Πολλοί Πόντιοι της δεύτερης προσφυγικής γενιάς
συνεχίζουν μια παράδοση αιώνων, να γράφουν, δηλαδή, στίχους, ανεξαρτήτως από το
αν γνωρίζουν ή αγνοούν ότι στον Πόντο, ήδη από τον 14ο αιώνα υπήρχαν λαϊκοί
ποιητές - τραγουδιστές, οι τραγωδάν' ή τραβωδάν', ή οι ραψωδοί του Πόντου.
Γι'
αυτούς γράφει - για πρώτη φορά - στο τραπεζουντιακό ωροσκόπιο το 1336 ο
Βυζαντινός ιστορικός - ίσως και ιερωμένος - Ανδρέας Λιβαδηνός.
Γράφει, συγκεκριμένα, ο Λιβαδηνός, ευχόμενος,
μάλλον: «Τοις παιγνιώταις» — δηλαδή για τους στιχοπλόκους, τους τραγουδιστές —
«χαράν και κέρδος, και εκβάλωσιν νέας στιχοπλοκίας, ίνα φέρωσιν οι άνθρωποι την
ακοήν συτών προς αυτούς (να τους ακούνε οι άνθρωποι)».
Μια
συνέχεια που μάλλον δεν θα σταματήσει ποτέ
Ο συντάκτης του
λαογραφικού αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιος Σπυριδάκης έγραψε ότι «οι
λαϊκοί αυτοί ποιηταί, οι παιγνιώται, απετέλουν ιδίαν τάξιν με ίδια συμφέροντα,
καθ' όσον εις το ανωτέρω κείμενον» — δηλαδή το ωροσκόπιο του Λιβαδηνού — «το
οποίον περιέχει και πολλάς άλλας διαφέρουσας πληροφορίας περί της καταστάσεως
του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας της Τραπεζούντος κατά τον 14ον
αιώνα, αναφέρονται ούτοι ως ιδιαιτέρα επαγγελματική τάξις παρά τους
γραμματικούς, νοταρίους (συμβολαιογράφους), πραγματευτάς, εμπόρους και άλλας
τάξεις ...».
Πολλά από τα
δίστιχα που τραγουδάνε σήμερα οι Πόντιοι, όχι, μάλλον, αυτούσια, προέρχονται
από εκείνους τους λαϊκούς ποιητές του 14ου αιώνα ή και παλαιότερα.
Λαϊκοί,
στην πλειοψηφία τους, οι σύγχρονοι στιχουργοί
Λαϊκοί είναι, στην πλειοψηφία τους, οι
σύγχρονοι Πόντιοι στιχουργοί, χωρίς, βεβαίως, να αποτελούν ιδιαίτερη τάξη και
χωρίς να έχουν, οπωσδήποτε, κάποια συμφέροντα από τους στίχους που γράφουν,
αφού, για να τυπώσουν τις συλλογές τους, όλοι τους υποχρεώνονται να πληρώσουν
σημαντικά ποσά.
Κανείς δεν τυπώνει τζάμπα ή δεν αναλαμβάνει
εκδότης ενός βιβλίου με ποιήματα, που είναι καταδικασμένο να μην πουλήσει. Ο
όρος «λαϊκός» αποδίδεται σε εκείνους τους στιχουργούς, που χωρίς να έχουν
δίπλωμα πανεπιστημιακής φιλοσοφικής σχολής ή να έχουν εντρυφήσει στην ποίηση,
διαβάζοντας ποιήματα δόκιμων ποιητών ή μελέτες για την ποιητική δημιουργία,
γράφουν στίχους, παρακινημένοι, συνήθως ευκαιριακά, από κάποια σημαντικά
γεγονότα της προσωπικής τους ζωής ή της γενικότερης κοινωνικής ζωής.
Τέτοιοι στιχουργοί ήταν και οι περισσότεροι
που έγραψαν ποίηση στον Πόντο, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα,
χρησιμοποιώντας ως εκφραστικό όργανο την καθαρεύουσα και πολύ σπάνια τη
δημοτική και ακόμη σπανιότερα την ποντιακή διάλεκτο.
Κάποια
παραδείγματα για συγκρίσεις
Στο περιοδικό της Τραπεζούντας «Αστήρ του
Πόντου», ο Ιωάννης Αθαν. Παρχαρίδης δημοσίευσε στο 1ο τεύχος, στις 29 Δεκεμβρίου
1884, το ποίημα με τίτλο «Ο Θεός εν τη φύσει», οι πρώτοι στίχοι του οποίου
είναι οι ακόλουθοι:
Οπόταν εκ των μερίμνων του βίου απαυδήσω
και βλέμμα στρέψω προς την γην κ' εις ύψος ατενίσω,
παρατηρώ το άπειρον, το πλήθος εξετάζω,
το
μέγεθος, την δύναμιν, το κάλλος και θαυμάζω
την θείαν αγαθότητα και άπειρον σοφίαν ...
Στίχοι άψογοι στον ρυθμό τους, δηλαδή στο
μέτρο, και στη ρίμα, δηλαδή την ομοιοκαταληξία, γεμάτοι μουσικότητα, αλλά και
με περιεχόμενο θαυμαστό.
Ο ποιητής εκφράζει με πολύ λυρισμό τη
θρησκευτική του πίστη, δίνοντας εικόνες από τον ουράνιο θόλο, και, μολονότι οι
λέξεις και εκφράσεις της καθαρεύουσας που χρησιμοποιεί ξενίζουν τον σημερινό
αναγνώστη, έχουν, ωστόσο, μια δύναμη που συναρπάζει.
Στο
ίδιο περιοδικό, στο τεύχος 28 της 6 Ιουλίου 1885, δημοσιεύτηκε το ποίημα «Θρηνωδία
επί του τάφου του αδελφού μου Γεωργίου τελευτήσαντος τη 2α Ιουνίου 1885», που
έστειλε από το Βατούμ ο Ανδρέας Σιμώνωφ.
Μερικοί
στίχοι αυτού του ποιήματος είναι οι ακόλουθοι:
... Πρόξενος μακράς οδύνης γίνεται ο θάνατος
σου,
πρόξενος μακράς οδύνης είν' ο αποχωρισμός σου.
Από
σήμερον εκλείπει η επίγειος χαρά μου,
από
σήμερον ευρίσκω μάταια τα σχέδιά μου
μέλαινα
και κρύα πλέον φαίνεται μ' η φύσις όλη
και
ψυχράν μοι παριστώσιν θέαν τ' ουρανού οι θόλοι,
και ο στόνος της μητρός μου την καρδίαν μου
μαραίνει...
Οι ίδιες πιο πάνω
παρατηρήσεις θα μπορούσαν να γίνουν και για το ποίημα του Ανδρέα Σιμώνωφ, με
την επιπλέον σημείωση ότι ο σημερινός ποιητής, διαβάζοντας τους παλαιότερους
ποιητές, αλλά και δόκιμους σύγχρονους, μπορεί να δει και να μάθει πώς
τοποθετούνται μέσα στην πρόταση, ανάλογα, οι λέξεις και οι εκφράσεις,
προκειμένου να επιτευχθεί η μουσικότητα, το μέτρο, δηλαδή, και η
ομοιοκαταληξία. Π. χ., στον 6ο στίχο, το επίθετο «ψυχράν» βρίσκεται αρκετά
μακριά από το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, την «θέαν» (στη γραμματική, αυτό
λέγεται σχήμα υπερβατόν). Αυτό γίνεται για χάρη του μέτρου και, μερικές φορές,
για να επιτευχθεί ομοιοκαταληξία.
Διαρκής
προσπάθεια για συνέχιση της παράδοσης
Πολλοί στίχοι των
συγχρόνων Ποντίων πάσχουν στην ομοιοκαταληξία, την οποία δεν λένε να απαρνηθούν
όλοι οι σύγχρονοι στιχουργοί και να γράψουν σε ελεύθερο στίχο. Το γεγονός αυτό
έχει την αιτιολογία του.
Ένα ποντιακό ποίημα πρέπει να εμπεριέχει πολλή
παράδοση ή να δείχνει ότι εμπεριέχει. Η ομοιοκαταληξία είναι ένα από τα
στοιχεία, όχι μόνον της ποντιακής ή της ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας, σχεδόν,
παράδοσης. Το ίδιο και το μέτρο. Οι σύγχρονοι Πόντιοι στιχουργοί δυσκολεύονται
στα δύο βασικά αυτά στοιχεία της ποίησης και γιατί δεν διάβασαν, οι
περισσότεροι, ποντιακή ποίηση, δηλαδή ποιήματα του Γιάγκου Λ. Τοπχαρά -
Κανονίδη, του Πάγκου Κ. Φωτιάδη, του Ηλία Τσιρκινίδη, του Φίλωνα Κτενίδη, του
Δημητρίου Κ. Σταυριώτη, αλλά, κυρίως, γιατί δεν γνωρίζουν καλά την ποντιακή
διάλεκτο, την τόσο πλούσια σε λέξεις και εκφράσεις.
Όσο, ωστόσο, κι αν οι πολλοί πιστεύουν και
επιμένουν ότι ποντιακή ποίηση χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία δεν γίνεται, οι
παρακάτω στίχοι της Μαίρης Κωνσταντινίδου δείχνουν το αντίθετο:
Ερωτώ τα ραχία, ερωτώ την θάλασσαν, τ' άστρα
και τα Γαλαξίας,
ερωτώ
τον πράσινον, τον πλουμιστόν ουρανόν
ούλα 'τουν λέγ'νε με, μάνα μ', «'κ' είδ' ατεν,
εμείς
τιδέν 'κ' εξέρομε ...»
Χωρίς ομοιοκαταληξίες, αλλά με εσωτερική
μουσικότητα, είναι οι στίχοι του Χαράλαμπου Γαλανού, όπως οι παρακάτω, που εμπνεύσθηκε για
τη γενέτειρά του Ίμερα:
Ίμερα,
είδα σσ' όραμα μ', ελάσκουμ' σσα ραχία σ',
τρανόν
έτον η χαρά μ', εθάρρεσα αληθινόν έν'.
Είδα παχτάέδες έσκιζαν νερά κρύα ζιλάλα,
τουτουγιάδες και μάραντα, σκουτούλιζεν ο
κόσμον ...
(σ. σ.
νερό ζιλάλιν = νερό κατακάθαρο, γάργαρο)
Σε ελεύθερο στίχο γράφει τα ποιήματά του και ο
Παναγιώτης Γαλανοματίδης:
Με το θεϊκό μ' τη λύρα μ' και το μαγικό μ'
τοξάριν,
νύχταν
ημέραν, μάνα μ', ο σεβνταλής τη σεβντά μ' τραγωδώ!
Αραεύ' ατεν αδά, αραεύ' ατεν εκεί, 'κ' ευρήκ'
ατεν,
κάθουμαι κα και κλαίω.
Πιστεύουν μερικοί ότι είναι ειδικοί στην
ποντιακή διάλεκτο, αλλά δεν είναι. Απόδειξη ότι όλες κι όλες οι λέξεις και
εκφράσεις, που χρησιμοποιούν, είναι εκατό, το πολύ διακόσιες. Ενώ η ποντιακή
διάλεκτος έχει χιλιάδες. Διαβάζαμε στο λεξικό του φιλόλογου Δημήτρη Νικοπολιτίδη και δεν
μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι η διάλεκτος μας, η ποντιακή, είναι τόσο πλούσια!
Κι
όμως, υπάρχουν κάποια «κόλπα»
Ξεφεύγοντας ή
νομίζοντας ότι ξέφυγε από τον σκόπελο μερικής άγνοιας της ποντιακής διαλέκτου,
ο Πόνντιος
στιχουργός συναντά διαρκώς τις δυσκολίες στο μέτρο και στη ρίμα, την ομοιοκαταληξία.
Προσπαθεί να τα
μπαλώσει με λέξεις που κάπως
ταιριάζουν, αλλά δεν τα καταφέρνει. Και αυτό γιατί δεν γνωρίζει ορισμένα «κόλπα», όπως π. χ. Είναι η χρήση του συμπερασματικού συνδέσμου «άρ'», που
δίνει κάποιες
λύσεις, του συμπλεκτικού συνδέσμου «και», του επιρρήματος «πα» (που προήλθε από το «πάλιν») και που μπορεί να κολλήσει
παντού, και του ανεβάσματος του τόνου που κατά κόρον ακολουθείται στο ποντιακό δημοτικό τραγούδι και που επίσης
λύνουν προβλήματα μέτρου,του καταληκτικού πρόσθετου «ι», που λύνει προβλήματα ομοιοκαταληξίας.
Η χρήση του
συμπερασματικού συνδέσμου «άρ'» δίνει
ανάγλυφα στους παρακάτω ελεγειακούς στίχους για τον λυράρη και τραγουδιστή Χρήστο Μπαϊρακτάρη
(1906-19: που έγραψε ο Ερωτόκριτος Σαλαλίδης:
Έκλαψες κι έκλαψες, ε μά'ρσα Κρώμ',
άρ' κλάψων άλλο μίαν τηΠαϊραχτάρ', τη ψη
σ' ο γιόν 'κι θ' ακούς τη λαλίαν...
Ένα παράδειγμα από τη χρήση του «πα», για να
επιτευχθεί μέτρο, δίνουν οι παρακάτω στίχοι του Παναγιώτη Τανιμανίδη:
Σση Ρουσίαν εγεννέθα
Έλλενας
τράντα φοράς
σσην
Ελλάδα ν πώς ευρέθα
ξάι πα
μ' ερωτάς ...
Στο παρακάτω τραγούδι υπάρχουν τα παραδείγματα
τ ανεβάσματος του τόνου και της χρήσης του καταληκτικού πρόσθετου «ι»:
Τ' εμέτερον την πάρεαν, τ' εμέτερον το στόλ-ι
ευλόγησεν 'α ο Χριστόν κι οι δώδεκ' Αποστόλοι.
Στη λέξη «παρέαν» ο τόνος ανεβάστηκε από την παραλήγουσα στην
προπαραλήγουσα, για χάρη του μέτρου
Στολ (ctoΛ) είναι λέξη ρωσική και
σημαίνει τραπέζι. Το «στολ» γίνεται «στόλ-ι» για να αποκτήσει ομοιοκαταληξία το «Αποστόλοι». Ένα
άλλο παράδειγμα, που προέρχεται από μερικούς επιτάφιους στίχους του Κώστα Διαμαντίδη για τον
θάνατο του Λευτέρη Ελευθεριάδη, κάνει επίσης
σαφές αυτό
ακριβώς που γράφουμε:
Πόσον εζέλεψα, Λευτέρ', το θάνατον τ' εσόν-ι
νασάν εσέν που έσκισες κι επήες σην πατρίδαν
τάμαν είχες κι εποίκες 'α εκεί ν' αφήντς το
ψόπος
εκεί σ'
άγια τα χώματα, τα καταματωμένα.
Νασάν
εσέν, Χατσηλευτέρ',
νασάν τ' εσά τ' ομμάτα
άμον
ντ' ευτάει ο οικοκύρτς, όντες φεύ' ας σ' οσπίτ'ν ατ'
και όλο τα δουλείας ατ' με τη σειράν εποίκεν
...
Η χρήση καταληκτικών προσθέτων για την
επίτευξη ομοιοκαταληξίας γίνεται κυρίως στην ποντιακή, αλλά και στη γαλλική
ποίηση.
Ενα
μεγάλο μέρος των στίχων που εμπνέονται και γράφουν σύγχρονοι Πόντιοι είναι
κάποια εξιστόρηση - που δεν είναι βεβαίως, κάτι
απορριπτέο — στην οποία κάνουν, συνήθως, απεγνωσμένες προσπάθειες να της φορέσουν τον μανδύα της ποίησης. Αρκετοί —
όπως παλαιότερα στον Πόντο - διαθέτουν κάποια ευχέρεια στη διατύπωση – γραπτή ή προφορική — των εμπνεύσεών τους.
Ποτέ δεν παρατηρείται η τελειότητα στους στίχους τους, που
είναι γραμμένοι
στην ποντιακή διάλεκτο. Χωρίς αναφορές στη ζωή του, χωρίς τις δυσκολοεύρετες ομοιοκαταληξίες, με ποιητική μουσικότητα, όμως, ο
Ηλίας Τσιρκινίδης δίνει πάντοτε λαμπρούς στίχους, όπως οι παρακάτω από το ποίημα «Ο τσοπάνον»:
Νύχτα
σσα ξημερώματα, πουρνά σση ήλ' την έβγαν,
σύναυγα
σσο ημέρωμαν και σσα πετεινολάλια,
σύναυγα
με τα πρόατα μ', σύναυγα με τ' αρνόπα μ'
εβγαίνω σσα ψηλά ρασσά, μακρά σσα βοσκοτόπα.
Τον ίδιο και ο Φίλων Κτενίδης,
που εμπνεύστηκε και έγραψε τους παρακάτω στίχους, όχι, βεβαίως, από τον επικείμενο δικό του θάνατο. Το ποίημα έχει
τίτλο «Ν' αναστορώ τα παλαιά ...»:
Γειτόν'
σουμώστεν ούλ' εσουν, σουμώστεν σσο κρεβάτ'-ι-μ'!
Κ’ελέπω
τσ' είστεν π' έρθετεν, τερώ και 'κ' εγνωρίζω!
Έρθεν
η δείσα τη θανάτ' κι ο Χάρον εγουρνέθεν!
Τ’ ωτία
μ' εκωφώθανε, η γή μ' μόνον ακούει 'σας!
Έλα,
Γέρικα, σσα δεξιά μ', ζεβρά μ' έλα, Πανίκα!
Άμον
ντ' έσαν τ' οσπίτο 'μουν σσο πρώτον την πατρίδαν
ανάμεσα
σσοι δύ'ς εσουν τ' εμόν το κατωθύριν -
κ’ έτον η μάνα μ' μάνα 'σουν κι η μάνα 'σουν πα μάνα μ'!...
Κοντά στην τελειότητα οι
παλαιότεροι
Στην
τελειότητα, ωστόσο, έχουν φτάσει οι περισσότεροι στίχοι λίγων Ποντίων ποιητών, όπως είναι, από τους παλαιότερους, ο Ελευθέριος
Κακουλίδης, ο Γιάγκος Κ. Φωτιάδης, ο Γιάγκος Λ. Κανονίδης — Τοπχαράς, ο Γεώργιος Αηδονίδης, ο
Φίλιππος Ευρ. Χειμωνίδης, ο Παντελής Ηλ. Μελανοφρύδης, ο Ηλίας Τσιρκινίδης, ο Φίων Κτενίδης, η Μαίρη
Κωνσταντινίδου, ο Χαράλαμπος Γαλανός κ. ά.
Από αυτούς που έγραψαν στη νεοελληνική γλώσσα — δημοτική ή
καθαρεύουσα - ξεχωρίζουν, από τους παλαιότερους (στη δεκαετία του 1880), οι στίχοι του Γεωργίου Προυσσαίου
(Προυσσανίδη), του Ιωάννη Αθ. Παρχαρίδη. του Ανδρέα Σιμώνωφ, του Κωνσταντίνου Ιεροκλή, του Θύμου Χαλκιά,
του Ιωάννη Καλανταρίδη, του Ντίνου Πέτρα, του Θ. Θ. Θανέμη, της Μαρίκας Φιλιππίδου, του Ιωάννη Σοφιανόπουλου κ.
ά.
Λίγο πιο πάνω δημοσιεύονται αντιπροσωπευτικοί στίχοι ορισμένων από αυτούς.
Από τους σύγχρονους λείπουν
βασικές γνώσεις
Επειδή δεν
διαβάζουν ποίηση, στην ποντιακή διάλεκτο ή στη νεοελληνική γλώσσα, τους λείπουν
βασικές γνώσεις της αισθητικής της ποίησης και εκεί, ακριβώς, είναι που
σκοντάφτουν.
Θέλουν να γράψουν
όπως οι παλαιότεροι Πόντιοι ποιητές ή στιχουργοί, προσπαθούν, συνήθως
ανεπιτυχώς, να τους μιμηθούν, γιατί δεν μπορούν να βγάλουν προς τα έξω, να
εκφράσουν τη φλόγα που τους καίει εσωτερικά.
Κάποτε, ένας
γνωστός ποιητής διερωτήθηκε πώς μπορεί να φτιάξει κάποιος ένα παπούτσι, όταν δεν γνωρίζει
την τεχνική.
Και ο ποιητής, όπως
ο παπουτσής, είναι ένας δημιουργός, για να δημιουργήσει, όμως, χρειάζεται να
ξέρει πρώτα πρώτα γράμματα, ύστερα τη σημασία και τη χρήση των λέξεων, μετά
κάποιες τεχνικές ως προς τη διατύπωση στο χαρτί ή με τον λόγο των εσωτερικών
τρανταγμάτων που νιώθει.
Όλοι που πιάνουν ένα χαρτί και ένα μολύβι για
να γράψουν δεν είναι τυχαίοι άνθρωποι. Διαφέρουν από τους άλλους, που δεν
συνειδητοποιούν τις εσωτερικές φωνές που ακούν. Πώς, όμως, να σχηματίσει στο
χαρτί τις λέξεις, να φτιάξει στίχους, όταν αγνοεί τα βασικά πράγματα που
αναφέρθηκαν πιο πάνω;
Ακένωτη πηγή η παράδοση, αλλά ...
Το εκατό τοις εκατό
της ποιητικής δημιουργίας των Ποντίων έχει δεξαμενή την ακένωτη πηγή της
ποντιακής και γενικότερα της ελληνικής παράδοσης. Αυτό, όμως, το γεγονός
παρεξηγείται από τους πολλούς.
Πιστεύουν ότι αν
επαναλάβουν για χιλιοστή φορά κάποιες λέξεις - έννοιες, που έχουν καταντήσει
κλισέ, γράφουν για την παράδοση. Και αποτελεί αυτό παρεξήγηση, γιατί από τους
στίχους τους λείπει η πρωτοτυπία, το διαφορετικό, το ωραίο, αυτό που κρύβει και
μια και χίλιες σημασίες, που θα προσελκύσει τον αναγνώστη και θα του κάνει τη
φαντασία να πετάξει σε πολλά που έζησε ο ίδιος στο παρελθόν, αλλά και σε άλλα
που τα φαντάστηκε και δεν του δόθηκε η ευκαιρία, ο χρόνος, να τα
πραγματοποιήσει, να τα ζήσει.
Η διδακτική ποίηση, μετά τον Ησίοδο και
κάποιους άλλους αρχαίους, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Πόντιος
Διογένης ο Κυνικός, πρέπει να πρωτοτυπεί, να ντύνεται τα γιορτινά της, για να
κάνει τον αναγνώστη να τη διαβάσει.
Οι περισσότεροι
στίχοι των συγχρόνων Ποντίων είναι διδακτικοί, σπάνια είναι λυρικοί — πάντοτε,
σχεδόν, τους λείπει η εσωτερική μελωδία, η μουσική, που είναι βασικό
χαρακτηριστικό της ποίησης.
Δεν
φτάνει η ποντιακή καταγωγή
Η διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα των
Ποντίων που πιστεύουν ότι έχουν οι στιχουργοί, τους κάνει να είναι βέβαιοι ότι χρησιμοποιώντας την
ποντιακή διάλεκτο — την οποία όλοι ανεξαιρέτως γράφουν λανθασμένα, γιατί δεν
φρόντισαν να τη
μάθουν - πετυχαίνουν το άπαν της ποιητικής δημιουργίας, ενώ η ποντιακή
διάλεκτος είναι ένα στοιχείο της ποίησής τους, ένα όργανο, ένα μέσον, και μάλιστα το πιο δύσκολο.
Kαι αυτό, γιατί ελάχιστοι από
τους νεότερους στιχουργούς γνωρίζουν τη σημασία λέξεων και εκφράσεων της ποντιακής διαλέκτου.
«Ναϊλί
εμέν εχ κ' έρχουνταν,
ναϊλί εμέν εφάνθαν»
Όταν ο Φίλων Κτενίδης γράφει «Ναϊλί εμέν
εχκέρχουνταν, ναϊλί εμέν εφάνθαν», συγκλονίζει με τον στίχο του, προκαλεί ρίγη σε εκείνους που
καταλαβαίνουν ότι αυτοί που έρχονται,
αυτοί που φάνηκαν, είναι οι λησμονημένοι από τους πολλούς πολύ κοντινοί μας πρόγονοι,
τα θύματα των τουρκικών διωγμών, οι νεκροί της γενοκτονίας.
Έρχονται, όχι μόνον να καταγγείλουν στον κόσμο ολόκληρο το έγκλημα, αλλά, αλίμονο,
και να ζητήσουν από τα παιδιά τους, από αυτούς που επιβίωσαν των σφαγών, τον λόγο γιατί
δεν τους ανάβουν ένα κερί, γιατί δεν αγωνίζονται για τη δικαίωση.
Αυτούς τους λησμονημένους από πολλούς Πόντιους
προγόνους, που εχκέρχουνταν, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς, όταν πιάνει το μολύβι και το χαρτί,
για να γράψει...
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας