Κρυφές θρησκείες , κρυμμένοι δεσμοί: Η μοίρα της Οθωμανικής Τραπεζούντας

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Τραπεζούντα
Η σημερινή Τραπεζούντα είναι ένα πολύβουο τουρκικό λιμάνι που, όπως πάντοτε, αποτελεί κέντρο εμπορίου, μεταφορών και δίοδο προς τη Ρωσία. Υπάρχουν ελάχιστα δείγματα αστικού εκλεπτυσμού στα φωτισμένα με νέον σουβλατζίδικα ή στο γήπεδο που είναι έδρα μιας διάσημης ποδοσφαιρικής ομάδας.
 Όμως σε αυτό το μέρος η αστική ζωή της όψιμης περιόδου της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας, ενός κόσμου όπου οι Έλληνες έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο, έλαμψε για λίγες δεκαετίες προτού σβήσει για πάντα.
 Στα φωτογραφικά λευκώματα οικογενειών που   σήμερα ζουν στη βόρεια Ελλάδα (ή στη Μασσαλία ή στο Μανχάταν) βλέπουμε άνδρες που φορούν βελάδα και γυναίκες με σκουρόχρωμες μεταξωτές τουαλέτες πάνω σε άμαξες που κατευθύνονται προς τις επαύλεις τους στα κατάφυτα προάστια.
Ένας κόσμος αρχοντικός, αξιοπρεπής και καταδικασμένος που φέρνει στο νου τη Ρωσία των παραμονών της Επανάστασης. Αυτός ο κόσμος κατέρρευσε μία χιονισμένη μέρα του Ιανουαρίου του 1923 όταν οι περισσότερες ορθόδοξες οικογένειες που ζούσαν ακόμα στην πόλη πληροφορήθηκαν ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους μέσα σε μία ώρα, να πάρουν μαζί τους μόνο ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν στα χέρια και να μαζευτούν στο λιμάνι.
 Μέσα σε λίγες μέρες είχαν μεταφερθεί σε άθλιους προσφυγικούς καταυλισμούς στην Κωνσταντινούπολη όπου θέριζαν οι μολύνσεις και οι επιδημίες. Από κει, αν είχαν επιζήσει, οι ξεριζωμένοι 'Ελληνες μεταφέρθηκαν στην υποτιθέμενη πατρίδα τους.
 Ελά­χιστα μέλη της κοινότητάς τους παρέμειναν στον Πόντο μετά την αναγκαστική τους αναχώρηση στην καρδιά του χειμώνα, οι περισσότεροι Ρώσοι υπήκοοι προστατευμένοι από τους στενούς δεσμούς της Ρωσίας με την εθνικιστική Τουρκία. Αλλά ακόμα και όταν τα παράλια άδειασαν από χριστιανούς, ορισμένοι παρέμειναν στην ορεινή ενδο­χώρα για έναν χρόνο ακόμα.
Η έξοδος του Ιανουαρίου του 1923 συνέβη στο διάστημα που έκλεινε η συμφωνία της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στη Λωζάνη. Ως το τέλος του Ιανουαρίου οι όροι είχαν διατυπωθεί αλλά δεν θα επικυρώνονταν πριν από το ερχόμενο φθινόπωρο.
Το μόνο ίσως αποτέλεσμα που είχε η συνδιάσκεψη στην περιοχή του Πόντου είναι ότι βοήθησε τουλάχιστον να φύγει από κει ζωντανός ένας μεγάλος αριθμός ορθόδοξων παρά το ότι η απέλασή τους έγινε κάθε άλλο παρά τακτικά και οργανωμένα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, τα τελευταία χρόνια πριν την τελική έξοδο ο εκλεπτυσμένος κόσμος των Ελλήνων σιγά-σιγά εξαφανιζόταν και μία νέα τάξη πραγ­μάτων έπαιρνε τη θέση του.
Τα μέγαρα των τραπεζιτών εγκαταλείφθηκαν και κάποια στιγμή έγιναν μουσεία. Οι δενδροστοιχίες που στόλιζαν τις λεωφόρους κόπηκαν για να γίνουν καυσόξυλα. Εκκλησίες ρημάχτηκαν ή μεταμορφώθηκαν σε τόπους μου­σουλμανικής λατρείας, ενώ κάτι ανάλογο συνέβαινε στη βόρεια Ελλάδα όπου τζαμιά γίνονταν εκκλησίες.
Οι 'Ελληνες της ανατολικής πλευράς της Μαύρης Θάλασσας αναζητούσαν τις ρίζες τους στους αποίκους που ήλθαν από το Αιγαίο γύρω στο 700 π.Χ. και ίδρυσαν την πόλη δίνοντάς της το ελληνικό της όνομα Τραπεζούς ή Τραπεζούντα.
Τραπεζούντα

Τώρα πια είναι γνωστή με το τουρκικό της όνομα Τραμπζόν. Η συγγραφέας Rose Macaulay έκανε παγκόσμια γνωστή την εγγλέζικη εκδοχή του ονόματος στο σατιρικό της μυθιστόρημα The Towers of Trebizond, ή οι Πύργοι της Τραπεζούντας.
Σε εκείνο τον τόπο ο ελληνικός πολιτισμός, με την ευρύτερη έννοια, άνθησε για πολλούς αιώνες. Οι βιβλικές σκηνές που απεικονίζονται στις νωπογραφίες της Αγίας Σοφίας -που σήμερα είναι μουσείο αναστηλωμένο από ιστορικούς τέχνης που ήλθαν από το Εδιμβούργο το 1957- αποτελούν απόδειξη της λαμπρής επιρροής του ελληνικού πνεύματος κατά τον 13ο αιώνα.
Επειδή όμως βρίσκονταν μακριά από τα κύρια κέντρα του Ελληνισμού, οι Έλληνες της Τραπεζούντας ζούσαν πάντοτε σε έναν ξεχωριστό  κόσμο. Έναν κόσμο που ήταν αναγκασμένος να αναζητεί τον δικό του τρόπο συνύπαρ­ξης με άλλους λαούς, στρατεύματα και ηγεμόνες που εποφθαλμιούσαν την περιοχή.
 Όπως και η Κωνσταντινούπολη, η Τραπεζούντα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς στα μέσα του 15ου αιώνα αλλά ένας συνεκτικός ιστός μικτών γάμων και συμμαχιών ανάμεσα στους τοπικούς άρχοντες, τη δυναστεία των Κομνηνών και τους νέους μουσουλμάνους κατακτητές εξασφάλισε στα ελληνικά μοναστήρια των γύρω βουνών τις  κτηματικές τους περιουσίες και τον ρόλο των συνδιαχειριστών της περιοχής.
Από τον 17ο αιώνα και ύστερα, τα ορυχεία αργύρου, που και αυτά ήταν υπό χριστιανική διοίκηση, παρείχαν οικονομική άνεση στην ορθόδοξη κοινότητα και βοήθησαν να  συντηρηθούν και να προκόψουν όσοι ζούσαν στις ορεινές κοιλάδες της ενδοχώρας.
 Αγρότες και τεχνίτες που ευημερούσαν μετακόμιζαν προς τα παράλια και έπαιρναν τη θέση τους στην ισχυρή οικονομία της Τραπεζούντας. Κατά τις τελευταίες δυο-τρεις  δεκαετίες της ζωής της πόλης ως κοσμοπολίτικου κέντρου επιχειρηματικότητας, οι  Έλληνες κάτοικοι απόκτησαν πλούτο σαν πλοιοκτήτες, μεγαλέμποροι και τραπεζίτες  και τον μετέτρεψαν σε σχολεία και νοσοκομεία. Βοήθησε ότι η πόλη ήταν εμπορικός  κόμβος που οδηγούσε πάνω από τα βουνά στο Ταμπρίζ στη βόρεια Περσία και ενδιάμεσος σταθμός στο εμπόριο με την τσαρική Ρωσία.
Μια ματιά στο χάρτη μας δείχνει ότι η ελληνική κοινότητα της Τραπεζούντας και  των περιχώρων της -σαν μεμονωμένη νησίδα Ελληνισμού στο άκρο της Ανατολίας-  θα ήταν καταδικασμένη σε περίπτωση που ξεσπούσε πόλεμος μεταξύ των Τούρκων μουσουλμάνων και των ορθόδοξων χριστιανών.
 Έτσι και έγινε. Αλλά το περίεργο τα τελευταία χρόνια της ζωής αυτού του ελληνικού προμαχώνα είναι η επιμονή του να διατηρήσει τον οθωμανικό τρόπο ζωής.
Τόσο ανθεκτικό αποδείχθηκε τελικά αυτό το αθέατο και σχεδόν μυστικό δίχτυ που περιέβαλλε Ελληνες και Τούρκους ακόμα και όταν σε άλλα μέρη είχε αρχίσει να διαλύεται. Μπλεγμένοι σε αυτό ήταν κληρικοί, επι­χειρηματίες, πολιτικοί, στρατιωτικοί, τυχοδιώκτες και άνθρωποι του υποκόσμου.
Στα ελληνικά, η Τραπεζούντα και οι γύρω περιοχές ονομάζονται ανατολικός Πόντος ενώ τα λιμάνια της Σαμψούντας, της Κερασούντας, της Σινώπης και τα εσωτερικά τους είναι γνωστά ως δυτικός Πόντος.
 Όταν οι Έλληνες που κατάγονται από τον δυτικό Πόντο αναπολούν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους στην Ανατολία, οι αναμνήσεις τους είναι εστιασμένες στον πόλεμο, το θάνατο και τις αναγκαστικές πορείες.
Τέτοια έγιναν και στον ανατολικό Πόντο, αλλά μεταξύ των Ελλήνων που ήλθαν από εκεί υπάρχουν πιο ευτυχισμένες ή τουλάχιστον λιγότερο πικρές αναμνήσεις. Όλοι όμως θυμούνται την ευημερία, τον δυναμισμό και τα πολιτιστικά επιτεύγματα της ελληνικής κοινότητας τις παραμονές του ξεριζωμού και επίσης τους περίπλοκους και κάποιες φορές μυστικούς κανόνες συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων, Ελλήνων και Τούρκων, πλούσιων και φτωχών, που όλοι τους είχαν πατρίδα την Τραπεζούντα.
 Υπάρχουν σαφείς διαφορές ανάμεσα στην ιστορία του ανατολικού και του δυτικού Πόντου στις αρχές του 20ου αιώνα. Η Τραπεζούντα κατακτήθηκε από τα τσαρικά  στρατεύματα την άνοιξη του 1916 και η νίκη της Ρωσίας στον ανατολικό Πόντο εξόρ­γισε τις τουρκικές αρχές στον δυτικό Πόντο όπου ξεκίνησαν εχθροπραξίες μεταξύ των μειονοτήτων δίνοντας αφορμή στην κυβέρνηση να βάλει σε εφαρμογή τον πρώτο από μία σειρά μαζικών διωγμών των χριστιανών κατοίκων.
Σαμψούντα

Ύστερα από την ήττα των Οθωμανών το 1918 ήλθε η σειρά της Σαμψούντας να βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα. Εκεί ξεκίνησε ο Μουσταφά Κεμάλ την εκστρατεία του να θέσει ολόκληρη την Ανατολία υπό τουρκική εξουσία, ενώ στην κοντινή Κερασούντα ένας ανελέητος πολεμιστής και οπλαρχηγός, γνωστός ως Τοπάλ Οσμάν, εξαπόλυσε κύμα τρομοκρατίας εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού.
Υπήρξε και μία άλλη σημαντική αν και λιγότερο φανερή διαφορά μεταξύ Σαμ­ψούντας και Τραπεζούντας κατά τις παραμονές της ανταλλαγής πληθυσμών.
 Οι θρη­σκευτικοί ηγέτες των ελληνικών κοινοτήτων και στα δύο μέρη είχαν μεγάλη διαφορά χαρακτήρων. Επικεφαλής της ορθόδοξης κοινότητας της Σαμψούντας ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο μαχητικός μητροπολίτης που είχε υπό τις διαταγές του ,τους άτακτους πολεμιστές στη Μακεδονία και πίστευε ότι η τακτική της κατά μέτωπο αντιπαράθεσης θα ήταν κατάλληλη και για την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Στην Τραπεζούντα πάλι, θρησκευτικός ηγέτης ήταν ο μητροπολίτης Χρύσανθος Φιλιππίδης, ένας ήπιος και διαλλακτικός άνθρωπος που είχε τη σύνεση να αντιμετωπίσει με κάποια ευελιξία τις γεωπολιτικές αλλαγές και πίστευε ότι σε έναν πολυμέτωπο αγώνα όφειλε να υψώσει το ηθικό του ανάστημα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Μόλις ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, ο Χρύσανθος πλησίασε τον Τούρκο κυβερνήτη της πόλης και υποσχέθηκε ότι το ποίμνιο του θα παρέμενε πιστό στον σουλτάνο - κατευνάζοντας έτσι τις βάσιμες υποψίες των Τούρκων ότι η ελληνική κοινότητα υποστήριζε τη Ρωσία.
Η άλλη χριστιανική μειονότητα, οι Αρμένιοι, αντιμετωπίστηκαν με βαρβαρότητα που φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα απάνθρωπη στην Τραπεζούντα. Σύμφωνα με καταθέ­σεις Τούρκων αξιωματούχων και γιατρών σε μία δίκη που διεξήγαγαν οι οθωμανικές αρχές το 1919, πολλά παιδιά Αρμενίων δηλητηριάστηκαν, πνίγηκαν ή σκοτώθηκαν ενώ οι γονείς τους εξαναγκάστηκαν σε πορείες προς τα νότια. Έχοντας δει με τα μάτια του τις τιμωρίες στις οποίες οι οθωμανικές αρχές υπέβαλλαν στις μειονότητες των «απίστων», ο Χρύσανθος προσπάθησε πολύ να εξασφαλίσει τουλάχιστον ότι οι Ελληνες δεν θα υποβάλλονταν στο μαρτύριο της απέλασης και, στην περίπτωση που πήγαιναν στα τάγματα εργασίας, τα καθήκοντα τους θα ήταν λιγότερο βαριά.
Την άνοιξη του 1916 έστρεψε τη διπλωματική του δεξιοτεχνία προς μία διαφορετική κατεύθυνση. Καθώς ο οθωμανικός στρατός υποχωρούσε και τα τσαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Τραπεζούντα, ο μητροπολίτης ήταν εκείνος που παρέδωσε επίσημα την πόλη στους Ρώσους θέλοντας, ίσως, με αυτό τον τρόπο να δείξει ότι επρόκειτο για «απελευθέρωση» των χριστιανών, και «σκλαβιά» των Τούρκων.
Χρύσανθος
Αλλά και κατά τη διάρκεια της κατοχής ο Χρύσανθος εργάστηκε για το καλό των ντόπιων Τούρκων και μουσουλμάνων ώστε να μην υποφέρουν αναίτια, παρατηρώντας συγχρόνως το επα­ναστατικό κίνημα που σάρωνε όλες τις επικράτειες του τσάρου, συμπεριλαμβανομένης της Τραπεζούντας.
 Στις αρχές του 1916 λέγεται ότι έλαβε μία προειδοποίηση από τον μέγα δούκα Νικολάι Νικολάγιεβιτς, τον Ρώσο διοικητή, ότι οι μέρες της μοναρχίας των Ρομανόφ (και ως εκ τούτου η συμμετοχή της Ρωσίας στον πόλεμο) μάλλον έφταναν στο τέλος τους.
Με την υποστήριξη του μεγάλου δούκα, ο μητροπολίτης βολιδοσκόπησε την κατάσταση στην οθωμανική πρωτεύουσα για να πετύχει μία ρωσοτουρκική συμφωνία με στόχο την ανατροπή των σχεδίων της Βρετανίας, αλλά ούτε οι Τούρκοι ούτε οι Γερμανοί τους σύμμαχοι έδειξαν ενδιαφέρον.
Όταν το 1918 οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την Τραπεζούντα, πολλοί από τους Έλληνες  της πόλης έφυγαν μαζί τους φοβούμενοι ότι είχε χαθεί κάθε ελπίδα για τους ορθόδοξους της βορειοανατολικής Ανατολίας.
Μεταξύ των Ελλήνων που παρέμειναν, υπήρξε μία μικρή σπίθα αισιοδοξίας ως το τέλος του 1918 ύστερα από την νίκη της Αντάντ πάνω στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά ο Χρύσανθος παραήταν καλός διπλωμά­της για να πιστέψει ότι η ειρήνη είχε ελπίδες μονιμότητας.
Αν ο ίδιος ήλπιζε σε κάτι,  αυτό ήταν ότι η Τραπεζούντα αποτελούσε πάντοτε έναν κόσμο ξεχωριστό. Από την  εποχή ακόμα του Βυζαντίου ήταν ένας τόπος όπου Έλληνες και Τούρκοι ακολουθούσαν  άλλους ρυθμούς και προχωρούσαν σε συμβιβασμούς που δεν ίσχυαν πουθενά αλλού.
Ενώ μοιραζόταν το όνειρο ενός ελληνοποντιακού κράτους, συνδεδεμένου ή όχι με την  Ελλάδα, ο Χρύσανθος αντίθετα με πολλούς άλλους κατάλαβε νωρίς πόσο ουτοπικό ήταν κάτι τέτοιο.
Όταν στη Διάσκεψη των Βερσαλλιών το 1919 η ελληνική αντιπρο­σωπεία έριξε γενικώς την ιδέα να δημιουργηθεί μία πατρίδα για τους Αρμένιους που θα συμπεριλάμβανε την Τραπεζούντα, ο Χρύσανθος και το ποίμνιο του αμέσως υποπτεύθηκαν -ίσως επειδή κατάλαβαν ότι συνδέοντας την τύχη τους με τους Αρμένιους θα εναντιώνονταν στους Τούρκους- ότι μία τέτοια κίνηση πιθανότατα θα απέβαινε μοιραία για τους Έλληνες του Πόντου.
Σε πρώτη φάση το καλύτερο θα ήταν να ιδρυθεί ένα ελληνοποντιακό κράτος που θα περιλάμβανε έναν δυνατό τουρκικό πληθυσμό με ίσα δικαιώματα και με τη σύμφωνη γνώμη του Μουσταφά Κεμάλ και των Τούρκων  εθνικιστών. Μόνο όταν η πρότασή του απορρίφθηκε από τους Τούρκους, άνοιξε διά­λογο με τους Αρμένιους, ο οποίος όμως δεν καρποφόρησε.
Από το 1920 και ύστερα ο Χρύσανθος και το ποίμνιο του ενδιαφέρονταν μόνο για  την επιβίωση τους. Όσο οι Έλληνες τραπεζίτες και πλοιοκτήτες εγκατέλειπαν την πόλη και η λάμψη της άρχισε να σβήνει η κοινότητα έκανε μία απελπισμένη προσπάθεια να εκμεταλλευτεί ότι απέμενε από την τοπική παράδοση διακοινοτικής συνύπαρξης.
Όταν οι οπαδοί μιας πιο μαχητικής αντιμετώπισης της κατάστασης, υποκινούμενοι από τον εριστικό Γερμανό Καραβαγγέλη αφίχθηκαν στην Τραπεζούντα για να προτείνουν στην κοινότητα να συμμετάσχει σε μία ένοπλη εξέγερση, η κοινότητα τους αντιμε­τώπισε παγερά.
Ματθαίος Κωφίδης
Ο Ματθαίος Κωφίδης, ένας τοπικός Έλληνας πολιτικός και πρώην βουλευτής στην οθωμανική βουλή, ρώτησε ειρωνικά τους επισκέπτες αν σκόπευαν να παραμείνουν στην πόλη κατά τη διάρκεια της ένοπλης εξέγερσης την οποία πίεζαν τους 'Ελληνες της Τραπεζούντας να εξαπολύσουν.
 Όταν πήρε αρνητική απάντηση, είπε στους φιλοξενούμενούς του: «Φαίνεται, κύριοι, εσείς θέλετε να βλέπετε με τα κιάλια σας την Τραπεζούντα να καίγεται...».
 Συγχρόνως, μία άλλη πολεμοχαρής ομάδα ταξίδευε ανατολικά προς την Τραπε­ζούντα με την ελπίδα να υποδαυλίσει τη βία. Μία συμμορία φονιάδων υπό τις δια­ταγές του Τοπάλ Οσμάν, του λήσταρχου ο οποίος ήδη τρομοκρατούσε Έλληνες και Αρμένιους στον δυτικό Πόντο.
Οι άνδρες του Οσμάν αρχικά απαίτησαν 400 μαύρες φορεσιές. Όταν η κοινότητα αρνήθηκε για οικονομικούς λόγους, θύμωσαν και άρχισαν να λεηλατούν τα σπίτια της ελληνικής συνοικίας και να σφάζουν τους κατοίκους.
Ήταν όμως ο Γιαχιά, ένας Τούρκος κακοποιός και παράγοντας του λιμανιού, εκείνος
που τους έτρεψε σε φυγή για λόγους που είχαν καθαρά να κάνουν με την καταπάτηση της επικράτειάς του. 
Ο Γιαχιά δεν ήταν βέβαια καλύτερος από τον Τοπάλ Οσμάν, αλλά διατηρούσε κάποιους δεσμούς με τους 'Ελληνες και ήταν διατεθειμένος, με το αζημίωτο φυσικά, να τους βοηθήσει να διαφύγουν με πλοία προς την Ελλάδα ή τη Ρωσία.
Στους πιο ευυπόληπτους κεμαλικούς κύκλους εξάλλου η Τραπεζούντα φαινόταν
πολλές φορές ενοχλητικά αλλιώτικη. Μπορεί να ήταν από τους προμαχώνες του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος αλλά ο τοπικός πληθυσμός δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να σκύψει το κεφάλι στον Κεμάλ.
Στο τέλος η προκλητική στάση των δύσπιστων κατοίκων της Τραπεζούντας απέναντι στον Κεμάλ εξουδετερώθηκε με μία σειρά αποτρόπαιων πράξεων που κορυφώθηκαν τον Μάρτιο του 1923. Πρώτα δολοφονήθηκε ο Γιαχά κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες στα περίχωρα του τοπικού στρατώνα. 
Αυτή η δολοφονία επιδείνωσε την δυσαρέσκεια της αντιπολίτευσης απέναντι στον Κεμάλ, η οποία είχε ήδη εκδηλωθεί στην Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας όπου υπήρχαν και αρκετοί βουλευτές από την Τραπεζούντα. Ένας από αυτούς, ο Αλί Σουκρού, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς όταν τάχθηκε με την αντιπολίτευση σε μία συνεδρίαση.
Τελικά αποκαλύφθηκε ότι τον είχε δολοφονήσει ο Τοπάλ Οσμάν και η συμμορία του, μέλη της οποίας αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του Κεμάλ. Συναισθανόμενος ότι η σχέση του με τον Οσμάν δημιουργούσε προβλήματα ο Κεμάλ έστειλε ένα λόχο να τον συλλάβει και ο Οσμάν σκοτώθηκε κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών που επακολούθησε.
Ο Κεμάλ τότε χρειάστηκε να κινηθεί γρήγορα προκειμένου να  ελέγξει το κύμα δυσαρέσκειας που εκδηλώθηκε καθαρά στην κηδεία του Αλί Σουκρού στο λιμάνι της γενέτειράς του.
Στο τέλος βέβαια οι κάτοικοι της Τραπεζούντας δέχθηκαν, με τιμές τον Κεμάλ και του προσέφεραν ένα πολυτελέστατο σπίτι που κάποτε ανήκε σεέναν Έλληνα τραπεζίτη. Του πήρε όμως χρόνο μέχρι να λυγίσει αυτή την ξεροκέφαλη παραθαλάσσια κοινωνία και να την πείσει να τον ακολουθήσει.
Πολύ προτού συμβούν όλα αυτά, οι ντόπιοι Έλληνες χρειάστηκε να καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να περισώσουν τις παλιές, διακοινοτικές παραδόσεις του λιμανιού. Οι τελευταίες αναλαμπές πριν από την πτώση της ελληνικής Τραπεζούντας έχουν περιγραφεί από τον Δημήτρη Φυλλίζη, έναν μηχανικό που κατόρθωσε να παραμείνει σχεδόν ως το τέλος προσφέροντας στις τουρκικές αρχές βοήθεια για την ανακατασκευή του λιμανιού και του υδραγωγείου.
Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Φυλλίζη: «Εμείς [οι 'Ελληνες] αποφύγαμε επιμελώς να προκαλέσουμε τους Τούρκους», ακόμα και μετά την ήττα το 1918. Εξασφάλισαν για παράδειγμα ότι το νοσοκομείο του  Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, για το οποίο η ορθόδοξη κοινωνία ήταν πολύ υπερήφανη, παρέμενε ανοιχτό σε Τούρκους και Έλληνες.
Οι προύχοντες της πόλης οργάνωναν «συμπόσια συναδελφώσεως» στα οποία συγκέντρωναν Τούρκους και Έλληνες  επιφανείς πολίτες. Τουλάχιστον μία μεγάλη τουρκική δυναστεία -η οικογένεια Νεμλί  Ζαντέ- ήταν αποδεκτή από την χριστιανική ελίτ και μοιραζόταν μαζί της την ίδια άνετη  ζωή.

Αλλά ο Φυλλίζης διηγείται μία αποκαλυπτική ιστορία που συνέβη όταν μία ομάδα  Ελλήνων ζήτησε από κάποιο μέλος της οικογένειας Νεμλί Ζαντέ συμβουλές για το πως  θα καλυτερεύσουν οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων.
Η απάντηση ήλθε με τη μορφή μιας  πικρόχολης ιστορίας: μία φορά η αλεπού έκλεισε συμφωνία με τον πετεινό να ζήσουν  αδελφωμένα και να μην τον πειράξει, εφόσον δεν θα του εύρισκε τρία κουσούρια.
Αφού  βάδισαν μαζί κάμποσο, η αλεπού άρχισε να κοροϊδεύει τον πετεινό για το άσχημο λειρί  του, τα γαμψά του νύχια και την βραχνή φωνή του, και ύστερα τον καταβρόχθισε. Το  ηθικό δίδαγμα ήταν ότι όσοι θέλουν να τσακωθούν πάντα βρίσκουν αφορμή. Και τελικά  η απαισιοδοξία του Νεμλί Ζαντέ δικαιώθηκε.
Για ένα διάστημα οι διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των τουρκικών αρχών της Τραπεζούντας και του Κεμάλ έδωσε στους Έλληνες χώρο να ελιχθούν. Αλλά καθώς οι  Τούρκοι εθνικιστές κέρδιζαν έδαφος σε ολόκληρη την Ανατολία και οι άνεμοι του πολέμου φυσούσαν ευνοϊκά γι' αυτούς, η ζωή της ελληνικής κοινότητας δυσκόλεψε πολύ.
Ένας μεγάλος αριθμός του ανδρικού πληθυσμού απελάθηκε στα στρατόπεδα εργασίας  του Ερζερούμ, εκατοντάδες χιλιόμετρα προς τα νότια. Μεταξύ των ελάχιστων που  γλίτωσαν ήταν εκείνοι που, όπως ο Φυλλίζης, φάνηκαν χρήσιμοι στις τοπικές αρχές  - καθώς και μερικές εκατοντάδες κάτοικοι που είχαν ρώσικα διαβατήρια.
Στα μέσα του 1921, όταν οι ορθόδοξοι του δυτικού Πόντου εξορίζονταν μαζικά, ορισμένοι επιφανείς Έλληνες της Τραπεζούντας, συμπεριλαμβανομένου του πολιτευτή Κωφίδη,  μεταφέρθηκαν στην Αμάσεια και, μαζί με έναν μεγάλο αριθμό ομοθρήσκων τους, απαγχονίστηκαν ως προδότες.
Οι εξελίξεις ήταν τόσο ραγδαίες που ξεπερνούσαν ακόμα και  τους καλύτερους υπολογισμούς των ντόπιων κατοίκων. Η αρχική αντίδραση του Κωφίδη απέναντι στην σύλληψή του ήταν αφελέστατη - έχοντας καλές σχέσεις με τους Τούρκους συναδέλφους του στην οθωμανική βουλή ήταν σίγουρος ότι αν γινόταν δίκη θα κατέθεταν υπέρ του, κάτι που αποδείχτηκε μεγάλη πλάνη.
 Αλλά η πεποίθηση του Κωφίδη ότι είχε πολλούς Τούρκους φίλους δεν ήταν απόλυτα εσφαλμένη και αυτό αποδείχθηκε γρήγορα. Η εκτέλεση του προκάλεσε την οργή των μουσουλμάνων της Τραπεζούντας οι οποίοι αρνήθηκαν να παραδώσουν άλλους «δικούς» τους Έλληνες στην κρεμάλα.
Τους επόμενους μήνες ο ίδιος ο Φυλλίζης κατάφερε αρκετές φορές να γλιτώσει τη ζωή του χάρη στους ισχυρούς δεσμούς που είχε με ντόπιους Τούρκους, υψηλά αλλά και χαμηλότερα ιστάμενους.
 Ο φίλος του Πάνος Παναγιωτίδης, που ο Φυλλίζης τον περιγράφει ως «ιδιαίτερα δημοφιλή» μεταξύ των μουσουλμάνων της πόλης, συνελήφθηκε όταν οι αρχές ανακάλυψαν έναν πρωτόγονο οπτικό τηλέγραφο στην Ελληνική Λέσχη. Το μηχάνημα φαίνεται ότι το είχε αγοράσει με την ελπίδα να κατασκευάσει μία «μαγική λυχνία».
Τελικά ο Παναγιωτίδης αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από μεσο­λάβηση της τοπικής τουρκικής επιχειρηματικής κοινότητας. Αργότερα συνελήφθη ο ίδιος ο Φυλλίζης κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης να μαζευτούν όσοι χριστιανοί είχαν απομείνει στην πόλη, αλλά ο κυβερνήτης διέταξε την απελευθέρωσή του με το επιχεί­ρημα ότι ο μηχανικός εργαζόταν για το καλό του δήμου.
 Ορισμένοι από τους Έλληνες αιχμάλωτους αναγκάστηκαν να κάνουν πολύ πιο σκληρές και ταπεινωτικές εργασίες. Τους διέταξαν να κατεδαφίσουν τα τείχη και την ακρόπολη των Κομνηνών, οι οποίοι ήταν οι ηγεμόνες του τόπου πριν από τους Οθωμανούς, και να χρησιμοποιήσουν τις πέτρες για να φτιάξουν δρόμους.
Παρόλο που είναι ψύχραιμος αφηγητής, ο Φυλλίζης ξεσπάει σε μία δακρύβρεκτη περιγραφή της περιπλάνησής του στις κατεστραμμένες εκκλησίες της πατρίδας του ανάμεσα στα σπασμένα εικονίσματα, τα σκισμένα ράσα και τις βεβηλωμένες νωπογρα­φίες.
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΧΡΥΣΟΚΕΦΑΛΟΣ

Μπαίνοντας στην εκκλησία της γειτονιάς του αναπολεί τις παιδικές του προσπά­θειες να ψάλει σε μία γλώσσα που καλά-καλά δεν καταλάβαινε και να προσκυνήσει με τον κατανυκτικό ορθόδοξο τρόπο. Θυμάται «την μελιστάλακτη φωνή του καλού μας παπά-Πρόδρομου, του ιερέα της ενορίας μας που ήταν τόσο αξιοπρεπής και μορφωμέ­νος», και θλίβεται για τον «μάταιο τούτο κόσμο, ματαιότης ματαιοτήτων...».
Όταν έφτασε η ώρα να φύγουν -κάποια στιγμή στο τέλος του 1923- η γυναίκα του  και μία Αρμένισσα φίλη της επισκέφθηκαν για τελευταία φορά το ελληνικό νεκροτα­φείο όπου τις λιθοβόλησαν κάτι παιδιά.
 «Για να είμαστε δίκαιοι, οι Τούρκοι της περιοχής  μας ήταν μάλλον καλοί και αγαθοί άνθρωποι [...] και είχαν μεγάλη αγάπη για τους Έλληνες συμπατριώτες τους γιατί μας θεωρούσαν όμαιμους...».
Αυτή η τελευταία φράση ξενίζει, εκφράζει όμως απόλυτα τους μυστικούς δεσμούς μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων που ίσχυαν σε αυτή την γωνιά της Ανατολίας περισσό­τερο από οπουδήποτε αλλού. Τόσο μεταξύ των κατοίκων της Τραπεζούντας όσο και μεταξύ εκείνων που ζούσαν στα βουνά της ενδοχώρας, που ονομάζονται και Ποντιακές  Άλπεις, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων ήταν σαφής αλλά δεν ήταν αδιαπέραστη.
Σε πολλές οικογένειες χριστιανών ορισμένοι κλάδοι είχαν ασπαστεί το Ισλάμ. Αυτό δημιουργούσε διαμάχες ανάμεσα σε ξαδέλφια που είχαν δια­φορετικές θρησκείες αλλά πολύ σπάνια οι δεσμοί κοβόταν εντελώς. Είναι βέβαια γεγο­νός ότι η αλλαγή πίστης είχε επιπτώσεις που ξεπερνούσαν κατά πολύ το θρησκευτικό  ζήτημα.
 Όσοι ασπάζονταν το Ισλάμ ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετήσουν στο στρατό, αλλά εξαιρούνταν από τους φόρους και τη δεκάτη υπέρ του κλήρου που οι χριστιανοί αναγκάζονταν να πληρώνουν.
Στον 19ο αιώνα οι χριστιανοί είχαν το προνόμιο να ταξιδεύουν ελεύθερα στη Ρωσία και να αναζητούν εκεί την τύχη τους - αλλά είχαν το μειονέκτημα να θεωρούνται ύποπτοι στα μάτια των Οθωμανών που τους έβλεπαν σαν όργανα του εχθρού του σουλτάνου.
 Λόγω εν μέρει της δύναμης που εξακολουθούσαν να έχουν τα χριστιανικά μοναστήρια της περιοχής και τα ορυχεία αργύρου που ήταν επίσης υπό χριστιανική διοίκηση, οι χωρικοί του Πόντου κρατούσαν ζωντανή την χριστιανική πίστη και την ελληνική γλώσσα πολύ περισσότερο από τους χριστιανούς  άλλων περιοχών της Ανατολίας.
Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε παρά την αλλαγή του θρησκεύματος. Παρά τη δύναμη των χριστιανών της περιοχής πολλοί κάτοικοι που μιλούσαν Ποντιακά ασπάστηκαν το Ισλάμ και αρκε­τοί αγκάλιασαν τη νέα τους θρησκεία με τη φλόγα του νεοφώτιστου.
Υπήρχαν επίσης δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων που ανήκαν και στους δύο κόσμους.
'Ηταν οι κρυφοί χριστιανοί, που δημόσια εμφανίζονταν ως μουσουλμάνοι αλλά ιδιω­τικά τηρούσαν τα χριστιανικά έθιμα. Ενώ ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας τους παραμένει μυστήριο, έχει τεκμηριωθεί ότι αρκετές χιλιάδες από αυτούς απαρνήθηκαν τη μουσουλμανική και αποκάλυψαν την χριστιανική τους πίστη γύρω στο 1860 όταν η  οθωμανική αυτοκρατορία -πιεσμένη από τους Βρετανούς και τους Γάλλους συμμάχους της- έβγαλε ένα διάταγμα που επέτρεπε μεγαλύτερες θρησκευτικές ελευθερίες.
 Μεταξύ των απογόνων του ποντιακού πληθυσμού που ζουν σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει μία σημαντική κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι, τέσσερις ας πούμε ή πέντε γενιές πριν, εμφανίζονταν στον έξω κόσμο ως Τούρκοι μουσουλμάνοι, κάτι που δύσκολα παρα­δέχονται οι Ελληνες του Πόντου που είναι προσκολλημένοι με τέτοιο πάθος στην ελληνικότητα τους, αλλά η ιστορία των κρυπτοχριστιανών περιγράφεται γλαφυρά από τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα Γιώργο Ανδρεάδη.
Φανατικός ερασιτέχνης ιστορικός και δραστήριο μέλος της Ποντιακής κοινότητας, ο Ανδρεάδης αγγίζει μία ευαίσθητη χορδή σε ένα βιβλίο του που αφηγείται την αληθινή ιστορία μιας χωρισμένης ποντιακής οικογένειας.
Μία γυναίκα που ζει στην Άγκυρα, με χριστιανικές καταβολές αλλά μεγαλωμένη σε οικογένεια Τούρκων στη δεκαετία του 1920, συναντιέται με τους εξ αίματος συγγενείς της στην Ελλάδα.
Θίγοντας έναν ακόμα πιο ευαίσθητο χώρο, ο συγγραφέας ερευνά τον παράξενο κόσμο των κρυπτοχριστιανών αποκαλύπτοντας την ιστορία της δικής του οικογένειας.  Για να σκιαγραφήσει τον κόσμο των κρυπτοχριστιανών, ο Ανδρεάδης στηρίζεται στις αναμνήσεις της γιαγιάς του Αφροδίτης Γραμματικοπούλου, η οποία πέθανε το 1955 έχοντας περάσει το τελευταίο διάστημα της ογδονταοκτάχρονης ζωής της σαν πρόσφυγας στη βόρεια Ελλάδα.
Σχεδόν αγράμματη αλλά προικισμένη με καταπλη­κτική μνήμη, η γερόντισσα έβλεπε τον εαυτό της σαν θεματοφύλακα μιας πολύ παλιάς ιστορίας. Της ιστορίας του προπάππου της που κυκλοφορούσε παντού ως μουλάς με το όνομα Μολασλεϊμάν. Επιφανειακά τουλάχιστον ο Μολασλεϊμάν ήταν ένας πολυπράγ­μον χωρικός μάλλον ταπεινής καταγωγής που μεγάλωσε στην Κρώμνη στα ορεινά της Τραπεζούντας. Γεννήθηκε το 1767 όταν τα ορυχεία αργύρου αποτελούσαν πηγή απασχόλησης και σχετικής οικονομικής ευημερίας.
Στα δεκαέξι του χρόνια έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και στα είκοσι-δύο γύρισε πίσω στην ορεινή του πατρίδα έχοντας μελετήσει αραβικά, το Κοράνι και το νόμο του Ισλάμ, σε σημείο ώστε να εντυπωσιάσει τις τοπικές οθωμανικές αρχές και να αναγνωριστεί ως καδής.
Αλλά κάποια στιγμή στη ζωή του ο μουλάς θα πρέπει να απόκτησε κάποιου άλλου είδους θρησκευτική συνείδηση καθώς ήταν επίσης χριστιανός ιερέας ο οποίος δια­τηρούσε παρεκκλήσι στο υπόγειο του σπιτιού του, γεμάτο εικονίσματα και κεράκια.
Ένα από αυτά τα εικονίσματα, που απεικονίζει τον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή με φτερά αγγέλου να κρατάει στα χέρια το κεφάλι του, βρίσκεται σήμερα στο διαμέρισμα της οικογένειας Ανδρεάδη στη Θεσσαλονίκη και αποτελεί πολύτιμο οικογενειακό θησαυρό.
Στη μυστική του κρύπτη, ο «μουλάς» φαίνεται ότι πραγματοποιούσε πλήθος από βαφτίσια και στεφανώματα, συνεχίζοντας μία παράδοση ευφυούς και δεξιοτεχνικής παραπλάνησης.
Οι κρυπτοχριστιανοί -πατριαρχικοί όπως όλες οι οθωμανικές κοινω­νίες- είχαν τη συνήθεια να παίρνουν νύφες από τους μουσουλμάνους γείτονές τους. Μόλις υπογραφόταν το συμφωνητικό του γάμου, η μουσουλμάνα κόρη, σπάνια μεγα­λύτερη από δεκατεσσάρων ετών, βαπτιζόταν μυστικά υπό την επίβλεψη των μελλο­ντικών πεθερικών της και κατόπιν της απαγορευόταν κάθε επαφή με τους εξ αίματος συγγενείς της.
Συγχρόνως, όταν μπορούσαν, απέφευγαν να δίνουν τις κόρες τους σε αμιγώς μουσουλμανικές οικογένειες. Όπως τονίζει ο ακαδημαϊκός Άντονι Μπράιερ, ένας από τους πιο γνωστούς μελετητές της ιστορίας της περιοχής του Πόντου, αυτή η κοινότητα είχε βρει τρόπο να ανατρέψει την διαδικασία με την οποία οι 'Ελληνες της Ανατολίας έχαναν διαδοχικά «τη γλώσσα, τη θρησκεία και τα κορίτσια τους» στους Τούρκους μουσουλμάνους. Αντί λοιπόν να δίνουν κόρες στο Ισλάμ, επινόησαν διά­φορους τρόπους προκειμένου να τις κρατάνε κοντά τους. Ο ίδιος ο Μολασλεϊμάν όταν πιέστηκε ασφυκτικά από μία πλούσια μουσουλμανική οικογένεια να παντρέψει την κόρη του, βρήκε στα γρήγορα μία φτωχιά οικογένεια κρυπτοχριστιανών και τους ρώτησε αν μπορούσαν να του βρουν γαμπρό. Το βιαστικά παντρεμένο ζευγάρι -η δεκατριάχρονη κόρη του Μουλά και ο δεκαεπτάχρονος γιος του φίλου του- παρήγαγαν δύο γενιές κρυπτοχριστιανών. Μόνο τα δισέγγονα του μουλά κατόρθωσαν να ζήσουν το δεύτερο μέρος της ζωής τους ανοιχτά σαν χριστιανοί.

0 Μολασλεϊμάν πέθανε το 1843 σε ηλικία ογδοντατριών ετών και θάφτηκε ως μουσουλμάνος στο ισλαμικό κοιμητήριο της Τραπεζούντας. Η οικογενειακή ιστορία λέει ότι ο μουλάς είχε κατέβει στην πόλη να ρωτήσει τη θρησκευτική ηγεσία αν είχε φτάσει επιτέλους η ώρα να αποκαλύψει η κοινότητα ανοιχτά την χριστιανική της πίστη. Αλλά οι τοπικοί επίσκοποι τον απέτρεψαν, σωστά όπως αποδείχτηκε, όταν, σε μία πασίγνωστη περίπτωση, ένας Αρμένιος που είχε ασπαστεί το Ισλάμ καταδικάστηκε σε απαγχονισμό γιατί επέστρεψε στο χριστιανισμό.
Σύμφωνα με την οικογένεια Ανδρεάδη, ο πρόγονος της πέθανε από την ταραχή του όταν άκουσε την ιστορία της εκτέλεσης του Αρμένιου, η οποία γκρέμισε μονομιάς κάθε ελπίδα να αφιερωθεί ανοιχτά στη θρησκεία του.
 Η κατάσταση στην περιοχή της Τραπεζούντας άλλαξε δραματικά ύστερα από το διάταγμα του 1856, που υποτίθεται ότι θα απελευθέρωνε τις θρησκευτικές μειονότητες και που επέτρεψε σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να αποκαλύψουν τη χριστιανική τους πίστη και να ζητήσουν προστασία από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.
 Οι λόγοι ύπαρξης των κρυπτοχριστιανών αποτελούν ακόμα αντικείμενο έρευνας, όπως άλλωστε και τα γενικότερα κίνητρά τους. Μία θεωρία υποστηρίζει ότι κρατώντας μυστικές τις χριστιανικές τους λειτουργίες δεν ήθελαν απλώς να κρατήσουν την πίστη τους κρυφή από τις οθωμανικές αρχές αλλά να αποφύγουν το μακρύ χέρι της εξουσίας των χριστιανών επίσκοπων που κηδεμόνευαν κάθε πλευρά της εκπαιδευτικής και κοι­νωνικής ζωής του ποιμνίου τους χωρίς να διστάζουν να το φορτώνουν με πρόσθετα χαράτσια και να αποφασίζουν μόνον εκείνοι πού και πότε θα χτίζονταν σχολεία.
 Οι σκεπτικιστές ισχυρίζονται ότι η ανάγκη της μυστικότητας είχε πάψει να υπάρχει από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η Ρωσία προσπάθησε να θέσει την περιοχή υπό τη δική της σφαίρα επιρροής, ανακηρύσσοντας τον εαυτό της υπερασπιστή των ορθόδοξων και ενθαρρύνοντας την ανοιχτή λατρεία του χριστιανισμού.
 Μεταξύ των σκεπτικιστών ήταν το Βρετανικό Προξενείο της Τραπεζούντας που  θεωρούσε ότι το μαζικό ρεύμα προς το χριστιανισμό δεν ήταν παρά μία τακτική για να αποφεύγουν οι άνδρες τη θητεία τον οθωμανικό στρατό.
Λίγο καιρό πριν, τόνι­ζαν, όσοι ήταν πολιτογραφημένοι μουσουλμάνοι μπορούσαν να γλιτώνουν το στρατό εργαζόμενοι στα μεταλλεία αλλά τώρα αυτή η επιλογή δεν ίσχυε πια.
Έτσι οι άνθρωποι αποφάσισαν ότι ήταν προτιμότερο να πληρώνουν τους φόρους που τους επέβαλλαν οι χριστιανοί ποιμενάρχες αν με αυτό τον τρόπο μπορούσαν να αποφεύγουν τη θητεία και να απολαμβάνουν τα υπόλοιπα πλεονεκτήματα του να είναι χριστιανοί - όπως για παράδειγμα, την πρόσβαση σε ένα εξαιρετικό εκπαιδευτικό σύστημα και το ελεύθερο να μεταναστεύουν στη Ρωσία.
Ο Ανδρεάδης πιστεύει ότι η αλήθεια για τους προγόνους του βρίσκεται κάπου στη μέση. Ήταν ιδεαλιστές γιατί διατηρούσαν ζωντανή μία μυστική χριστιανική πίστη ενώ θα ήταν πολύ πιο απλό να την εγκαταλείψουν, αλλά συγχρόνως είχαν και την οξυδέρκεια να αντιλαμβάνονται τα σημεία των καιρών.
Οξυ­δερκείς αλλά προφανώς όχι και τόσο πονηροί, καθώς τελικά υποχρεώθηκαν να κατατα­γούν στο οθωμανικό στράτευμα (σαν να μην είχαν πάψει ποτέ να είναι Μουσουλμάνοι· με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί ο ρυθμός μετανάστευσης προς τη Ρωσία. Αν ο στόχος  του διατάγματος του 1856 ήταν να αποσαφηνίσει, μία για πάντα, το καθεστώς των θρησκευτικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τότε απέτυχε οικτρά.
 Σε κάθε περίπτωση η παράξενη θρησκευτική κοινότητα των κρυπτοχριστιανών  εξακολουθούσε να υπάρχει όταν ο Ελληνισμός της Τραπεζούντας έπνεε τα λοίσθια, έξι δεκαετίες αργότερα. Ειδικά μέσα στην πόλη ο διαχωρισμός χριστιανών και μου­σουλμάνων δεν ήταν ποτέ απλός ή απόλυτος, όσο και αν οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες τους καλλιεργούσαν την εντύπωση της πλήρους διχοτόμησης. Υπήρχε πάντοτε μία γκρίζα ζώνη υπό την κυριαρχία των κρυπτοχριστιανών.
Η ιδιαιτερότητα των σχέσεων μεταξύ κοινοτήτων και θρησκειών στη δύση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας φαίνεται καθαρά από τις μαρτυρίες ηλικιωμένων Ελλήνων οι οποίες συγκεντρώθηκαν αρκετά πρόσφατα.
Η εντυπωσιακή μακροβιότητα των  Ελλήνων του Πόντου και η ζωντάνια των αναμνήσεών τους τούς καθιστά πολύτιμη πηγή προφορικής ιστορίας. Μία τέτοια καταγραφή της «θρησκευτικής ασάφειας» της Τραπεζούντας και των περιχώρων στην αρχή του 20ου αιώνα δίνει ο Σπύρος Γιακουστίδης σε μία συνέντευξη που έδωσε στο διαμέρισμα του στη Θεσσαλονίκη το 1977.
Ήταν 101 ετών όταν μοιράστηκε τις αναμνήσεις του με την Ελένη Ιωαννίδου, μία επιμελή Ελληνίδα κοινωνιολόγο και ιστορικό.
Ο γέροντας θυμάται ότι η οικογένειά του ήταν από την ορεινή κωμόπολη Ιμέρα -ένα μέρος όπου οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ζούσαν μία άνετη και σχετικά ειρηνική ζωή, κυρίως χάρη στα εμβάσματα που έστελναν οι άνδρες τους από τη Ρωσία- και πέρασε ένα μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο λιμάνι της Τραπεζούντας. Λίγο  μετά τη γέννησή του ο πατέρας του μετακόμισε στη γεωργιανή λουτρόπολη Μπορζόμ  της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Η μητέρα του πέθανε το 1901, μία χρονιά που τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας θερίστηκαν από επιδημίες. Ο ίδιος μεγάλωσε με μία θεία από τη μεριά του πατέρα του και φοίτησε στα καλύτερα ελληνικά σχολεία.

Μέναμε σε μία περιοχή που την έλεγαν Εξώτειχα, που σημαίνει έξω από τα τείχη. Οι  περισσότεροι κάτοικοι ήταν Έλληνες χριστιανοί αλλά υπήρχαν και Τούρκοι. Είχαμε
 φίλους Τούρκους και γείτονες που με έπαιρναν μαζί τους να κυνηγήσουμε λαγούς. 
Μερι­κοί από αυτούς ήταν κρυπτοχριστιανοί. Υπήρχε ένας φούρναρης που τον έλεγαν Αλί  Εφέντη. Κατάλαβα ότι ήταν κρυπτοχριστιανός όταν τον είδα να μαγειρεύει φασολάδα χωρίς λάδι, όταν οι χριστιανοί νήστευαν. Τότε είπα «μη φοβάσαι, δε θα μιλήσω...» και  μετά μου έδινε βερεσέ στο φούρνο. [...]
Υπήρχε ένας άλλος γείτονας που τον έλεγαν επίσης Αλί Εφέντη, πουλούσε βούτυρο και τυρί και ήταν κι εκείνος κρυπτοχριστιανός. [...]
Όταν γεννήθηκα, ο πατέρας μου ήταν διευθυντής ενός καταστήματος με κουμπιά, δαντέλλες και είδη ραψίματος που ανήκε στα πεθερικά του. Το επίθετο τους ήταν Ελευθεριάδη αλλά οι προηγούμενες γενιές ήταν κρυπτοχριστιανοί.
 Ο αρχηγός της οικογένειας  Ελευθεριάδη είχε τουρκικό όνομα - Νισάν Εφέντη - αλλά τον γνώριζαν και με το χριστιανικό Νικόλαος... Ο θείος μου Χρήστος ήταν χτίστης και ταχύς, πολύ ταχύς.
 Μου έμαθε τη δουλειά. Όταν ήμουνα δεκαέξι-δεκαεφτά χρονών με πήγε στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά (το μεγαλύτερο μοναστήρι της περιοχής, ένα καταπληκτικό κτίσμα πάνω στην πλαγιά του όρους Μελά). 
Μερικοί από τους Τούρκους τριγύρω ήταν κρυπτοχριστιανοί και πήγαιναν και μεταλάμβαναν. Αν δεν ήταν εκείνοι θα μας είχαν σφάξει. Για παράδειγμα, υπήρχαν πολλοί κρυπτοχριστιανοί στην αστυνομία.
Τη Μεγάλη Βδομάδα έβαζαν φρουρούς στις εκκλησίες μας και απαγόρευαν στους Τούρκους να μπουν για να μη βεβηλώσουν τις λειτουργίες μας. Το Πάσχα φυλάγανε την εκκλησία μας για να μην μας ενοχλεί κανείς.
Όταν τελείωσε το σχολείο, ο Σπύρος Γιακουστίδης εργάστηκε για ένα διάστημα ως γραμματέας και λογιστής ενός δερματέμπορου στο λιμάνι και κατόπιν -χρονικά είναι κάπως ασαφής- πήγε για λίγο στον πατέρα του στη Ρωσία (αυτό πρέπει να συνέβη γύρω στο 1921-22) για να δει αν άξιζε τον κόπο να εγκατασταθεί εκεί. Ύστερα έφυγε για την Ελλάδα, έχασε κάθε επαφή με τον πατέρα του και δεν έχει ιδέα πότε πέθανε και πού.
0 συγγενής του Γιάννης Γιακουστίδης, ο οποίος γεννήθηκε το 1908, περιγράφει εξί­σου ζωντανά τη ζωή του στον Πόντο, παρά τα 92 του χρόνια. Θυμάται τους ορεινούς οικι­σμούς της Ιμέρας όπου, αν και παιδί, καταλάβαινε ότι ήταν ένα πλούσιο μέρος το οποίο έμπαινε -αν δεν βρισκόταν ήδη- σε τροχιά παρακμής, όχι τόσο επειδή υπήρχαν εντάσεις μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, χριστιανών και μουσουλμάνων αλλά λόγω της γοητείας που ασκούσε η μετανάστευση προς τη Ρωσία και το όνειρο για μία καλύτερη ζωή.

Γεννήθηκα στην Ιμερα το 1908 και ο πατέρας μου έφυγε για τη Ρωσία το 1911. Σχεδόν όλοι οι άνδρες τότε μετανάστευαν, αφήνοντας τις οικογένειες πίσω στο χωριό για να μάθουν τα παιδιά τους ελληνικά γράμματα. Μόλις έφταναν στη Ρωσία άνοιγαν καταστή­ματα, φούρνους, μαγαζιά και έστελναν λεφτά στις οικογένειές τους. Τους Ρώσους τους θεωρούσαν καλόκαρδους, όταν αγόραζαν πράγματα πλήρωναν ότι τους ζητούσες. [...]
 [Ακόμα και αν δεν είχε γίνει Παγκόσμιος Πόλεμος] αν μία εκατονταετία ακόμα ζούσαμε εκεί πέρα δεν θα υπήρχαν άνθρωποι. Θα φεύγαν όλοι από εκεί. [...] Κάποτε στην Ιμέρα υπήρχαν 400 οικογένειες [...] την εποχή της ανταλλαγής είμαστε 120.
Οι συγγενείς μου και εγώ είμαστε από τους τελευταίους που έφυγαν από την Ιμέρα, τον Ιανουάριο του 1924.
Είχε καλό σχολείο το χωριό μας, τουλάχιστον ως την πέμπτη τάξη, και ύστερα [το 1921] όλοι μας οι δάσκαλοι επιστρατεύτηκαν και στάλθηκαν να πεθάνουν σε μέρη όπως το Ερζερούμ υπό συνθήκες που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς.
 Όσοι άνδρες έμειναν απελάθηκαν εκτός από τους υπερήλικες όπως ο πατέρας της μητέ­ρας μου. Εγώ ήμουν τότε δεκατριών χρόνων πολύ μικρός για να απελαθώ και έτσι διορί­στηκα κλητήρας και έμεινα εκεί μέχρι να μας διώξουνε τον Ιανουάριο του 1924.
Ένα από τα καθήκοντα μου ήταν να λέω στις γυναίκες του χωριού ποια είχε σειρά να μαγειρέψει για τον Τούρκο χωροφύλακα που φύλαγε κατά κάποιο τρόπο το χωριό. Τον τάιζαν πολύ καλά, στους μπαχτσέδες είχαμε μήλα, αχλάδια, δαμάσκηνα, τέτοια πράγματα είχαμε. Πατάτες, λάχανα.
Και οι γυναίκες μας μαγείρευαν πολύ ωραία. Καρτοφλί με το κρέας τα καρτόφλια, λάχανα. Κοκκινογούλια, αυτά τα παντζάρια που λέμε. Αυτά τα βράζανε και με βούτυρο φρέσκο τα τηγάνιζαν και με αυγά.
Η διαταγή να φύγουν οι τελευταίες οικογένειες από την Ιμέρα και να πάνε στο λιμάνι ήλθε μέσα στο καταχείμωνο, όταν η γη ήταν σκεπασμένη με χιόνι. Στα μισά του δρόμου ήλθε μία διαταγή να γυρίσουμε πίσω... αλλά πώς θα γυρίζαμε; Τα σπίτια μας ήταν άδεια και οι Τούρκοι περίμεναν να μπούνε μέσα. Ύστερα από δεκαπέντε μέρες στείλαμε μία επιτροπή στην Τραπεζούντα για να πάρουμε άδεια να συνεχίσουμε την πορεία μας.
Τελικά η Νομαρχία της Τραπεζούντας μας επέτρεψε να φύγουμε και ύστερα από τρεις μέρες φτάσαμε στο λιμάνι. Εκεί μείναμε σε ένα μετόχι με πολλά δωμάτια που ανήκε στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά.
Έτσι σωθήκαμε. Είχαμε πάρει μαζί μας μερικά χαλιά και μία αγελάδα... γιατί η μητέρα μου ήταν στομαχική και εκτός από γάλα δεν έτρωγε τίποτα. Στο τέλος όμως αναγκαστήκαμε να πουλήσουμε την αγελάδα για να βγάλουμε εισιτήρια στο Ιταλικό πλοίο Λουιζιάνα κι έτσι ήλθαμε στη Θεσσαλονίκη...
Στην Ιμέρα υπήρχε μία ολόκληρη αγορά. Ότι ήθελες. Και τεχνικά. Σιδηρουργείο να πούμε, μαραγκό, ψιλικατζίδικο, παντοπωλείο τρία τέσσερα, καλαϊτζήδες, σιδεράδες... αλλά γύρω από την Κρώμνη ήταν πολύ σκορπισμένα. Αυτοί δεν είχαν και παραγωγή και το μέρος τους ήταν πάρα πολύ σκληρό. Δεν παρήγαν τίποτα. Φρούτα φύτευαν, ελιές φύτευες, δεν μεγάλωναν. Το χώμα τους δεν το επέτρεπε. Δεν είχαν. Οι περισσότεροι Κρωμναίοι δούλευαν στην Τραπεζούντα, στη δημαρχία τεχνίτες, νυχτοφύλακες, τους δρόμους φτιάχνανε...
Κρώμνη: Οικισμός Σαμανάντων

Ίσως έτσι να εξηγείται γιατί η Ιμέρα παρέμεινε ανοιχτά χριστιανική ενώ η γειτονική περιοχή της Κρώμνης -και όσοι από τους κατοίκους της μετακόμισαν στην Τραπεζούντα έτειναν περισσότερο προς τον κρυπτοχριστιανισμό.
 Η Ιμέρα ήταν πλούσια και απομονωμένη τόσο ώστε να κρατήσει την πίστη της, αλλά η Κρώμνη είχε ανάγκη από εργασία και έπρεπε να συμβιβαστεί. Θρησκευτική ασάφεια υπήρχε και στην Ιμέρα, όχι τόσο για τους κρυπτοχριστιανούς όσο για τους ελάχιστους ντόπιους -δέκα οικογένειες το πολύ- που είχαν ασπαστεί το Ισλάμ.
Ο Γιάννης Γιακουστίδης συνάντησε τους μουσουλμάνους γείτονες του ξανά όταν γύρω στο 1980 εκείνος και οι συγγενείς του επισκέφθηκαν μια-δυο φορές την Ιμέρα.
 Βρήκαν ότι μερικές περιοχές της πόλης παρέμεναν κατοικημένες ενώ οι περισσότερες είχαν ερημώσει. Στο πρώτο ταξίδι, το 1986, ένας μουσουλμάνος χωρικός που γνώριζε την οικογένεια τους κάλεσε στην παλιά μουσουλμανική συνοικία και τους έκανε το τραπέζι. Κάθισαν στο πάτωμα και θυμήθηκαν, στα ποντιακά, τα περασμένα. Ορισμένοι από τους ντόπιους Τούρκους ρώτησαν αν οι Έλληνες ταξιδιώτες είχαν έλθει για να βρουν νομίσματα ή θησαυρό που οι ίδιοι είχαν θάψει στους κήπους προτού φύγουν, αλλά οι επισκέπτες τους απάντησαν ότι ποτέ δεν θα έκαναν κάτι τόσο βλακώδες.
Αν υπολογίσει κανείς τους θανάσιμους κινδύνους που αντιμετώπιζαν -συμπεριλαμ­βανομένης και της πιθανότητας της μαζικής απέλασης- υπάρχει κάτι θαυμαστό στο γεγονός ότι τα παιδιά των Ελλήνων του Πόντου που μεγάλωναν στα ορεινά χωριά τις παραμονές της εξόδου, διατηρούν τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις της πατρίδας που εγκατέλειψαν.
 Σε εκείνο τον μητριαρχικό κόσμο οι γυναίκες ήταν ικανές αγρότισσες και αξιόλογες μητέρες και έτσι κατόρθωσαν να διατηρήσουν ζωντανή την κοινότητα και να δημιουργήσουν στα παιδιά τους αίσθημα σιγουριάς. Μία ζωντανή ιστορία ποντια­κής παιδικής ηλικίας των τελευταίων αναλαμπών της Ιμέρας έδωσε στον συγγραφέα ο Γιώργος Σιαμανίδης, ο οποίος στις αρχές του 2005 ήταν ένας χιουμορίστας και ευφυής χήρος 92 ετών που ζούσε σε ένα διαμέρισμα στην παραλία της Θεσσαλονίκης.
Γεννήθηκα το 1912 σε μία ορεινή κοιλάδα με δένδρα και λουλούδια, κοντά στην βορειο­ανατολική ακτή της Τουρκίας. Είναι ένα μέρος όπου για πολλούς αιώνες οι Ρωμιοί ευη­μερούσαν χάρη στη γεωργία, το εμπόριο και τα μεταλλεία.
 Η πατρίδα μου η Ιμέρα απέχει μόνο 80 χιλιόμετρα από το ιστορικό λιμάνι της Τραπεζούντας. Αλλά επειδή βρίσκεται περίπου 1.800 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, η Ιμέρα είχε εντελώς διαφορετικό κλίμα.
Στην Τραπεζούντα το καλοκαίρι έχει υγρασία και η ατμόσφαιρα είναι βαριά, ενώ στο χωριό μας ο αέρας είναι φρέσκος και έχει μία γεύση από κρασί που σε κάνει να πιστεύεις ότι όλες οι αρρώστιες θεραπεύονται με μία εισπνοή. Γι' αυτό και οι πλούσιοι της Τραπεζούντας, συμπεριλαμβανομένων και μερικών εξαδέλφων μου, έρχονταν να περάσουν τα καλοκαίρια μαζί μας. 
Και εμείς που ζούσαμε όλο το χρόνο στην Ιμέρα είμαστε υγιείς και ανθεκτικοί. Από το Νοέμβρη ως τον Απρίλη ο τόπος μας σκεπαζόταν από πυκνό χιόνι και έτσι κρατούσαμε τα ζωντανά κλεισμένα στους στάβλους. Όταν όμως ερχόταν η      άνοιξη και ο ήλιος δυνάμωνε, τα λιβάδια γύρω γίνονταν καταπράσινο χαλί στρωμένο με λουλούδια που μύριζαν υπέροχα.
Ήταν το καταλληλότερο περιβάλλον για τα ζωντανά   και ένας παράδεισος για τα παιδιά. Κλείνω τα μάτια και φέρνω στο νου το άρωμα των γαλάζιων λουλουδιών που κατέβαζε ο άνεμος από το λιβάδι στο σπίτι μας. Μπορώ ακόμα   να γευτώ το γάλα από τις τρεις αγελάδες μας και θυμάμαι τη γεύση του βουτύρου που φυλάγαμε σε ξύλινα δοχεία πολύ πριν να βγουν τα ψυγεία. Ακόμα και το άχυρο, το γάλα και το βούτυρο μύριζαν λουλούδια. Ολόκληρη η παραγωγή μας ήταν υψηλής ποιότητας χάρη στην άφθονη τροφή που προσέφερε η φύση στις αγελάδες.
Με τη φαντασία μου ακούω το ποταμάκι που διέσχιζε την κοιλάδα και πότιζε τα τριφύλλια στις όχθες.
Εμείς τα παιδιά φτιάχναμε ένα μικρό φράγμα από πέτρες και κολυμπούσαμε μέχρι να χορτάσουμε ήλιο και νερό. Έτσι διασκεδάζαμε μέχρι να φτάσουν ξανά
τα χιόνια. Βλέπω ακόμα τις λεύκες με τα ασημένια φύλλα και τους απόκρημνους λόφους με τα εκκλησάκια στις κορφές που εμφανίζονταν μέσα από τα σύννεφα που έτρεχαν.
Πάνω ακριβώς από το σπίτι μας ήταν το εκκλησάκι της Παναγίας της Ερημήτισσας όπου μαζεύονταν οι χωριανοί τον Δεκαπενταύγουστο για να γιορτάσουν τη Θεοτόκο αλλά και να προετοιμαστούν ψυχολογικά για το δύσκολο χειμώνα.                                                                     
Δεν είμαστε μορφωμένοι χριστιανοί και οι περισσότεροι παπάδες μας ήταν απλοί
άνθρωποι παρόλο που η κοινότητα είχε μητροπολίτες ισχυρούς και σπουδαγμένους.
Όμως οι γιορτές και τα έθιμα του χριστιανισμού ήταν γερά θεμελιωμένα στην καθημερινή ζωή μας. Σε σύγκριση με τα υπόλοιπα χωριά του Πόντου, η Ιμέρα ήταν σχεδόν ολόκληρη ελληνόφωνη και χριστιανική.
 Μόνη εξαίρεση αποτελούσε μία μικρή ομάδα δέκα οικογενειών που ζούσαν μία ώρα έξω από το χωριό μας και μιλούσαν ελληνικά αλλά είχαν ασπαστεί το Ισλάμ. Για κάποιο λόγο ήταν φτωχότεροι από μας και, παρόλο που συγγενεύαμε, τους κρατούσαμε σε απόσταση.      
Όταν μεγάλωνα το χωριό μας είχε αρχίσει να παρακμάζει. Ήταν όμως ακόμα το πιο
υγιεινό και χαρούμενο περιβάλλον για ένα παιδί απ' οποιοδήποτε άλλο είδα στη ζωή μου.
Στην Ευρώπη η χώρα που θα θύμιζε τον τόπο μας είναι η Ελβετία, αν και είμαι σίγουρος           ότι τα λουλουδάκια μας είχαν πιο έντονο γαλάζιο χρώμα απ' αυτά που φυτρώνουν στις Άλπεις. Το σπίτι μας ήταν σε ένα μικρό οικισμό, το Λιβάδι, περίπου μισή ώρα με τα πόδια από την κεντρική κωμόπολη. Στο απόγειο της άνθησης της κοινωνίας μας υπήρχαν περίπου 350 σπίτια στην Ιμέρα και γύρω στα 60 στο Λιβάδι.
Μέχρι να φύγουμε τα περισσότερα σπίτια είχαν εγκαταλειφθεί.
Δεν είμαστε όμως φτωχοί. Φυσικά δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα ή αυτοκίνητα, ούτε και σύγχρονες ανέσεις. Με τα δεδομένα όμως της αγροτικής Ανατολίας η κοινωνία μας ήταν προοδευτική και εργατική.
Τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα στην Ιμέρα δεν υπήρχαν άνδρες ικανοί να δουλέψουν. Ο πατέρας μου και όλοι οι συνομήλικοι του έλειπαν στη Ρωσία φτιάχνοντας τις περιουσίες τους. Τα αγόρια παντρεύονταν σε μικρή ηλικία, αποκτούσαν παιδιά και ύστερα έφευγαν για τις μακρινότερες επικράτειες της Ρωσικής Αυτοκρατο­ρίας, αναζητώντας ευκαιρίες μέσα σε εκείνο τον ταραγμένο αλλά και γοητευτικό κόσμο.
 Με τα χρήματα που έβγαζαν, επέστρεφαν στην Ιμέρα και έφτιαχναν ωραία διώροφα σπίτια από πελεκητή άσπρη πέτρα. Και ύστερα αυτά τα προκομμένα παιδιά του τόπου μας πλήρωναν για να χτιστούν σχολεία και εκκλησίες που εμπλούτιζαν την κοινωνία μας και κατέπλησσαν τους Τούρκους αφέντες.
Μεταξύ μας μιλούσαμε ποντιακά αλλά στο σχολείο μαθαίναμε την επίσημη γλώσσα, την καθαρεύουσα, που χρησιμοποιούσαν οι καθηγητές και ο κλήρος στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη.
 Αυτοαποκαλούμασταν Ρωμιοί -ο παλαιός χαρακτηρισμός για τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- αλλά η ίδια η Ελλάδα βρισκόταν μακριά από τη συνείδησή μας. Η χώρα που συνάρπαζε τη φαντασία μας ήταν η Ρωσία.
Οι αδελφοί Ευθυβούλη από την Ιμέρα είχαν ένα φούρνο στην πόλη Τζίφα της Σιβη­ρίας ο οποίος παρήγε καθημερινά πάνω από χίλια καρβέλια ψωμί. Το 1913 ένας από αυτούς δολοφονήθηκε και του έφτιαξαν μία όμορφη επιτύμβια πλάκα με περίτεχνα σκαλισμένη ελληνική επιγραφή.
 Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι ποιον βρήκαν να τους γράψει αυτούς τους γλαφυρούς στίχους. Μερικοί απ' τον τόπο μας αναμείχθηκαν στον εφοδιασμό του τσαρικού στρατού την εποχή του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου του 1905.
Άλλοι πάλι ασχολήθηκαν με το εμπόριο κατά μήκος του ποταμού Αμούρ που χωρίζει τη Ρωσία από την Κίνα. Ένα παιδί από την Ιμέρα εργαζόταν στο Ιρκούτσκ, όταν, κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, ξέσπασαν εχθροπραξίες στην Κρήτη. Του κατέβηκε η ιδέα να πάει στην Κρήτη να πολεμήσει. Για όλους εμάς, η Ελλάδα ήταν ένα μακρινό μέρος, αλλά ορισμένοι από τους νέους μας μάλλον είχαν ρομαντικές ιδέες για τον ελληνικό εθνικό σκοπό.
Ο πατριάρχης της οικογένειας μας, αν και δεν τον γνώρισα ποτέ, ήταν ο Χατζηγιάγκος Φωστηρόπουλος, έμπορος και δανειστής και το όνομά του -που άρχιζε από «Χατζη»- δηλώνει ότι νεώτερος είχε πάει προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα. Στις φωτογραφίες εμφα­νίζονταν σαν άνδρας ωραίος και επιβλητικός ντυμένος με βελούδινο σακάκι, φαρδιά παντελόνια και μυτερά παπούτσια.Οι γιοι του αυγάτισαν την περιουσία του ιδρύοντας μία τράπεζα.
Ο Χατζηγιάγκος παντρεύτηκε δύο φορές. Η πρώτη του γυναίκα του χάρισε τρία παι­διά μεταξύ των οποίων ήταν η γιαγιά μου Ευθυμία, μία άλλη κόρη η Ελένη και ένας γιος ο Γιώργος, που παντρεύτηκε την κόρη ενός Χιώτη καραβοκύρη και ήταν μεταξύ των ιδρυτών της Τράπεζας των Φωστηρόπουλων. Όταν πέθανε η πρώτη του γυναίκα ο Χατζηγιάγκος πήρε μία αρκετά νεότερη γυναίκα με το ωραίο όνομα Χρυσάννα.
Έτσι η γιαγιά μου η Ευθυμία βρέθηκε να έχει μητριά πολύ μικρότερη της με την οποία ευτυχώς τα πήγαιναν πολύ καλά. Η Χρυσάννα με τον Χατζηγιάγκο απέκτησαν τέσσερις γιους και μία κόρη. Δύο από τους γιους εργάστηκαν στην τράπεζα - ο Κώστας στην Τραπεζούντα και ο Σωκράτης στο Βατούμ, το λιμάνι της Γεωργίας που αποτελούσε κομμάτι της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ένας άλλος γιος της Χρυσάννας, ο Διομήδης, παντρεύτηκε μία πλούσια νύφη από τη Ρωσία που είχε πάνω από 100 εκτάρια εύφορης γης στο Κουμπάν. Ήταν ο πλεϊμπόι της οικογένειας και απολάμβανε το μέγαρο και τις πολυτελείς άμαξες που απέκτησε από τον γάμο του.
Τους θείους μου τους γνώριζα ελάχιστα. Οι γυναίκες που με φρόντιζαν τα πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν η γιαγιά μου η Ευθυμία, η μητέρα μου Σωτηρία και η θεία μου Σοφία, σύζυγος του Κώστα Φωστηρόπουλου. 
Ο πατέρας μου κάθε τόσο έφερνε λεφτά από τη Ρωσία αλλά πολλές φορές ήταν άτυχος. Κάποτε στην επιστροφή του από τη Ρωσία του έκλεψαν 120 λίρες, μία μικρή περιουσία. Αυτό έγινε λίγα μόλις χιλιόμετρα από το σπίτι.
Οι δυναμικές κυρίες που κυριάρχησαν στα παιδικά μου χρόνια προστάτευαν πολύ καλά τα παιδιά του χωριού από τις ταραχές που μαίνονταν τριγύρω. Συνήθως τις συνο­δεύαμε καθώς πήγαιναν τις αγελάδες στα βοσκοτόπια την άνοιξη και τις βοηθούσαμε να μαζέψουν το σανό και τα φύλλα με τα οποία τάιζαν τα ζωντανά το χειμώνα.
Καταλάβαινα άραγε ότι εκείνη την εποχή υπήρχε παγκόσμιος πόλεμος; Ήξερα ότι η γη μας στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας κατακτήθηκε από τον τσαρικό στρατό την άνοιξη του 1916 - και εγκαταλείφθηκε μετά λόγω της επανάστασης των μπολσεβίκων το 1917;
Ναι, θυμάμαι την τσαρική κατοχή γιατί μία μέρα ήλθαν στο σπίτι μας Ρώσοι στρατιώτες απαιτώντας φαγητό. Ανακάλυψαν στο στάβλο την ωραία μας αγελάδα, τη Μεταξία, και προσπάθησαν να την πάρουν. Αλλά το πονηρό ζώο το κατάλαβε. Ξάπλωσε στο έδαφος και δεν κουνήθηκε ακόμα και όταν οι στρατιώτες τη χτυπούσαν.
Ένας από τους ενήλικες άνδρες που ζούσαν στο χωριό μας ήταν ο παππούς μου, Δημή­τρης Σιαμανής, ένας βασανισμένος γέροντας, συνταξιούχος έμπορος που φαινόταν να απορεί με τις διεθνείς κρίσεις που συγκλόνιζαν και τελικά θα κατέστρεφαν το μικρό μας παράδεισο. «Σκύλου γιος εκείνος που γύρισε τον κόσμο μας άνω-κάτω», μουρμούριζε κάθε τόσο. Εξακολούθησε όμως να καμαρώνει για το άνετο σπίτι που του είχε κοστίσει 120 [οθωμανικές] λίρες, σεβαστό ποσό εκείνη την εποχή. Είχαμε διπλά παράθυρα, για να κρατούν το σπίτι ζεστό το χειμώνα, και ελαιογραφίες που απεικόνιζαν σκηνές κυνηγιού στους τοίχους.
Όταν αποχώρησαν οι Ρώσοι το 1918 κανείς δεν ήξερε τι θα γινόμασταν. Καθώς ο κεμαλικός στρατός εδραίωνε την κυριαρχία του σε ολόκληρη την Ανατολία, ορισμένοι επιφανείς Έλληνες της Τραπεζούντας δικάστηκαν με την κατηγορία ότι υποστήριζαν την ιδέα ίδρυσης ανεξάρτητου ποντιακού κράτους.
Κώστας Φωστηρόπουλος
 με τη σύζυγο του Σοφία
 Ο θείος μου, ο τραπεζίτης Κώστας Φωστηρόπουλος, αναγκάστηκε να κρυφτεί και κατηγορήθηκε εν τη απουσία του. Τελικά απαλλάχτηκε όταν ορισμένοι μουσουλμάνοι συνεργάτες του -Τούρκοι υπάλληλοι της Οθωμανικής Τράπεζας- κατέθεσαν στο δικαστήριο υπέρ του. Πέρασε όμως πολύ καιρό κρυμμένος. Θυμάμαι ότι το 1920 ήλθε κρυφά το χωριό και επισκέφθηκε τον παππού μου Δημήτρη Σιαμανή.
Τον πληροφόρησε ότι, για την ώρα, ο κίνδυνος απέλασης ολόκληρης της κοινότητας είχε υποχωρήσει. Τον θυμάμαι να λέει: «Σιαμανή, γλιτώσαμε». Ήμουν οκτώ χρονών και δεν πολυκαταλάβαινα αλλά ήξερα ότι τα νέα ήταν καλά. Αυτό θα πρέπει να έγινε το 1920 γιατί ο παππούς μου πέθανε το 1921.
Δύο χρόνια αργότερα, όταν ο ελληνικός στρατός υπέστη την τελική συντριβή, βρε­θήκαμε και πάλι σε θανάσιμο κίνδυνο. Μία μέρα τον Ιανουάριο του 1923 όσοι 'Ελληνες ζούσαν ακόμα στην Τραπεζούντα συγκεντρώθηκαν και επιβιβάστηκαν σε πλοία με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.
Μεταξύ τους ήταν και η αδελφή μου Σοφία. Είχε παντρευτεί και ζούσε καλά σε ένα άνετο διώροφο σπίτι στην προκυμαία αλλά ο άνδρας της ήταν στην εξορία. Την ημέρα που έφτασε η διαταγή της απέλασης, της δόθηκε διορία δεκαπέντε λεπτών να μαζέψει ότι μπορούσε και να κατέβει στο λιμάνι. Απ' όλων των Ελλήνων της Τραπεζούντας η μοίρα της αδελφής μου ήταν ίσως η πιο τραγική. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού το παιδάκι της πέθανε στα χέρια της, κάτι που θυμόταν μέχρι να πεθάνει στα 10 ί της χρόνια στην Θεσσαλονίκη το Μάρτιο του 2004.
Παρόλα αυτά η ορεινή μας κοινότητα εξακολούθησε να επιβιώνει ένα ολόκληρο χρόνο μετά την απέλαση των Ελλήνων της Τραπεζούντας. Η οικογένειά μου συνέχισε να φρο­ντίζει τα ζώα της και να πηγαίνει τακτικά στην μοναδική εκκλησία που λειτουργούσε ακόμα. Το σχολείο είχε κλείσει αλλά εγώ παρέμεινα αχόρταγος βιβλιοφάγος. Ως τα δέκα μου χρόνια είχα καταβροχθίσει το μυθιστόρημα του Βικτόρ Ουγκώ Οι Άθλιοι.
Όσο εγώ διάβαζα τα βιβλία μου και απολάμβανα το τελευταίο καλοκαίρι ανάμεσα στο τοπίο, τους ήχους και τις μυρωδιές της Ιμέρας, οι μεγάλοι κατάστρωναν σχέδια φυγής. Ήξεραν ότι οι μεγάλες δυνάμεις παζάρευαν την ανταλλαγή των μουσουλμάνων της Ελλάδας και των χριστιανών της Τουρκίας και, παρόλο που δίσταζαν να αφήσουν τα βουνά όπου οι πρόγονοι μας είχαν ζήσει επί αιώνες, έβλεπαν την πρόταση της ανταλ­λαγής σαν κάποιου είδους σωτήρια λύση. Δεν περιμέναμε όμως να μας εκκενώσει η Κοινωνία των Εθνών, απλούστατα διαλέξαμε την κατάλληλη ώρα να φύγουμε με δικά μας έξοδα και σχετική ασφάλεια.
Στην προετοιμασία της αποχώρησής της η οικογένειά μου είχε ορισμένα πλεονεκτή­ματα. Ήταν μεγάλο το σόι και τα μέλη ήταν διασκορπισμένα, επομένως οι πιο τυχεροί μπόρεσαν να βοηθήσουν τους λιγότερο τυχερούς. Ως τα μέσα του 1923 το κεντρικό κατάστημα της τράπεζας των Φωστηρόπουλων στην Τραπεζούντα είχε κατασχεθεί αλλά λειτουργούσε ένα παράρτημα στην Κωνσταντινούπολη με τον θείο μου τον Κώστα επι­κεφαλής, ο οποίος έβρισκε τρόπους να στέλνει στο χωριό μηνύματα και χρήματα. 
Όσοι από μας ζούσαν ακόμα στην Ιμέρα, το κυριότερο περιουσιακό στοιχείο τους τελευταίους μήνες ήταν ένα πουγκί με 300 λίρες που παραδινόταν προσεκτικά από τη μία οικογένεια στην άλλη. Για ένα διάστημα το πουγκί ήταν στα χέρια της Χρυσάννας, ύστερα το έδωσε στη γιαγιά μου Ευθυμία για να το φυλάξει. Η Χρυσάννα εμπιστευόταν την μεγαλύτερη σε ηλικία θετή της κόρη περισσότερο από κάθε άλλο συγγενή.
Τελικά, το Σεπτέμβριο του 1923 ήλθε η ώρα της θείας μου της Σοφίας -της γυναίκας του Κώστα- να φυγαδεύσει μία ομάδα μελών της οικογένειας, μεταξύ τους και εμένα, και έτσι το πουγκί παραδόθηκε σε εκείνη. Η Σοφία ήταν άξια γυναίκα γύρω στα τριάντα. Πούλησε τα δικά της ζωντανά και μίσθωσε άλογα για να κατέβει η ομάδα της τον κακοτράχαλο και φιδωτό δρόμο προς την Τραπεζούντα. Η ομάδα της αποτελούνταν από είκοσι άτομα από τα οποία τα περισσότερα ήταν ανήλικα όπως εγώ.
Κάθε άλογο κουβαλούσε δύο νήπια σε καλάθια δεμένα στις δύο πλευρές του σαμαριού, αλλά εγώ ως πιο μεγάλος πήγαινα με τα πόδια. Η μητέρα μου και δύο μικρότερες αδελφές μου έμειναν πίσω για περίπου ένα μήνα. Δεν θυμάμαι να φοβήθηκα στο ταξίδι.                              
Hotel De ville στην Τραπεζούντα
                      
Όταν φτάσαμε στην Τραπεζούντα είδα για πρώτη φορά τη θάλασσα από κοντά και ενθουσιάστηκα, αλλά οι περισσότερες επιχειρήσεις και τα αρχοντόσπιτα των Ελλήνων ήταν καλυμμένα με σανίδες. Οι μόνοι 'Ελληνες που είχαν γλιτώσει ήταν Ρώσοι υπήκοοι, καθώς οι Τούρκοι δεν τόλμησαν να τους πειράξουν. Φιλοξενηθήκαμε για αρκετές μέρες στο σπίτι της κυρίας Ζαχαριάδου που είχε μία υπηρέτρια κωφάλαλη. Ακόμα θυμάμαι το καημένο το κορίτσι να κάνει νοήματα στην κυρά της προσπαθώντας να της εξηγήσει ότι είχε φτάσει μία ομάδα ανθρώπων για να μείνει σπίτι τους.
Η θεία μου αγόρασε εισιτήρια σε ένα φορτηγό πλοίο και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας. Η αλλαγή περιβάλλοντος μου προκάλεσε πονοκεφάλους και η θεία μου προσπαθούσε να τους κατευνάσει τοποθετώντας ένα κρεμμύδι στο μέτωπο μου. Αυτό όμως δεν με εμπόδισε να παρατηρώ με περιέργεια τριγύρω μου όταν σταματήσαμε στην Κερασούντα για να φορτώσουμε φουντούκια. Ένα από τα σακιά άνοιξε και τα κυνηγούσαμε καθώς κυλούσαν στο κατάστρωμα.
Όταν φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη οι Τούρκοι συνέλαβαν έναν νεαρό που ταξίδευε μαζί μας.
Συγκριτικά όμως με άλλους Έλληνες του Πόντου που έφυγαν από την Τουρκία την ίδια εποχή με μας, η μοίρα μας δεν ήταν και τόσο σκληρή. Με τη βοήθεια του θείου Κώστα και της οικογενειακής τράπεζας, επιβιβαστήκαμε σε άλλο πλοίο με προορισμό τον Πειραιά και ύστερα την Θεσσαλονίκη.
Τότε άρχισαν οι δοκιμασίες μας. Βρεθήκαμε να ζούμε σε έναν παλιό στρατώνα που
χρησιμοποιούσε ο γαλλικός αποικιακός στρατός κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και έβριθε από ψείρες. Έμοιαζε με σεληνιακό τοπίο γυμνό από βλάστηση. Θυμηθήκαμε τις ορεινές μας κοιλάδες και μας πήραν τα κλάματα. Περάσαμε βάσανα αλλά και καλές στιγμές μέχρι να συνηθίσουμε τη ζωή στην Ελλάδα, η οποία τότε ήταν πράγματι υπανάπτυκτη χώρα. Κατ' αρχήν συναντήσαμε σχεδόν αμέσως τον πατέρα μου και την αδελφή του. Με τη Ρωσία στα χέρια των μπολσεβίκων οι περιπέτειές τους εκεί είχαν τελειώσει και αγωνίζονταν να κάνουν νέα αρχή στην Ελλάδα.
Ο καημένος ο πατέρας μου δεν τα κατάφερε στην Ελλάδα. Στο περισσότερο μέρος
της ζωής του πηγαινοερχόταν μεταξύ της Ρωσίας και του χωριού μας - και απολάμβανε  τις περιπέτειές του σε εκείνη τη χώρα. Είχε και κάτι ξαδέλφια που είχαν πλουτίσει στην Κριμαία και μας έλεγε ιστορίες για την ξιπασιά τους.
Ύστερα από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο πήγε από την Ρωσία στην Ελλάδα για να κάνει περιουσία αλλά δεν στάθηκε τυχερός. Μία εποχή άνοιξε καφενείο με συνεταίρο έναν Ιταλό αλλά παραπονιόταν ότι τίποτα στην Ελλάδα δεν του ήταν οικείο -ακόμα και τα φτηνά μπακιρένια κέρματα- και έλειπαν οι ευκαιρίες που υπήρχαν κάποτε στην αυτοκρατορική Ρωσία.
Η τελευταία προσπάθεια του πατέρα μου να βγάλει λεφτά στη Ρωσία ήταν το 1922 όταν εκείνος και ο ξάδελφος του Γιάγκος πήγαν στο Μπατούμ να δουν αν θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τη νέα οικονομική πολιτική του Λένιν που ενθάρρυνε τις μικρές επιχειρήσεις.
Απέτυχαν όμως και την εποχή που συναντηθήκαμε στη Θεσσαλονίκη ξεκινούσε πάλι από την αρχή. Ζούσαμε στο Πανόραμα που σήμερα είναι εύπορο προάστιο  αλλά τότε ήταν μία ερημιά. Ο κόσμος περπατούσε πολλά χιλιόμετρα για να βρει δουλειά στο κέντρο της πόλης. Ο τύφος και άλλες επιδημίες θέριζαν τους πρόσφυγες. Αλλά η ζωή συνεχιζόταν, αγόρια και κορίτσια ερωτεύονταν και μπορώ να πω ότι τη γλεντούσαμε τη φτώχια μας.
Λίγο αφότου φτάσαμε στην Ελλάδα μετακομίσαμε στην πόλη της Νάουσας όπου οι  δάσκαλοι μου εντυπωσιάστηκαν από τις ικανότητές μου στο διάβασμα και με βάλανε  κατευθείαν στην πέμπτη τάξη. Αλλά η ζωή μας στη Νάουσα ήταν δύσκολη. Οι ντόπιοι  κορόιδευαν τη γλώσσα μας και υποψιάζονταν ότι είμαστε κομμουνιστές και σκοπεύαμε να κάνουμε την Ελλάδα κομμουνιστική.
Ήταν εντελώς παράλογο όταν τόσοι συμπα­τριώτες μας Πόντιοι υπέφεραν κάτω από το σοβιετικό καθεστώς.
Στην Ελλάδα έζησα ταραγμένους καιρούς -εισβολές, δικτατορία, εμφύλιο πόλεμο-  αλλά χαίρομαι που τα εγγόνια μου μεγαλώνουν σε εποχή ειρήνης και ευημερίας. Σε όλες  τις δύσκολες στιγμές της ζωής μου έβρισκα στήριγμα στις αναμνήσεις του τόπου που  μεγάλωσα, στα δένδρα, τα λουλούδια, τα γερά πέτρινα σπίτια και τον αρωματικό αέρα.
θυμάμαι εκείνους τους άνδρες που εργάζονταν σκληρά στη Ρωσία για να μας τρέφουν  και κυρίως τις γυναίκες που οδήγησαν τα πρώτα μου βήματα στα μονοπάτια του βουνού  και μου άνοιξαν τα μάτια στις ομορφιές και τους κινδύνους του κόσμου.
Ακόμα όμως πιστεύω ότι καλά κάναμε και φύγαμε. Η μοναδική προστασία μας στην  Τουρκία ήταν το απομακρυσμένο χωριό μας και οι καλές σχέσεις που άνθρωποι σαν  τον θείο μου είχαν με τους Τούρκους συνεργάτες τους στην τράπεζα. Αλλά πραγματική ασφάλεια δεν είχαμε.
Αν για παράδειγμα μας έκλεβαν καθώς πηγαίναμε από το ένα  χωριό στο άλλο, από ποιον θα ζητούσαμε βοήθεια; Δεν υπήρχε ασφάλεια. Νομίζω ότι  καλά κάναμε και ήλθαμε στην Ελλάδα.
 Εκείνο που κάνει την ιστορία ασυνήθιστη είναι το γεγονός ότι ο νεαρός Γιώργος Σιαμανίδης δεν είχε πολλές επαφές με Τούρκους και μουσουλμάνους προτού φύγει από τον Πόντο. Αυτό με τη σειρά του δείχνει ότι το χωριό ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου ελληνικό και χριστιανικό και βρισκόταν μακριά από την επιρροή των οθωμανικών αρχών.
Ακόμα όμως και στην Ιμέρα, το γεγονός ότι μία χούφτα ντόπιων οικογενειών είχαν ασπαστεί το Ισλάμ ενώ συγχρόνως δεν έπαψαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα τονίζει τη θρησκευτική και φυλετική ασάφεια που επικρατούσε. Για πολλούς Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας και ειδικά εκείνους της Τραπεζούντας αυτή και άλλες τέτοιες ασάφειες ήταν το χαρακτηριστικό του κόσμου που άφησαν πίσω τους.


BRUCE CLARK
"ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"
Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah