Ξεκίνησε άσχημα το 1917 για τους μαχητές του Πόντου,
στην περιοχή της Σαμψούντας. Ύστερα από διαταγή του στρατιωτικού διοικητή Ρεφάτ
Πασά, ο τακτικός στρατός ξεκίνησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην οροσειρά του
Νεπιέν Νταγ.
Θεόρατο το βουνό,
με ατέλειωτες κορυφές να τινάζονται αετόμορφες, σκεπασμένες από έλατα και
δυσκολοδιάβατους πευκώνες. Κι ανάμεσά τους να γλιστρούν ορμητικά, βαθιά στις ισκιωμένες χαράδρες, χείμαρροι με νερά που παφλάζουν.
Είχε ξέχωρη σημασία ο τόπος αυτός, γιατί ήταν κάστρο φυσικό κι όποιος τον
κατείχε, εύκολα μπορούσε να ξανοίγει τμήματα του και να τον διαφεντεύει.
Έκανε κρύο αφύσικο,
ξεφλούδαγε το κορμί, αλλά οι αντάρτες, κινούμενοι και συ- μπτυσσόμενοι διακρώς,
κατάφερναν να κρατούν τη δύναμή τους αλώβητη. Έβγαζαν οι φτέρνες τους φωτιές,
έτσι όπως έφευγαν από σκοτάδι σε σκοτάδι, να ριχτούν σε καινούργιες μάχες.
Αρχές Απριλίου, ένα
τούρκικο σύνταγμα εντόπισε ενενήντα περίπου νοματαίους κοντά στο χωριό Οτ
Καγιά. Βλέποντας αυτοί ότι ήταν δύσκολο να κρατηθούν στα πόστα τους, συσκέφτηκαν κι αποφάσισαν να
καταφύγουν σ' ένα μεγάλο σπήλαιο, γνωστό ως «σπηλιά της Παναγιάς». Εκεί
προσέτρεξαν, αναζητώντας απελπισμένα σωτηρία, κι εξακόσια γυναικόπαιδα.
Εντοπίσθηκαν, όμως,
πιθανότατα ύστερα από κατάδοση. Αμέσως ξαπολύθηκαν τέσσερεις εκατοντάδες,
περίπου, χωροφύλακες του Νταλίπ Τσαούς, φανατικού διώκτη των Ελλήνων, στην είσοδο
της σπηλιάς, ορμώντας με γιουρούσια και κόντρα γιουρούσια. Οι αντάρτες, με
αρχηγό τον Γιώργο Καραβασίλογλου και υπαρχηγούς τους Κώστα Δελληγιάνογλου και
Κώστα Παπάζογλου,
έλαβαν, κιόλας, την απόφασή τους.
Επτά μερόνυχτα οι
Πόντιοι μάχονταν ηρωικά κατά των χωροφυλάκων, κρατώντας τους μακριά από το
στόμιο της σπηλιάς. Οι Τούρκοι χτυπούσαν μια, χτυπούσαν δυο με τ' ασκέρια τους,
αλλά χαΐρι δεν
έβλεπαν.
Κάλεσαν ενισχύσεις.
Ενισχυμένο με πυροβόλα, ένα σύνταγμα κατέφθασε στην απόκρημνη πλαγιά. Για
περίπου δύο μέρες μαίνονταν μάχες ομηρικές. Αγριο τουφεκίδι. Η είσοδος της
σπηλιάς γέμισε σορούς Τούρκων.
Οι βολές, όμως, των
πυροβόλων είχαν ανοίξει το στενό στόμιο της σπηλιάς και τα πυρομαχικά των
υπερασπιστών τελείωναν. Η πρόταση των Τούρκων για παράδοση απορρίφθηκε.
Σε λίγο τέλειωσαν
και τα ελάχιστα πολεμοφόδια που τους είχαν απομείνει. Τότε, ο καπετάν Γιώργος
Καραβασίλογλου πρότεινε κάτι το ασύλληπτο: αφού κρατήσει ο καθένας το τελευταίο
φυσίγγιο στο τουφέκι του, ν' αλληλοσκοτωθούν για να μην πέσουν ζωντανοί στα
χέρια του εχθρού.
Ο τελευταίος θ'
αυτοκτονούσε. Η απόφαση, δείγμα σπάνιο ηρωικής ηθικής, έγινε ομόφωνα δεκτή και
σε λίγο το σκηνικό θύμιζε αρχαία τραγωδία, καθώς οι υπερασπιστές της «σπηλιάς
της Παναγιάς» σκότωναν ο ένας τον άλλον. Ο τελευταίος έβαλε τ' όπλο κάτω από
το σαγόνι και αυτοκτόνησε.
Μανιασμένοι οι
Τούρκοι, αλαλάζοντας, μπήκαν στη σπηλιά κι έβγαλαν έξω το οδυρόμενο πλήθος.
Οιμωγές και κραυγές αγωνίας ακούγονταν από παντού. Οδηγήθηκαν στο κοντινό
τουρκοχώρι Τζασχούρ. Εκεί, όλοι οι άνδρες — ηλικιωμένοι οι περισσότεροι —
κατακρεουργήθηκαν. Τριάντα σοροί αποκεφαλίστηκαν και οι κεφαλές στάλθηκαν ως
«δώρο» στον Ρεφάτ Πασά, στη Σαμψούντα.
Πεντακόσιες ψυχές,
γυναίκες και παιδιά, στάλθηκαν στο Καπού Καγιά και ύστερα από βασανιστήρια και
βιασμούς, διατάχθηκαν σε πορεία θανάτου. Προορισμός τους θα ήταν — υποτίθεται —
η Κασταμονή, που απείχε τριακόσια χιλιόμετρα. Μόλις ογδόντα τρεις άνθρωποι μπόρεσαν
να φτάσουν εκεί.
Και απο αυτούς, οι περισσότεροι άρρωστοι
και σκελετωμένοι, πέθαναν μέσα σε λίγες μέρες.
Δημήτρης Α. Δημητριάδης