Οπως καθε
αυτοκρατορια πολυεθνικη, με πληθυσμούς διαφορετικών
παραδόσεων, το Βυζάντιο βασίστηκε σε
δυνάμεις ενοποιητικές: 1) τη ρωμαϊκή πολιτική κληρονομιά, 2) τη χριστιανική πίστη και 3) την πολιτιστική
ελληνοφωνία. Από τη γένεση του το
Βυζάντιο διεκδίκησε την παγκοσμιότητα ως κληρονόμος του Orbis Romanus· η Pax Romana έγινε στη χριστιανική Κωνσταντινούπολη Pax Christiana και το Dominium mundi ανήκε στη Νέα Ρώμη, παρά τις
συχνές απαιτήσεις για απόσχιση των ακριτικών, εξωτερικών κυρίως, περιοχών της
και ενάντια στις διεκδικήσεις της Περσίας και των Αράβων αργότερα.
Έτσι η αποδοχή του
χριστιανισμού από τη μια μεριά, και η
τελική εγκατάσταση νεήλυδων στο πλαίσιο
της αυτοκρατορίας από την άλλη, η υποταγή δηλαδή στην ορθοδοξία της Κωνσταντινούπολης και στον αυτοκρατορικό νόμο του οποίου
«πατήρ και ιατήρ» ήταν ο εκάστοτε
αυτοκράτορας, δημιουργούσαν «Βυζαντινούς», Ρωμαίους δηλαδή πολίτες, άσχετα από
εθνική καταγωγή και επίπεδο πολιτιστικό ή κοινωνική τάξη. Εννοείται βέβαια ότι από τον εκρωμαϊσμό
αυτόν αποκλείονταν, όχι μόνο οι εκτός Ρώμης [οι
έξω από την επικράτεια], αλλά και οι ετερόδοξοι οι
εγκατεστημένοι στο Βυζάντιο και βέβαια
οι δούλοι.
Οι τελευταίοι
αυτοί, έστω χριστιανοί, προσομοιάζονται νομικά ως res, πράγμα δηλαδή ανελεύθερον, μολονότι, όπως άλλωστε και οι ετερόδοξοι,
ως κατοικούντες εν Βυζαντίω, ήταν υπόλογοι
στον βυζαντινό νόμο, τον σχετικό με το status του καθενός.
Βυζαντινός λοιπόν,
Ρωμαίος πολίτης, είναι ο ελεύθερος
κάτοικος της πολιτείας Ρωμαίων,
χριστιανός το σέβασμα, κατά την κωνσταντινοπολίτικη ορθοδοξία και υπήκοος του
αυτοκράτορα.
Ο όρος «υπήκοος» έχει τώρα την πλήρη σημασία του και
βεβαίως βρίσκεται στη θέση που είχε ο
όρος «πολίτης» στην αρχαιότητα. Αυτός ο Ρωμαίος πολίτης υπόκείται σε τακτές φορολογικές υποχρεώσεις, τόσο
που ο όρος Συντελεστής · [αυτός που πληρώνει τέλη, φόρους] να
ταυτίζεται, να σημαίνει τον βυ ζαντινό
πολίτη, που χαίρει της «ρωμαϊκής ελευθερίας» [δεν είναι δηλαδή δούλος],
που μπορεί να ασκήσει τις επαγγελματικές του ενασχολήσεις
και να λάβει μέρος ενεργό στην κρατική διοίκηση σε οποιαδήποτε
βαθμίδα, της αυτοκρατορικής μη εξαιρουμένης.
Να σημειώσω παρενθετικά ότι ο δυναστικός θεσμός είναι αδόκιμος για το Βυζάντιο. Αυτοκράτορας
ονομάζεται ο εκλεκτός του στρατού και
της συγκλήτου, αλλά και του βασιλεύοντος αυτοκράτορα, που ονομάζοντας δικαιωματι κά «συναυτοκράτορες» ευνοεί την οικογένειά του
δημιουργώντας έτσι de facto δυναστεία.
Οι βυζαντινοί
πολίτες ως ομόδοξοι και ομόδου λοι
συντάσσουν το Έθνος των Χριστιανών, τον Νέο Περιούσιο
Λαό. Το Βυζάντιο γίνεται γρήγορα μια «Kultgemeinschaft» (κοινότητα πίστης) αντί της «Kulturgemeinschaft» (κοινότητα πολιτισμού)
που χαρα κτήριζε τον αρχαίο κόσμο.
Η αλλοτριότητα, η ετερότητα, εκφράζεται τώρα από
τον αλλόθρησκο και όχι πια από τον βάρβαρο, όπως ήταν
στην αρχαιότητα. Η είσοδος στον
χριστιανισμό και στη Ρώμη [τη Ρωμανία,
ως βυζαντινή επικράτεια] ισοδυναμεί με την έξοδο από τη βαρβαρότητα και από
την ακοσμία των ανίδρυτων εθνών.
Είναι λογικό η
βυζαντινή αυτή ταυτότητα να θεωρείται
πολύτιμο απόκτημα, κυρίως κατά την εποχή της παγκόσμιας αίγλης της αυτοκρατορίας. Μένουν βέβαια εκτός, τόσο οι
ξένοι όσο και οι εντός τον Βυζαντίου
«διαφόρως πολιτευόμενοι», δηλαδή, εκτός των δούλων
και των αλλοδόξων, οι αιρετικοί και οι
εθνικοπολιτιστικές μειονότητες που
αντιστέκονται στην αφομοιωτική δύναμη
του Βυζαντίου, όπως, π.χ., οι Αθίγγανοι, καθώς και οι ανεπαρκώς
εκβυζαντινισμένες ομάδες, όπως, π.χ., οι ξένοι μισθοφόροι, τουλάχιστον κατά την
αρχική περίοδο των υπηρεσιών τους.
Χαρακτηριστικά
αναφέρω τη διάκριση που κάνουν τα κείμενα της εποχής μεταξύ, π.χ.,
των «βαπτισμένων Ρως» και των ομοφύλων
τους ειδωλολατρών, που όλοι μισθοφορούνται εξίσου από τους Βυζαντινούς. Οπωσδήποτε όλες αυτές οι κατηγορίες, των
«υπο-βυζαντινών» θα
έλεγα, μπορούν με τον καιρό να αποκτήσουν την ποθητή βυζαντινή ταυτότητα: οι
δούλοι χάρη στις απελευθερωτικές αποφάσεις των κυρίων τους, οι άλλοι χάρη στην
ένταξή τους στη βυζαντινή ορθοδοξία και παιδεία, χάρη δηλαδή στον γλωσσικό
εξελληνισμό και τον εκχριστιανισμό, ιδιότητες που τους επιτρέπουν την ενσωμάτωσή τους στην κρατική διοικητική μηχανή,
τον πλήρη δηλαδή εκβυζαντινισμό.
Όσον αφορά τώρα
στους ξένους υπηκόους άλλων κρατών, τους εγκατεστημένους στο Βυζάντιο [το
πράγμα γίνεται σύνηθες μετά την παραχώρηση των οικονομικών προνομίων από τον
Αλέξιο Κομνηνό και τους διαδόχους του στους υπηκόους της Βενετίας πρώτα και
ύστερα των άλλων ναυτικών δημοκρατιών της Ιταλίας] το Βυζάντιο μερίμνησε για
την αντιπροσώπευσή τους με την παρουσία προξένων τους [Βαϊούλων π.χ. Βενετών] και την εγκατάστασή τους
σε ειδικά οργανωμένες συνοικίες, όπως, π.χ.,
ο Γαλατάς στο Πέρα για τους Γενοβέζους, ή με την παραχώρηση ειδικών τόπων
εμπορίας [τα Μιτάτα λεγόμενα], αλλά και λατρείας.
Η ύπαρξη, όχι μόνο αραβικού «Μασγιδίου» στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και εκκλησιών που εξαρτιόνταν από
ξένους, π.χ. Βουλγάρους ή Λατίνους, έρχεται να επιβεβαιώσει το πράγμα, όπως άλλωστε και η μνεία παρουσίας των ξένων αυτών και
των αντιπροσώπων τους στις αυλικές τελετές.
Σχετική μνεία
«Φίλων Βουλγάρων» απαντά, π.χ., στο
Περί Βασιλείου Τάξεως. Να σημειωθεί ωστόσο ότι παράλληλα με τους ξένους
υπηκόους που εγκαθίστανται στο Βυζάντιο ύστερα από τις διμερείς επίσημες μεταξύ
των κρατών συνθήκες, οι αυτοκράτορες, κυρίως κατά τον 11ο αιώνα και μετά, προσλαμβάνουν αυτόνομες ομάδες μισθοφόρων
για τις στρατιωτικές ανάγκες της αυτοκρατορίας, ύστερα από την παρακμή του
εθνικού στρατού των Θεμάτων. Οι ξένες αυτές «εταιρείες», Φράγγοι, Βαράγκοι, Νεμίτζες, Πετσενέγοι, Κέλτες, Καταλάνοι,
Αλανοί κ.ά. [αριθμώ εδώ τους λαούς που αναφέρουν οι αυτοκρατορικές πράξεις], που υπηρετούν επί μισθοφορία, εγκαθίστανται στην αυτοκρατορία είτε
ύστερα από ατομικά «Στοιχήματα» [συμβόλαια δηλαδή],
είτε ως Λίζιοι (υποτελείς), κατά τον φεουδαρχικό
θα έλεγα τρόπο του τόπου καταγωγής
τους, του βυζαντινού αυτοκράτορα-
ο θεσμός του «Λιζίου» χρησιμοποιήθηκε
εκτενώς από τον Αλέξιο Κομνηνό για να πετύχει την υποταγή των σταυροφόρων που
διέσχιζαν «transito» την αυτοκρατορία κατά την πρώτη κυρίως Σταυροφορία
(1095/6).
Δεν θα σταθώ στα επακόλουθα της εξάρτησης του
Βυζαντίου από τους ξένους μισθοφόρους·
και μόνο η μνεία των καταστροφών που προκάλεσαν οι
Καταλάνοι στις αρχές του 14ου αιώνα σε
Μικρασία, Θράκη και Μακεδονία, ώσπου να ιδρύσουν στην Αθήνα το κράτος τους,
αποτελεί την εύγλωττη μαρτυρία και απόδειξη της καταστροφικής αυτής πολιτικής,
της οποίας, ειρήσθω εν παρόδω, επακόλουθο επίσης δραματικό υπήρξε η χρήση
μουσουλμανικών μισθοφορικών στρατευμάτων, όχι μόνο σελτζουκικών [όπως μαρτυρεί, π.χ.,
η μονή Κουτλουμουσίου στον Άθω], αλλά και τουρκομανικών κατά τα
παλαιολόγεια χρόνια.
Είναι αναμφισβήτητο
ότι όλες οι κατηγορίες αυτές των ξένων είχαν στο Βυζάντιο τόπους κατοίκησης
αναφοράς και λατρείας, μετατρέποντας έτσι τις βυζαντινές πόλεις, κυρίως τα
λιμάνια και ιδιαίτερα βέβαια την Κωνσταντινούπολη, σε πολυάνθρωπα κοσμοπολίτικα
κέντρα.
Να θυμίσω σχετικά ότι ο Τζέτζης, στο τέλος του
12ου αιώνα, σημειώνει ότι βγαίνοντας από το σπίτι του στην Κωνσταντινούπολη
λέει «καλημέρα» σε πάνω από δέκα γλώσσες, πολλές των οποίων είναι σήμερα
χαμένες για εμάς.
Πρόβλημα παραμένει
αν πρέπει να δεχθούμε ότι οι ξένοι αυτοί έχαιραν «ισοπολιτείας» με τους
Βυζαντινούς, όπως βεβαιώνουν μερικά κείμενα
της εποχής. Το βέβαιο πάντως είναι ότι
κυρίως μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Φράγκων, κατά την
τέταρτη Σταυροφορία (1204), τα προνόμιά
τους αποτέλεσαν την κύρια αιτία της οικονομικής κατάπτωσης της αυτοκρατορίας,
πρόδρομο της τελικής της παρακμής.
Οπωσδήποτε συνεχές
μέλημα της αυτοκρατορίας υπήρξε ο εκβυζαντινισμός των εγκατεστημένων στην αυτοκρατορία ξένων, πράγμα που ευοδώθηκε κάθε φορά που οι ξένοι προέρχονταν από ομάδες λιγότερο ανεπτυγμένες πολιτιστικά ή στρατιωτικά και οικονομικά από το Βυζάντιο, όπως, π.χ., συνέβη με τους Σλάβους, τους οποίους
εκβυζαντίνισε ο Μιχάηλ Γ' και όχι, όπως θέλει
η επίσημη βυζαντινή ιστοριογραφία, ο Βασίλειος Α' ο Μακεδόνας.
Για το σκοπό αυτό
άλλωστε η αυτοκρατορία είχε εφαρμόσει ειδικά πρότυπα εκβυζαντινισμου, όπως, π.χ.,
την οργάνωση σε αυτόνομες διοικήσεις των Σλάβων [το όνομά τους Σκλαβηνία ή
Αρχοντιά] ή ακόμη την πληρωμή «Πάκτων» φόρων δηλαδή συνολικών και όχι
ατομικών, αναγνωρίζοντας έτσι την ιδιαιτερότητα των ξένων· παράδειγμα τα «πάκτα» των Μηλίγγων στην Πελοπόννησο.
Ήταν δηλαδή αυτοί
οι ξένοι «πακτιώται» και όχι «συντελεστές», όπως οι τέλειοι Βυζαντινοί. Να
σημειώσω παρεμπιπτόντως ότι η επιβολή «πάκτων» ήταν σύνηθες φαινόμενο για τους συνοριακούς περιφερειακούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, που οργανωμένοι
συχνά σε αυτόνομα κρατίδια [ιδιαίτερα στα ανατολικά σύνορα] δεν ήταν άμοιροι
το πειρασμού να «αμφιτερίσουν», όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος, να συνεργαστούν δηλαδή με
τον εξωτερικό εχθρό [συνήθως ομόφυλο τους], μολονότι αποτελούσαν τμήμα φόρου
υποτελές της αυτοκρατορίας.
Στο πλαίσιο άλλωστε αυτής της συνοριακής
ελαστικής πραγματικότητας με τα ιδιόμορφα ακριτικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται
ομάδες που τα κείμενά μας χαρακτηρίζουν ως «Μιξέλληνες»
ή «Μιξοβαρβάρους» [τους συναντάμε κυρίως
στις παραδουνάβειες περιοχές].
Κωνσταντινούπολη |
Αλλη κατηγορία θα έλεγα αυτή των «υποβυζαντινών», τους οποίους κατά τα παλαιολόγεια ιδιαίτερα
χρόνια η αυτοκρατορία οργάνωσε σε συνοριακές κοινότητες υπό την εποπτεία
ειδικού αντιπροσώπου της, του «Σεβαστού».
Γνωστοί οι σεβαστοί
Βουλγάρων, Αλβανών κ.ά. Όπως δηλώνει
και ο ίδιος ο όρος Μιξέλλην ή Μιξοβάρβαρος, πρόκειται για ομάδες που
προέρχονται από μεικτούς γάμους, όπως και οι Γάσμουλοι
(Φραγκοβυζαντινοί), που όμως αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν σχέση με τα σύνορα,
δεδομένου ότι οι Φράγγοι απαντούν, μετά το 1204,
σε όλη την επικράτεια.
Να συνοψίσω
λέγοντας ότι στο πλαίσιο του «θεοστήρικτου κράτους» όπου «απάντων πατρίς η Βασιλίς», όπως είπε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, ο
Βυζαντινός πολίτης γνωρίζει την ειρήνη εν αταραξία [αρετή αυτή βυζαντινή]· απέχει από τη «Δημοκρατία», την ταραχή
που οι άναρχοι δήμοι προκαλούν και η οποία τιμωρείται από το νόμο, εκτιμά
ότι τα σύνορα της αυτοκρατορίας περικλείουν τη σωτηριακή
πολιτεία και αναγνωρίζει μαζί με τον Βασίλειο Β'
ότι είναι ευτυχία το «προσθήκην γενέσθαι τη ρωμαϊκή αρχή».
Έτσι η αυτοκρατορία
αυτομεταρρυθμίζεται προοδευτικά, αγνοεί τις κοινωνικές επαναστάσεις [το κίνημα
των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης οφείλεται κυρίως σε ξένα στοιχεία] και
κλυδωνίζεται μόνο από δυναστικές και θρησκευτικές κρίσεις.
Έθνος Χριστιανών οι Βυζαντινοί ζουν συμβολικά
υπό την προστασία του τρούλου των απειράριθμων εκκλησιών τους, υπό το βλέμμα
του φοβερού, βλοσυρού παντοκράτορα της Χώρας των Ζώντων.
Αντίθετα από τους
καθολικούς, οι ορθόδοξοι Βυζαντινοί αγνοούν το «Καθαρτήριο»· «κρίμασιν οις
οίδεν Κύριος», γνωρίζουν μόνο ή παραδείσια σωτηρία ή κολαστική καταδίκη.
Ο Βυζαντινός πολίτης
ως χριστιανός ορθόδοξος είναι ο «νενικηκώς την αμηχανίαν», αυτός που «επιτεχνάσατο λύσιν»
με τη χάρη του Θεού και την αυτοκρατορική πρόνοια, και αυτό παρά τις
αντιξοότητες που γνώρισε το Βυζάντιο στον μακραίωνο βίο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου