ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΜΕΡΟΣ 4ο

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

 «Τα καταστρώματα είναι πλημμυρισμένα, κοιμούνται στα λιγδωμένα πατώματα, οι κουβέρτες σπανίζουν, και τρώνε το πολύ μία φορά την ημέρα, εντούτοις τα προσωπάκια τους λάμπουν με εμπιστοσύνη και σιγουριά ότι οι χριστιανοί σε όλο τον κόσμο θα έλθουν να τις σώσουν».

 Σε αυτή τη σχεδόν ανεξέλεγκτη κατάσταση, έγινε τότε μία ένεση ανοιχτόκαρδης  αμερικανικής αισιοδοξίας και αποτελεσματικότητας. Καθώς όμως η επιχείρηση περίθαλψης οργανωνόταν και έμπαινε σε λειτουργία, ο αριθμός των προσφύγων όλο και  μεγάλωνε πλήττοντας ταυτοχρόνως όλα τα κύρια λιμάνια της Ελλάδας.
 Όταν έφτασε  το πρώτο κύμα, αρχικά στα νησιά του Αιγαίου και αργότερα στην ενδοχώρα, αρκετοί  είχαν την τύχη να συναντήσουν Έλληνες οι οποίοι τους αντιμετώπισαν σαν ομοεθνείς  και ομόθρησκους που είχαν ανάγκη βοήθειας. Πρόσφυγες που αποβιβάστηκαν στην  Κρήτη, όπου το φιλότιμο και η φιλοξενία ήταν ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας, μιλούσαν  με τα καλύτερα λόγια για τον ντόπιο πληθυσμό που τους καλωσόρισε. Αλλά δεν ήταν
απεριόριστες οι ατομικές πράξεις καλοσύνης και η συμβίωση πολλές φορές δυσκόλεψε από τις παρεξηγήσεις και τη δυσφορία που αναπόφευκτα αμαυρώνουν τις σχέσεις μεταξύ εκείνων που προσφέρουν τη φιλανθρωπία και εκείνων που τη δέχονται.
Ας πάρουμε την περίπτωση της Αννας Καραμπέτσου η οποία έφυγε από το χωριό Νιφ (Νυμφαίο), μερικά χιλιόμετρα ανατολικά της Σμύρνης με τη μητέρα και τις ανήλικες αδελφές της.

Το καράβι μας έβγαλε στη Θεσσαλονίκη. Μας πήγανε μέσα στον αυλόγυρο του Αγιου Μηνά. Μέσα η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο... ξημέρωνε του Σταυρού. Καθούμασταν στα μάρμαρα, ούτε κουβέρτα είχαμε ούτε τίποτα. Χτυπούσε δώδεκα η ώρα. Ήρθε κοντά μας ένας κύριος και μας είπε «δεν έχετε τίποτε;»Ύστερα πήγε και μας έφερε δύο κουβέρτες, καινούργιες. «Τη μία να τη στρώστε, να καθίστε, και με την άλλη να σκεπάστε τα παιδάκια» μας είπε. Ήρθε και την άλλη μέρα. Μας έφερε ρουχαλάκια, ζακέτες δικές μας [...] 

Υστερα, θυμάται η Καραμπέτσου, τους έδωσαν προμήθειες.
Ύστερα μας μοίρασαν από ένα κουτάλι, μία κατσαρόλα κι από ένα πιάτο. Πηγαίναμε στη γραμμή για να πάρουμε συσσίτιο. Μας έρχονταν πολύ δύσκολο. Εγώ έκλαιγα. Τότες με βλέπαν και μου φώναζαν «έλα εσύ να σου βάλομε χωρίς σειρά».

Η μητέρα της Καραμπέτσου τότε έμαθε ότι ο μεγάλος της γιος ήταν ζωντανός και βρισκόταν στον Πειραιά. Πήραν αμέσως το πλοίο αλλά την τελευταία στιγμή τους απαγόρευσαν να αποβιβαστούν γιατί το λιμάνι ήταν ήδη γεμάτο πρόσφυγες και έτσι τους μετέφεραν στο κοντινό νησί Πόρος όπου δεν γνώριζαν κανέναν.
 «Υπήρχαν άδεια σπίτια στον Πόρο. Στέγασαν στο καθένα πέντε-έξι οικογένειες.'Υστερα βγήκε ο ντελάλης και φώναξε οι πρόσφυγες να κατεβούνε στην παραλία να πάρουν ψωμί. Κατεβήκαμε». Εκεί πλησίασε την Καραμπέτσου ένας άνδρας που προσκάλεσε εκείνη και την αδελφή της στο σπίτι του, μία πρόταση που τις ξένισε κάπως.

Πήγαμε μαζί του. Είχε ένα ωραίο σπίτι, γυναίκα και τρία κοριτσάκια. Κάθουνταν στο στρωμένο τραπέζι και μας περίμεναν. Είχαν σούπα αυγολέμονο, κεφτέδες, ψάρι και ψωμί σπιτικό. Εμείς πού να φάμε! Ήπιαμε δύο κουταλιές σούπα. Μα δεν πήγαινε τίποτα κάτω... τότε κατάλαβαν.

Φαίνεται ότι οι δύο μικρές ντράπηκαν που εκείνες έτρωγαν τόσο καλά ενώ οι υπόλοιποι πρόσφυγες πεινούσαν, ίσως όμως και να μην μπορούσαν να χωνέψουν  τόσο
βαρύ φαγητό ύστερα από τον υποσιτισμό. Οι οικοδεσπότες «τα βάλαν  σε πιάτα ό,τι  ήτανε, και της αδελφής μου τα ίδια. Ευχαριστήσαμε και φύγαμε».
Η Σαρούλα Σκύφτη, από ένα χωριό στην ενδοχώρα της Σμύρνης θυμάται την ψυχρή οποδοχή των κατοίκων της Χίου.

Έφυγε το βαπόρι καμιά φορά. Μας έβγαλε στη Χίο. Ψιχάλιζε. Τί να κάνουμε, όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Ψιλόβρεχε και βρήκαμε όλες τις πόρτες κλειστές. Οι Χιώτες φοβούνταν, δεν ξέρω. Κοίταγαν από πάνου. Εμείς, για να φυλαχτούμε απ' τη βροχή, στέκαμε στα ρέχτια. Συνεννογιούμασταν πως η Χίος δεν ήταν τόπος για ν' ακουμπήσουμε... Μπήκαμε σ' ένα μπακάλικο να ψουνίσουμε, πήραμε το να, τ' άλλο. Βγάλαμε να πληρώσουμε, ο μπακάλης δεν έπαιρνε τις παγκανότες, έλεγε «δεν περνάν αυτά τα λεφτά, δεν τα θέλω». Τι να κάναμε, αφήσαμε τα πράματα και φύγαμε.

Τότε, λέει η Σκύφτη, συνάντησαν έναν αστυνόμο που τις λυπήθηκε. Μπήκε στο μπακάλικο και είπε στον ιδιοκτήτη «δεν ντρέπεσαι λίγο; Δεν βλέπεις το κακό που πάθανε;» - και πλήρωσε εκείνος για τα ψώνια τους. Αλλά οι πρόσφυγες που ήταν στην ίδια ομάδα μαζί της είχαν καλύτερη υποδοχή όταν έφτασαν στον κόλπο της Σούδας, στην Κρήτη.

Μόλις μας είδαν μαγείρεψαν σούπα με κρέας και μας μοίρασαν. Όποιος είχε τενεκε!δάκι, πιάτο, κουβά, έπαιρνε και ψωμί και πήγαινε στους δικούς του. Όποιος δεν είχε, έτρωγε εκεί δα.
Ύστερα μας πήραν όλο τον κόσμο με τα κάρα και μας πήγαν στα Χανιά. Όλους όσους βγήκαμε από το καράβι. [...] Έγινε μία επιτροπή από γυναίκες και άνδρες και μας μοίρασαν, μας στέγασαν, όπου υπήρχε άδειος τόπος. 
Εμάς τους πατριώτες και  τους συγγενείς όλους μας βάλανε σ' ένα καφενείο του μπιλιάρδου. Ήταν μιανού που 'χε φύγει στην Αμερική και το επίταξαν. Εκεί πια θαρρείς πως ήμαστε μικρά παιδιά και παίζαμε σπιτάκια. 
Η μία έπιασε τη μία γωνιά, τη χώρισε με καρέκλες, η άλλη την άλλη,  η άλλη την άλλη, κι άλλη πήρε το τραπέζι του μπιλιάρδου και τόκανε κρεβάτι. Μία γειτόνισσα μας έφερε σφουγγαρόπανο και κουβά να καθαρίσουμε, μας πήρε στο σπίτι της να λουστούμε.
Όσο οι πρόσφυγες που έφταναν από την Τουρκία ήταν σχετικά υγιείς, οι απλοί πολίτες της Ελλάδας ήταν διατεθειμένοι να τους παρέχουν τα απαραίτητα. Όλα άλλαξαν όμως όταν άρχισαν να φτάνουν τα πλοία από τη Μαύρη Θάλασσα γεμάτα ανθρώπους που υπέφεραν από μεταδοτικά νοσήματα. Μία στομφώδης ανταπόκριση από την Ισταμπούλ που δημοσιεύτηκε στις 8 Μαρτίου στους Τάιμς του Λονδίνου, μας δίνει μία ιδέα της απελπιστικής κατάστασης.
Η υπόθεση των προσφύγων που μόλις έφτασαν εδώ από τον Πόντο περιπλέκεται από τις αρρώστειες που μαστίζουν αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους, κάτι που δυσκολεύει πολύ την περίθαλψή τους. Η απροθυμία των αρχών να εκθέσουν σε νέες επιδημίες i όσους έφτασαν νωρίτερα, και η ανεπάρκεια του τοπικού νοσοκομείου έχουν ήδη οδηγήσει σε θλιβερές περιπτώσεις θυμάτων ευλογιάς που δεν είναι σωστά απομονωμένα μέσα στα μικρά και ξεσκέπαστα καΐκια περιμένοντας τους υπεύθυνους, που τα έχουν χαμένα, να αποφασίσουν πού και πώς θα τους στεγάσουν.

Ένας λόγος για το αδιαχώρητο, έλεγαν οι Times, ήταν το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε απαγορεύσει προσωρινά την είσοδο στους πρόσφυγες. Η άφιξη πλοίων με ανθρώπους προσβεβλημένους από επιδημίες στα λιμάνια της δημιουργούσε μία κρίση που η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει. Για παράδειγμα, ένα πλοίο που έφτανε από τη Σαμψούντα στον Πειραιά τον Ιανουάριο του 1923 μετέφερε 2.000 επιβάτες. Από αυτούς οι 1.600 έπασχαν από τύφο, ευλογιά ή χολέρα και δύο από τους τρεις γιατρούς που επέβαιναν στο πλοίο ήταν σοβαρά άρρωστοι.
Καθώς οι επιδημίες εξαπλώνονταν από την Τουρκία στην Ελλάδα, η περίφημη ελληνική απλοχεριά, χάρη στην οποία σχολεία, εκκλησίες, θέατρα ακόμα και το κτίριο της όπερας είχαν μετατραπεί σε καταλύματα, αντικαταστάθηκε από μία λιγότερο αλτρουιστική διάθεση. Ορισμένοι πρόσφυγες κατέλαβαν εργοστάσια με ή χωρίς την άδεια των ιδιοκτητών τους. Αλλοι κατασκεύασαν πρόχειρα σπίτια από μπιτόνια πετρελαίου και βενζίνης. 
Η ντενεκεδούπολη εμφανίστηκε σε κάθε αστικό κέντρο της Ελλάδας. Στις συχνά συγκαταβατικές περιγραφές των ανθρώπων που έβλεπαν την κατάσταση από απόσταση, η Αθήνα απόκτησε μία αλλόκοτη όψη. Χρωματιστές τοπικές φορεσιές και παράξενες γλώσσες έκαναν την εμφάνισή τους στην καρδιά της ελληνικής πρωτεύουσας καθώς οι νεοφερμένοι προσπαθούσαν απελπισμένα να βγάλουν το ψωμί τους στο δρόμο ως πραματευτές, λούστροι ή απλώς ζητιάνοι. Πολλοί φορούσαν ρούχα από παλιά σακιά και παπούτσια από λάστιχα αυτοκινήτων.
Ο αιδεσιμότατος Ο.Α. Βίγκραμ, πνευματικός εκπρόσωπος της βρετανικής διπλωματικής αντιπροσωπείας στην Αθήνα, εντυπωσιάστηκε όχι μόνο από τις διαλέκτους που χρησιμοποιούσαν οι πρόσφυγες - αλλά και από το γεγονός ότι έβγαιναν από τα χείλη όχι μόνο των Ελλήνων αλλά κάθε είδους χριστιανών της Ανατολίας συμπεριλαμβανομένων των Γεωργιανών, Ασσύριων και Αρμενίων. «Ποιος θα μπορούσε ποτέ να προβλέψει ότι ο πόλεμος θα άρπαζε τους Ασσύριους από τα όρη της Νινευή και θα τους εκσφενδόνιζε στις παραλίες της Αττικής;» αναφέρει σε μία έκθεση του από την Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1923. 
Ήταν εξίσου συνεπαρμένος από τις παραλλαγές της γεωργιανής γλώσσας που μιλούσαν ορισμένοι από τους νεοφερμένους. Μεταξύ τους υπήρχαν «άνδρες που χρησιμοποιούν τούρκικα όταν θέλουν να γίνουν κατανοητοί από τους πολιτισμένους ανθρώπους» αλλά μεταξύ τους εκφράζονται σε μία διάλεκτο που κανείς δεν κατόρθωσε να αποκρυπτογραφήσει αν και ορισμένοι προτείνουν την τολμηρή θεωρία ότι είναι μιγκρελιανά».
 Χώρια από φιλολογικές αναζητήσεις, ο αιδεσιμότατος αναγνώριζε ότι πράγματι γύρω του εκτυλισσόταν μία τραγωδία. Διακεκριμένοι Έλληνες γιατροί των οποίων «η ηθική υπόσταση δεν είχε ξεπέσει μέχρι στιγμής» δίσταζαν να περιποιηθούν πρόσφυγες καθώς οι πιο προνομιούχοι πελάτες τους δεν ήθελαν επαφές με ανθρώπους που είχαν εκτεθεί στην ευλογιά και τον τύφο.
Και παρόλο που οι οργανώσεις περίθαλψης κατέβαλλαν σκληρές προσπάθειες υπήρξε κάποιο μέρος στην Ήπειρο όπου ύστερα από το θάνατο δύο γιατρών «όλα τα θύματα της ευλογιάς και του τύφου συγκεντρώθηκαν σε ένα δωμάτιο και εγκαταλείφθηκαν  μέχρι να γίνουν καλά ή να πεθάνουν».

BRUCE CLARK
"ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah