Δημήτρης Νικοπολιτίδης

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012


 Ο φιλόλογος και θεατρικός συγγραφέας (στην ποντιακή διάλεκτο) Δημήτρης Νικοπολιτίδης γεννήθηκε το 1925 στο Κιλκίς από Πόντιους γονείς, που ήρθαν πρό­σφυγες στην Ελλάδα, ο πατέρας του Συμεών από Βεζίνκιοϊ του Καρς και η μητέρα του Αγάπη από το Σιντισκόμ της ίδιας περιοχής.
 Οι αγρότες γονείς του με πολλές δυσκολίες μεγάλωσαν τα πέντε παιδιά τους, που είναι, ηλικιακά, στη σειρά: Γιώργος, Δημήτρης, Ευθυμία, Σάββας και Χρήστος. Ο ίδιος έχει δύο παιδιά, την Ερμιόνη και τον Σάββα, και τέσσερα εγγόνια.
Μετά το δημοτικό και το γυμνάσιο, που τελείωσε στο Κιλκίς, συνέχισε τις σπου­δές του στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου εγγράφηκε το 1946. Επειδή, στο μεταξύ, κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό, αναγκάσθηκε να σταματήσει τις σπουδές του για τρία χρόνια και να τις συνεχίσει με πολλές στερήσεις και όντας οικογενειάρχης, μέχρι το 1956.
Βρέθηκε να υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία μέσα στη λαίλαπα του εμφυλίου πολέμου, κυρίως στην περιοχή της Φλώρινας, όπου δόθηκαν μερικές από τις πιο σκληρές, πολύνεκρες μάχες μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και του δημοκρα­τικού στρατού.
 Οι εικόνες εκείνης της αδελφοκτόνας περιόδου έχουν γραφεί ανεξί­τηλα μέσα στις ψυχές όλων των Ελλήνων, που τις έζησαν. Σεμνός και λιγομίλητος καθώς είναι, κατά τις συζητήσεις του, σπάνια αναφέρει τον εαυτό του μεταξύ των πρωταγωνιστών κάποιων περιστατικών της περιόδου εκείνης.
Και δεν στέκεται κρι­τικά απέναντι στα γεγονότα. Μιλά μόνον για τους συναδέλφους του στρατιώτες, για τους ηρωισμούς τους, για τις πολύ δύσκολες στιγμές που έζησαν.
Για τον νεαρό στρατιώτη του 1947-1949 Δημήτρη Νικοπολιτίδη, οι εφιαλτικές στιγμές του Γράμμου και του Βίτσι δεν ξεχνιούνται ποτέ. Όπως παραμένουν αξέχα­στες και για όλους τους άλλους, που τις έζησαν. Ακόμη, δεν ξεχνιούνται και οι ηρω­ισμοί συστρατιωτών, όπως του Αριστοτέλη Πελαγίδη από την Αξιούπολη Κιλκίς, που αφόπλιζε τις νάρκες, χωρίς τον παραμικρό φόβο!
Χρήσιμες, αλλά και αξέχαστες εμπειρίες απέκτησε, στη συνέχεια, όταν πρωτοδι- ορίστηκε, το 1956, στο ιδιωτικό γυμνάσιο της Κρύας Βρύσης νομού Πέλλας, όπου άρχισε να γράφει ποντιακό θέατρο και πιο συγκεκριμένα, κωμωδίες.
 Τότε του δόθηκε η ευκαιρία να ανεβάσει στη σκηνή, με αρκετά ταλαντούχους μαθητές και μαθήτριές του τις κωμωδίες του «Ο πρόεδρον τη χωρί'» και «Όλα για την Παναΐλαν».
Το 1959 πρωτοδιορίστηκε στην Εμπορική Σχολή Κομοτηνής, που μετονομάστηκε, κατό­πιν, σε Οικονομικό Γυμνάσιο. Το 1962 μετατέθηκε στο δημόσιο γυμνάσιο Κρύας Βρύσης, όπου — εκτός των άλλων — συνέχισε την πολιτιστική του δουλειά, ανεβάζοντας στη σκηνή τα δύο προαναφερόμενα έργα, αρκετά βελτιωμένα, κα­θώς και την κωμωδία «Τη Κίτσας η γλώσσα τρανόν έν'», που μετονομάστηκε, στη συνέχεια, και πήρε τον τίτλο «Χωρίς εσέν 'κι 'ίνουμαι χωρίς εσέν 'κ' ευτάω».
 Με τα έργα αυτά έδωσαν παραστάσεις σε αρκετές πόλεις και κω­μοπόλεις της Κεντρικής Μακεδονίας.
Στο λυκειακό τμήμα της Θεολογικής Σχολής Χάλκης
Καθοριστικές για την παραπέρα εκπαιδευτική του προσφορά υπήρξαν και οι εμπειρίες από το λυκειακό τμήμα της Θεο­λογικής Σχολής Χάλκης, στην
Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρέτησε από το 1975 έως το 1980. Στο τμήμα αυτό δίδασκαν και Τούρκοι καθηγητές τουρκική γλώσσα και λογοτε­χνία, τουρκική ιστορία και θεωρητική οικονομία. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να ερευνήσει σε βιβλιοθήκες και να φέρει μαζί του αντί­γραφα σημαντικών εκδό­σεων και εγγράφων, μερικά από τα οποία δημοσίευσε, κατά καιρούς, στο περιο­δικό «Ποντιακή Εστία», του οποίου είναι βασικός συντάκτης και μέλος της συντακτικής επιτροπής..

Σε διάφορα σχολεία της Μακεδονίας
Στα σχολεία, στα οποία προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες ως καθηγητής, αλλά και ως πολιτιστικός παράγοντας, περιλαμ­βάνονται, ακόμη, το γυ­μνάσιο Αγίου Αθανασίου Θεσσαλονίκης, από το 1967 έως το 1970 - δη­λαδή στο μεσοδιάστημα κάποιων μηνών, ώσπου να ξαναφύγει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης -, το γυμνάσιο Εράτυρας Κο­ζάνης, το 1971-1974, το 13ο γυμνάσιο Θεσσαλονί­κης, το γυμνάσιο Αρρένων Αλεξάνδρειας Ημαθίας, το 1978, το 2ο γυμνά­σιο και 2ο λύκειο Κιλκίς.
Ακόμη διετέλεσε αναπλη­ρωτής Διευθυντής στη Δι­εύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Κιλκίς μέχρι το 1988, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.

Ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους δεκάδες εκπαιδευτικούς θεατρικούς συγγραφείς, που, συνήθως, ψήθηκαν με το θέατρο, όταν πλησίαζαν να συνταξιοδοτηθούν ή όταν πήραν τη σύνταξη.
Δάσκαλοι, κυρίως, αλλά και καθηγητές μέσης εκπαίδευσης έπιασαν χαρτί και μολύβι και έγραψαν θεατρικά έργα, για να εκφράσουν τη νοσταλγία τους για την πατρίδα όσοι ήταν της πρώτης γενιάς των προσφύγων - ή για να ξαναζωντανέψουν τις διηγήσεις που άκουσαν από τους δικούς τους για τη ζωή των Ελλήνων στον Πόντο και για όσα τους περίμεναν, όταν ήρθαν στην Ελλάδα.
Όλοι τους, σχεδόν, δεν έκαναν τις ανάλογες θεατρικές σπουδές και, πριν καθίσουν να γράφουν, τα μόνα που γνώριζαν για το θέατρο ήταν οι πρώτες παραστάσεις ποντιακών έργων στην Ελλάδα από τον Νίκο Σπανίδη και τον Πόλυ Χάιτα -που σπούδασαν θέατρο στη Ρωσία — και από τον Φίλωνα Κτενίδη, που ήταν γιατρός και απλώς είχε δει κάποιες θεατρικές παραστάσεις.
Ασχολήθηκαν με το θέατρο, γιατί θεώρησαν ότι είναι ευκολότερο είδος - μάλιστα, μερικές φορές θέατρο «ποιητικό», αφού πίστευαν ότι και η ποίηση είναι ευκολότερη από την πεζογραφία.
Το βασικότερο, όμως, που τους έκανε να στραφούν προς το θέατρο ήταν η αγάπη τους για την αλησμόνητη πατρίδα και η πίστη τους ότι όλη εκείνη η «καλή εποχή» δεν έπρεπε να ξεχαστεί. Κανένας τους δεν επεζήτησε το χρήμα - εκτός από πολύ λίγους –και  όλοι τους λαχταρούσαν τη δόξα. Και δικαίως.
Ξέφυγε από τη μετριότητα και στόχευσε ψηλά ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης
Ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης, πρόσφυγας της δεύτερης γενιάς, μολονότι - όπως προαναφέρθηκε — προέρχεται από αυτήν την ομάδα των Ποντίων θεατρικών συγγραφέων, δεν χάνεται μέσα στο μεγάλο πλήθος, αλλά - με το έργο του - ξεπροβάλλει ως μια ξεχωριστή μονάδα, δίπλα στους λίγους που το κατόρθωσαν αυτό.
Ταέργα του έχουν θεατρικότητα — είναι σωστά δομημένα θεατρικά - χαρακτηριστικό που λείπει εμφανέστατα από τα θεατρικά έργα των πολλών, οι οποίοι, δίνοντας μερικές σκηνικές οδηγίες και γράφοντας διάλογους στην ποντιακή - τις περισσότερες φορές εντελώς λαθεμένα - κάνουν μια αγωνιώδη προσπάθεια να σταθούν ανάμεσα στους διακεκριμένους. Προσοχή, όμως!
 Όσο απότυχημένα και αν είναι τα θεατρικά έργα των περισσοτέρων,κανένα από αυτά δεν είναι άχρηστο, γιατί όλα τους αποτελούν καθρέφτες της ζωής των Ποντίων, είτε στον Πόντο είτε στην Ελ­λάδα. Kαι δεν αποτελούν ψεύτικα είδωλα. Είναι πέρα για πέρα ειλικρινά, πάντοτε, όμως, με πολλές ελλείψεις.
Αλλά το θέατρο, εκτός από καθρέφτης της ζωής, εκτός από το ότι αντανακλά ή πρέπει να αντανακλά την πραγματικότητα, είναι και οδηγός της ζωής. Και εδώ, ακριβώς, είναι που πετυχαίνει ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης και υπολείπονται οι πολλοί. Τα έργα του Νικοπολιτίδη διδάσκουν, πετυχαίνουν, δηλαδή, τον στόχο του θεάτρου από τη γέννησή του.
 Αλλά και ψυχαγωγούν, δηλαδή κάνουν τον άνθρωπο να ξεφύγει από την πεζή πραγματικότητα· αυτό το βασικό, που επεδίωκε και επιδιώκει το έργο τέχνης και, κυρίως, το τόσο ζωντανό θέατρο.
Άρχισε σχετικά νωρίς να γράφει θεατρικά έργα και να τα ανεβάζει στη σκηνή, στην Κρύα Βρύση
Το θέατρο «τράβηξε από το μανίκι» τον Δημήτρη Νικοπολι­τίδη νωρίς, όταν ήταν ακόμη πρωτοδιόριστος καθηγητής φιλο­λογίας στο ιδιωτικό γυμνάσιο της Κρύας Βρύσης Πέλλας. Με μετριοφροσύνη έλεγε κατόπιν για εκείνη την εποχή ότι «τεάμ και εμείς κάτ’εποίκαμε».
Και όμως, τότε δεν έκαναν απλώς «κάτι», αλλά με τα σκετς και τα θεατρικά του έργα, που ανέβαζε με τους μαθητές του, ως σκηνοθέτης εκείνος, έδιναν ζωή στην Κρύα Βρύ­ση και την περιοχή της.
Οι άνθρωποι των χωριών, μερικά χρόνια μετά τον εμφύλιο σπαραγμό, δεν είχαν την ευκαιρία να βλέπουν θέατρο ή κάποια άλλη πολιτιστική δραστηριότητα. Αποτελού­σε μεγάλη πολυτέλεια η μέθεξη, η συμμετοχή στο ανώτερο. Ειδικότερα το θέατρο προσφερόταν με το σταγονόμετρο από κάποια περιοδεύοντα «μπουλούκια» ή από φορείς των Ποντίων της Θεσσαλονίκης και σπανίως της Αθήνας. Γιαυτό έχουν μεγά­λη αξία οι προσπάθειες, όπως αυτή του Δημήτρη Νικοπολιτίδη στην Κρύα Βρύση.
Παίρνουν τη σκυτάλη οι μαθητές του
Οι καρποί, μάλιστα, της προσπάθειας του Δημήτρη Νικοπολιτίδη δεν έθρεψαν πολιτισμικά μόνον τους κατοίκους της περιοχής της Κρύας Βρύσης, εκείνον τον καιρό, δεν περιο­ρίστηκαν τοπικά.
Βγήκαν βλαστάρια από τότε, που και αυτά, με τη σειρά τους, δίνουν νέους καρπούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πρόκειται για τους μαθητές του Δημήτρη Νικοπολιτίδη, που, μεγάλοι, τώρα, σε ηλικία, συνεχίζουν το έργο του δασκάλου τους, ιδιαιτέρως στο εξωτερικό, στη μετανάστευση, που με τις παραστάσεις τους - με έργα του δασκάλου - θυμί­ζουν στην ομογένεια κάθε τόσο «ποίων γονέων παιδία είμες» και «ντο εφέκαμε σον Πόντον εμούν», αλλά «και το σημερ'νόν την ζωήν εμούν»..
Η καλή αρχή από τους τίτλους των έργων
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι τίτλοι των θεατρικών έργων του Δημήτρη Νικοπολιτίδη είναι, επίσης, πολύ επιτυχη­μένοι, μιλάνε και εκείνοι, είναι σαν γνωμικά, που θα μπορού­σε κανείς να τα χρησιμοποιήσει σε ανάλογες στιγμές. «Η Λίτα εγάνωσεν τα πουλούλα», «Ο πρόεδρον τη χωρί'», «Χωρίς εσέν 'κι 'ίνουμαι, χωρίς εσέν 'κ' ευτάω», «Όλα για την Παναΐλαν».
Οι σκηνικές οδηγίες και οι κινήσεις των ηρώων των έργων σύντομες και χωρίς τον φόβο να μην κατανοηθούν από κάποιον από τους ερασιτέχνες σκηνοθέτες και ηθοποιούς, που αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο να παραστήσουν στη σκηνή ένα διαλεκτικό θεα­τρικό έργο, ενώ οι ίδιοι αγνοούν — σχεδόν πάντοτε - τη γλώσσα, στην οποία καλούνται να ερμηνεύσουν έναν ρόλο.
 Ακολουθεί λεξιλόγιο. Βεβαίως, επειδή οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί των ποντιακών θεατρικών έργων είναι ερασιτέχνες, πολλές φορές «παίζουν» τους ρόλους με εκείνον τον χαρακτηριστικό στόμφο. Στις περιπτώσεις, όμως, που οι σκηνοθέτες ξέρουν, λίγο — πολύ, τι κάνουν, οι παραστάσεις βγαίνουν επιτυχημένες.

Στα θεατρικά έργα του Δημήτρη Νικοπολιτίδη, ο ερασιτέχνης σκηνοθέτης, κυρίως, όμως, ο ηθοποι­ός, πολύ δύσκολα θα παρασυρόταν στον στόμφο, γιατί τα διαλογικά μέρη, αλλά και οι καταστάσεις που εκτυλίσσονται επάνω στη σκηνή, είναι τόσο ρεαλιστικά και απλά, που όλοι, λίγο - πολύ, τα είδαν να τους συμβαίνουν, ή τους τα περιέγραψαν κάποιοι  δικοί τους. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, πουθενά μέσα στα θεατρικά έργα του Δημήτρη Νικοπολιτίδη οι συνηθισμένες στους Πόντιους κενές μεγαλοστομίες, που θα μπορούσαν να παρα­σύρουν στον στόμφο και την αφύσικη ερμηνεία.
 Πρόκειται για έναν προσεγμένο ρεαλισμό, που δεν ξεφεύγει σε ακρότητες, γιαυτό και προκαλεί το αβίαστο γέλιο ακόμη και η απλή ανάγνωση των έργων, και, ταυτοχρόνως, προβληματίζει, βάζει σε σκέψεις, κάνει τον θεατή ή τον αναγνώστη να συμμετέχει διαρκώς. Η συμμετοχή, άλλωστε, είναι ο βασικά επιδιωκόμενος στόχος της τέχνης.

Το περιεχόμενο των έργων του Δ. Νικοπολιτίδη

Τα θεατρικά έργα του Δημήτρη Νικοπολιτίδη ξαναζωντανεύ­ουν, κυρίως, την εποχή των πρώτων προσφύγων. Σαν «διαφορε­τικοί» αυτοί — βασικώς λόγω της γλώσσας — είχαν να αντιμετωπί­σουν πολλά από τους υπόλοιπους Έλληνες, ακόμη και από τους μη Πόντιους πρόσφυγες.
Δεν ήταν, όμως, μόνον αυτό το πρόβλημα. Υπήρχαν και άλλα, πολλά, που είχαν αφετηρία τους τα παλιά ήθη και έθιμα. Το παλιό — που το εκπροσωπούν, βασικώς, οι ηλικιωμένοι — ήταν αναπόφευκτο να συγκρουστεί με το καινούργιο, εκπρόσωποι του οποίου είναι οι νέοι, αυτοί που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και βλέπουν κάπως περίεργα τις «παραξενιές» των ηλικιωμένων.
 Η «παράξενη» πεθερά, π. χ., γαλουχημένη με τα ήθη και τα έθιμα του Πόντου, δεν μπορεί να δεχτεί τα «καμώματα» της νεαρής νύφης της, η οποία, με τη σειρά της, θεωρεί απαράδεκτες όλες τις «απαιτήσεις» της πεθεράς.
Ή, ο συνηθισμένος στην παλληκαριά Πόντιος «πεχλιβάνος» δεν θέλει ούτε να ακούσει να αμφισβητούν τη δύναμή του στην πάλη και, περισσότερο από όλα, δεν μπο­ρεί ούτε καν να το διανοηθεί ότι κάποιος άντρας θα αποκτούσε το δικαίωμα να ρίξει ερωτική ματιά πάνω «σην Παναΐλαν» του.



Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah