Καταφύγιο για πολλές εθνότητες υπήρξε κατά το
παρελθόν η γιγαντιαία αλυσίδα βουνών που αποτελούν τον Καύκασο. Το φαράγγι του Καυκάσου, όπου η πόλη Μπορ-
ζόμ, ανήκε από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα στο Τόρι,
το οποίο, τώρα, μόνον μερικά ερείπια το θυμίζουν.
Τον 9ο αιώνα, οι
μαθητές του διακεκριμένου Γεωργιανού εκκλησιαστικού παράγοντα Γκριγκόρ Χαντζέλι, ο Θεόδωρος και ο Χριστόφορος, φρόντισαν
για την αναστήλωση της περιοχής. Γεωργιανοί ερευνητές αναφέρουν ότι ο
Γεωργιανός ποιητής Σότα Ρουσταβέλι, που
έγραψε το αθάνατο ποίημα «Ο ιππότης με το δέρμα του τίγρη», του 12ου αιώνα, ανήκε στην εθνότητα των
Τορέλεμπι.
Το Τσιχισβάρι,
που γιόρτασε εφέτος τα 170 χρόνια ύπαρξής του, βρίσκεται σε απόσταση 8
χιλιομέτρων από τη συνοριακή περιοχή της Γεωργίας Κάρτλι Σάμτσχε, όπου βρισκόταν το Τόρι, έδρα των φεουδαρχών.
Η ονομασία Τσιχισβάρι σημαίνει «σταυρός του
κάστρου». Η περιοχή δέχτηκε πολλές επιθέσεις από Μογγόλους, Τούρκους, Άραβες
και τελευταία τους Οθωμανούς, οι οποίοι επιδόθηκαν στην καταστροφή της
περιοχής επί είκοσι μέρες, χωρίς να πειράξουν το κάστρο του Τσιχισβάρι.
Γύρω από το Τσιχισβάρι σώζονται τα ερείπια
πολλών συνοικισμών και εκκλησιών. Στο κέντρο, πάνω στο ύψωμα, βρίσκεται η
εκκλησία του Αγίου Θεόδωρου, χτισμένη από Έλληνες το 1873.
Ο Γεωργιανός
βυζαντινολόγος Συμεών Καουχτσισβίλι έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τους Έλληνες
Πόντιους, που διατηρούσαν τις παραδόσεις τους και μιλούσαν την ποντιακή
διάλεκτο. Ο καθηγητής Καουχτσισβίλι έστελνε τους φοιτητές του της κλασικής
φιλοσοφίας και βυζαντινολογίας να συγκεντρώσουν πληροφορίες από τα χωριά της
Γεωργίας. Ένας από αυτούς, ο Λάζαρος Ζαφειρίδης, έγραψε ότι στο Τσιχισβάρι
«βρίσκονται ερείπια της παρουσίας των αρχαίων Ελλήνων».
Η πρώτη ελληνική μετανάστευση στη Γεωργία έγινε
στα τέλη του 1829, όταν η Ρωσία
επέκτεινε τα σύνορά της με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης. Οι μετανάστες Έλληνες
Πόντιοι στο Τσιχισβάρι προέρχονταν από την Αργυρούπολη και εγκαταστάθηκαν το 1861.
Ήταν εννιά οικογένειες.
Έχτισαν το χωριό σε
πανοραμικό τοπίο, στο διάσελο Τσχρατσκάρο. Ο αντιβασιλέας του τσάρου Μιχαήλ Ρωμανώφ,
που είχε το εξοχικό του στο Μπορζόμ, πούλησε στους Έλληνες Πόντιους οικόπεδα
αντί του ποσού των 1.500 χρυσών ρουβλιών. Έτσι, από το 1861, το Τσιχισβάρι
έγινε ένα ρωμαίικο χωριό, από τους μετανάστες Ιβάν
Παπαλαζαρίδη, από το χωριό Οραπσάιαρ,
Κωνσταντίνο Μπαγκατούρωφ, από το χωριό Παρτίν, Ονούφριο Ονουφριάδη και Θεόδωρο
Παπαλαυρέντιεφ από το Κοβάς, Παναγιώτη Σεβάστωφ,
Παναγιώτη Νικολάεβ, Ηλία Ζάντωφ, Ιωάννη Γραμματόπουλο και Στυλιανό Μωυσίδη, από
την Ίμερα.
Οι Έλληνες ίδρυσαν
το 1864 σχολείο στο Τσιχισβάρι και
προσέλαβαν δασκάλους, που δίδασκαν ελληνικά και θρησκευτικά. Το σχολείο αναγνωρίστηκε από τη ρωσική
κυβέρνηση το 1895.
Το 1943,
το σχολείο έγινε και λύκειο, αλλά δεν διάσκονταν σε αυτό τα ελληνικά. Τα
μαθήματα ελληνικής γλώσσας ξανάρχισαν το 1981, με καθηγήτρια τη Λιάνα Γραμματοπούλου,
κόρη της διευθύντριας του σχολείου Ολγας
Μεντελαούρι. Η ελληνική γλώσσα
ξανάρχισε να διδάσκεται στα σχολεία του Μπορζόμ και το Τσιχισβάρι μετά την
ίδρυση της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Γεωργίας.
Από τα πρώτα
χρόνια, οι Έλληνες στο Τσιχισβάρι άρχισαν να ασχολούνται με την παραγωγή
ξυλοκάρβουνου, από τις μεγάλες δασικές εκτάσεις της περιοχής, αλλά και
γαλακτοκομικών ειδών. Ίδρυσαν, μάλιστα, την εταιρεία γαλακτοκομικών «Εμπρός»,
στην οποία διευθυντής ήταν ο Συμεών Νικολάεβ (ο Δήμος). Στην εταιρεία ήταν
μέτοχοι
Μαθητές και μαθήτριες του δημοτικού σχολείου Τσιχισβάρι με τους δασκάλους τους
οι: Ονούφριος Σεβάστωφ, Ηλίας Μυροφόρωφ, Κυριάκος Μπαγκατούρωφ, Αδάμ Ιορδάνωφ,
Παύλος Ιβάνωφ, Λάζαρος Σεβάστωφ, Επαμεινώνδας Γραμματόπουλος, Χριστόφορος
Αποστόλωφ, Ιωάννης Αποστόλωφ, Δημήτριος Ζουρελίδης, Θεόδωρος Ζουρνάτζιεφ,
Λάζαρος Μιχαηλί- δης κ. ά.
Ταυτόχρονα
ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, αλλά και την εκμετάλλευση της πέτρας του
λατομείου «Αντεζίτ».
Με τις πέτρες έχτιζαν σπίτια, φούρνους κ. ά. Επίσης, γύρω στο έτος 1925 και μετά, μάζευαν ρητίνη από τα πεύκα
και την πουλούσαν στο εργοστάσιο που υπήρχε στο Μπορζόμ.
Στο χρονικό αυτό
διάστημα άρχισε να λειτουργεί το διώροφο παντοπωλείο «Σελπό». Για πρώτη φορά οι
Έλληνες της περιοχής ένιωσαν ευκατάστατοι. Αναπτύχθηκαν πολιτιστικές δραστηριότητες,
όπως η ίδρυση θεάτρου, γίνονταν χοροί, στους οποίους συμμετείχαν ο κάτοικοι
του Τσιχισβάρι,
που μαζεύονταν στα «χάροντα» με το χτύπημα της καμπάνας κάθε Σαββατοκύριακο.
Ο λυράρης Μανάβς έπαιζε και οι νέοι
τραγουδούσαν παραδοσιακά τραγούδια. Με ενθουσιασμό γιόρταζαν τις μεγάλες γιορτές
Χριστούγεννα, Φώτα, Πάσχα. Μετά την εκκλησία, μοίραζαν τσουρέκια στα παιδιά.
Η άνετη ζωή δεν κράτησε για πολύ. Με την ίδρυση
του κολχόζ, η εταιρεία «Εμπρός» μετατράπηκε σε κολχόζ «Νέα ζωή» και η περιουσία
της κρατικοποιήθηκε. Ήρθε το μοιραίο έτος 1937.
Κάποια αυγουστιάτικη νύχτα ήρθαν οι αστυνομικοί και συνέλαβαν πολλούς κατοίκους
του Τσιχισβάρι με την κατηγορία των «εχθρών του λαού» και τους εξόρισαν στη
Σιβηρία.
Ήταν οι: Κυριάκος
Μπαγκατούρωφ, ομαδάρχης του κολχόζ, Ανδρέας; Μπαγκατούρωφ, φούρναρης,
Ονούφριος Σεβάστωφ, λογιστής και δάσκαλος, Θεόκλητος Σεβάστωφ, διευθυντής
σχολείου, Χριστόφορος Αποστόλωφ, πρόεδρος του «Σελπό», Ιωάννης Αποστόλωφ,
εργάτης στις συγκοινωνίες, Νικόλαος Τοσούνωφ,
μελισσοκόμος, Ηλίας Μυροφόρωφ,
λογιστής και Θεόδωρος Ζουρνάτζιεβ, αγρότης. Μόνον τρεις από αυτούς γύρισαν
ζωντανοί, όλοι οι άλλοι πέθαναν στην εξορία.
Πατριώτες οι Έλληνες του χωριού Τσιχισβάρι,
ήταν από τους πρώτους που πολέμησαν τους Γερμανούς φασίστες, κατά τον β' παγκόσμιο πόλεμο. Συνολικά, πήγαν στον
πόλεμο 52 άντρες, μερικοί από τους οποίους ως εθελοντές.
Πολλοί έχασαν τη ζωή τους, υπερασπιζόμενοι τη σοβιετική πατρίδα. Από τους 52,
μόνον οι 29 γύρισαν στα σπίτια τους.
Το 1958, στη θέση του κολχόζ ιδρύθηκε το σοβχόζ,
που αναπτύχθηκε και φαινόταν να πάει καλά, απασχολώντας όλους τους κατοίκους.. Δούλευαν με αγάπη στη δουλειά, με
δεξιοτεχνία και ευσυνειδησία.
Σε απόσταση τριών
χιλιομέτρων από το Τσιχισβάρι βρέθηκε πηγή με ιαματικό νερό και χτίστηκαν εκεί
λουτρά. Επίσης, έφεραν νέα φυλή αγελάδας από την Ελβετία και αύξησαν έτσι την
παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί το σοβχόζ
του χωριού στις πρώτες θέσεις του σοσιαλιστικού διαγωνισμού. Κάθε χρόνο, τα
προϊόντα του Τσιχισβάρι βραβεύονταν στην έκθεση της Μόσχας.
Με την περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, το 1985, πολλοί
Έλληνες από το Τσιχισβάρι μπόρεσαν να επισκεφθούν την ιστορική τους πατρίδα,
την Ελλάδα. Και το 1990 - 1991, περίπου τα δύο τρίτα των Ελλήνων ήρθαν
πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας στο Τσιχισβάρι τους τάφους των προγόνων τους
και όλα τους τα υπάρχοντα.
Βασιλίσσα
Ιορδανίδου
Υπήρξε στο παρελθόν πρόεδρος των Ελλήνων της περιοχής
Μπορζόμ, αφιερώνει το ιστόρημά της στον θείο
της Αχιλλέα Γραμματόπουλο.
Πηγη: Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου