριών αντιμετώπιζαν, πρέπει να σημειώσουμε ότι αρχικά, όντας ολιγάριθμοι,
πραγματοποιούσαν τις θρησκευτικές
τους τελετουργίες σε γεωργιανικές εκκλησίες.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, ήταν δυνατό επειδή και ιστορίας οι δυο λαοί είναι ορθόδοξοι.
Η ανάπτυξη σχέσεων φέρνει πιο κοντά τους δύο λαούς
Με την πάροδο του
χρόνου, όμως, η ανάπτυξη των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας,
(είτε αναφερόμαστε στη βυζαντινή αυτοκρατορία είτε στην τουρκοκρατούμενη
Ελλάδα) και της Γεωργίας οδήγησαν στην αύξηση του αριθμού του ελληνικού
στοιχείου, σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά και ιδιαίτερα στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της
χώρας.
Έτσι, λοιπόν,
σταδιακά, με την άδεια των αρχόντων της Γεωργίας και κατόπιν έντονης επιθυμίας
των ίδιων των Ελλήνων, η ελληνική κοινότητα της πόλης απέκτησε τα κτήματα
εκείνα, στα οποία οι Ρωμιοί άρχισαν πλέον να χτίζουν τα πρώτα δικά τους
μοναστήρια και τις πρώτες δικές τους εκκλησίες. Οι ευνοϊκές αυτές εξελίξεις
βοήθησαν, τελικά, τους ομογενείς να συσπειρωθούν περισσότερο μακριά από τις
πατρίδες τους.
Σημαντικός ο ρόλος της θρησκευτικής
συμπόρευσης
Ταυτόχρονα οι στενές
πολιτικές και οικονομικές επαφές ανάμεσα στους δύο λαούς, αλλά κυρίως η θρησκευτική συμπόρευση βοήθησαν τους Γεωργιανούς
να κατανοήσουν και να δεχτούν τους ανώτερους ελληνικούς εκκλησιαστικούς
νομοκάνονες, αφομοιώνοντάς τους στη δική τους εκκλησιαστική φιλολογία.
Η εκπολιτιστική επέμβαση, δε, της ελληνικής
ορθόδοξης Εκκλησίας στους Γεωργιανούς ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η ελληνική γλώσσα
ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους έως και τον 11ο
αιώνα, αν και η χρήση της περιοριζόταν στο εκκλησιαστικό κατεστημένο και στις
ανώτατες κρατικές υπηρεσίες.
Η ανέγερση της ελληνικής μονής της Αγίας Αικατερίνης
Ενδεικτική της πολύ
στενής συνεργασίας Ρωμαίων και Γεωργιανών κατά τον 10ο με 12ο αιώνα, είναι η
ανέγερση στην πλατεία Σεϊτάν Μπαζάρ, με
εντολή του βασιλιά της Γεωργίας, της ελληνικής μονής της Αγίας Αικατερίνης.
Αυτό το μοναστήρι, αν και καταστράφηκε πολλές φορές από τους εχθρούς της
Γεωργίας, κάθε φορά που πραγματοποιούσαν εισβολές, εντούτοις ξαναχτιζόταν με τη
συνδρομή των βασιλέων και με τους αγώνες των μοναχών. Στο μοναστήρι δε αυτό
φυλάσσονταν πολλά ανεκτίμητα βιβλία, στα ελληνικά, στα γεωργιανικά και στα
ρωσικά, καθώς επίσης και πολύτιμα έγγραφα.
Μελετώντας τα
αρχεία της Σοβιετικής Δημοκρατίας, ανακαλύψαμε αρκετά ντοκουμέντα για το
ελληνικό μοναστήρι στην Τιφλίδα. Έχουμε, π. χ.,
στη διάθεσή μας έγγραφο του 1442, στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «Το ληξιαρχικό βιβλίο που βρίσκεται στην
Τιφλίδα, δόθηκε από τον βασιλιά Δημήτριο του Αλεξάνδρου στον Έλληνα
μητροπολίτη Χρύσανθο, που βρισκόταν στην εκκλησία Σιόνη της Τιφλίδας. Στον μητροπολίτη Χρύσανθο, που ήρθε στην
Γεωργία και είχε μαζί του το εμπιστευτικό γράμμα του ελληνικού Πατριαρχείου
Κωνσταντινούπολης, ο πατέρας του Δημητρίου,
ο τέως βασιλιάς Αλέξανδρος, που πέθανε εκείνο τον καιρό, του είχε παραχωρήσει
την εκκλησία της Σιόνης για τη συγχώρεση της ψυχής του».
Από τα παραπάνω
διαπιστώνονται, για μια ακόμη φορά, οι στενές θρησκευτικές
επαφές που είχε η Γεωργία με την Κωνσταντινούπολη και την εκτίμηση που έτρεφαν
οι Γεωργιανοί βασιλείς για τους Έλληνες.
Παραχώρηση μεγάλων εκτάσεων
γης στις μονές
Από την εποχή της
εμφάνισης του ελληνικού πληθυσμού και από τις δημιουργικές θρησκευτικές σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών,
στα ελληνικά μοναστήρια, που βρίσκονταν στα εδάφη της Τιφλίδας και στις άλλες
πόλεις, παραχωρήθηκαν από τους ανώτατους άρχοντες της Γεωργίας μεγάλες
εκτάσεις γης.
Στη χώρα επίσης
έδιναν πολύ μεγάλη σημασία και στις ελληνικές εκκλησίες. Ένας κατάλογος των
εκκλησιών της Τιφλίδας και του Γκόρι,
του 1787, κάνει λόγο για ελληνική
εκκλησία στην ίδια την Τιφλίδα.
Στα αρχεία υπάρχει
σημαντικό υλικό για αυτό το ελληνικό μοναστήρι. Ένα από αυτά, αναφέρει το
εξής: «Κάποιος πολίτης της Τιφλίδας, ελληνικής καταγωγής, σε αίτηση του προς
τον Έξαρχο έγραφε, πως εγκαταστάθηκε στην Τιφλίδα μαζί με άλλους συμπατριώτες
του, από τη Γιουμισχανά (Αργυρούπολη) το 1863.
Ανάμεσά τους υπήρχαν και Έλληνες που κατάγονταν από το Αρζρούμ. Ως ορθόδοξοι
ζήτησαν από τους αρμοδίους να τελείται η θεία
λειτουργία στα ελληνικά και στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης. Επίσης πληροφορεί,
ότι το μοναστήρι αυτό, το 1832, με
εντολή του Έξαρχου έχει κλείσει.
Τώρα
ζητούσε την άδεια για την αναστήλωση του μοναστηριού με τη βοήθεια των Ελλήνων
από την Αργυρούπολη, καθώς όλοι αυτοί ήταν επιδέξιοι τεχνίτες της πέτρας. Σε
αντίθετη περίπτωση, το μοναστήρι κινδύνευε να καταρρεύσει. Επιπλέον, ο Έλληνας
αυτός ζητάει ένα μέρος του κτήματος, μπροστά από το εξοχικό του Έξαρχου».
Υποθέτουμε ότι την αίτηση αυτή θα
πρέπει να την υπέβαλε ο ιερέας Κυριάκοβ.
Είναι,
ωστόσο, λυπηρό το γεγονός ότι αποσιωπήθηκε από τη σύγχρονη ιστοριογραφία της
σοβιετικής περιόδου η ύπαρξη και λειτουργία, από τον 11ο αιώνα, του
μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης στην Τιφλίδα, το οποίο συνέβαλε τόσο πολύ στην
πνευματική ανάπτυξη του γεωργιανικού λαού.
Αδιάκοπη η λειτουργία της μονής μέσα στους αιώνες
Στη
διάρκεια πολλών αιώνων η λειτουργία της μονής υπήρξε αδιάκοπη, καθώς ο
ελληνικός πληθυσμός της πόλης ενισχυόταν διαρκώς με νέους μετανάστες από τα
δυτικά.
Όμως,
στις αρχές του 20ού αιώνα, συνέβησαν στην Τιφλίδα σημαντικά γεγονότα, τα οποία
δεν είναι ευρέως γνωστά, ακόμη και στην ιστορική επιστήμη της ίδιας της
Γεωργίας.
Για
την καλύτερη κατανόηση αυτής της περιόδου
παραθέτουμε έγγραφο, που πληροφορεί τα εξής:
«Το
Ιερό μοναστήρι του όρους Σινά, στο οποίο υπηρετώ ως ηγούμενος, κατέχει στον
Καύκασο, και συγκεκριμένα στην περιφέρεια της Τιφλίδας, δύο κτήματα, τα οποία
μας παραχωρήθηκαν πριν από αιώνες από το Βασίλειο της Γεωργίας. Το πρώτο βρίσκεται στη μουσουλμανική συνοικία
της Τιφλίδας, κοντά στο τζαμί, στο μέρος που ονομάζεται «Τατάρσκαγια πλοσάντ»
(ταταρική πλατεία).
Το δεύτερο κτήμα με έκταση 685 ντεσιατίνα (1,0925
του εκταρίου) βρίσκεται στην περιοχή Ριζοβούνι της οροσειράς του Καυκάσου. Στο
πρώτο κτίστηκε το ελληνικό μοναστήρι μαζί με την ελληνική εκκλησία της Αγίας
Αικατερίνης και ορισμένα άλλα κτίρια τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από την
ελληνική παροικία της Τιφλίδας. Στο
δεύτερο είχε δημιουργηθεί οικισμός ορθοδόξων χριστιανών, με την ονομασία
«Μαυρικίση», ο οποίος υπάγεται στο μοναστήρι μας. Έτσι ήταν τα πράγματα μέχρι
τις 30 Νοεμβρίου του 1905, οπότε
ξέσπασαν, ξαφνικά, συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίων
και Τατάρων.
Τελικά, εξουσιοδοτήσαμε τους αρχιμανδρίτες
Ιάκωβο και Νεόφυτο να πάνε στην τσαρική αυλή της Αγίας Πετρούπολης και να ζητήσουν
οικονομική ενίσχυση για την προστασία του μοναστηριού».
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στις 22 Μαΐου 1908 από τον ηγούμενο της μονής του Σινά στον
πρωθυπουργό της αυτοκρατορικής Ρωσίας, Π. Σ Στολίπιν. Στο κάτω μέρος της
επιστολής διακρίνεται και η υπογραφή του αρχιεπισκόπου Σινά, του Πορφυρού.
Οι συγκρουσεις που αναφερει το έγγραφο οφείλονται στα
τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονταν στην οθωμανική αυτοκρατορία από το τέλος
του 19ου αιώνα.
Ο
διωγμός των Αρμενίων, που είχε ξεκινήσει κατά τη δεκαετία του 1880, την περίοδο εξουσίας του σουλτάνου
Αμπτούλ Χαμίντ, και που συνεχίστηκε έως
το 1920, είχε εξοργίσει τους Αρμενίους
και τους είχε στρέψει εναντίον όλων εκείνων των λαών που μιλούσαν τα τουρανικά και πίστευαν στο Ισλάμ.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της
Τιφλίδας αποτελείτο τότε από κατοίκους αρμενικής καταγωγής, στην πόλη υπήρχε
και μια ανθηρή ταταρική κοινότητα, στη συνοικία «6», που ονομαζόταν «Τατάρσκι
κβάρταλ».
Αυτή η συνοικία, με το τζαμί και το
νεκροταφείο της, τύχαινε να βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την αντίστοιχη
αρμενική, που ονομαζόταν «Αβλαμπάρ». Στην Τατάρσκι κβάρταλ κατοικούε πλήθος
φυλών, όπως Αζέροι, Τουρκμένοι, Πέρσες, Άραβες, Κούρδοι, μουσουλμάνοι, Ιεζίδοι,
Λεσγίνοι, τους οποίους οι Γεωργιανοί
και οι Ρώσοι αποκαλούσαν «Τατάρους», επειδή όλοι τους συνεννοούνταν στις
καθημερινές τους επαφές, σε ιδιαίτερη διάλεκτο της ανατολικής τουρανικής γλώσσας, που ονομαζόταν «ταταρική». Κάθε
εθνότητα είχε τη μητρική της γλώσσα, την οποία μιλούσε στο κλειστό περιβάλλον
του σπιτιού.
Ωστόσο, έξω, η επαφή μεταξύ των διαφορετικών
εθνοτήτων γινόταν στα ταταρικά.
Γεγονός, βέβαια, είναι ότι όλοι αυτοί οι μουσουλμάνοι εκτελούσαν μαζί τις θρησκευτικές τους τελετές στο «ταταρικό»
τζαμί, που βρισκόταν στο κέντρο της συνοικίας,
στο λεγόμενο «Μεϊντάνι» (πλατεία για το παζάρι), το οποίο το χώριζε ο ποταμός
Κούρα. Φυσικό, λοιπόν, ήταν να εξάπτεται ο θρησκευτικός
φανατισμός των Αρμενίων, μια και μπροστά στα μάτια τους πραγματοποιούνταν οι
τελετές λατρείας των μουσουλμάνων και το ναμάζι (προσευχή). Σταδιακά, οι
Αρμένιοι κατέκλυσαν και τον ελληνικό συνοικισμό, δίπλα, δηλαδή, από την ταταρική
συνοικία. Τελικά η περιοχή των Τατάρων εξελίχθηκε σε χώρο των Αρμενίων.
Από την απάντηση
του υπουργείου Εσωτερικών της 28 Δεκεμβρίου του 1905, με αριθμό 6.763, που
δόθηκε στον αρχιμανδρίτη Νεόφυτο Κορφιάδη, απεσταλμένο της μονής του όρους
Σινά, από τον διευθυντή της αστυνομίας Τιφλίδας, έγιναν γνωστές οι ταραχές που
ξέσπασαν στην πόλη μεταξύ Αρμενίων και Τατάρων.
Η πυρκαγιά που άναψε, τελικά κατέστρεψε όλα τα κτίρια του ελληνικού
μοναστηριού. Ο αρχιμανδρίτης του, όμως, ήταν τότε προσωρινά στη Μόσχα, αν και
είχε μόνιμη διαμονή στην Τιφλίδα.
Γεννιέται βέβαια το
ερώτημα, τι θα γινόταν αν ο
αρχιμανδρίτης ήταν στην Τιφλίδα και όχι στη Μόσχα, εάν δηλαδή θα μπορούσε να αποτρέψει τα χειρότερα,
εξομαλύνοντας την έκρυθμη κατάσταση. Δύσκολο να δοθεί απάντηση! Στην ουσία,
πάντως, οι ταραχές αυτές υπήρξαν το αποτέλεσμα της γενικότερης θρησκευτικής έξαρσης στην Ανατολία, που στη
συγκεκριμένη περιοχή οδήγησαν σε
πράξεις αντεκδίκησης, φέρνοντας στην επιφάνεια παλαιά μίση και πάθη.
Αποτελεί, ωστόσο,
ευτύχημα πως με εντολή των αρμοδίων υπηρεσιών καταρτίστηκε κατά προσέγγιση
κατάλογος με τις ζημιές που προκλήθηκαν από τις συγκρούσεις. Σύμφωνα με τον
κατάλογο, θα απαιτούνταν περίπου
140.805 ρούβλια για την πλήρη επιδιόρθωση του μοναστηριού. Ο κατάλογος ήταν
αποτέλεσμα της έρευνας του οικονομολόγου Κωνσταντίνου Αντόνοβ, ελληνικής
καταγωγής.
Τέλος, από ένα άλλο
έγγραφο δίνει την πληροφορία για το άδοξο τέλος της ελληνικής μονής της
Τιφλίδας: «Στις 23 Νοεμβρίου του 1905,
στις 4 το απόγευμα, ο ηγούμενος του
μοναστηριού το εγκατέλειψε, αφήνοντας
στο μοναστήρι μόνον δύο Ελληνίδες
μοναχές και τον κηπουρό. Η όλη
κατάσταση του μοναστηριού δεν επέτρεπε στους Έλληνες να παραμείνουν μέσα και
το άφησαν, καταφεύγοντας σε άλλες
περιοχές της πόλης. Στις 27 Νοεμβρίου πρόσφυγες Τάταροι κατέλαβαν το ελληνικό
μοναστήρι και την εκκλησία, τα οποία και πλέον μεταβλήθηκαν σε καταφύγια των
μουσουλμάνων. Ο ηγούμενος πληροφόρησε τον δήμαρχο της πόλης, αναφέροντας
του ότι
μέσα στην εκκλησία παρέμεναν Έλληνες, οι οποίοι και κρατούνταν ως όμηροι από
τους Τατάρους εισβολείς, αλλά οι
υπεύθυνοι για την τάξη στην πόλη δεν πήραν τα απαραίτητα μέτρα.
Οι αρμόδιοι διαμαρτυρήθηκαν στον πρόξενο της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τελικά, γύρω στις 5 π.
μ της 29 Νοεμβρίου, οι Αρμένιοι, οι οποίοι είχαν
σπίτια δίπλα στο ελληνικό μοναστήρι, τα
έβαλαν φωτιά με σκοπό να διώξουν τους μουσουλμάνους από εκεί. Το
αποτέλεσμα ήταν να μεταδοθεί η φωτιά στο μοναστήρι
και να το καταστρέφει ολοσχερώς».
Για την
ανακατασκευή της ελληνικής μονής στην Τιφλίδα, αλλά και για το ελληνικό μοναστήρι στο όρος Σινά, ο
αυτοκράτορας της Ρωσίας παραχώρησε 140.805 ρούβλια. Στο τέλος, και με τη
βοήθεια της ελληνικής κοινότητας της Τιφλίδας, τα έργα ολοκληρώθηκαν το 1912.
Η ελληνική ορθόδοξη κοινότητα
της Τιφλίδας είχε τις δικές της εκκλησίες έως ακόμη και το τελευταίο τέταρτο του 18°" αιώνα. Στο γενικό σχέδιο της Τιφλίδας του 1782 σημειώνονται δύο ελληνικά παρεκκλήσια.
Όμως η ανάγκη της κοινότητας για έναν μεγαλύτερο
ναό, την οδήγησε στο χτίσιμο μιας καινούργιας εκκλησίας, η οποία ολοκληρώθηκε
το 1858. Χαρακτηριστικά η εφημερίδα «Καυκάζ» έγραφε τα εξής:
«Προς παρηγοριά των ορθοδόξων Ελλήνων της Τιφλίδας, κοντά στην πλατεία του Ερεβάν
πραγματοποιήθηκαν πανηγυρικά τα εγκαίνια της ελληνικής εκκλησίας του Αγίου
Φωτιστή και θαυματουργού Νικολάου.
Η θεία
λειτουργία τελέστηκε από μέλος της I.
Συνόδου, τον Μητροπολίτη Ισίδωρο, μαζί με τέσσερις Έλληνες αρχιμανδρίτες και
δύο αρχιερείς. Σε αυτό το πανηγύρι πήρε μέρος πάνδημη η ελληνική κοινότητα της
πόλης και πολυάριθμος, επίσης,
χριστιανικός πληθυσμός της Τιφλίδας. Χαιρόμαστε μαζί με τους ομόθρησκους
αδερφούς μας, οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν είχαν τον δικό τους ναό, που μπορούν να ακούσουν την θεία λειτουργία στη μητρική τους γλώσσα».
Η θέση
του ιερέα της ελληνικής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου είχε ήδη καλυφθεί από τις
28 Φεβρουαρίου 1857. Από τα αρχεία
δίνεται η πληροφορία ότι η ελληνική κοινότητα στη συνοικία της περιοχής
Ταμόζνια ζήτησε από τον έξαρχο της Γεωργίας να διοριστεί στη θέση του αρχιερέα ο Βασίλης Αντριάνοβ, μαζί με δύο ιερείς, κατά το πρότυπο
της εκκλησίας της Αλεξανδρούπολης.
Σύμφωνα, επίσης, με τις επίσημες στατιστικές
του 1857, ο αριθμός των πιστών στα ελληνικά παρεκκλήσια, το 1856, έφτανε τις 72 ελληνικές οικογένειες
ευγενών και τις 47 οικογένειες Γεωργιανών αγροτών και άλλων.
Ο αρχιερέας Β.
Αντριάνοβ ήταν παντρεμένος με τη Μαρία, η οποία το 1857 ήταν 48 ετών, είχε μία κόρη, τη Βαρβάρα, 18 ετών, έναν γιο, τον Δαυίδ, 12 ετών, που
σπούδαζε στο εκκλησιαστικό σχολείο της Τιφλίδας, και τη Νίνα, 7 ετών. Το ίδιο έγγραφο πληροφορεί ότι τα χρήματα
για το χτίσιμο της ελληνικής εκκλησίας στην Τιφλίδα συγκεντρώθηκαν από διάφορες
επαρχίες της Ρωσίας, του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας. Για την προσφορά του
δε σε αυτήν την υπόθεση, ο ιερέας Β.
Αντριάνοβ παρασημοφορήθηκε με το ιδιαίτερο παράσημο του έξαρχου της Γεωργίας.
Η εκκλησία του Αγίου Νικόλαου λειτούργησε
κανονικά και είχε την προστασία του έξαρχου της Γεωργίας. Το 1913, ένας άλλος ιερέας, ο Ιερόθεος Αϊβάζωβ, παρασημοφορήθηκε από την Αστυνομία της
Τιφλίδας. Ο ιερέας αυτός ήταν ένας από
τους τελευταίους που υπηρέτησαν στην ελληνική εκκλησία, πριν από την ίδρυση
της Σοβιετικής Ένωσης.
Σήμερα η ελληνική
εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Τιφλίδα βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση,
εξωτερικά και εσωτερικά, και χρειάζεται σοβαρές επισκευές. Ύστερα από 150 χρόνια λειτουργίας, φιλοξενεί τώρα ένα πολύτιμο αρχείο με βιβλία και
περιοδικά, στη ρωσική, την ελληνική και τη γεωργιανική γλώσσα. Το μέλλον,
όμως, αυτού του σημαντικότατου αρχειακού υλικού παραμένει άγνωστο.
Όσον αφορά τους
ιερείς, πρέπει να αναφέρουμε, πως υπήρχε ένα συνεχές μεταναστευτικό ρεύμα, με προέλευση, τόσο
από τον ελλαδικό όσο και από τον μικρασιατικό χώρο, με τελικό προορισμό τα
ρωσικά εδάφη και ειδικότερα την Τιφλίδα. Αιτία των μετακινήσεων αυτών υπήρξε,
τόσο η έλλειψη εργασίας όσο και οι διώξεις που υφίσταντο οι ιερείς από τους
Τούρκους. Ο ερχομός τους, όμως, στον
Καύκασο δεν θεωρείτο πάντοτε
καλοδεχούμενος.
Στα αρχεία της
Γεωργίας, σε έγγραφο της 2ας Μαΐου 1862,
αναφέρονται τα εξής: «Ο ευσεβής ιερέας Κυριάκοβ, υπεύθυνος των
ελληνικών εκκλησιών της περιφέρειας της
Τσάλκας, μας παρουσίασε τρεις ιερείς με
διαβατήρια που πήραν από τον στρατιωτικό διοικητή της Μόσχας. Το πρώτο διαβατήριο με αριθμό 3903, εκδόθηκε
στις 10 Δεκεμβρίου 1861 στο όνομα Συμεών Νταβιντόγλου, Οθωμανού υπηκόου. Το δεύτερο διαβατήριο εκδόθηκε στις 13
Ιανουαρίου 1862, στο όνομα Δανιήλ Μαγκντούαϊ, επίσης Οθωμανού υπηκόου, με αριθμό 223,
και το τρίτο εκδόθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1862
για τον Μιχαήλ Ιωαννίδη, με αριθμό 224.
Από πληροφορίες πιστεύουμε πως αυτοί οι ιερείς δεν
είναι ελληνικής καταγωγής, αλλά είναι απατεώνες και Νεστοριανοί. Τελικά,
κατόπιν αλληλογραφίας μεταξύ του έξαρχου και του διοικητή του Καυκάσου,
διαπιστώθηκε ότι αυτοί οι ιερείς έχουν όντως ελληνική καταγωγή και ότι είχαν
παραλάβει τα διαβατήρια από την
Κωνσταντινούπολη, με την ακολουθία τους για την Τιφλίδα».
Στα αρχεία της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ιδιαίτερα της Μόσχας, της Πετρούπολης και της
Τιφλίδας, υπάρχουν πολλά επίσημα έγγραφα, σε μορφή συστατικών επιστολών προς
τους διοικητές των πόλεων και των περιφερειών της αυτοκρατορικής Ρωσίας, για
τις μεθόδους υποδοχής των Ελλήνων ιερέων από την Μικρά Ασία και για τις δυνατότητες
διορισμού τους στις τοπικές εκκλησίες. Αυτές οι περιπτώσεις επιβεβαιώνονται
και από την επιστολή του αρχιερέα Λαυρεντίου, από την Ανατολία, προς τον
επίτροπο των ελληνικών εκκλησιών της Τσάλκας, τον ιερέα Ιωάννη Κυριάκοβ του
Κωνσταντίνου (Αμοιρίδη), ο οποίος και
τη διαβίβασε αμέσως στον έξαρχο της Γεωργίας.
Η αδυναμία να αντιμετωπιστούν οι Τούρκοι, κυρίως στα Βαλκάνια,
οφειλόταν στην έλλειψη ενότητας μεταξύ των Βυζαντινών και των άλλων χριστιανών
γειτόνων τους. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε στην Ανατολία, όπου οι Τούρκοι,
συγκεντρωμένοι από όλες τις περιοχές της κεντρικής Ασίας, κατέστρεφαν και
λεηλατούσαν με μεγάλο θρησκευτικό
φανατισμό, και όπου οι χριστιανοί αδυνατούσαν πάλι να συνεργαστούν.
Το πρόβλημα, όμως, εδώ εντοπιζόταν και στην έλλειψη επαφής του κλήρου με
τους πιστούς. Αμαθείς, απαίδευτοι, φαύλοι και ανίκανοι ιερείς, δεν είχαν την
αυτοπεποίθηση ούτε τις απαραίτητες γνώσεις για να σταθούν στο ύψος των
περιστάσεων, σε περιόδους σκοτεινές, εμποδίζοντας το αυξανόμενο ρεύμα των
εθελουσίων εξισλαμισμών και συσπειρώνοντας το ποίμνιο τους γύρω από την
πεφωτισμένη καθοδήγησή τους.
Το λυπηρό αυτό φαινόμενο — μια και ήταν διαχρονικό — είχε καταγραφεί και
στον ρωσικό τύπο της εποχής:
«Οι Έλληνες ως
έθνος, ηθικά και θρησκευτικά, είναι
ανώτεροι από τους άλλους λαούς της Γεωργίας. Όταν όμως στρέφονται στις
εκκλησίες τους, οι ιερείς τους δεν έχουν πια το απαιτούμενο κύρος για να τους
κρατήσουν στον σωστό δρόμο. Πιο σωστά, δεν υπήρχε πλέον η ενότητα μεταξύ των
χριστιανικών λαών της περιοχής αυτής».
Σωκράτης Αγγελίδης
Δρ. ιστορίας- Ανατολικολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου