Η ξενητιά στην Ποντιακή ποίηση

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013


 «'Σ ση ν ξενιτάν π' αχπάσκεται ν' αϊλί και βάι το χάλ'ν ατ'
το σάβανο ν ας ετοιμάζ' αφκά σο μαξιλάρ'ν ατ

 Ξενιτεύονται οι Πόντιοι για να εξοικονο­μήσουν λίγα χρήματα. Τα μεταλλεία της Αργυρούπολης δεν μπορούν πια να διαθρέψουν τα πλήθη. Αναγκάζονται λοιπόν να μεταβούν αλλού για αναζήτηση εργασίας.
Αφού φορτωθούν το ζεμπίλι που περιέχει λίγα εργαλεία, ρούχα και ψωμί ξεκινάνε ομά­δες ομάδες για το εσωτερικό της Μ. Ασίας. Ο δρόμος είναι ατέλειωτος. Συγκοινωνιακά μέσα δεν υπάρχουν.
 Η μετάβαση γίνεται με ποδαρόδρομο. Η πεζοπορία κρατάει πολλές φορές καμιά εικοσαριά και παρα­πάνω μέρες. Υποβάλλονται σε χίλιες δυο στερήσεις, κάνουν αφάνταστες οικονομίες. Αλλά τα λεφτά που κερδίζουν είναι λίγα ή καλύτερα ελάχιστα. Η παραμονή στα ξένα δεν κρατάει και πολύ. Στην αρχή κανένα εξάμηνο. Έπειτα περισσότερο. Το χρονικό διάστημα της παραμονής στα ξένα διατυπώ­νεται στο παρακάτω δίστιχο.
 Ούλ' περιμέν'νε την Άνοιξην
κι η κόρ' το Μοθοπώρι
τ' άθθια αθθούν την Άνοιξην
κι η κόρ' το Μοθοπώρι!
Από την αρχή της Άνοιξης μέχρι το Φθινόπωρο είναι έξι μήνες. Έξι μήνες λοι­πόν κάθονται στα ξένα και μετά παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Και ενώ οι εργάτες και οι χτίστες λαχταρούν τον ερχομό της Άνοιξης, οι νέες αναμένουν το Φθινόπωρο. Και οι μεν πρώτοι για να ξενιτευτούν και να μαζέψουν λίγα χρήματα, οι δε άλλες, οι νέες, για να «σουμαδεύκουνταν».
Με το έμπα του Φθινοπώρου χαρά και αγαλλίαση διακατείχε όλους τους χωρικούς και προπαντός τις νέες. Οι νέοι θα γυρίσουν από τα ξένα με χρήματα, για να διαλέξουν ο καθένας την καλή του, ή να «'υναικίζ'νε», εάν δεν ήταν «σουμαδεμέν'».
Μα όση χαρά προξενούσε η επιστροφή τους, άλλη τόση λύπη σκορπούσε η φυγή τους. Τα πά­ντα πένθιμα στο χωριό. Το μαντήλι σε δράση. Φεύ­γουν οι νέοι και δεν ξέρουν, αν θα γυρίσουν. Ασφάλεια ζωής δεν υπάρχει. Συγκοινωνία τα ίδια. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από κακούργους ληστές.
Το μόνο μέσο μετάβασης είναι η πεζοπορία. Κακουχίες, στερήσεις, ταλαιπωρίες, αιτίες που συμβάλλουν στη φθορά της υγείας, στο χαμό. Και σιγά σιγά η έννοια της ξενιτιάς θα γίνει ταυτόσημη με την έννοια του θανάτου.
Η ξενιτιά κι ο θάνατον και τα δύο πα έναν είναι
και ν' εζύαξαν κι ετέρεσαν η ξενιτιά βαρύν εν'.
Ξενιτιά και θάνατος είναι το ίδιο πράγμα. Έγιναν πια δυο έννοιες ταυτόσημες, δυο λέξεις που δηλώνουν το ίδιο πράγμα, το χαμό. Γι' αυτό:
'Σ σην ξενιτιάν π' αχπάσκεται ναιλλοί και βάι το χάλ'ν ατ'
το σάβανον ας ετοιμάζ' αφκά 'ς σο μαξιλάρ'ν ατ'.
Ξενιτιά λοιπόν για τον Πόντιο σημαίνει θάνατος. Και στις δυο περιπτώσεις χύνονται δάκρυα και ξετυλίγονται οι πιο συγκινητικές σκηνές. Στιγμές που το μαντήλι γίνεται σφουγγάρι, για να στερέψει το ποτάμι των δα­κρύων.
Κλαίνε, μοιρολογούν, λιποθυμούν οι συγγενείς που συνοδεύουν το νεκρό στην τελευταία του κατοι­κία. Ασταμάτητα τα δάκρυα αυλακώνουν τα μάγουλα αυτών που ξεπροβοδίζουν κάποιον δικό τους. Και τα δάκρυα των πρώτων θα στερέψουν σύντομα, των άλλων θα εξακολουθήσουν να τρέχουν. Τα μάτια της μάνας που έχει το γιο της στην ξενιτιά θα είναι πάντα υγρά και το μαντήλι της μουσκεμένο.
Γιατί, ενώ θ' ασχολείται ήσυχα κι αμέριμνα με τη δουλειά της και θα σιγοτραγουδάει, άξαφνα θα σω­πάσει και ο νους της θα πετάξει, θα φύγει μακριά, θα πάει να βρει το παιδί της και τότε θα ξεσπάσει σ' ένα ασυγκράτητο κλάμα. Ποτάμι τα δάκρυα θ' αρχίσουν ν' αυλακώνουν τα ρυτιδωμένα μάγουλά της, ενώ τα χείλη της αδύναμα θα προφέρουν:
Ανάθεμα τον τραίνοτζην π' εφύαξεν τα τραίνα      
κ' επήρεν το πουλόπο μ' και πάει  μακρά 'ς σα ξένα!        
Θα καταραστεί η δόλια μάνα τον  οδηγό του τραίνου, γιατί της άρπαξε μέσα από την αγκαλιά το μονάκριβο της, το φως των ματιών της. Ο καημένος ο οδηγός, αυτός που η μοίρα τού όρισε να μεταφέρει τους αν­θρώπους στα ξένα, θα γίνει ο στόχος εναντίον του οποί­ου θα εκσφενδονίσει τις κατάρες της η δυστυχισμένη μάνα.
Και αφού περάσουν αρκετά χρόνια από την ημέρα που ξενιτεύτηκε το σπλάχνο της, το άστρο που φωτίζει το δρόμο της ζωής της, και η αλληλογραφία θα 'ναι πολύ αραιά, θ' αλλάζει το στόχο εναντίον του οποίου θα ξεστομίσει τις κατάρες της. Και στόχος θα γίνει η ίδια η ξενιτιά:
Ανάθεμα και τα μακρά
όθεν 'κι πάει λαλία
 τ' ομμάτα μ' εσκοτείνεψαν
κι ας σην αροθυμίαν.
Θα παραπονεθεί η αξιολύπητη μάνα, γιατί η λαλιά της δεν καταφέρνει να φθάσει ως τ' αυτιά του τέκνου της διασχίζοντας βουνά και θάλασσες. Η αποθυμιά της θα φουντώσει και θα γίνει σύγνεφο θεοσκότεινο που θα της αφαιρέσει το φως. Δεν θα παραλείψει να στείλει στ' ανάθεμα κι αυτόν ακόμη που θα μακάριζε την ξενιτιά: Ανάθεμά τον π' έλεεν η ξενιτιά καλόν εν'
τη ξενιτιάς το νερόν πολλά φαρμακερόν εν'!
 Για την απαρηγόρητη μάνα το νερό της ξενιτιάς είναι δηλητήριο, φαρμάκι, και μάλιστα πολύ δραστικό.






Από τη μελέτη του Γ. Κ. Χατζόπουλου «Η αγάπη και η ξενιτιά στην ποντιακή ποίηση», έκδοση 1978
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah