Την επομένη μέρα
ρώτησε μια γειτόνισσα: "Πού
βρίσκεται το τελευταίο χωριό κοντά στα σύνορα;".
"Α,
κυρά, μακριά είναι, από κείθε", της απάντησε η γειτόνισσα, δείχνοντάς της βόρεια. "Μα δύσκολα πάει
κανείς ως εκεί, είναι πολύ επικίνδυνο, μπορεί να συναντήσεις Βουλγάρους
στρατιώτες στο φυλάκιο και στο δρόμο. Γιατί ρωτάς, κυρά;".
"Τίποτα, τίποτα", της
απαντά η Ελένη που δεν κάμπτεται. "Θα
πάω", λέει από μέσα της, "κι ο Θεός βοηθός".
Δεκαέξι του
Αυγούστου. Η Ελένη ξαναδιαβάζει το
γράμμα που τώρα καίει πιο πολύ τα χέρια της, παγώνει την ψυχή της και
πολλαπλασιάζει τους φόβους της. "Τι
άραγε να με περιμένει", αναλογίζεται. "Να 'μουν και δυνατή! Πού να πάω μόνη μου σε τόπους που δεν
ξέρω; Κι αν πίεσαν την Όλγα να γράψει το γράμμα; Σαν πολύ νευρικά να το
έγραψε. Κι αυτό το γράμμα μην έχει σκοπό το διασυρμό μου;" σκέφτεται.
Αλλάζει, όμως, αμέσως γνώμη. "Αν, όμως,
το παιδί μου κινδυνεύει, αν έχει ανάγκη από συμπαράσταση; Πρέπει, πρέπει να πάω
ό,τι κι αν γίνει. Μια μάνα όταν φέρνει
στον κόσμο ένα παιδί είναι έτοιμη για όλα. Κι εγώ πρέπει να αντέξω",
σκέφτεται.
Το ίδιο απόγευμα πήγε τους γιούς της στο σπίτι του κυρ-Αντώνη.
Με τη γυναίκα του ήσαν καλές φιλενάδες. Την παρακαλεί να μείνουν τα παιδιά
μαζί τους δυο μέρες.
"Έχω μια δουλειά να τακτοποιήσω, θα σου πω όταν γυρίσω ", της είπε κι έφυγε.
Όλη τη νύχτα δεν
κοιμήθηκε, φίδια ένοιωθε να τη ζώνουν, φωνές άκουγε. "Μη, μη, πού θα πας;".
Πριν ξημερώσει
δεκαεφτά του μήνα, σηκώθηκε, φόρεσε ένα παλιό φόρεμα, με μια μαντήλα έσφιξε τα
πλούσια μαλλιά της και με μια δεύτερη τύλιξε το κεφάλι της κι όλο σχεδόν το
πρόσωπο της. Μ' ένα στενό ύφασμα τύλιξε
τη μέση της σαν ζωνάρι κι έκρυψε λίγα χρήματα και μερικά προσωπικά αντικείμενα
της κόρης της. Τυλίχτηκε με μια παλιά κουβέρτα σαν σάλι, φορτώθηκε τον
μποχτσά, έκλεισε πίσω της την πόρτα, έβαλε το κλειδί στο ζωνάρι της και
ξεκίνησε. Κατέβηκε τις σκάλες, άνοιξε την αυλόπορτα, ήταν έτοιμη ν' απλώσει το πόδι της για να κάνει το πρώτο
βήμα προς τα έξω, μα ασυναίσθητα το πήρε πίσω. Φοβάται.
"Θεέ μου, τι κάνω; Είμαι ανίκανη για κάτι τέτοιο. Μη
θέλουν να κάνουν κακό στους γιούς μου!
Κι είναι έξω ένα χάραμα μουντό! Θεέ
μου! Μπα, θα γυρίσω πίσω", σκέφτεται.
Κοντοστέκει. "Αν, όμως, υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα
να δω το παιδί μου, την Όλγα μου;".
Μ' αυτή τη σκέψη απλώ
νει το δεξί της πόδι, κάνει το
πρώτο βήμα, ύστερα το άλλο, κι άλλο, κι έφτασε στο
δημόσιο δρόμο. Χωματόδρομος ήταν ο δημόσιος γεμάτος λακκούβες.
"Θεέ μου", παρακαλεί.
"Κάνε όλα να πάνε καλά" κι
όλο και προχωράει.
Κάνει μεγάλα
βήματα, πάει από την άκρη του δρόμου, μόνη, ολομόναχη προχωράει μέσα στην ερημιά.
Ξαφνικά άστραψε ο
τόπος κι ένα αυτοκίνητο σαν τρελό έρχεται κατ'
επάνω της, κι έκανε έναν θόρυβο σαν να γινόταν χαλασμός. Πέρασε ξυστά δίπλα
της με ταχύτητα κι έφυγε. Η Ελένη
τρομάζει, τα φοβάται τα αυτοκίνητα-
ήταν ελάχιστα και άγνωστα τότε στους περισσότερους.
Ποντιακή Οικογένεια στην Τριανταφυλλιά Σερρών |
Σε λίγο πάλι
σκοτάδι. Δεν πρόλαβε να συνέλθει, να δοξάσει τον Θεό για το κακό που ευτυχώς
πέρασε ... να, κι άλλο φως! Πάλι
αυτοκίνητο περνά! Πολύ κοντά της κι αυτή τη φορά. Ασυναίσθητα προσπαθεί να
κλείσει τ' αυτιά της. Τραντάζει ο
δρόμος, νοιώθει να σκίζεται η γη. Κρύο αέρα νοιώθει κι ύστερα ζεστό και σκόνη,
πολύ σκόνη να την πνίγει. Τη συντέλεια νοιώθει του κόσμου. Κι οι άνθρωποι που
ήσαν μέσα γελούσαν θριαμβευτικά.
"Θεέ μου", φώναξε απελπισμένη.
"Τι κακό ήταν κι αυτό. Παναγία μου, φύλαγε!".
Τρέμει από το φόβο
και την ταραχή της, φτύνει τρεις φορές στον κόρφο της. Κάθησε στην άκρια του δρόμου να συνέλθει.
"Τι σου είναι αυτό το σιδερικό", σκέφτεται, "που το
ποτίζεις, λέει, πετρέλαιο και εκείνο τρέχει αφηνιασμένο, σαν τρελλό ".
Χάραξε η ανατολή κι
ήταν ένα χάραμα κατακόκκινο.
"Τι χάραμα κι αυτό!"
μονολογεί. "Ακόμη κι ο ουρανός αίμα
στάζει. Μπα, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα
γυρίσω πίσω. Είμαι γυναίκα αδύναμη,
αυτές τις δυσκολίες πώς να τις ξεπεράσω;".
Τρέμει το
φυλλοκάρδι της. Σε κλάσμα δευτερολέπτου, όμως, αλλάζει γνώμη. Το μητρικό φίλτρο δυναμώνει και κυριαρχεί
μέσα της. Στη Σάντα η δασκάλα τούς είχε εξηγήσει πως ο Θεός, βλέποντας πόσο
ανυπεράσπιστο είναι ένα μικρό παιδάκι και πόσο εξαρτάται από τη μητρική αγάπη,
έβαλε στην ψυχή της μάνας μια μητρική δύναμη, ώστε να το προστατεύει και να μην
το εγκαταλείπει ποτέ.
Η μάνα αυτό το χάρισμα το κρατά μέσα στο φυλλοκάρδι της, μέχρι το
θάνατο της. Γι' αυτό η Ελένη κάνει πέρα
το φόβο, τη λογική, τον κίνδυνο και πάλι ξεκινά.
Σκέφτεται, "μου φτάνει να μάθω κάτι για το παιδί
μου κι όλοι οι κόποι μου ας πάνε χαλάλι. Είμαι μάνα, ας τυραννιστώ πάρα πάνω".
Έκανε μεγάλες δρασκελιές
και κέρδισε χρόνο, γι' αυτό όταν πέρασε
από το στρατιωτικό φυλάκιο ήταν ακόμη μισοσκότεινα·
χώθηκε πίσω από θάμνους και ξέφυγε.
Με το φως της
ημέρας είδε κάτω από το δημόσιο δρόμο, στα δεξιά της, ένα μονοπάτι που πήγαινε
σύρριζα με το δημόσιο. Τα μονοπάτια η Ελένη δεν τα φοβάται. Στη Σάντα όλοι οι
δρόμοι μονοπάτια ήσαν.
Βαδίζει τώρα ανακουφισμένη. Άρχισαν να έρχονται
παρέες ανδρών να κόψουν ξύλα. Τη φωνάζουν "έλα,
πραματευτού, να δούμε τι μας φέρνεις". "Με περιμένουν", απαντά η Ελένη. "Το απόγευμα θα περάσω πάλι".
Κοντά στο μεσημέρι
συναντήθηκε με μια γιαγιά που βοσκούσε λίγα προβατάκια.
"Κυρά,
έχεις λίγο νερό; "τη ρώτησε η Ελένη.
"Ναι, κόρη μου", της είπε και της
πρόσφερε το μικρό σταμνάκι της.
Γνωρίστηκαν.
Μποχτσατσού η μία, και δυστυχισμένη γιαγιά που έχασε όλη τη φαμίλια της και
ζει τώρα μ' αυτά τα προβατάκια η άλλη.
"Πάω καλά για το χωριό που είναι κοντά στα σύνορα
της Βουλγαρίας;" την ρωτάει η Ελένη.
"Ναι, κόρη μου", της
απάντησε η γιαγιά. "Ως το
ηλιοβασίλεμα θα φτάσεις. Καλό δρόμο,
κόρη μου, καλό δρόμο και πρόσεχε. Μέσα από τους θάμνους
να βαδίζεις".
"Καλό
να έχεις, γιαγιά, ευχαριστώ ", της λέει η Ελένη κι απομακρύνεται.
Η ανθρώπινη επαφή με τη γιαγιά της έδωσε κουράγιο ύστερα από
την κόλαση που έζησε λίγο πριν το ξημέρωμα στο δημόσιο δρόμο. Πάλι ακούει αυτοκίνητα
στο δημόσιο, μα δεν την τρομάζουν τώρα πια.
Εκεί που είναι τώρα δεν τα φοβάται. Έπρεπε να
διασχίσει μια μεγάλη γκιόλα. Θα μπορούσε να ανέβει στο δημόσιο, να περάσει από
τη γεφυρούλα, μα τον δημόσιο η Ελένη τον φοβάται, γι' αυτό προτίμησε να βραχεί διασχίζοντάς την. Στα πόδια της κόλλησαν
βδέλλες. Τρόμαξε, μα κατάφερε να
απαλλαγεί γρήγορα και ξεκίνησε.
Το βράδυ έφτασε λίγο πριν από το χωριό. "Πού να πάω", σκέφτεται. "Στον Πόντο οι οδοιπόροι βρίσκανε
καταφύγιο στην εκκλησία. Εδώ, όμως, δεν ξέρω. Κι αν με παρακολουθήσουν; Αν
καταλάβουν πως δεν είμαι γιαγιά;". Ήταν μόλις τριανταεφτά χρονών!
Αποφάσισε να
περάσει τη νύχτα της στον πρώτο αχυρώνα που συνάντησε. Με πολλή προσοχή μπήκε
μέσα. Βρήκε μπάλες από χόρτα. Ετοίμασε έναν χώρο και καταπονημένη όπως ήταν
έπεσε και αφέθηκε στο λυτρωτή ύπνο.
Και τότε ο νους της
ταξίδεψε στη Σάντα. Πήγε, λέει, στο μαγαζάκι του άνδρα της. Τον είδε με τον
πήχη να μετράει ύφασμα. Έμεινε να τον παρακολουθεί με αγάπη. Άκουσε παιδικές
φωνές. Τις αναγνώρισε, παραμέρισε την αυλόπορτα κι είδε τα τρία της παιδιά
χαρούμενα, με ροδοκόκκινα μάγουλα να παίζουν. Κι ήταν τόσο φωτεινή η αυλή του
σπιτιού τους. Ο νους της ήθελε να δει
και τη νοικοκυρά. Άνοιξε την εξώπορτα
του σπιτιού, μπήκε μέσα κι ήταν ένα νοικοκυρεμένο σπιτικό.
Στην καθιστική
κάμαρη είδε πολλές μπάντες στον τοίχο κεντημένες με χρυσή κλωστή σε βυζαντική βελονιά, με γνωμικά, κάτι σαν "το
πεπρωμένο φυγείν αδύνατον" και άλλα. Η φωτιά
σιγόκαιγε
στο τζάκι και το καντήλι φώτιζε τις εικόνες στο εικονοστάσι. Το τραπέζι στρωμένο περίμενε την οικογένεια.
Ο νους της Ελένης έψαχνε την τυχερή
νοικοκυρά του παραδεισένιου αυτού σπιτιού. Όσες πόρτες και ν' άνοιξε, δεν τη βρήκε.
Ξαφνικά
συνειδητοποίησε πως η νοικοκυρά του σπιτιού βρίσκεται εδώ στον αχυρώνα,
φοβισμένη, χιλιοταλαιπωρημένη
οδοιπόρος που προσπαθεί να ξαναμαζέψει
την οικογένειά της. Για όλα αυτά ας όψονται οι Νεότουρκοι και οι Δυνατοί της
Γής!!
"Γιατί, Θεέ μου, γιατί;" προσεύχεται. "Γιατί πήρες
το έλεός
Σου από έναν λαό που δεν έπαψε να Σε αγαπά και να Σε λατρεύει; Έχτισε εκκλησίες
σε τόπους αφιλόξενους για να υμνήσει τη δόξα Σου, το μεγαλείο Σου και Συ, Θεέ
μου, γιατί, γιατί τον βασανίζεις;"
Πόσο φοβάται η
Ελένη αυτή τη στιγμή! Ο παραμικρός θόρυβος την τρομάζει και τα
αυτοκίνητα λύσσαξαν κι αυτά επάνω στο δημόσιο δρόμο. Όλη τη νύχτα τρέχανε,
τρέχανε προς την κατεύθυνση που θα πήγαινε και κείνη την άλλη μέρα. Πόσο τη
φοβίζουν όλα αυτά! Τα μηνίγγια της χτυπούν δυνατά και η καρδιά της πάει να
σπάσει. Και η υγρασία της νύχτας διαπερνά τα κόκαλά της.
"Πόσο φοβάμαι, Θεέ μου, πόση δυστυχία νοιώθω!".
Προσεύχεται.
"Θεέ μου, μεγαλοδύναμε. Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Συ ο Θεός της αγάπης, της
κατανόησης, της ανοχής και της συγχώρεσης. Γιατί μας εγκατέλειψες; Γιατί τον
Γιώργο, το πρόβατο που ήρθε μόνο του κι εντάχθηκε στο κοπάδι σου, τον εγκατέλειψες
και κείτεται στη φυλακή;
Γιατί, Θεέ μου, άφησες να χαθεί η Όλγα μας; Θεέ μου,
γιατί είμαι εδώ μόνη κι έρημη σ' αυτόν
τον αχυρώνα; Γιατί βαδίζω σε δρόμους που δεν ξέρω και φοβάμαι, Θεέ μου, πόσο
φοβάμαι! Αν εγώ αμάρτησα, εκούσια ή ακούσια, δέχομαι τη δοκιμασία, την
ταπείνωση.
Μα, στείλε την
ευλογία σου στον Γιώργο, ν' αντέξει τη
φυλακή χωρίς πόνους, ρίξε το έλεός Σου
επάνω στην Όλγα μας, έχε δυνατούς τους γιούς
μου. Έλεος, Κύριε, έλεος! Πόσο με τρομάζει το σκοτάδι απόψε, πόσο φοβάμαι την
αυριανή μέρα! Πόσο πονώ για όλα! Κύριε, βόηθα με για να αντέξω όλη αυτή τη
δοκιμασία!"
Πολλές ώρες έκλαιγε
η πονεμένη οδοιπόρος μας μέσα στο σκοτεινό αχυρώνα και κάποια στιγμή ένα απαλό
φως άρχισε να μπαίνει κι απαλά απαλά να φωτίζει τον αχυρώνα.
Ήταν το φως της
ημέρας που έμπαινε από τις χαραμάδες. Η
Ελένη χάρηκε και με το "δι' ευχών των Αγίων..." τελείωσε την
προσευχή της. Σηκώθηκε ανακουφισμένη,
γαληνεμένη έσφιξε τις δυο μαντήλες στο
κεφάλι της, τυλίχτηκε το σάλι, φορτώθηκε το μποχτσά και βγήκε έξω.
Ανέβηκε στο δημόσιο
δρόμο και διέσχισε το χωριό, όπως της είχε γράψει η κόρη της να κάνει. Περνούν
αυτοκίνητα. Δεν τη φοβίζουν, πηγαίνουν αργά. Να και το μονοπάτι δεξιά, όπως
ακριβώς έγραφε το γράμμα. Κατηφόρισε και πήρε το μονοπάτι. Απέναντι, στο βάθος,
φάνηκε η γέφυρα.
Η Ελένη προχωρεί. Τώρα ξέρει πού πάει. Το
κλάμα και η προσευχή την ανακούφισαν, την γαλήνεψαν, της έδωσαν κουράγιο να
προχωρήσει. Παράλληλα μαζεύει λίγα αγριολούλουδα, τα δένει σ' ένα μπουκετάκι και τα βάζει στον κόρφο
της. Πλησιάζει στη γέφυρα. "Πριν τη
γέφυρα...", γράφει το γράμμα, "στο δεξί σου χέρι, μητέρα, παίρνεις το
μονοπάτι".
Kara Kapan (Photo :Erdan Aydin) |
Η συνάντηση
Η καρδιά της χτυπά δυνατά. Ανεβαίνει τον ανηφοράκο
και βρίσκεται περίπου στον τόπο που της έγραψε η κόρη της. Ένα μικρό ίσωμα μέσα σε θάμνους.
"
Όλα τελείωσαν," σκέφτεται η Ελένη, "ή βρίσκω την κόρη μου ή χάνομαι κι
εγώ".
Δεν πρόλαβε να
τελειώσει τη σκέψη της και ξαφνικά ...
"Μητέρααααααα...", ακούστηκε η φωνή της Όλγας. "Μανούλα μου, το ήξερα πως θα 'ρθεις. Μόνο εσύ, μανούλα μου, μπορούσες να το
κάνεις. Μητέρα είμαι καλά, είναι εδώ και ο Συμεών", της είπε γυρνώντας
προς τον άντρα της που στεκόταν παράμερα. "Είναι
καλός, μητέρα, με παραστέκει".
Κι έγιναν τα
σφιχταγκαλιάσματα πάνω στην ελληνοβουλγαρική μεθώριο. Η κόρη με κλάματα χαράς και δάκρυα αγάπης από βουλγαρικό κι η
μάνα από ελληνικό έδαφος.
Ο Συμεών της μίλησε με διερμηνέα που έφερε μαζί
του.
"Σε κουράσαμε πολύ",
της είπε. "Εγώ ξέρω πόσο κουράστηκες και πόσο ταλαιπωρήθηκες για να
έρθεις. Παρακαλώ να με συγχωρέσεις για το κακό που σας έκανα κλέβοντας την
Όλγα. Λεν ήξερα σε τι τραγική κατάσταση βρισκόσασταν κι εγώ πρόσθεσα κι άλλη συμφορά στη ζωή σας. Μα θα κάνω την κόρη σου πολύ ευτυχισμένη, την αγαπώ πολύ ".
Η Ελένη τον διέκοψε.
"Πες μου, Συμεών, αλήθεια πού την είδες και την
αγάπησες; Η Όλγα ποτέ δεν βγήκε έξω ".
"Από το παράθυρο την έβλεπα", της
απάντησε. "Εγώ έμενα απέναντι από το
δικό σας σπίτι". Και συνέχισε ο Συμεών. "Η
Όλγα σάς πεθύμησε πολύ. Αρρώστησε. Την είχαμε στο νοσοκομείο. Διαρκώς μου έλεγε
πως αν η μητέρα και τ' αδέλφια της
φύγουν για κάπου αλλού, θα χανόσασταν για πάντα. Αυτός ήταν ο φόβος
της. Τη σύστασή μας δεν μπορούσαμε να σας τη στείλουμε. Τώρα, πάρτε την. Σε
λίγο καιρό θα μας γράφετε ελεύθερα και
η Όλγα θα γράφει σ' εσάς και στ'
αδέλφια της. Πιστεύω πως σιγά σιγά θα
μπορείτε να μας επισκέπτεστε. Το ίδιο
κι εμείς. Είμαι καθηγητής Ιστορίας", της είπε.
Η Όλγα ρωτάει για τ'
αδέλφια της, για το πώς περνούν και τι κάνουν.
"Είναι καλά", της είπε η μάνα και
την κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα της κόρης της ήταν
τρομαγμένο, ανήσυχο. Οι κινήσεις της πολύ νευρικές.
"Θεέ μου",
αναλογίζεται η μάνα. "Η Όλγα, το χαρούμενο και ξέγνοιαστο κορίτσι,
που το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χείλη του, τώρα τι να έχει άραγε; Θα έχει
τρομάξει τόσο μετά από εκείνη τη νύχτα της αρπαγής της και ολομόναχη, ξένη
μεταξύ ξένων,
προσπαθεί
να ξεπεράσει το κακό που έπαθε. Έχε την γερή, Θεέ μου. Οδήγησε τα βήματά της
στο καλό και φώτισε την ψυχή της. Δώσε της υπομονή και κουράγιο", προσεύχεται νοερά.
Κι ήρθε η δύσκολη
ώρα του αποχωρισμού! Η Ελένη με σφιγμένη
ψυχή έβγαλε από το ζωνάρι της τα πράγματα της κόρης της που είχε φέρει μαζί
της, έβγαλε κι από τον κόρφο της το μπουκετάκι με τ' αγριολούλουδα. Μάνα και κόρη κλαίνε σφιχταγκαλιασμένες,
κλαίνε και φιλιούνται. Τα δάκρυά τους ενώθηκαν και τα αναφιλητά τους
συγκίνησαν ακόμη και τον Βούλγαρο διερμηνέα που παρακολουθούσε τη σκηνή κι ακουμπώντας απαλά απαλά τον ώμο της Ελένης, της
είπε:
" Όλοι δεν κάναμε κακό. Οι λαοί δε έχουμε
τίποτα μεταξύ μας, άλλοι διατάζουν". Κι ο Συμεών συμφώνησε.
Η Ελένη, συγκινημένη από τα λόγια τους που κύλησαν
μέσα της σαν βάλσαμο, τους χαιρέτησε με χειραψία. Ο
Συμεών της φίλησε το χέρι κι εκείνη τον χάιδεψε, ευχαριστώντας τον για τη
συνάντηση που είχαν.
Ολγα Νυμφοπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου