Ο παπάς με το ένα ράσο, ο Παπανικόλας, γεννήθηκε
στις 14 Νοεμβρίου 1888, στον Αληθινό, στη συνοικία Κοτσάντων, της ενορίας
Φραγκάντων της Κρώμνης. Χειροτονήθηκε ιερέας στις 9 Μαΐου του 1913, μετά την
αποφοίτηση του από το γυμνάσιο, τοποθετήθηκε εφημέριος στον Άγιο Θόδωρο
της ενορίας Σαράντων Κρώμνης.
Με πρόσκληση του
αείμνηστου Τραπεζούντος
και μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου, ανέλαβε τα
καθήκοντα του εφημέριου στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, στην Τραπεζούντα.
Στην ανταλλαγή του
1922, μπήκε μαζί με τους συμπατριώτες του στο καράβι του ξεριζωμού, από την
ποντιακή πατρίδα, μαζί με την παπαδιά και τον 14χρονο γιο του.
Στην Καραντίνα του Σελιμιέ, στην Πόλη, χάθηκαν πολλοί από τον τύφο και μαζί με
τους πολλούς, έχασε ο Παπανικόλας την παπαδιά και τον μονάκριβο γιο του.
Στην Καραντίνα του Σελιμιέ, στην
Έφτασε στην Ελλάδα ψυχικό ράκος και λειτούργησε για 11 μήνες ως ιερέας στο
Ωραιόκαστρο, που δημιουργήθηκε από πρόσφυγες, από το Σταυρίν της Κρώμης. Ήταν
ο Παπανικόλας μόλις 35 χρόνων, τότε.
Ο μητροπολίτης
Θεσσαλονίκης Γεννάδιος του πρότεινε να αποσχηματισθεί, εάν θέλει να
ξαναδημιουργήσει οικογένεια. Ο Παπανικόλας αρνήθηκε και παρέμεινε παπάς. Με
απαίτηση των Κρωμαίων, ο Παπανικόλας διορίσθηκε εφημέριος στο ναό της
Μεταμόρφωσης, στην Καλαμαριά, για να ζει ανάμεσα σε συμπατριώτες του.
Υπήρξε ο απόλυτα
αγαπητός παπάς για τον λαό της Καλαμαριάς, στα χρόνια της προσφυγιάς, της
γερμανικής κατοχής και της δυστυχίας. Λειτούργησε αφιλοκερδώς, συνόδευε τους
νεκρούς που οι συγγενείς τους δεν είχαν να πληρώσουν τα έξοδα της κηδείας και
με αυτοθυσία, αλτρουισμό και φιλανθρωπία, μοίραζε ελεημοσύνες, σε όσους
αντιλαμβανόταν, ότι είχαν μεγάλες ανάγκες.
Ήταν γνωστός σε όλους, ως ο παπάς με
το ένα ράσο, μέσα στο οποίο έκρυβε την απέραντη θλίψη και δυστυχία, που γνώρισε
η μεγάλη ψυχή του, για το χαμό της παπαδιάς και του αγαπημένου 14χρονου γιου
του.
Πέθανε πριν από
πενήντα χρόνια, στις 23 Απριλίου 1959. Τον συνόδευσαν όλοι οι Καλαμαριώτες και
όχι μόνο, από τον ναό της Μεταμόρφωσης μέχρι τα νεκροταφεία, με τα πόδια.
Για τις γενιές, που είχαν γνωρίσει επί χρόνια τον Παπανικόλα, θα μένει εσαεί στην μνήμη τους και συνέχεια θα τον αναφέρουν. Και μετά από άλλα πενήντα χρόνια, ελπίζεται ότι η οπτασία του θα ζει στη σκέψη των επερχόμενων γενεών, σαν θρύλος και σαν μύθος.
Για τις γενιές, που είχαν γνωρίσει επί χρόνια τον Παπανικόλα, θα μένει εσαεί στην μνήμη τους και συνέχεια θα τον αναφέρουν. Και μετά από άλλα πενήντα χρόνια, ελπίζεται ότι η οπτασία του θα ζει στη σκέψη των επερχόμενων γενεών, σαν θρύλος και σαν μύθος.
Γιωργος Ανδρεαδης