Σ' ένα άλλο γράμμα, στις 6 Ιανουαρίου 1926,
τους γράφει:
Παιδιά μου,
Χάρηκα για το
κοριτσάκι που έφερε στον κόσμο η Μελπομένη μας. Ας είναι καλορίζικο και κακό μάτι να μην το
δει. Μια και είμαστε χαρούμενοι, θα σας
πω και τα νέα της αδελφής σας.
Τη χρονιά που ήρθε
στη Σόφια η Όλγα μας, μελαγχόλησε πολύ άσχημα. Συνέχεια λιποθυμούσε. 0 άντρας της έκανε ό,τι μπορούσε βέβαια να την ευχαριστήσει. Εκείνη ανήσυχη, τι
σκέφτηκε; Πήγε σ' ένα γραφείο κι έμαθε
πόσες Ελληνίδες κατοικούν στη Σόφια. Ε,
πήρε τις συστάσεις τους κι άρχισαν μαζί με τον άντρα της να τις επισκέπτονται
για να τις γνωρίσουν. Το αντάμωμά τους
ήταν συγκινητικό κι η χαρά τους πολύ μεγάλη. Έπεφτε η μία στην αγκαλιά της άλλης, κλαίγανε και χαιρόντουσαν. Έγιναν αδελφικές φιλενάδες.
Στην αρχή ήσαν δέκα
γυναίκες, από την Φλώρινα, την Έδεσσα, τη Νάουσα, το Λαχανά, τις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, το Κιλκίς, το
Πετρίτσι και τη Δράμα. Αυτές θυμάμαι.
Οι δέκα γίνανε είκοσι και οι είκοσι γίνανε σαράντα.
Αυτές, λοιπόν, οι
σαράντα γυναίκες φτιάξανε μια ομάδα ελληνίδων γυναικών της Σόφιας. Οργάνωναν
χορούς, ελληνικά γλέντια με εισιτήριο. Με τα λεφτά που βγάλανε, κάνανε
επισκέψεις σε ελληνίδες γιαγιάδες στα γηροκομεία.
Τις δωρίζανε ένα μαντηλάκι με λίγα χρήματα, τις
χτενίζανε, τις περιποιόντουσαν,
κι αν χρειαζόταν να τις λούσουν, το έκαναν κι αυτό. Έπαιρναν τα ρούχα τους, τα
πλένανε, τα μπαλώνανε, τα σιδερώνανε και τα ξαναπήγαιναν.
Άλλη ομάδα πήγαινε στο ορφανοτροφείο κι επισκεπτόταν
ορφανά παιδιά ελληνίδων μητέρων. Άφηναν χαρτζιλίκι για τα παιδιά στον διευθυντή
του ιδρύματος. Επίσης πήγαιναν γλυκά, κανένα παιχνιδάκι και ρούχα.
Προσπαθούσαν να καλύψουν μερικές τους ανάγκες,
και στα μαθήματα ακόμα. Άλλη ομάδα επισκεπτόταν φτωχές ελληνίδες γυναίκες,
κακοποιημένες από τους Βούλγαρους άντρες τους. Ε,
εκεί είναι και το πιο ωραίο. Τους δάνειζαν λεφτά κι εκείνες τα επέστρεφαν λίγα
λίγα, όποτε μπορούσαν.
Έτσι γνώρισε η Όλγα
μας την Μαρίκα, θυμάστε, το κορίτσι που
κλέψανε μαζί με άλλα από το Σιδηρόκαστρο. Τώρα οι δυο τους είναι σαν αδελφές.
Εκείνη ντόπια Μακεδονίτισσα κι η αδελφή
σας πόντια Μακεδονίτισσα. Θα με ρωτήσετε, πού μαζεύονται οι γυναίκες της
ομάδας και τα αποφασίζουν όλα αυτά κι εγώ θα σας απαντήσω, στο σπίτι της Όλγας
μας φυσικά. Δεν είναι μεγάλο, εμάς μας έχει στριμώξει σε δύο δωμάτια και τη
σάλα του σπιτιού την έκανε γραφείο για την ομάδα.
Τη στόλισαν με μια μεγάλη ελληνική σημαία.
Την έραψε η Φλωρινιώτισσα που ήταν δασκάλα στην Ελλάδα. Κι αυτή είχε την ίδια τύχη με την αδελφή
σας, όπως κι οι υπόλοιπες. Σαν τα κρύα νερά κοπέλες κι όλες κλεμμένες βίαια από την αγκαλιά της μάνας τους.
Αχ, αχ, αυτές οι έρημες οι μάνες! Αυτές υποφέρουν τα πιο μεγάλα βάσανα των
πολέμων.
Γι' αυτό σας έγραψα στο προηγούμενο γράμμα μου
πως οι μάνες αυτών των κοριτσιών με τα δάκρυά μας γρήγορα θα ξεπλύνουμε το αίμα που χύθηκε στην μακεδονική γη μας.
Πάλι παρασύρθηκα,
παιδιά μου. Συγχωρέστε με. Τόσο πολύ πονάω όταν οι γυναίκες μου διηγούνται τις θηριωδίες όλων των εχθρών που πέρασαν από την
Μακεδονία. Για το γραφείο τους σας έλεγα.
Οταν μπαίνεις μέσα, απέναντι είναι η εικόνα της Θεομήτορος με το Θείο Βρέφος.
Είναι η προστάτιδα της ομάδας τους.
Όσο για τα άλλα, δεν ξέρω πώς να σας τα περιγράψω.
Είναι που απορώ κι εγώ, ποια να το σκέφτηκε! Κάθε μια γυναίκα έφερε από μια
κορδέλα άσπρη ή μπλε, πέντε πόντους φάρδος και πέντε πήχες μάκρος. Στη μια άκρη
της κορδέλας έγραφε το όνομα της. Η κάθε κορδέλα αντιπροσώπευε και μία από τις
σαράντα γυναίκες της ομάδας. Την άκρη, που έγραφε το όνομα, την άφησαν
ελεύθερη και την άλλη άκρη την έδεσαν στο κοντάρι της σημαίας. Σαράντα
κορδέλες, τις έδεσαν στη σημαία και την άλλη
πλευρά με τα ονόματα τους την έκαναν
κόμπο.
Κρατώντας τον κόμπο
έδωσαν τον όρκο τους: "Εμείς οι σαράντα Ελληνίδες της Σόφιας θα είμαστε πάντα αδελφικά ενωμένες ως το τέλος. Το έχουμε πρώτα εμείς ανάγκη, κι ευχή κάνουμε
να μας αξιώσει ο Θεός να συμπαραστεκόμαστε στις ανάγκες όλων των αδελφάδων μας
και πάντα ενωμένες να φροντίζουμε τις συμπατριώτισσες μας".
Τσόφα, Λεωνίδα,
Μελπομένη, Μιχάλη, όταν τα είδα όλ' αυτά, φώναξα κλαίγοντας "αθάνατη
Ελλάδα!".
Στη Σόφια από τη Σάντα του
Πόντου
Τις παραμονές του
νέου έτους δεν είχανε λεφτά. Πάλι η Φλωρινιώτισσα τους είπε να πάνε να πούνε τα
κάλαντα, τα μακεδονικά κάλαντα, στα σπίτια τους. Οι άντρες τους συγκινήθηκαν και
τους έδωσαν αρκετά λεφτά.
Φεύγοντας, λέγανε "κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια
χρόνια να ζήσει και πάντα να μας καλοκαρδίζει". Πήγανε και στα σπίτια
Ελλήνων εμπόρων από πάππου προς πάππον που ζούσαν στη Σόφια.
Οι άνθρωποι λίγο παραξενεύτηκαν, αλλά όταν
έμαθαν ποιές είναι και τι κάνουν, τις
συγχάρηκαν και τους έδωσαν πολλά λεφτά για τον κόπο τους.
Βρέθηκαν έξω από
ένα σπίτι και διάβασαν στην πόρτα της αυλής το ονοματεπώνυμο του σπιτονοικοκύρη.
Το όνομα ελληνικό και το παράνομα βουλγάρικο!
Χτύπησαν την πόρτα, τους άνοιξαν και μπήκανε μέσα. Ο νοικοκύρης και η νοικοκυρά ενθουσιάστηκαν όταν άκουσαν τα
μακεδονικά κάλαντα. Ρώτησαν ποιά είναι
η αρχηγός. Ακούστηκε απ’ όλες "η
Όλγα, η Συμεώνοβα. Αυτή ήρθε και μας
βρήκε από μία μία και κάναμε την ομάδα". Τη ρώτησαν από ποιό μέρος της Μακεδονίας είναι κι εκείνη τους
απάντησε ότι ήταν από το Δεμίρ Ισάρ.
Όταν την ρώτησαν ποιά ήταν, τους
απάντησε με παράπονο ότι μόνο τρεις μήνες πρόλαβε να ζήσει στη Μακεδονία και
ότι ήρθε από τον Πόντο, από τη Σάντα. Στο άκουσμα του τοπωνυμίου ο νοικοκύρης
του σπιτιού κούνησε το κεφάλι του λέγοντας "α, ο Πόντος, τι όμορφος τόπος, τόπος ελληνικός. Ν' ακούσουμε, λοιπόν, ποντιακά
κάλαντα". Κι η Όλγα άρχισε να ψάλλει. Τη φωνή της αδελφής σας, παιδιά
μου, τη θυμάστε. Όλοι συγκινήθηκαν, κι
αυτοί που λίγο κατάλαβαν κι αυτοί που δεν κατάλαβαν τα λόγια.
Μη σας τα πολυλογώ,
ο νοικοκύρης, που ήταν έμπορος, τους έδωσε πέντε χρυσές λίρες και τους είπε
"Πολύ μας συγκινήσατε, σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε. Εάν το βουλγαρικό
κράτος αναγνωρίσει την ομάδα σας, θα
σας χαρίσω ένα σπίτι στη μνήμη της ελληνίδας μάνας μου για να έχει στέγη η
ομάδα σας".
Η Ελένη έγραφε τακτικά στους γιούς της. Πάντα με τη νοσταλγία να γυρίσει
στην Ελλάδα, κοντά τους, πάντα με την πεθυμιά του άνδρα της και της Σάντας.
Καθυστέρησε λίγο να έρθει νέο γράμμα της. Και όταν κάποτε ήρθε το γράμμα με το
μαύρο περιθώριο, ο Λεωνίδας το διάβασε και στο τέλος είπε περίλυπος στην
πεθερά του: "Η Μητέρα Ελένη απεβίωσε
στη Σόφια".
Στην παγωμένη Σόφια
η Ελένη μας άφησε στα πενήντα της την τελευταία της πνοή. Δεν πρόλαβε να γυρίσει πίσω. Ήταν χειμώνας του 1926.
Υπέροχη γιαγιά μου
Ελένη! Η Ελένη της Σάντας, η Ελένη Ξανθοπούλου (τη Τσαχούρ), που με τη
σύνεση και την υπομονή που την διέκρινε άπλωσε γέφυρες ανθρωπιάς ακόμη και σε
εχθρούς και τους άγγιξε. Πέθανε νέα. Ίσως ο παππούς μου, ο Γιώργος, να την
ήθελε νέα κοντά του για να ζήσουν καλά στον παράδεισο που κι εκείνος πίστεψε.
Όλγα Νυμφοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου