Κόκκινο το αίμα έτρεχε από τις
παπαρούνες
και τα ρυάκια πλημμύρισαν μαζί και τα ποτάμια,
γιόμισαν με θολό νερό, με αίμα και
κορμιά,
κοντά στα χίλια εννιακόσια είκοσι
δύο,
και πλημμύρισαν τη θάλασσα του
Εύξεινου Πόντου,
τη θάλασσα της Τραπεζούντας και των
άλλων πόλεων,
των πόλεων των Ελλήνων που απ' την
αρχαία Μίλητο
βρέθηκαν εκεί από πολύ παλιά περίπου
οκτώ αιώνες πριν τη γέννηση του Χριστού.
Τώρα υπάρχουν ερείπια, μόνα τους,
σιωπηρά
κι η μαύρη θάλασσα πικρή και
λυπημένη
τα δάση, τα ψηλά βουνά τα ποτισμένα με δάκρυα
κι ο αγέρας γιομάτος μ' αστείρευτα μοιρολόγια
κι ο χρόνος φορτωμένος μ' ασήκωτο
πόνο
κι όλα αυτά οα να' γιναν εψές ή και προχθές
και στέκουν βαθιά χαραγμένα στη
μνήμη μου
όπως και τόσες άλλες ιστορίες των εξορισμένων
που βρήκαν για λιμάνι την τωρινή
Ελλάδα,
μια Ελλάδα που προσπαθεί ν'
αγκαλιάσει τα παιδιά της
κάτω απ' τις σπασμένες της φτερούγες.
0 χρόνος όλος ντύθηκε με την επίσημη
σιωπή
κι οι απόγονοι συντροφεύουνε της εποχής το
ρεύμα
μ' αξίες ακαθόριστες, δίχως ιδανικά,
και μόνον κάποιοι σύλλογοι π' ολίγοι τους
στυλώνουν
Στήνουνε τα μνημεία τους, να
διαλαλούν αιώνια
Για το κακό που έγινε τους μαύρους κείνους
χρόνους
και κάθε στοιχείο ελληνικό κρύφτηκε στη σιγή
του,
μόνο πουλιά μοιρολογούν για όσα
άκουσαν κι είδαν,
τα μοναστήρια ερείπια με δίχως
καλόγερους
κι η λύρα πια δεν ακούγεται στο Καραγκιόλ, στο
Θήχη,
εκεί στο Δαφνοπόταμο μεσ' στα βαθιά φαράγγια
και ο πυρρίχιος χορός της θεάς
Αθηνάς
δε βρίσκει πλέον μιμητές, στέκει
μαρμαρωμένος
σε μία -χθόνα άχορον- χωρίς τους γηγενείς της.
Αβραάμ Παπαγιαννίδης