Το Μπεστασέν
ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1830. Οι κάτοικοι, ελληνόφωνοι κυρίως, κατάγονταν από
τις πόλεις Αργυρούπολη, Μαδέν και τα σχετικά χωριά και ήξεραν και τα ελληνικά
και τα τουρκικά.
Aπό την πρώην πατρίδα τους
έφυγαν το φθινόπωρο και δεν έφτασαν εκεί που ήθελαν. Αναγκάστηκαν να
ξεχειμωνιάσουν στο χωριό Κάτω Τσιντσκαρό, όπου τα παιδιά τους έμαθαν τα
τουρκικά, αφού επικοινωνούσαν με τα παιδιά των ντόπιων κατοίκων.
Την άνοιξη του 1830
οι πρώτοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Τσάλκας στο Μπεσκενασέν. Μόλις
βολεύτηκαν αποφάσισαν να δώσουν όνομα στο νέο τους χωριό. Αυτό το γεγονός
προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Τελικά επικράτησε μια μικρή ομάδα από το χωριό
Μπεστάς (Πέντε Πέτρες) της περιφέρειας Αργυρούπολης, της περιοχής Τραπεζούντας.
Ο μεγαλύτερος
αριθμός των κατοίκων καταγόταν από τις πόλεις, αλλά αποφάσισαν να κάνουν υποχωρήσεις
στους συμπατριώτες τους από τα χωριά. Αυτό το όνομα του χωριού είναι καθαρά
τούρκικη μετάφραση από τα ελληνικά.
Οι Έλληνες βρήκαν
εδώ τα ερείπια παλαιού γεωργιανού χωριού και τα θεμέλια τριών ορθοδόξων
εκκλησιών. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν πιστοί στην Ορθοδοξία, γι' αυτό
υποστήριξαν την πρόταση των ιερέων τους Παύλου Σπιριδόνοβ, Ιωάννη Σάρη,
Δημήτρη Καλμπάζη και του επισκόπου από την Ελλάδα Παΐσιου και άρχισαν να
καθαρίζουν τα ερείπια των εκκλησιών.
Τον πρώτο χρόνο της
άφιξής τους οι ιερείς αυτοί άρχισαν να τελούν τις λειτουργίες στα ερείπια των
προαναφερόμενων εκκλησιών. Η λειτουργία γινόταν από τον ιερέα Σάρη στα ελληνικά.
Μολονότι ήταν γέρος, στο μισοχτισμένο σπίτι του μάθαινε στα παιδιά των πιστών
τη μητρική τους γλώσσα και γράμματα.
Ο Ιωάννης Σάρης γεννήθηκε στην
Αργυρούπολη το 1765. Τελείωσε το γυμνάσιο στην πόλη του και στη συνέχεια το
εκκλησιαστικό σχολείο. Μετά από μερικά χρόνια υπηρεσίας στην ντόπια ελληνική
εκκλησία διορίστηκε ιερέας από τον Μητροπολίτη Σιλβέστερ της Αργυρούπολης.
Ο ιερέας Σάρης, ως μορφωμένος άνθρωπος και
υπηρέτης του λαού του, πολύ συχνά έγραφε αναφορές προς τις τοπικές αρχές, με
τις οποίες γνωστοποιούσε τις συνθήκες ζωής, και το πρόβλημα της γλώσσας των
συμπατριωτών του.
Εξαιτίας του έχουμε πληροφορίες για τους
κατοίκους του χωριού Μπεστασέν. Γράφοντας για τις συνθήκες ζωής των Ελλήνων
αυτού του χωριού, ο ιερέας Ιωάννης Σάρης υπογράμμιζε: «Οι περισσότεροι
κάτοικοι ξέρουν τη μητρική γλώσσα. Λίγοι την ξεχνάνε και μιλάνε τουρκικά».
Αργότερα μνημονεύοντας τα προβλήματα της γλώσσας, τόνιζε ότι τα παιδιά των
κατοίκων του Μπεστασέν έμαθαν τα τούρκικα, όταν 8 μήνες βρίσκονταν στο Κάτω
Τσιντσκαρό.
Οι ιερείς Παύλος
Σπιριδόνοβ και Δημήτρης Καλμπάζης επίσης κατάγονται από την πόλη Αργυρούπολη.
Και οι δυο τελείωσαν το γυμνάσιο διδασκόμενοι την ελληνική γλώσσα.
Ύστερα και οι δυο
γράφτηκαν στο θρησκευτικό σχολείο της Τραπεζούντας και αφού αποφοίτησαν πήραν
το εκκλησιαστικό αξίωμα ιερέα. Εκτός από τους παραπάνω αναφερόμενους ιερείς από
τη Μικρά Ασία, στο χωριό Μπεστασέν εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες του Ιορδανίδη
Καμπατζή και του Μιχαήλ Χατζή.
Ο τελευταίος
αργότερα είχε το επώνυμο Χάτζικοβ. Οι πρόγονοι του Ιορδανίδη Καμπατζή (σήμερα
Γκασιμπαγιάζοβ) στην περιφέρεια της Αργυρούπολης ασχολούνταν με το επάγγελμα του
μεταλλουργού και ήταν γνωστοί τεχνίτες καλουπιών για εκκλησιαστικές καμπάνες. Από 'κει και το
όνομά τους Καμπατζήδες. Το 1829 μ' αυτό το όνομα γράφτηκαν στον κατάλογο των
μεταναστών στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Όταν ήρθαν στην περιοχή Τσάλκας είχαν το ελληνικό
όνομα Καμπατζήδες, αλλά με τον καιρό, το 1873 συγκεκριμένα, άλλαξε και ακουόταν
Γκασιμπαγιάζ, που σημαίνει στα τούρκικα «ασπρόξανθος».
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου |
Είναι γνωστό ότι η
Αργυρούπολη ήταν ένα από τα πολιτισμικά και θρησκευτικά κέντρα της Μικράς
Ασίας. Εκεί ιδρύθηκαν πολυάριθμα ελληνικά σχολεία και ιερατική σχολή, όπου η
ελληνική νεολαία μορφωνόταν στη μητρική της γλώσσα. Εξαιτίας αυτού του
γεγονότος το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν ελληνόφωνο.
Στην πορεία της αναγκαστικής μετανάστευσης
προς την περιοχή Τσάλκας, ανάμεσα ατούς πρόσφυγες ήταν πολλοί ιερείς, που
ήξεραν πολύ καλά την ελληνική γλώσσα.
Λόγω της έλλειψης
των εκκλησιών αυτοί έμεναν χωρίς δουλειά. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Γρηγόριος
Αμπατζά, που μετανάστευσε σ' αυτό το χωριό το 1830. Ως το 1843 δεν μπόρεσε να
βρει δουλειά στην περιοχή Τσάλκας. Εκείνο το χρόνο έστειλε γραπτή αναφορά στον
Έξαρχο της Γεωργίας, όπου έλεγε τα εξής:
«Είμαι 35 χρονών
και έχω τίτλο ιερέα που τον πήρα στην Αργυρούπολη. Ο πατέρας μου, πρώην
κάτοικος της ίδιας πόλης, υπηρετούσε σαν ιερέας στην ελληνική εκκλησία του
Ουσπένσκι.
Το 1829 ήρθαμε στη
Ρωσική Αυτοκρατορία, ο πατέρας μου όμως έμεινε στη Μικρά Ασία λόγω της μεγάλης
ηλικίας και το 1833 πέθανε και θάφτηκε εκεί. Ο πατέρας μου ονομαζόταν Ναθαναήλ, ο παππούς Αποστόλης Δημητρίεβιτς. Σας ζητώ να με
βοηθήσετε να τακτοποιηθώ».
Η αποκατάσταση των
ιερέων στις ιερατικές θέσεις γινόταν πιο δύσκολη, γιατί στις αρχές του 1840
στο χωριό Μπεστασέν ήρθαν πολλοί ιερείς από την Αργυρούπολη και από την
Τραπεζούντα.
Κατανοώντας το
αδιέξοδο αυτής της κατάστασης αυτοί αποφάσισαν να χτίσουν τη δική τους
εκκλησία ή να επισκευάσουν μία από τις υπάρχουσες παλιές γεωργιανές εκκλησίες.
Τελικά αποφασίστηκε να επισκευάσουν την παλιά ντόπια εκκλησία.
Την υπόθεση αυτή
διεύθυναν οι παραπάνω αναφερόμενοι ιερείς. Το 1843 μία από τις εκκλησίες
επισκευάστηκε και την αφιέρωσαν στη μνήμη του Αγίου Νικολάου. Οι Έλληνες δε
σταμάτησαν εδώ και συνέχισαν να μαζεύουν λεφτά από τους πιστούς με σκοπό να επισκευάσουν
τους θόλους και να βάλουν τις εικόνες στους εσωτερικούς τοίχους της εκκλησίας.
Έτσι, λοιπόν, στα
1850 η επισκευή της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου τελείωσε. Τότε κατασκευάστηκε
και το πέτρινο παρεκκλήσι, στο οποίο έβαλαν τρεις καμπάνες. Το βάρος της κάθε
μίας ήταν 260 κιλά. Με άδεια του υπαστυνόμου όλων των εκκλησιών της Τσάλκας,
οι πιστοί ψήφισαν ως πρόεδρο της εκκλησίας το Λευτέρη Σάρη και διάκονος έγινε ο
Ι.Καρίμποβ.
Ο τελευταίος σε 5 χρόνια έγινε ιερέας και το
1858 από τον Έξαρχο Γεωργίας διορίστηκε υπαστυνόμος όλων των εκκλησιών της
περιοχής Τσάλκας. Ο Ιωάννης
Καρίμποβ άρχισε να συγκεντρώνει πληροφορίες για την κατάσταση των εκκλησιών
αυτής της περιοχής.
Μνημονεύοντας την κατάσταση της εκκλησίας του
Αγίου Νικολάου του χωριού Μπεστασέν ο υπαστυνόμος σε μια αναφορά του προς τον
Έξαρχο έγραφε: «Ο διάκονος Αριστάρχ, εκτός από τα καθήκοντά του, μαθαίνει στα
παιδιά των πιστών τη Ρωσική και την ελληνική ανάγνωση, γραφή και τραγούδια
δωρεάν.
Όσον αφορά τη
δραστηριότητα του Αριστάρχ να σημειώσουμε ότι κάποιο χρονικό διάστημα αυτός
υπηρετούσε σαν ιερέας στο ελληνικό σχολείο της Αλεξανδρούπολης.
Από το 1858 τον
έστειλαν σαν διάκονο στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο χωριό Μπεστασέν. Σας πληροφορώ ότι το πρώτο εκκλησιαστικό σχολείο σ' αυτό το χωριό
άνοιξε εξαιτίας της προσπάθειας του Θεοχάρη Αριστάρχ».
Τα επίσημα έγγραφα
των αρχείων εκείνης της εποχής μας πληροφορούν για την επιμονή στο σκοπό αυτό
του διακόνου Θ.Αριστάρχ, που υποστηρίχθηκε από τους ιερείς.
Από τη νεολαία του
1880 πολλοί μορφώθηκαν (σπούδασαν) και ένας απ' αυτούς ήταν ο Κωνσταντίνος Κοτάνοβ.
Μετά την αποφοίτηση από το ντόπιο σχολείο του χωριού, συνέχισε στο
εκκλησιαστικό σχολείο και αφού τελείωσε και αυτό πήρε τον τίτλο του ιερέα. Το
1896 ο νέος Κ.Κοτάνοβ διορίζεται ιερέας από τον Έξαρχο της Γεωργίας στην εκκλησία του
Αγίου Νικολάου του Ι Μπεστασέν.
Στις 30 Σεπτεμβρίου
του ίδιου χρόνου ο Κ.Κοτάνοβ με την
απόφαση του αρχηγού του πυροβολικού της στρατιωτικής περιοχής του Καυκάσου
διορίστηκε ιερέας για τους κατώτερους αξιωματικούς του συντάγματος πεζικού του
Καυκάσου, που βρισκόταν στην περιοχή του Χραμ.
Ο Κωνσταντίνος
Κοτάνοβ, εκτός από τα καθήκοντά του,
μάθαινε δωρεάν στα παιδιά των συμπατριωτών του τη μητρική τους γλώσσα. Εκτός απ' αυτά ασχολήθηκε με τα
προβλήματα της καλλιέργειας των φυτών, που δεν ήταν γνωστά στη γεωργία της
περιοχής.
Η άνοδος του
επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία πέρασε και στην περιοχή της Τσάλκας. Την άνοιξη του 1897 στο
χωριό Μπεστασέν ήρθε ο φοιτητής του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης Αλέξιος
Παγκράτοβ. Γνωρίζοντας τα προβλήματα των φτωχών αγροτών άρχισε να γράφει τα
παράπονα τους, πράγμα που άρεσε στους φτωχούς.
Ο φοιτητής αυτός
έμεινε στο σπίτι του Ξενοφόντ Μαζμάνοβ και άρχισε την προπαγάνδα της ντόπιας
νεολαίας, κηρύσσοντας τον αθεϊσμό και απορρίπτοντας τους νόμους της
συνείδησης, των μυστηρίων και των εθίμων της ορθόδοξης εκκλησίας.
Τελικά κάποιοι
κάτοικοι του Μπεστασέν έπαψαν να πηγαίνουν στην εκκλησία. Παρ' όλα αυτά ο
ιερέας Κωνσταντίνος Κοτάνοβ κλείνει συμφωνία με τον Νικόλαο Καραπαύλοβ, κάτοικο
του χωριού Αχαλσέν της περιοχής Μπατούμ, για τις μερικές μεταβολές της
εκκλησίας.
Όμως ο Καραπαύλοβ
έφυγε στην περιοχή του Αχαλκαλάκι και δεν τελείωσε την υπόθεση. Να σημειώσουμε
ότι μαζί με τον Καραπαύλοβ δούλευαν και οι ντόπιοι μάστορες Ι.Ιωαννίδης,
Γ.Δελάνοβ, Α.Σαρίεβ και Γ.Μπεϊκαράζοβ.
0 Κ.Κοτάνοβ
γεννήθηκε το 1879 στην περιοχή της Τσάλκας. Όταν πήγαινε στο ντόπιο σχολείο του
Μπεστασέν το 1888, για τις επιτυχίες του ο διευθυντής των εθνικών σχολείων της
Τιφλίδας τον επαίνεσε.
Μετά το σχολείο ο
Κ.Κοτάνοβ πέρασε στην ιερατική σχολή της Τιφλίδας και αφού τελείωσε τις σπουδές
του, διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του Μπαρμακσίζ. Σ' αυτή τη θέση ο
Κ.Κοτάνοβ δούλεψε σαν καλός επαγγελματίας.
Το 1893 από τον
Έξαρχο της Γεωργίας ο Κοτάνοβ πήρε τίτλο διακόνου και διορίστηκε στην εκκλησία
του Όλιανκ. Όπου πήγαινε ο Κ.Κοτάνοβ παντού διακρινόταν, γιατί ήταν
μορφωμένος, πρόθυμος και εργατικός υπάλληλος.
Γι' αυτό το 1896 οι
κάτοικοι του χωριού Μπεστασέν αποφάσισαν να καλέσουν το συγχωριανό κ. Κοτάνοβ
σαν ιερέα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Ο Έξαρχος της Γεωργίας έδωσε την
άδεια. Επειδή ο Κοτάνοβ ήταν δραστήριος και πολυμαθής, η ανώτερη διοίκηση πολύ
συχνά τον έστελνε εκεί που τον χρειαζόταν. Το 1900 τον μετέθεσαν σαν ιερέα στο
σύνταγμα πεζικού του Καυκάσου.
Για την άριστη
υπηρεσία του τον παρασημοφόρησαν με την ασημένια εικόνα του Σωτήρα.
Συγκεκριμένα αυτά τα χρόνια ο Κ.Κοτάνοβ σκεφτόταν να βοηθήσει το λαό του να
ξεπεράσει την αμάθεια και αρχίζει έμπρακτα να δραστηριοποιείται σ' αυτό τον
τομέα.
Άρχισε να
ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της μόρφωσης και της ύδρευσης στα χωριά, αφού οι
άνθρωποι πήγαιναν μακριά, στο ποτάμι, για να φέρουν νερό. Στο μέτρο του δυνατού
βοηθούσε οικονομικά στις κατασκευές εκκλησιών και σχολείων στα απομακρυσμένα
χωριά της περιοχής.
Αυτός ο ίδιος
οργάνωσε τα προγράμματα των μαθημάτων στα σχολεία. 0 ιερέας Κ.Κοτάνοβ το 1900
στο Μπεστασέν άνοιξε το σχολείο και για τα κορίτσια, παραβιάζοντας την πατριαρχική τάση
των Ελλήνων που ήταν ενάντια στη μόρφωση των κοριτσιών.
Με δική του
πρωτοβουλία οδήγησε τον αντισυνταγματάρχη Μ.Β.Αλεξέεβ να φέρει στο χωριό Μπεστασέν
τους στρατιώτες, οι οποίοι μαζί με τις μαθήτριες και με την καθοδήγηση του
δασκάλου Π.Ιωαννίδη οργάνωσαν τη χορωδία των τραγουδιστών στη Ρωσική και
ελληνική γλώσσα.
Ελληνικό συγκρότημα που ιδρύθηκε από τον ιερέα Κ. Κοτάνοφ (1904) |
Το 1904 για τις
επιτυχίες των μαθητριών του χωριού Μπεστασέν στα μαθήματα τη; Ρωσικής γλώσσας
και στην οργάνωση των σπουδών ο Έξαρχος της Γεωργίας βράβευσε τον Κ.Κοτάνοβ
προσφέροντάς του ιερατικά άμφια μεγάλης αξίας. Δύο χρόνια μετά απ' αυτό το
γεγονός η επιτροπή των επαρχιακών σχολείων διόρισε τον Κοτάνοβ πρόεδρο της
δοκιμαστικής επιτροπής
των ελληνικών σχολείων της Τσάλκας.
Το ίδιο έτος εκλέχτηκε βουλευτής στο
επαρχιακό συνέδριο των ιερέων της γεωργιανής επαρχίας. Εξαιτίας της επιμονής
και της πρωτοβουλίας του Κοτάνοβ το 1897 στο χωριό Όλιανκ για πρώτη φορά άνοιξε
σχολείο. Εκλέχτηκε
επίσης μέλος του Συμβουλίου του υδάτινου χώρου του Χραμ.
Όπως φαίνεται, τότε ο μορφωμένος ιερέας
δάσκαλος Κ.Κοτάνοβ στην πρώτη θέση είχε τη ρωσική και όχι την ελληνική γλώσσα. Η πολιτική του εκρωσισμού της
τσαρικής απολυταρχίας υποστηριζόταν από τοπικές αρχές. Γι' αυτό οι πράξεις του ιερέα
Κ.Κοτάνοβ δικαιολογούνται.
Αυτός ήξερε ότι με τη γνώση της ελληνικής
γλώσσας τα παιδιά δε θα μπορέσουν να βγουν έξω από τα σύνορα της περιοχής Τσάλκας. 0 ίδιος παρατήρησε
επίσης ότι τα παιδιά των προσφύγων ήταν ικανά για σπουδές, έπρεπε όμως να ξεπεράσουν τις δυσκολίες
με τη γλώσσα.
Το χωριό Μπεστασέν ήταν σαν προφυλακή της
περιφέρειας Τσάλκας,
επειδή είχε πολλούς μορφωμένους ανθρώπους και εκεί πήγαιναν πολλοί διοικητές για επισκέψεις. Πολυάριθμες
επισκέψεις των ρωσικών διοικητών
έκαναν τους νέους του χωριού να αγαπήσουν τη ρωσική γλώσσα και να τη
συνηθίσουν.
Και ο Κ.Κοτάνοβ και οι διοικητές προπαγάνδιζαν
τη ρωσική γλώσσα ανάμεσα στους Έλληνες της περιοχής Τσάλκας. Αυτό απομάκρυνε τη
νεολαία από τη μητρική γλώσσα και η διάλεκτος της τουρκικής έμπαινε δυναμικά
στην καθημερινή χρήση. Επίσης η αντίθεση των κομμουνιστών προς τις γλώσσες των
εθνικών μειονοτήτων έσπρωξε τους ελληνόφωνους του χωριού Μπεστασέν να
χρησιμοποιούν την τούρκικη διάλεκτο.
Η
εκκλησία ήταν αδύναμη να βοηθήσει το λαό της και οι εκκλησίες της περιφέρειας
έκλεισαν. Μερικές απ' αυτές μετατράπηκαν σε κλαμπ και πολιτιστικά κέντρα, ενώ
άλλες μετατράπηκαν, με διαταγή «από πάνω», σε σιταποθήκες ή σε αποθήκες
ανταλλακτικών των γεωργικών μηχανών.
Οι Έλληνες της
ορθόδοξης χώρας στον 19ο αιώνα και μέχρι την εγκαθίδρυση της Σοβιετικής
εξουσίας αναγκάζονταν να στέλνουν τους νέους από την περιοχή της Τσάλκας στη χώρα των
τυράννων, για να πάρουν εκκλησιαστική μόρφωση. Πρέπει να προβληματιζόμαστε για
το πώς οι υπεύθυνοι κύκλοι της ορθόδοξης Αυτοκρατορίας έκαναν λάθος, στέλνοντας
τους νέους στη μουσουλμανική χώρα, για να λάβουν εκκλησιαστική μόρφωση.
Σωκράτης Αγγελιδης
Διδακτορας Ιστοριας-Ανατολικολογος