Συχνά απαντώνται εις την Ποντιακήν δημοτικήν
ποίηση τρία πουλιά:
Το τρυγόνι, τό περιστέρι και ο αετός. Είναι τ' αγαπημένα πουλιά των Ποντίων.
Ο
αετός (αητός, αητέντς, γάτζουρας) εκπροσωπεί την ανδρείαν, την τόλμην, την δύναμιν, το
μεγαλείον. «Άητός επεριπέτανεν ψηλά σσα επουράνια...»
Είναι ο ισχυρός βασιλεύς του αιθέρος. Τα παιδιά εξαιρετικώς τον αγαπούν και τον φοβούνται.
Μόλις τον έβλεπαν να ζυγίζει μεγαλοπρεπώς τα πηχυαία πτερά του εις τα ύψη άρχιζαν τις φωνές : «Αητόν! Αητόν! ή Γάτζουρα! Γάτζουρα! Έκχύεν η σουρβά σ' κι εκάγαν τα πουλία σ'!»
Ο φόβος
μήπως ο αετός αρπάξη καμμίαν κόταν υπηγόρευσεν εις τα αφελή παιδιά την άπειλήν
αυτήν του ζεματίσματος των νεοσσών του αετού, με την οποίαν δήθεν τον ειδοποιούσαν ν' αφήση τις κότες και να τρέξη
στα παιδιά του, που εκινδύνευαν. Αι γυναίκες, όταν έδιωχναν τις κόττες έφώναζαν: «χόϊ! χόϊ! ή κσή! κσή! Αητόν! Αητόν!» Φύγετε!
έρχεται ο αετός!
Αφού λοιπόν ο αετός ήτο έμορφος,
δυνατός και επιβλητικός, ήτο φυσικόν ν' αντιπροσωπεύση τον επίσης δυνατόν, έμορφον και κυρίαρχον του σπιτιού άνδρα, δια
τον οποίον η Πόντια είχε και ,άλλο ωραίον επίθετον: ο Ήλον, το ωραιότερο επίθετον που η γυναίκα απέδωκε στον άνδρα. Ήλιος πού φωτίζει,
θερμαίνει, βασιλεύει.
Ο
σύζυγος εις τήν ποίησιν και τα μοιρολόγια λέγεται πάντοτε: ήλος (ήλες).
Παροιμία:
Ο ήλο μ' εκαμεν κι ο ήλον έφαγεν.
Μοιρολόγια: Ήλε μ' γιά έλ' ασσό ρδανίν, για
έλα ασσήν πόρταν.
Ηλε μ'! ήλε μ'! ήλε μ'! Ναι, ήλε μ' και ημέρα
μ'!
Ηλε μ' τσακώνω την ζουρνά σ', τσερίζω το
ταούλι σ'!
Ηλε μ' ατλούς και πούσατλους κτλ.
Δεν υστερεί
όμως και η προσωνυμία του αετού.
Άμον
ήλος έφάνθες με κι άμον αητός έδέβες κι ούς να εκαλοτέρεσα
ραχία
επιδέβες.
Τα
παλληκάρια που κατέφευγαν στα βουνά για να πολεμήσουν
υπέρ
της ελευθερίας των ελέγοντο αετοί ή σταυραετοί.
Τρείς
αητοί, τρείς βουνοί, τρείς περιπλεκμένοι ...
Τρία παλληκάρια γερά, πανύψηλα σαν βουνά και
φιλικώς συνδεδεμένα).
Εις τά υψηλά και
κρημνώδη βουνά του Πόντου υπήρχεν αφθονία αετών, μέ πτέρωμα τεφρόν, υπήρχον όμως και λευκοί αετοί.
Η ονομασία των εποίκιλε κατά τόπους: Γαλάτα (η) και η ορσότα (η) (Σορσότα ή Βροχάλα
μεταφορικώς ελέγετο και η εύσωμος και ωραία γυναίκα). Τά πτερά του αετού
εχρησιμοποιούντο
μέχρι του 1900
ως κονδυλοφόροι, ξυόμενα καταλλήλως.
Αντιθέτωςο άνδρας την αγαπημένην του ωνόμαζε
περιστέρ' ή τρυγώνα.
Περιστέρι βέβαια
την εθεωρούσε δια να δείξη την τρυφερότητα, την πίστιν και αφοσίωσίν της. Σ'
ένα μάλιστα τραγούδι ο Πόντιος, ποιητική αδεία, κάμνει την περιστεράν ωδικόν πτηνόν :
Τα περιστέρα κελαϊδούν σ' έρημον την αγκάλα σ'.
Είτε όμως διότι η περιστερά εσπάνιζεν εις τον
Πόντον, είτε διά
την δύσκολον ομοιοκαταληξίαν της λέξεως, εις την ποίησιν δεν απαντάται συχνά η ονομασία αυτή. Άσπρεσσα μ' και περιστέρα μ'
Τώρ' αν
έρθες από πέραν
θήκον το δαβρί σ' καί πέρα
Σήμερον άλλος ουρανός, σήμερον άλλ' ημέρα!
Σήμερον στεφανούντανε αητός κ' η περιστέρα.
Αντιθέτως η τρυγώνα έγινε το έμβλημα της
πιστής συζύγου, της αφοσιωμένης
μέχρι θανάτου, της ωραίας κοπέλας γενικώς, και κατήντησε να σημαίνη ταίρι (το
τρυγωνόπον, τρυγώνα).
Τρυγών'-ι-μ' εγιαγλήευεν σση Κρωμή τα ραχία...
Τρύγων'-ι-μ' πε και γέλασον άμον τ' εποίνες
πρώτα...
Ακεί πέραν σσο ραχόπον η τρυγώνα, η τρυγώνα,
έστεκεν κι εποίνεν ξύλα — η τρυγώνα, η τρυγώνα
κτλ.
Διά την τρυγώνα υπάρχει η εξής παράδοσις :
Ουντάν εσταύρωσαν τον Χριστόν οι Εβραίοι, εδίψασεν κι εψαλάφεσεν νερόν.
Η τρυγώνα εδέβεν επεκέσ' και 'κ' εδέκεν ατόν
νερόν. Ο Χριστόν ατότες εκατερέθεν ατέν κι είπεν :
Να
διψάς, να ελέπ'ς το νερόν έμπρο σ' και να μη επορής και πίντς.
Ασσ'
ατότες κιάν' η τρυγώνα ελέπ' το νερόν, διψά και να πίν' 'κι επορεί.
Πάντα
παραπονεμένα κουίζ': Τουτού, τουτού! (Τουτού: παιδική λέξις σημαίνουσα νερόν).
Παντελής Μελανοφρύδης
Σ.Σ. Το κείμενο μεταφέρεται όπως έχει γραφεί από τον συγγραφέα, χωρίς να υποστεί καμία αλλοίωση..