Διαμόρφωση της κοινωνίας του Πόντου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012


Οι γεωγραφικές, οικονομικές, πολιτιστικές, ιστορικές, κλπ συνθήκες της περιοχής του Πόντου, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνίας του ιδιαίτερα κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δηλαδή τις αρχές του 20ού αιώνα.
Η απομονωμένη αυτή γεωγραφική περιοχή μεταξύ των αδιαπέραστων ποντιακών ορέων και των απόκρημνων ακτών του Ευξείνου Πόντου σε σημαντικό βαθμό επηρεάστηκε λιγότερο από εξωτερικούς παράγοντες, σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Μ. Ασίας, λόγω κυρίως αυτής της απομόνωσης.
 Είναι απολύτως φυσιολογική συνεπώς τόσο η ανάπτυξη ιδιαιτεροτήτων όσο και η διατήρησή τους για περισσότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με άλλες περιπτώσεις.
Οι ιστορικές συνθήκες επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό, ως γνωστόν, τις κοινωνικές εξελίξεις μιας περιοχής. Στην περίπτωση του Πόντου τεράστιας σημασίας γεγονός αποτελεί η αρχική εγκατάσταση κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα των Ελλήνων Μιλησίων αποίκων, οι οποίοι μεταφέρουν το σύνολο των ιδεολογικών τους στοιχείων - και προπάντων την ελληνική γλώσσα και θρησκεία - στην καρδιά του Ευξείνου Πόντου, ιδρύοντας μια σειρά εμπορικών σταθμών, οι οποίοι μετεξελίσσονται πολύ γρήγορα σε μικρά αστικά κέντρα, επηρεάζοντας αποφασιστικά τις κοινωνικές εξελίξεις όλης της περιοχής.
Στη συνέχεια, σημαντικός είναι ο ρόλος που παίζει το Βασίλειο του Πόντου, το οποίο συνίσταται στη δημιουργία του μεγαλύτερου μέχρι τότε κρατικού μορφώματος όλης της περιοχής. Ο ρόλος του γίνεται σημαντικότερος ιδιαίτερα κατά την εποχή του τελευταίου και σπουδαιότερου βασιλιά του, Μιθριδάτη ΣΤ' του Ευπάτορα, οπότε έχουμε την καθιέρωση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας και συνεπώς ως εργαλείου επικοινωνίας των πολυάριθμων εθνοτήτων όλης της περιοχής, αλλά και του δωδεκάθεου του Ολύμπου, που ειρηνικά αφομοιώνει τις περισσότερες εθνότητες του Βασιλείου.
Επόμενος σταθμός είναι η περίοδος της βυζαντινής παρακμής - κυρίως κατά τον 11ο και 12ο αιώνα - όπου η αυτοκρατορία δοκιμάζεται από έντονη εσωστρέφεια, εμφύλιες συγκρούσεις, αλλά και σημαντική εδαφική συρρίκνωση.
 Η προϊούσα πολιτική και κοινωνική σήψη του κέντρου, που αντανακλάται στις συνεχείς δολοπλοκίες των βυζαντινών αρχόντων και τη συρρίκνωση των συνόρων της Αυτοκρατορίας και συνεπώς την εγκατάλειψη αυτής της περιοχής των άκρων στην τύχη της, σε συνδυασμό με τις γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής που την απομονώνουν από τον υπόλοιπο κόσμο αλλά και τις πρότερες συλλογικές αναπαραστάσεις, δημιουργούν τις προϋποθέσεις φυγόκεντρων τάσεων της περιοχής.
 Έτσι, βλέπουμε τους επικεφαλής των βυζαντινών Θεμάτων του Πόντου να έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την κεντρική βυζαντινή εξουσία και να προχωρούν σε αυτονόμηση, αυτοαναγορευόμενοι σε τοπικούς ηγεμόνες. 
Κύριοι εκφραστές αυτού του πνεύματος αυτονόμησης της περιόδου είναι οι Γαβράδες και κυρίως ο Θεόδωρος Γαβράς (τέλη 11ου αιώνα), καθώς και ο ανιψιός του Κωνσταντίνος (ανέλαβε την εξουσία το 1115), οι οποίοι προχωρούν σε επιτυχείς πολέμους τόσο εναντίον των εξωτερικών εχθρών και κυρίως των Σελτζούκων, όσο και εναντίον των Βυζαντινών, των οποίων αποκρούουν όλες τις επιθέσεις που πραγματοποιούνται για την υποταγή τους.
Αυτή η τάση της περιοχής για ανεξαρτησία όχι μόνο κατά την περίοδο των Γαβράδων, αλλά και των διαδόχων τους μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, υμνείται και από ερευνητές όχι θετικά διακείμενους προς τον ελληνισμό.
 Στη συνέχεια, ως γνωστόν, έχουμε τη συγκρότηση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ενός κρατικού μορφώματος - σημείου αναφοράς για τον ποντιακό ελληνισμό.
 Πρόκειται για μια περίοδο - σταθμό στην πορεία του ποντιακού ελληνισμού, κατά την οποία καθιερώνεται και καλλιεργείται το βασικό ιδεολογικό στοιχείο, η ελληνική γλώσσα με τους ιδιωματισμούς της, που οφείλονται στις τοπικές συνθήκες.
 Έτσι, αναπτύσσεται η ποντιακή διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, που την αναδεικνύουν ως την πλησιέστερη προς την αρχαία ελληνική γλώσσα διάλεκτο. 
Προφανώς, η περίοδος των δυόμισι αιώνων της Αυτοκρατορίας και οι δεκαετίες πριν από αυτή καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις κοινωνικές συνθήκες, την ιδεολογία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ποντιακού ελληνισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ακριτικά τραγούδια που αναφέρονται σ' αυτή την περίοδο τα τραγουδούν και τα χορεύουν οι Έλληνες του Πόντου όχι μόνο στην ιστορική τους πατρίδα μέχρι το 1922, αλλά ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα και οπουδήποτε στον κόσμο κατοικούν ποντιακοί πληθυσμοί.
Μετά την άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461, πολλοί Έλληνες μετακινούνται για ευνόητους λόγους σε ορεινά και απρόσιτα μέρη της ποντιακής ενδοχώρας.
Κατά την περίοδο αυτή φαίνεται να δημιουργούνται οι περισσότεροι ποντιακοί οικισμοί ή να αναπτύσσονται παλαιότεροι υποτυπώδεις, συνήθως των ορεινών και απρόσιτων εσωτερικών περιοχών του Πόντου, όπου μπορούν να κατοικούν και να αναπαράγουν την ιδεολογία τους κατά τρόπο απρόσκοπτο, μακράν των κινδύνων. 
Στη συνέχεια, αναπτύσσονται δίπλα και σε σχετικά κοντινές αποστάσεις νέοι οικισμοί. Σ' αυτούς, λόγω της πληθυσμιακής ανάπτυξης και της στενότητας του χώρου, εγκαθίστανται ολόκληρες πατριαρχικές οικογένειες, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δίνουν τα ονόματά τους στους οικισμούς. 
Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε βαθμό που όλος σχεδόν ο ποντιακός χώρος να αποτελείται από τέτοια χωριά και οικισμούς.
Ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση των χαρακτηριστικών του ποντιακού ελληνισμού έχει η μεταλλοφόρα περιοχή της Χαλδίας, νότια της
Τραπεζούντας, όπου από την αρχαιότητα ακόμη υπήρχαν σημαντικά κοιτάσματα μετάλλων και κυρίως αργύρου (εξ ου και η ονομασία της πρωτεύουσας της περιοχής «Αργυρούπολη»).
 Στις περιοχές αυτές οι Σουλτάνοι εγκαθιστούν Έλληνες, οι οποίοι γνωρίζουν από πολύ παλαιά την εξόρυξη και επεξεργασία των μετάλλων.
Για την ανάπτυξη μάλιστα των μεταλλείων, τους χορηγούν ειδικά προνόμια (απαλλαγή από ορισμένες φορολογίες, από αγγαρείες, από στρατολόγηση κ.λπ.) και αναθέτουν τη διοίκηση και την οργάνωση των μεταλλείων σε Έλληνες Αρχιμεταλλουργούς , οι οποίοι, ευρισκόμενοι στην πρώτη κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας, αξιοποιούν τις δυνατότητες που προκύπτουν από τη θέση τους αυτή, λαμβάνοντας διάφορες πρωτοβουλίες στήριξης και ανάπτυξης του ελληνισμού. 
Αυτές οι πρωτοβουλίες δημιουργούν προϋποθέσεις μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της περιοχής και μετατροπής της σε μαγνήτη προσέλκυσης τεράστιων ελληνικών πληθυσμιακών μαζών.
 Η ανάπτυξη μάλιστα είναι τόσο μεγάλη, ώστε κατά την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής της περιοχής (τέλη 18ου αιώνα) μόνο στην πρωτεύουσα Αργυρούπολη υπάρχουν 7.000 σπίτια ή πληθυσμός άνω των 30.000 κατοίκων και κατά μία άλλη άποψη 60.000 κατοίκων.
Για να κατανοηθεί το επίπεδο της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της περιοχής, αρκεί να τονιστεί ότι κατά μία άποψη, η Χαλδία κατά το 18ο αιώνα είναι η πλουσιότερη και πιο πολυάνθρωπη επαρχία της Μ. Ασίας.
Οι μονές της περιοχής αναπτύσσονται και εξελίσσονται σε σημαντικά μορφωτικά κέντρα, ενώ μια σειρά σχολείων ιδρύονται στην περιοχή, με σημαντικότερο το ονομαστό Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως.
Αποτελεί τον κύριο σχολικό μηχανισμό της περιοχής Χαλδίας, ιδρύεται στις αρχές του 18ου αιώνα και εντυπωσιάζει και σήμερα ακόμη τον επισκέπτη της έρημης πλέον πόλης. Η ακμή συνεχίζεται μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε ακολουθούν ραγδαίες εξελίξεις, οι οποίες οδηγούν σε μια αντίστροφη πορεία.
Έτσι, έχουμε κατά πρώτο λόγο την εξάντληση των δασών - και συνεπώς της αναγκαίας για την τήξη των μετάλλων καύσιμης ύλης - λόγω της εντατικής υλοτόμησης. Κατά δεύτερο λόγο την καταστροφή, λόγω πλημμύρας, του σημαντικότερου σε αξία και αποθέματα πρώτης ύλης μεταλλείου.
Τέλος, το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-30, που με τη λήξη του αναγκάζει σημαντικό μέρος του ελληνικού πληθυσμού να ακολουθήσει τον αποχωρούντα ρωσικό στρατό, φοβούμενο αντίποινα επειδή είχε εκφράσει τα εχθρικά του αισθήματα απέναντι στους Τούρκους.
Αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη κοιτασμάτων πολύτιμων μετάλλων στη Ν. Αφρική, με συνέπεια την πτώση της τιμής τους και συνεπώς την ατόνηση του σχετικού ενδιαφέροντος των σουλτάνων, συνιστούν παράγοντες που οδηγούν τον ελληνικό πληθυσμό σε μια αποδιάρθρωση, σε μια αντίστροφη πορεία, που συνεχίζεται καθόλο το 19ο αιώνα.
Έτσι, η περιοχή Χαλδίας, από μαγνήτης προσέλκυσης των Ελλήνων της περιοχής και κέντρο οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, μετεξελίσσεται σε δεξαμενή τροφοδοσίας του ελληνισμού των άλλων περιοχών - πολλές φορές σε απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων - με νέο αίμα.
Έτσι, παρατηρούμε μια νέα μεταναστευτική πλημμυρίδα, ένα νέο ελληνικό αποικισμό, με μητρόπολη τη Χαλδία. Οι ελληνικοί πληθυσμοί μετακινούνται σε κάθε περιοχή του μικρασιατικού χώρου όπου υπάρχουν μεταλλεία ή ιδρύουν νέα ή ακόμη μετακινούνται σε άλλες περιοχές όπου υπάρχουν άφθονοι πόροι. 
Έτσι, μεγάλες μάζες κινούνται στον κάτω ρου του ποταμού της Χαλδίας Κάνι, φτάνοντας μέχρι τις εκβολές του ποταμού στον Εύξεινο Πόντο στην περιοχή της Τρίπολης, στην Κερασούντα, αλλά και δυτικότερα στην περιοχή Πουλαντζάκης, Κοτυώρων, Οινόης, Αμισού κ.λπ.
Στις περιοχές αυτές του δυτικού Πόντου και κυρίως στην ενδοχώρα, όπου είχαν μείνει λίγοι Έλληνες και είχαν σχεδόν απωλέσει τη γλώσσα τους, τώρα έχουμε εμπλουτισμό με νέο αίμα και επαναφορά των ελληνικών ιδεολογικών στοιχείων.
 Σημαντική αξία έχει η αναφορά στα οικονομικά δεδομένα της περιοχής αυτής του δυτικού Πόντου, όπου οι νέοι Έλληνες κάτοικοι, αγωνιζόμενοι με τόλμη και δημιουργικότητα, προχωρούν στην ενοικίαση των σχετικά περιορισμένων αγροτικών εκτάσεων που ανήκουν στους «αβροδίαιτους» Τούρκους γαιοκτήμονες ή, προπάντων, προχωρούν σε εκτεταμένη αποψίλωση τεράστιων δασικών εκτάσεων για τη μετατροπή τους σε καλλιεργήσιμη και ιδιαίτερα προσοδοφόρα γη.
Κατ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες αποκτούν πλούτο, που τους επιτρέπει να αγοράσουν τη γη από τους γαιοκτήμονες, ενώ παράλληλα δανείζουν σ' αυτούς χρήματα, που είναι απαραίτητα για τις καθημερινές τους απολαύσεις.
 Έτσι, διαμορφώνονται συνθήκες έντονης κοινωνικής κινητικότητας, με τους Έλληνες να αποτελούν τα ανερχόμενα στρώματα υποσκελίζοντας τους Τούρκους, που από γαιοκτήμονες σε πολύ σύντομο χρόνο μετατρέπονται σε ακτήμονες και μετακινούνται σε άλλες περιοχές, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους Έλληνες, οι οποίοι εγκαθίστανται πλέον μόνιμα στις περιοχές αυτές εξελληνίζοντάς τες πλήρως.
Άλλοι τόποι εγκατάστασης είναι οι περιοχές των μεταλλείων του νοτιοδυτικού Πόντου όπως το μεταλλείο Σιμ και το Γκιουμούς Μαντέν (Χατζήκιοϊ) στην περιοχή Αμάσειας, αλλά και έξω από τα όρια του ιστορικού Πόντου στην περιοχή του Καρς στον Καύκασο, στην περιοχή του Ακ Νταγ Μαντέν στο Ν. Άγκυρας μεταξύ Άγκυρας - Σεβάστειας, όπου ιδρύουν 30 ελληνικά χωριά, στο Μπουγά Μαντέν (Μεταλλείο Ταύρου) και Μπερεκετλί Μαντέν στο Ν. Ικονίου, ακόμη στην περιοχή της Αρμενίας, Μεσοποταμίας, κ.λπ. 
Οι μεταναστεύσεις αυτές παίρνουν μεγαλύτερη έκταση, όταν κατά τα μέσα του 19ου αιώνα καταργούνται τα σουλτανικά προνόμια των μεταλλουργών και η σχεδόν τελείως άγονη γη της Χαλδίας φέρνει τους Έλληνες σε αδιέξοδο, μη αφήνοντάς τους περιθώρια να αναπτύξουν ούτε καν στοιχειώδη αγροτική οικονομία. 
Η έκταση της μετανάστευσης προβληματίζει έντονα τον ποντιακό ελληνισμό και κυρίως τους ηγετικούς κοινωνικούς του κύκλους στην Τραπεζούντα, που στους έντονους ρυθμούς φυγής των κατοίκων της Χαλδίας διαβλέπει τον κίνδυνο της πλήρους αποδιάρθρωσής του .
Στις νέες περιοχές εγκατάστασης οι Έλληνες μεταφέρουν την ιδεολογία τους, την οποία αναπαράγουν μέσα από τους βασικούς τους μηχανισμούς, την εκπαίδευση και την εκκλησία, έχοντας ως βασικό συνδετικό στοιχείο με τη μητρόπολη Χαλδία - σε αναλογία με τις αποικίες της αρχαίας Ελλάδας - την εκκλησιαστική τους υπαγωγή σ' αυτή.
Ο εκάστοτε δε Μητροπολίτης Χαλδίας και Χαιρριάνων σε κάθε νέα αποικία ορίζει έναν επίτροπό του, για να χειρίζεται για λογαριασμό του τα εκκλησιαστικά πράγματα της περιοχής, στη βάση των γενικών κατευθύνσεων που ο ίδιος - όπως και κάθε άλλος Μητροπολίτης, άλλωστε - λαμβάνει από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είναι το κέντρο παραγωγής ιδεολογικών μηχανισμών του ελληνισμού.
Μεγάλης σημασίας για τον ποντιακό ελληνισμό είναι το ζήτημα των εξισλαμισμών και των κρυπτοχριστιανών του Πόντου. Έχει ήδη προαναφερθεί ότι μαζικοί εξισλαμισμοί των χριστιανών του Πόντου γίνονται μετά την άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς (1461 ).
 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της περιοχής του Όφεως ανατολικά της Τραπεζούντας, όπου το 1515, λίγες δηλαδή δεκαετίες μετά την άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς, υπήρχαν 2.352 χριστιανικές οικογένειες και μονάχα 50 μουσουλμανικές.
Στην ίδια περιοχή, μετά και το δεύτερο κύμα εξισλαμισμών, φαίνεται να υπάρχουν ελάχιστοι χριστιανοί. Το δεύτερο αυτό μεγάλο κύμα εξισλαμισμών έρχεται κατά το 17ο αιώνα, οπότε εμφανίζονται οι τοπικοί Οθωμανοί τιμαριούχοι με την ονομασία Ντερεμπέηδες (Dere beyler), οι οποίοι αποκτούν μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη, εξαιτίας της εξουσίας και των γαιών που τους παραχωρεί το κράτος.
 Αυτή η δύναμη, σε συνδυασμό με τον εκφυλισμό του κεντρικού οσμανικού κράτους, γεννά τάσεις αυτονόμησής τους και σε πολλές περιπτώσεις σε συγκρούσεις τόσο μεταξύ τους, όσο και με το κεντρικό οσμανικό κράτος.
Η αυθαιρεσία και η βία που ασκούν εναντίον των Ελλήνων, και κυρίως οι εξισλαμισμοί, είναι φαινόμενα τόσο έντονα, ώστε από τον ποταμό Άκαμψι στα σύνορα με τη Γεωργία μέχρι την Τραπεζούντα ανατολικά, καθώς και στην περιοχή της Τόνιας ΝΔ. της Τραπεζούντας, συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί εξισλαμίζονται.
Η εικόνα αποδιάρθρωσης των Ελλήνων χριστιανών είναι τόσο έντονη, ώστε ο Μητροπολίτης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, επισκεπτόμενος το 1681 τον Πόντο, διαπιστώνει ότι «...ουκ έμεινεν ουδέ μία εκκλησία ή ιερεύς...».
Πολλοί από τους εξισλαμισθέντες αυτούς χριστιανούς εξακολουθούν να τηρούν τους εξωτερικούς τύπους της μουσουλμανικής θρησκείας για το φόβο των Οθωμανών, διατηρώντας όμως την ελληνική γλώσσα, ενώ ταυτόχρονα κρυφά παραμένουν χριστιανοί, τηρώντας όλα τα χριστιανικά τους έθιμα. 
Πρόκειται για τους Κρυπτοχριστιανούς ή «Κλωστούς» («γυριστούς») του Πόντου, τους οποίους καλύπτει η εκκλησία με την επιείκειά της. Αυτή δε η «επιείκεια και οικονομία της εκκλησίας» συμβάλλει αργότερα, που οι συνθήκες το επιτρέπουν, να επανέλθουν στην πρότερη θρησκεία.
 Οι περιοχές με τους μεγαλύτερους σε έκταση εξισλαμισμούς αυτής της περιόδου είναι στις περιοχές Άρδασας, Σταυρί και Κρώμνης στην περιοχή Αργυρούπολης και στις περιοχές Ματσούκας, Γημωράς, Σουρμένων κ.ά..
 Οι χιλιάδες αυτοί Κρυπτοχριστιανοί θα πρέπει να δεχτούμε ότι με την πράξη τους προβαίνουν σε, ισχυρή μάλιστα, αντίσταση με το δικό τους τρόπο στη νέα θρησκεία, για να αποφύγουν το βέβαιο θάνατο και συνεπώς τον εθνικό αφανισμό.
 Είναι εκείνοι που αναγκάζονται να δεχτούν επιφανειακά μόνο τον ισλαμισμό, διατηρώντας τη χριστιανική πίστη και, στις περισσότερες περιπτώσεις, την ελληνική γλώσσα. Έτσι, ισορροπώντας επικίνδυνα μεταξύ Ισλαμισμού και Ορθοδοξίας, μένουν στην πραγματικότητα πιστοί στην εθνική τους ταυτότητα.
Από όλο τον Πόντο μόνο μερικά χωριά απομονωμένα σε απρόσιτα μέρη, στις κοιλάδες των τριών ιστορικών μονών του Πόντου - της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνα -, διασώζονται από τους βίαιους αυτούς εξισλαμισμούς, και με τη στήριξη της εκκλησίας και κυρίως των τριών αυτών μονών - οι οποίες στηρίζουν παράλληλα και μάλιστα αποφασιστικά και τους Κρυπτοχριστιανούς - κατορθώνουν να επιβιώσουν.

Όσοι εξισλαμίζονται, ταυτόχρονα σχεδόν αποβάλλουν και τη γλώσσα τους, εκτός των κατοίκων της περιοχής του Όφη, ανατολικά της Τραπεζούντας, καθώς και της Τόνιας, νοτιοδυτικά, αλλά και άλλους σε διάφορες μεμονωμένες περιοχές, οι οποίοι διατηρούν ακόμη και σήμερα όχι μόνο την ελληνική τους γλώσσα, αλλά ακόμη και τα ελληνικά ονόματα των χωριών και οικισμών τους μέχρι το 1922, οπότε με την επικράτηση των κεμαλιστών αποβάλλονται όλες οι ονομασίες στον Πόντο που αναφέρονται στην ταυτότητα και το ιστορικό παρελθόν της περιοχής.
Είναι αυτονόητες οι τρομακτικές δυσκολίες και οι κίνδυνοι κάτω από τους οποίους οι Κρυπτοχριστιανοί ασκούν τα χριστιανικά λατρευτικά τους καθήκοντα, στις περιπτώσεις μάλιστα που στα χωριά τους κατοικούν και μουσουλμάνοι, οπότε η τυχόν αποκάλυψή τους σημαίνει σχεδόν βέβαιο θάνατο.
 Για να μη φτάσουν μάλιστα ποτέ σ' αυτό το σημείο, αναπτύσσουν ολόκληρο κώδικα επικοινωνίας, που διατηρείται διαμέσου των αιώνων. Με την υπογραφή στις 18 Φεβρουαρίου 1856 του Χάττι-Χουμαγιούν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις επανόδου στην πρότερη ταυτότητα των Κρυπτοχριστιανών της περιοχής, που, σύμφωνα με ντοκουμέντα της εποχής στην περιοχή Ματσούκας και Χαλδίας, βρίσκονται αριθμητικά περίπου στο 1/2 των Ελλήνων (φανερών) χριστιανών και είναι σχεδόν διπλάσιοι των υπολοίπων (φανερών) μουσουλμάνων. 
Ιδιαίτερη αξία έχει μια άποψη έγκυρου ιστορικού, σύμφωνα με την οποία στην ορεινή ενδοχώρα της Τραπεζούντας και στη Χαλδία δεν υπάρχει ούτε ένας κάτοικος τουρκικής καταγωγής, γεγονός που γίνεται απολύτως κατανοητό και από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά.
Με την υπογραφή του σουλτανικού αυτού διατάγματος, οι Κρυπτοχριστιανοί της περιοχής Τραπεζούντας και κυρίως της Ματσούκας, Κρώμνης, Γεμουράς και Σουρμένων αποκαλύπτονται και αναγνωρίζονται ως χριστιανοί μετά και τις παρεμβάσεις των εκπροσώπων των προξενικών Αρχών της Τραπεζούντας.
Στην κίνηση αυτή δεν συμμετέχουν οι πολυάριθμοι Κρυπτοχριστιανοί της ενδοχώρας της Τραπεζούντας, φοβούμενοι τις αντιδράσεις των Οθωμανών.
Στη συνέχεια, όμως, 20.000 από αυτούς, υπερβαίνοντας αυτούς τους φόβους, εκλέγουν αντιπροσώπους τους στην Τραπεζούντα στις 15 Ιουλίου 1857, τους οποίους στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να προχωρήσουν με τη βοήθεια και του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και των εκεί ξένων Πρεσβειών στην αναγνώρισή τους ως χριστιανών, γεγονός που το κατορθώνουν μετά από μεγάλες δυσκολίες.
 Αυτές ακριβώς οι αυτονόητες δυσκολίες και τα εμπόδια που παρεμβάλλουν οι οθωμανικές αρχές αναγκάζουν μεγάλες πληθυσμιακές μάζες Κρυπτοχριστιανών, οι οποίοι διαμένουν κυρίως στην ποντιακή ενδοχώρα, να μην τολμήσουν να προχωρήσουν στις αναγκαίες ενέργειες αναγνώρισής τους, αφήνοντάς το για ευθετότερο χρόνο, οπότε και οι συνθήκες θα είναι ευνοϊκότερες.
Πολλοί δε από αυτούς δεν το κατορθώνουν ποτέ και η συνθήκη ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, που υπογράφεται στις 30 Ιανουαρίου 1923 και προβλέπει (άρθρο 1) την ανταλλαγή με βάση το θρήσκευμα, συνιστά το βασικό λόγο για τον οποίο παραμένουν οριστικά στην περιοχή του Πόντου.
Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, στη Μ. Ασία ζούσαν δύο κατηγορίες ελληνόφωνων πληθυσμών. Πρόκειται για τους παλαιούς απογόνους των Βυζαντινών και για αυτούς που εγκαθίστανται εκεί μετά την τουρκική κατάκτηση. Ο Πόντος είναι η σημαντικότερη περιοχή με ελληνόφωνο πληθυσμό μέχρι το 19ο αιώνα, που προέρχεται από τους Βυζαντινούς.
 Αυτό αποδεικνύεται τόσο από τις υπάρχουσες έρευνες, όσο και από τους οθωμανικούς φορολογικούς καταλόγους, που δείχνουν ότι οι ελληνικοί χριστιανικοί πληθυσμοί είναι πολυαριθμότεροι από τους μουσουλμανικούς.
Στο καθοριστικό δε ερώτημα πώς εξηγείται το γεγονός ότι οι Πόντιοι αντιστέκονται σθεναρότερα από άλλους κατά του εξισλαμισμού και της τουρκοποίησης διατηρώντας την ελληνική γλώσσα και τη χριστιανική τους θρησκεία, δεν είναι ικανοποιητική η απάντηση που δίνουν κάποιοι ερευνητές ότι στον Πόντο υπήρχαν περισσότερες ελληνικές αποικίες από τις άλλες περιοχές της Μ. Ασίας, γιατί η δυτική Μ. Ασία είχε πολύ περισσότερες ελληνικές αποικίες.
 Αντίθετα, η ορθή ερμηνεία απαιτεί να ανατρέξουμε στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που παραμένει ελεύθερη για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την υπόλοιπη Μ. Ασία μέχρι την κατάκτησή της, το 1461. Επίσης, η περιοχή του Πόντου δεν γνώρισε τις κοινωνικές αναστατώσεις που συνεπάγονταν οι κατακτήσεις των τουρκικών φύλων στην υπόλοιπη Ανατολία. 
Τέλος, η εκκλησία της εξακολουθεί να προστατεύεται από χριστιανό ηγέτη, να κατέχει πλούτο και κτήματα και να διοικείται κανονικά, τη στιγμή που στην υπόλοιπη Μ. Ασία έχει σχεδόν αποδιαρθρωθεί με την απώλεια των γαιών της και τη διάλυση του διοικητικού της μηχανισμού.

Αντώνης Παυλίδης


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah