Σοφία Τερζίδου

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013



Περνώντας από την οδό Χατζηπαναγιωτίδη, στο Πανόραμα, είδα να κάθεται στην πόρτα της μια γιαγιά. Όταν ξαναπέρασα και την ξαναείδα, ρώτησα τη γειτόνισσα για την ηλικία της για­γιάς. Είπε ότι τη λένε Σοφία Τερζιδου και ότι ήταν εκατό χρόνων και ότι δεν βλέπει καλά και δεν ακούει.
 Με τον γιο της, όμως, συνεννοείται. Είναι πολύ καλή γιαγιά, είπε η γειτόνισσα. Διηγείται πολ­λά για την πατρίδα της, τον Πόντο. Έτσι, μέσω του γιου της Απόστολου (Λάκη) Τερζίδη, συζητήσαμε με ενδιαφέρον μαζί της όσα μπόρεσε να θυμηθεί από τη ζωή της.
Μας δέχτηκαν με καλοσύνη, στις 22 Φεβρουαρίου 2005, στο σπίτι του γιου της, όπου έμενε. Στην αρχή φάνηκε δι­στακτική, αλλά γρήγορα εξοικειώθηκε και άρχισε να λέει:
-Τ' εμόν η ζωή έτον όλον τέρτα. Ατώρα είμαι καλά και σίγουρα σ' οσπίτ' τη παιδί μ'.
Σταμάτησε για λίγο σκεπτική κι ύστερα λέει:
«Εγώ εγεννέθα το 1905 στο χωριό Κοστορδός, κοντά στη Σπέλια τη Τζεβισλούκ». Το χωριό μας ήταν μικρό. Ο παπάς της εκκλησίας μας, ο Παπαδημήτρης, λειτουργούσε και στα γύρω χωριά που δεν είχαν παπά. Το σχολείο μας, με έναν δάσκαλο, είχε 20 έως 30 παιδιά από το χωριό μας και έρχο­νταν παιδιά και από διπλανά χωριά και τη Σπέλια και συγκε­ντρώνονταν έτσι γύρω στα 50 παιδιά.
«Έμ'νες όλ' Ρωμαίοι και εκαλάτσεβαμε ποντιακά. Μόνον έναν οικογένειαν, 'ς σην άκραν τη χωρί', έσαν Τουρκάντ'. Έμ'νες καν δακόσα άτομα και σεράντα οικογένειας. Τ' οσπίτα έσαν με χώματα και με λιθάρα χτισμένα».
 Είχαμε κυρίως κτηνοτροφία, τρεις τέσσε­ρις αγελάδες. Πολλά χωράφια δεν είχαμε. Παραγωγή μας ήταν οι πατάτες, τα καλαμπόκια, τα φασόλια και λίγο σιτάρι. Πολύ σιτάρι έβγαζε το χωριό της μάνας μου, το Αγιαχάν, που ήταν μεγάλο χωριό.
Είχαμε και πολλές καρυδιές. Το βουνό Μουλάκα ήταν κοντά, γιαυτό υπήρχε πολλή ξυλεία. Την άνοιξη πηγαίναμε τα ζώα στο παρχάρι, όπου είχε πολλή βοσκή. Μαζεύαμε και ξεραίναμε τα χόρτα, για να υπάρχει τροφή για τα ζώα τον χειμώνα.
 Στο παρχάρι οι αγελάδες είχαν πολύ γάλα. Φτιάχναμε πρώτα πρώτα βούτυρο που το πήγαιναν και το πουλούσαν στην Τραπεζούντα. Το μιντζίν (μυζήθρα) που φτιάχναμε, το βάζαμε σε τενεκέδες. Ξέραι­ναν και τα τσορτάνια, που ήταν σαν γροθιές και τα φύλαγαν για τον χειμώνα, όπως και την τυροκλωστή που έβγαζαν.
Ο παππούς της ήταν καλαϊτζής (κασσιτερωτής) στην Πόλη (Κωνσταντινούπολη). Πήρε εκεί και τον πατέρα της, του έμαθε τη δουλειά και δούλευαν μαζί. Τα κέρδη από το επάγγελμα, τα έστελναν στο χωριό, όπου γύριζαν το καλο­καίρι. Ο πατέρας της είχε μαγαζί στην Τραπεζούντα. Εκεί τον επισκέφθηκε μια φορά, βαδίζοντας σχεδόν μια ημέρα.
Για τα γειτονικά με το δικό της χωριά είπε ότι στη Σπέλια μιλούσαν τουρκικά, γιατί οι Τούρκοι ήταν πολλοί. Στο Τζεβισλούκ, που ήταν μεγαλύτερο, γινόταν παζάρι, στο οποίο πήγαιναν και γυρνούσαν την ίδια ημέρα.
 Όταν πήγαν στα μέρη τους οι Ρώσοι, πήραν όλα τα χορτάρια από τα παρχάρια και τους έδωσαν ζάχαρη και πατάτες. Οι Ρώσοι έμειναν γύρω στα δυόμισι χρόνια και τότε ζούσαν καλά. Μετά, οι Τούρκοι, μάζευαν τους Αρμένιους και τους πήγαιναν σε χαράδρες, όπου τους έσφαζαν και τους σκότωναν πάνω στο δρόμο. Μετά, τους έριχναν στο ποτάμι.

Οι Τούρκοι σκότωσαν και πολλούς από εμάς. Στο χωριό μας θα ερχόταν από το Τζεβισλούκ ο χρυσοχόος. Δεν ξέρω γιατί, οι Τούρκοι ήθελαν να τον σκοτώσουν. Εκείνος το πήρε είδηση και δεν πήγε στο χωριό.
Τότε, οι Τούρκοι πή­ραν από το χωριό και σκότωσαν τον εξάδελφο του. Η μάνα του έκλαιγε και φώναζε ότι αυτός που σκοτώνει, θα έχει την ίδια τύχη. Από το χωριό γνώριζαν τον δολοφόνο Τούρκο, που σκότωσε τον νέο. Κρύφτηκαν στον δρόμο και όταν θα πήγαινε στο Τζεβισλούκ, τον σκότωσαν κι αυτόν.

Πάλη με την αρκούδα, επάνω στο παρχάρι
Στο παρχάρι, πολλές φορές, έβλεπαν και αρκούδες, που αν δεν τις πειράξει ο άνθρωπος, δεν τον πειράζουν. Ο θείος της, που πήγαινε μια φορά στο παρχάρι, είδε μια αρκούδα πάνω στον δρόμο.
 Θέλησε να περάσει και έτσι φόβισε την αρκούδα, που όρμησε επάνω του και πάλεψε μαζί του. Τότε ο θείος της προσποιήθηκε τον πεθαμένο. Η αρκούδα τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου, έριξε επάνω του χώμα και δύο πέτρες, και έφυγε. Θα γύριζε μετά από λίγες ημέρες, που θα βρωμούσε το πτώμα, για να το φάει.
Οι αρκούδες δεν τρώνε αμέσως τον σκοτωμένο, αλλά αφού πρώτα βρωμίσει. Ο θείος της τα γνώριζε αυτά και έτσι, μόλις απομακρύνθηκε η αρκούδα, τίναξε με προσοχή από επάνω του τα χώματα και τις πέτρες και κατέβηκε στο χωριό, όπου διηγήθηκε στο καφενείο το πάθημά του με την αρκούδα.
Θυμόταν καλά και ένα άλλο περιστατικό, που συνέβη στο χωριό της και είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία από τους Τούρκους ενός παιδιού. Συγκεκριμένα, οι Τούρκοι έψαχναν να βρουν για να τους σκοτώσουν δύο άνθρώπους από το χωριό της, το Κοστορδός.
Δεν βρήκαν, όμως, εκείνον που κυρίως ήθελαν να σκοτώ σουν, γιατί έλειπε στην Τραπεζούντα και τότε πήραν και σκότωσαν τον γιο του παπά, που ήταν εξάδελφος του αναζητούμε­νου. Τον σκότω­σαν επάνω στον δρόμο.

«Εγώ σχολείον δεν πήγα ούτε μια μέρα, γιατί η μάνα μου εγέννανεν και εγώ ετέρνα τα μωρά. Άμον παιδίν 'κ' έπαιξα. Τα άλλα παιδία έπαιζαν λίντσα, γύρω γύρω όλοι, πηδούσαν σχοινάκι και παιζαν κρυφτό.
Γλένταγαν στο πανηγύρι του Αγίου Νικολάου. Εποίναν φαϊτά και ετάιζαν τον κόσμον. Και στη Σπέλια, του Αγίου Γεωργίου, εποίναν φαϊτά και εφάϊζαν τον κόσμον. Οι γυναίκες εφόρ'ναν λώματα έμορφα, ζουπούνας και σπαλέρα. Oι αγούρ', τα λώματα 'τουν έσαν όλα ίδια. Εφόρναν καΐ 'ς σο κιφάλ'ν ατουν ποσλίκ (κεφαλό­δεσμο)».
Στους αρραβώνες ή σε γάμους και άλλα γλέντια, όπου μαζεύονταν και γλεντούσαν με νταούλια και λύρες, γνωρί­ζονταν οι νέοι με τις νέες και μετά πήγαιναν οι γονείς και έδιναν λόγο.
Όταν τους ειδοποίησαν ότι θα φύγουν για την Ελλά­δα, με καράβια που θα τους περίμεναν στην Τραπεζούντα, ήταν χειμώνας. Για να πάνε από το χωριό τους, το Κο­στορδός, μέχρι την Τραπεζούντα έκαναν μία περίπου ημέ­ρα.
 Στην αποβάθρα περίμεναν μια ημέρα για να τους βά­λουν στο καράβι. Γινόταν χαλασμός. Όποιος προλάβει να ανέβει. Ακόμη και σανίδες και βάρκες χρησιμοποιούσαν για να φτάσουν στο καράβι. Οι περισσότεροι κοιτούσαν να μην χάσουν τους ανθρώπους τους.
Όταν την ανέβασαν στη βάρκα, έκλαιγε, φοβόταν πολύ μην τους πνίξουν. Την πήραν στην αγκαλιά και την ανέβασαν στο καράβι. Εκεί επάνω, όλοι έψαχναν για τους συγγενείς τους. Είχαν μαζί τους και τον παπά. Μέχρι να φτάσουν στην Πόλη, πέθαναν δύο παιδιά.
Έψαλε ο παπάς και τα πέταξαν στη θάλασσα. Για να φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη έκαναν δυο μέρες. Εκεί τους έβγαλαν από το καράβι και τους έκλεισαν στο στρατόπεδο Σελιμιέ, μέσα σε παράγκες και αποθή­κες.
Έμειναν τρεις ημέρες, μέχρι να έρθει ο πατέρας της να πληρώσει και να τους πάρει. Τους πήγε στο σπίτι που νοίκιαζε και στο μαγαζί όπου δούλευε. Εκεί έμειναν πολύ. Από την Πόλη έφυγαν με το καράβι και μετά από τρεις ημέρες, έφτασαν στον Πειραιά. Για να βγουν στην προ­κυμαία, έβαλαν μαδέρια. Είχαν μια θεία, τη Σοφία, στον Πειραιά, που είχε έρθει νωρίτερα και διέμενε στη Δραπε­τσώνα. Πήγε και τους πήρε. Στη Δραπετσώνα, στο σπίτι της θείας Σοφίας, έμειναν περίπου τέσσερις μήνες. Από εκεί έφυγαν για τη Μακεδονία, όπου βρίσκονταν πολλοί δικοί τους.
Με το καράβι πάλι, έφυγαν για την Καλαμαριά και από εκεί πήγαν στο Κιλκίς. Ήταν 50 - 60 οικογένειες. Ένας από τους συγγενείς πήγε στην περιοχή της Κοζάνης και τους έστειλε γράμμα με το οποίο τους καλούσε να πάνε και οι άλλοι συγγενείς εκεί, «γιατί έσαν εκεί τα κρύα νερά ασ' σα ορμία του Βέρμιου και ο κούκον αδακέσ' λαλεί».
Ήταν ιδανικός τόπος για την κτηνοτροφία και τη γεωρ­γία. Έτσι σηκώθηκαν και πήγαν εκεί. Πήγαν με τρένο στο Αμύνταιο και από εκεί στο χωριό Ούτσινα (Κομνηνά), κο­ντά στα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα). Εκεί είχαν πάει και άλλοι Πόντιοι, από τα Σούρμενα, το Ρουσίο, τη Σπέλια. Όλοι μιλούσαν ποντιακά.
«Ασ' σην πατρίδαν και ασ' σο χωρίον το ίδιον, εγάπανε με ο Γιάννες. Είχαμ' οι δύ' πα το ίδιον επίθετον, Τερζίδης, πολλά μακρινοί συγγενείς. Ατότε μικρέσσα έμ'νε. Αδά, όταν έρθαμε και ξάν' είδαμε ο ένας τον άλλον, θα επαίρνουμες, αλλά η μάνα τ' 'κ' εθέλ'νε με. Έτον είνας εξάδελ­φος ατ' κι ατός εχάσεν την γαρήν ατ' και εφέκεν τα γένια τ' όσο πένθος.
 Λέει τον Γιάννεν, αν 'κι παίρτς ατεν, θα πέρατεν εγώ. Αέτσ' πα εδέκαμε τον λόγον και επαντρεύταμε. Εδέκανε μας χωράφα, έναν οικόπεδον και έναν βούδ', να ευτάμ' ατο ζευγάρ' με άλλο και οργώνομε.
Εδούλεψαμε, εποίκαμε οσπίτ', χτήνα πα είχαμε. Όταν θα εποίνα το πρώ­τον παιδίν, σο χωράφ' έμ'νε. Λέει με η πεθερά μ', δέβα σ' οσπίτ', γιαμ γεννάς. 'Σ σην στράταν, μέχρι να πάγω σ' οσπίτ', εχάσα το παιδίν.
Επεκεί και πέρα, έποικα δώδεκα παιδία, δύο φοράς δίδυμα. Ατώρα ζουν μόνον τα πέντε, ο Νικόλας, ο Δημήτρης (Μήτον), η Δέσποινα, ο Γιώργον και ο μικρόν, ο Απόστολον.
Τα παιδία έποικα 'τα σην Ούτσιναν (Κομνηνά) με πολλά δυσκολίας, γιατί επέγ'να σα χωράφα, σα ξύλα, σον θερισμόν, σα ζώα, σα καπνά, κι όλα τα δουλείας τ' οσπιτί'». Στα αλώνια, όταν έβρεχε, δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν το σιτάρι από τα άχυρα με το «λεγμετέρ'», γιαυτό τα σκέπαζαν μέσα στο αλώνι και μόλις φυσούσε αέρας, τα ξεχώριζαν. Από την άνοιξη μέχρι και το φθινόπωρο δουλειές. Κάποτε αρρώστησε από μηνιγγί­τιδα, που ήταν η αιτία να χάσει το ένα της μάτι και να μην ακούει καλά.
Στη γερμανική κατοχή (1941 — 1944), οι Γερμανοί έκα­ψαν το χωριό, γιατί βοηθούσαν τους αντάρτες. Εμείς είχαμε έναν Άγγλο με ασύρματο, που κρυβόταν στον αχυρώνα.
Φο­βηθήκαμε και πήγαμε στα Γιαννιτσά, όπου μείναμε δύο χρό­νια σε σπίτι που φτιάξαμε. Το 1944, το φθινόπωρο, οι Γερμα­νοί, πριν φύγουν, μάζεψαν πολλούς στο σχολείο και έσφαξαν και σκότωσαν. Εμείς κρυφτήκαμε στον κάμπο. Είχαμε έναν θείο δάσκαλο στο Νευροκόπι και πήγαμε στο Ζύρνοβο.
Εκεί τακτοποιηθήκαμε εφτά χρόνια, κάναμε και δικό μας σπίτι. Τα παιδιά μεγάλωσαν και βοηθούσαν. Ο άντρας μου ήταν ψάλτης στη μητρόπολη Νευροκοπίου και διαχειριστής στο ΠΙΚΠΑ. Κάναμε και γεωργία, κυρίως πατάτες και κα­πνά. Ο καπνός, που καλλιεργείται δύσκολα, πουλιόταν ακό­μη δυσκολότερα και τα λεφτά που παίρναμε δεν έφταναν ούτε για την πληρωμή των χρεών στην τράπεζα, στον μπα­κάλη. Εκεί είχαν και τον φόβο των Βουλγάρων, οι οποίοι πήγαν έξω από το χωριό, μια μέρα, βρήκαν το γιο της το Μήτο, που βοσκούσε το άλογο, τον φόβισαν με ένα μαχαίρι και άρπαξαν το άλογο. Μετά από όλα αυτά, ξαναγύρισαν το 1952 στα Κομνηνά.
Όσα δε θυμόταν η μητέρα του ή δεν μπορούσε να τα πει, τα συμπλήρωνε ο γιος της, ο Απόστολος Τερζίδης.
Η ίδια η Σοφία Τερζίδου έδωσε την ακόλουθη ευχή, αφού κοίταξε γύρω της τα εγγόνια και δισέγγονά της:
Αυτά πόλεμο να μην δουν, γιατί εγώ τράβηξα πολλά. Έζησα πολέμους, τον εμφύλιο, πέντε φορές έγινα πρόσφυ­γας. Τώρα ζω κοντά στα δυο παιδιά μου, στο Πανόραμα.
Η Σοφία Τερζίδου έφυγε για πάντα από τη ζωή το 2008 και ήταν 103 ετών.





Νικος Τελιδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah