ΜΥΛΟΙ ΣΗΝ ΣΑΝΤΑΝ

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013


Οι μύλοι της Σαντάς ήταν νερόμυλοι. Έπαιρναν ενα μέρος νερού του ποταμού και με μεγάλο μυλαύλακο (χάρκ) το έφεραν σε μέρος τέτοιο ώστε η υδατόπτωση (κρέμαση) να είναι όσο το δυνατό μεγάλη· ο τοίχος πού έχτιζαν στην αρχή του μυλαύλακου ονομαζόταν πιάντ. 
Ο μύλος τη Πιστόφ

Τό νερό από τό μυλαύλακο έπεφτε σέ μεγάλο ξύλινο κρουνό μονοκόμματο (ολούχ η γουρνίν) που στο κάτω άκρο ήταν κλειστός και άφηνε το νερό να φεύγει από τη μικρή τρύπα (τζουμπόν). Το νερό έβγαινε από το τζουμπόν με μεγάλη πίεση και έπεφτε πάνω στην οριζόντια φτερωτή (ξύλινη ρόδα με πολλές ακτίνες) την οποία έθετε σε περιστροφική κίνηση. Το μέρος αυτό λεγόταν αλεπός. 
Επάνω στη φτερωτή ήταν εφαρμοσμένος άξονας κάθετος, στο άλλο άκρο του οποίου ήταν προσαρμοσμένη η μυλόπετρα (χερομύλ')  τό νερό βγαίνοντας από το τζουμπόν χτυπούσε με δύναμη τις ακτίνες της φτερωτής που γύριζε με ταχύτητα, και έθετε σε κίνηση τη μυλόπετρα.
Επάνω από τη μυλόπετρα ήταν κάσσα σχήματος πυραμίδας με την κορυφή προς τα κάτω (αμπάρ')· μέσα στην κάσσα αυτή έριχναν το γεννημα που έβγαινε λίγο - λίγο και χυνόταν στήν τρύπα της μυλόπετρας και από κεί  ανάμεσα στις μυλόπετρες, που με την τριβή το έκαμναν αλεύρι. 
Αν ο μυλωνάς ήθελε νά γίνει ψιλό το αλεύρι, κανόνιζε έτσι ώστε να χύνεται το γέννημα από λίγο,  αν πάλι ήθελε να γίνει χονδρό (γιαρμάς) άφηνε να χύνεται πολύ γέννημα.  Η κάτω μυλόπετρα είχε γύρω - γύρω λουρίδα από τενεκέ, που εμπόδιζε το αλεύρι να σκορπιστεί, παρά μόνο να πέφτει από μια σχισμή σε ξύλινη κάσσα (μελερθείον), άπ' όπου με ξύλινο φτυαράκι τό έβαζε στο σακί (εσακίαζαν άτο).
Τα αλεστικά ονομάζονταν καπίτζ και καταβάλλονταν σέ είδος, ο μυλωνάς είχε ιδιαίτερο μέτρο πού κι' αυτό λεγόταν καπίτζ με το οποίο έπαιρνε τα αλεστικά. Τα αλεστικά κυμαίνονταν μεταξύ 5—6%.
Γιάμπολης ποταμός

Τ ί γ κ. Ιδιαίτερο μέρος του μύλου προοριζόταν για το κοπάνισμα (ξεφλούδισμα) του σίτου ψημένου ή άψητου και της κριθής. Η εγκατάσταση αυτή ομοίαζε με τα ελαιοτριβεία και ονομαζόταν τίγκ. Εδώ η μυλόπετρα περιστρεφόταν όχι οριζόντια αλλά κατακόρυφα και σιγά - σιγά, για να αποσπάσει τη φλούδα από τα γεννήματα. Ο μυλωνάς ή ο κάτοχος του γεννήματος έσπρωχνε διαρκώς το γέννημα κάτω από τη μυλόπετρα. Όταν δε ξεφλουδιζόταν το μισό, το έπαιρναν, το εβόριζαν (έριχναν στο ρεύμα του αέρα) για να φύγουν τα σιανία (πίτυρα) και αμέσως τα ξαναέβαζαν στο τίγκ.

Τα σιανία χρησιμοποιούσαν να στρών'νε επάνω στην πιρρίφτεν κατά το πίρριφτμαν (όταν έβαζαν τα ψωμιά στο φούρνο). Τα σιανία της κριθής ονομάζονταν φουτσάνια, μερικοί όμως δεν έκαμναν τη διάκριση αυτή.
Το κοπανισμένο σιτάρι η κριθάρι ονομαζόταν κορκότον (καθαρόν ή κουρθαρένιον), το δε βρασμένο σιτάρι προυγούλ.
Κορκότα ονόμαζαν και καλαμπόκι χονδροτεμαχισμένο στο χειρόμυλο (τσουπαδένια κορκότα)· άν όμως το καλαμπόκι ήταν φρέσκο και το ξέραιναν στο φούρνο, το ονόμαζαν φούρνικον και το τεμαχισμένο φουρνικένια κορκότα ή μόνο φούρνικα.
Το γέννημα που προοριζόταν για ένα ζύμωμα ονομαζόταν αλεσία. Σ' αλεσίες δε υπολογίζονταν το γέννημα που αγόραζαν π.χ. εγώ αγόρασα 100 αλεσίας. 
Οταν δέ κάποιος αγόραζε πολλά γεννήματα, δλην την άπαιτουμένην ποσότητα έλεγαν: εστασίεν ας σα γεννήματα.
Το ποτάμι της Χαρτωτής κινούσε 2 μύλους: της ενορίας Ισχανάντων κοινοτικό κάτω από το δάσος Ρισχανάδες, και του Πινατάντων κάτω από τη Χαρτωτή· αυτός γρήγορα έκλεισε.
Το ποτάμι του Γιάμπολη κινούσε τους μύλους: Τή Πιστόφ', τη Καμπούρ' της ενορίας Πιστοφάντων, Τή Πηλιά Ζουρνατζάντων, Τή Κούρτσονος Κοσλαράντων, Τή Σαπλάχ και τή Γιαμάκ' Τερζάντων. Το ρέμα του Ζουγανίτα κινούσε το μύλο του Γαβριήλ Πασαλόγλη· επειδή το νερό ήταν λίγο, γι' αυτό κατασκεύασε μεγάλη δεξαμενή πού μάζευε το νερό. Με δεξαμενή γύριζε και ο νερόμυλος Τσακαλάντων.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah