Το ποντιακο ποίημα "ΑΗΤΕΝΤΣ" σε ελεύθερη απόδοση και σε πεζό λόγο από τον φιλόλογο καθηγητή κ. Ευγένιο Δρεπανίδη.
Ο αητός, το σαρκοβόρο όρνιο, πετούσε γύρω-γύρω, ψηλά, πιο ψηλά κι από τα ουράνια, στον τόπο του πτώματος. Την τριπλή επανάληψη της εννοίας του ύψους, μεταχειρίζεται ο λαός, ο ανώνυμος ποιητής, για την ιδιαίτερη έμφαση.
Τα σαγόνια του κατακοκκίνισαν, απ'το φάγωμα του νεκρού, μια εικόνα του πτηνού αποτρόπαια, που δημιουργεί έντονη ανατριχίλα, αηδία και φόβο, μπροστά στο κάλυμα της κεφαλής, το μαύρο, το πένθιμο, το φοβερό, πάνω απ'το πρόσωπο και τα καταματωμένα σαγόνια. Αλλά όχι μόνο το φάγωμα του πεθαμένου, το σπάραγμα του κορμιού του, ιδιαίτερη εντύπωση, έντονη και ανατριχιαστική, γεννά στον αναγνώστη, το κάρφωμα των γαμψών νυχιών του και η μεταφορά ψηλά, του βραχίονος του παληκαριού.
Κι αρχίζει ο διάλογος με τον αητό. Ο λαός, με ερωτήσεις και με προσπάθεια ικετευτική παρακαλεί να του δοθεί μέρος αυτού που κρατά, γαντζωμένο στα νύχια του, λίγο από τη σάρκα του βραχίονα, αλλά και ζητά ο ίδιος ο λαός, σαν ένα πρόσωπο,να τον υποδείξει ο αητός τον τόπο όπου κείτεται ο νεκρός. Αρνείται το πτηνό να δώσει μέρος της σάρκας που κουβαλεί, κι έτσι η προσπάθεια να αναγνωρισθεί πιθανόν ο νεκρός, από μια βαθειά επιθυμία, ναυαγεί, μα με την συγκατάθεση του πουλιού να δείξει τον τόπο που κείται, προκαλείται ικανοποίηση, για την πιθανή ανεύρεση του πεθαμένου.
Η έκθεση του νεκρού στον ήλιο και στην ατμόσφαιρα ήταν πάντα ύβρις στο πρόσωπο του, γιατί έμενε άταφος. Ακολουθεί η προετοιμασία του συνομιλητή, με τις συστάσεις του αητού. Θα διασχίσει τόπους και πιθανά εμπόδια που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει ο πεζοπόρος. Πρέπει ναχει το σιδηροραβδί και τα χάλκινα τσαρούχια, που πρέπει ν'αντέξουν στη μακρινή πορεία.
Θα μπει στη στράτα στην αρχή κι ύστερα θα ακολουθήσει δύσκολους δρόμους και μονοπάτια. Πέρα στο μακρινό βουνό και πιο πίσω από αυτό, στο μέρος που απλώνεται, στην πίσω μεριά, βρίσκεται λέει ο αητός, το σκοτωμένο νεαρό ελληνόπουλο.
Χωρίς γονείς να το κλάψουν και να πονέσουν κι ούτε αδέρφια :να το σπλαχνιστούν και να το κλάψουν, από τα βάθη της καρδιάς, όπως συμβαίνει συνήθως ανέκαθεν στους νεκρούς, τους άταφους των πολέμων. Όπως βγαίνει η ανάσα και η πνοή των εμψύχων όντων έτσι και εδώ κάθε πνοή ζωντανή, θα είναι ένας θρήνος για το νεανία που έπεσε στο πεδίο της τιμής.
Θα τον αρπάζει η Δοξολογία στα φτερά της και θα τον υμνεί αιώνια σαν ηρωϊκό μαχητή που έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα. Θα κλαίνε οι συμπολεμιστές του με τον καπετάνιο του. Και αμέσως η προτροπή του ποιητή λαού, τριπλή έμφαση με το:
"σεις πουλιά, φάτε-φάτε-φάτε τον λεύτερο νιο, τον αντρειωμένο, ένα παλικάρι και στην θάλασσα κολυμβητή και στον κάμπο δυνατό παλαιστή. Στον πόλεμο ήταν τριπλοέλληνας παλικάρι, σωστός ρωμιός ανίκητος.Γραικόπουλον, τρισέλλενος, ρωμαϊκόν παλικάρι".
Και πάλι η τριπλή επανάληψη της έννοιας του έλληνα, που δείχνει τη διαρκή θυσία του Ελληνισμού για την απόκτηση και διατήρηση της Ελευθερίας του.