Μετά τον Ανδρόνικο το Γίδο έγιναν αυτοκράτορες
της Τραπεζούντας οι παρακάτω Κομνηνοί: Ιωάννης Α' ο Αξούχος (1235-1241), Μανουήλ Α'
ο Μέγας (1241-1263), Ανδρόνικος Β' (1263-1266), Αλέξιος Β' (1297-1330), Ανδρόνικος
Γ (1330-1332), Μανουήλ Β' (1332-1336) και Βασίλειος Α' (1336-1340).
Το 1340, όμως, αμέσως μετά το θάνατο του Βασιλείου, η Ειρήνη Παλαιολογίνα μπήκε στο παλάτι, πήρε όλη τη βασιλική εξουσία και έδιωξε από αυτό την Ειρήνη την Τραπεζούντια. Κατόπιν την εξόρισε κιόλας οτην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τα δυο παιδιά που είχε κάνει στο μεταξύ με τον Βασίλειο, δηλαδή τον Καλοϊωάννη και τον Αλέξιο.
Ο Βασίλειος ήταν
γιος του Αλεξίου Β' Κομνηνού (1297-1330). Το 1332, όταν βασίλευε στην
πρωτεύουσα του Πόντου ο ανεψιός του ο Μανουήλ Β' (1332-1336), ο ίδιος βρισκόταν
στην Κωνσταντινούπολη. Με τη βοήθεια της αυλής του Βυζαντίου και την υποστήριξη
των Σχολάριων, Κωνσταντινουπολίτικης
καταγωγής, αρχόντων της Τραπεζούντας, φτάνει στην Τραπεζούντα, εκθρονίζει τον
ανεψιό του και σκοτώνει τους αρχηγούς των ντόπιων αρχόντων που ήταν αντίπαλοι
του.
Η άνοδος του στο θρόνο ως Βασίλειος Α
εγκαινιάζει την επικράτηση της επιρροής και του κύρους του Βυζαντίου πάνω στο
κράτος των Κομνηνών της Τραπεζούντας. Πρώτη συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν
ο υποχρεωτικός γάμος του με την Ειρήνη Παλαιολογίνα, κόρη του αυτοκράτορα του
Βυζαντίου Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1328-1341).
Με το γάμο αυτό
θέλησαν οι Σχολάριοι να συνδέσουν και πάλι, όπως και παλαιότερα, τα συμφέροντα
της αυλής της Τραπεζούντας με τα συμφέροντα της Κωνσταντινούπολης, αλλά και
τα δικά τους, τα προσωπικά.
Ωστόσο ο Βασίλειος,
όπως και ο πατέρας του Αλέξιος Β', ήθελε να έχει πλήρη ελευθερία στην άσκηση
της εξουσίας του, γι' αυτό αισθάνθηκε δυσφορία από τις σχέσεις του με την αυλή των
Παλαιολόγων.
Η γυναίκα, εξάλλου, που παντρεύτηκε με την πίεση των Σχολάριων, του ήταν
αντιπαθητική, γιατί του θύμιζε ότι είχε πάρει την εξουσία, όχι ομαλά και
αντάξια με τις στρατηγικές του ικανότητες, αλλά με τη βοήθεια μιας μερίδας ξένων αρχόντων. Γι'
αυτό έζησε λίγο μόνο χρόνο μαζί της.
Κατόπιν την έδιωξε από το παλάτι και πήρε για
σύζυγο του μιαν άλλη Ειρήνη, ντόπια γυναίκα από την Τραπεζούντα. Ο βυζαντινός
ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς χαρακτηρίζει τη δεύτερη Ειρήνη «εταιρίδα»
(πορνίδιο), και «μοιχαλίδα», αλλά ο χρονικογράφος της αυλής των Κομνηνών της
Τραπεζούντας Μιχαήλ Πανάρετος, στο Χρονικό του, την ονομάζει «δέσποινα» και
λέει ότι ο γάμος της με τον Βασίλειο ευλογήθηκε το 1339 από το μητροπολίτη της
ποντιακής πρωτεύουσας Ακάκιο.
Ο Ακάκιος, ωστόσο,
είχε ευλογήσει το γάμο, για να μην παραταθεί η παράνομη συμβίωση του Βασιλείου
με την Ειρήνη την Τραπεζούντια και για να κατασιγάσει την αγανάκτηση του λαού της πρωτεύουσας, που
ήταν αυστηρός στα ήθη του. Αναφέρεται ακόμα από τον ιστορικό Νικηφόρο Γρηγορά
ότι ο Βασίλειος Α', αν δε φοβόταν την εκκλησία και το λαό, θα είχε θανατώσει
την Παλαιολογίνα, γιατί εκείνη, μόλις διώχθηκε από το παλάτι, «επεββοάτο ουρανόν και γην και πάσιν εξήγγειλε τό της καρδίας πυρ» (επικαλούνταν τον ουρανό
και τη γη και σ' όλους διαλαλούσε τη φωτιά της καρδιάς της).
Το 1340, όμως, αμέσως μετά το θάνατο του Βασιλείου, η Ειρήνη Παλαιολογίνα μπήκε στο παλάτι, πήρε όλη τη βασιλική εξουσία και έδιωξε από αυτό την Ειρήνη την Τραπεζούντια. Κατόπιν την εξόρισε κιόλας οτην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τα δυο παιδιά που είχε κάνει στο μεταξύ με τον Βασίλειο, δηλαδή τον Καλοϊωάννη και τον Αλέξιο.
Ταυτόχρονα η Παλαιολογίνα
έστειλε μαζί τους και πρέσβεις προς τον πατέρα της Ανδρόνικο για να παραλάβουν
και να συνοδεύσουν ως την Τραπεζούντα έναν άρχοντα του Βυζαντίου ο οποίος θα
την παντρευόταν και θα έπαιρνε και τη βασιλική εξουσία.
Οι πρέσβεις όμως δε
βρήκαν τον Παλαιολόγο στην Κωνσταντινούπολη, γιατί εκείνος είχε ήδη φύγει από
τη Βασιλεύουσα και βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, όπου ξεκουραζόταν για να
συνεχίσει την εκστρατεία του εναντίον των Αιτωλών και Ακαρνάνων.
Συνέxισαν το
ταξίδι τους για τη Θεσσαλονίκη. Αλλά όταν έφτασαν εκεί, έμαθαν ότι ο
αυτοκράτορας είχε αναχωρήσει από τη «vύμφη του Θερμαϊκού» και είχε πάει στην Ακαρνανία. Με τα πολλά,
τον συνάντησαν, επιτέλους, έξω από την Άρτα, στο στρατόπεδο του, αλλά στο
μεταξύ είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος για
την ειδική αποστολή τους, και τα πράγματα στην Τραπεζούντα προχώρησαν:
Η Παλαιολογίνα δεν μπόρεσε να διοικήσει το κράτος καλά και
με δύναμη, με αποτέλεσμα, οι ντόπιοι
άρχοντες, που είχαν νικηθεί στον αγώνα
για τη διαδοχή του Βασιλείου Α',
επωφελούμενοι από την καθυστέρηση, ξεσήκωσαν το λαό για να ξανακερδίσουν το χαμένο έδαφος και το κύρος
τους.
Σκόπευαν να ανατρέψουν τους αντιπάλους τους,
τους Σχολάριους, οι οποίοι ήθελαν να δώσουν την εξουσία της Τραπεζούντας σ'
έναν ξένο άρχοντα, ευνοούμενο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου. Ύστερα από αυτά, η
Παλαιολογίνα αναγκάστηκε να στείλει με
πλοία στην Κωνσταντινούπολη τον ίδιο το
μητροπολίτη Ακάκιο για να επισπεύσει την εκτέλεση του αιτήματος της
Στο μεταξύ, ενώ ο
λαός και οι ντόπιοι άρχοντες ήταν ξεσηκωμένοι, η Παλαιολογίνα, μεθυσμένη από
την εξουσία, δημιούργησε παράνομο ερωτικό δεσμό με το μεγάλο δομέστιχο της αυλής (υπουργό των
εσωτερικών) της Τραπεζούντας.
Ακολούθησε νέος
ξεσηκωμός των ντόπιων αρχόντων και διχασμός του πλήθους, που η μια μερίδα του
υποστήριζε το δομέστιχο, ενώ η άλλη το ντόπιο πλούσιο και δυνατό άρχοντα
Σεβαστό Ζανιχίτη (ή Τζανιχίτη). Έτσι, άρχισε ένας νέος εμφύλιος πόλεμος.
Ο στασιαστής
Σεβαστός Ζανιχίτης, που ήταν και μέγας στρατοπεδάρχης, μαζί με τους Σχολάριους τώρα, τους
Μειζομάτες, τον Κωνσταντίνο Δωρανίτη, τους Καβασίτες, τον Καμαχηνό, μερικούς λαϊκούς ανθρώπους και
αρκετούς άνδρες της έφιππης βασιλικής φρουράς, έπιασαν θέσεις και κράτησαν το
μοναστήρι και την εκκλησία του Αγίου Ευγενίου, ενώ οι αντίπαλοι τους
Αμυντζανταράτες, υπερασπιστές του θρόνου και μερικοί της βασιλικής φρουράς,
κράτησαν, μαζί με την Ειρήνη Παλαιολογίνα, την Ακρόπολη και το παλάτι.
Βρισκόμαστε στο
μήνα Ιούλιο του 1340 και ο εμφύλιος πόλεμος έχει ανάψει για καλά. Ο μέγας
δούκας Ιωάννης, άρχοντας του φρουρίου των Λιμνίων, που εξουσίαζε 13 πόλεις-
φρούρια μεταξύ Οινόης, Φαδισάνης και Ιασόνιου ακρωτηρίου, ήρθε με πολυάριθμο στρατό στην
Τραπεζούντα για να ενισχύσει την Ειρήνη Παλαιολογίνα.
Κοντά στο μοναστήρι
του Αγίου Ευγενίου συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του μεγάλου στρατοπεδάρχη
Σεβαστού Ζανιχίτη και τις νίκησε. Κατά τη διάρκεια της σφοδρής μάχης, ο
Ιωάννης είχε σύρει την πολιορκητική μηχανή του εναντίον του μοναστηριού και
της εκκλησίας και χτύπησε.
Τα δύο κτίρια πήραν
φωτιά και κάηκαν, μαζί με πολλά καλλιτεχνικά έργα που υπήρχαν μέσα. Στη συνέχεια,
ο μέγας δούκας των Λιμνίων αιχμαλώτισε πολλούς από τους νικημένους άρχοντες,
μαζί και τον αρχηγό τους Σεβαστό Ζανιχίτη, και τους μετέφερε στα Λιμνία. Εκεί
τους περιόρισε στη φυλακή και αμέσως κατόπιν τους σκότωσε όλους.
Αλλά, καθώς
γίνονταν τούτες οι εμφύλιες συγκρούσεις στην Τραπεζούντα, την ίδια χρονιά,
1340, μερικές νομαδικές ορδές Τούρκων από την Αμίδη (Διάρμπεκιρ), οι Αμιδιώτες
«Ασπροπροβατάδες», («Λεύκαρνοι»), οι λεγόμενοι και Τουρκομάνοι, θέλοντας να
προωθηθούν στις χλοερές και πλούσιες βοσκές της Γεωργίας και των οροπεδίων στα
παράλια του Πόντου, μπήκαν στη χώρα των Κομνηνών και προχώρησαν ως τα πράσινα
λιβάδια του Παρυάδρη, τα ονομαζόμενα «Παρχάριν».
Ο στρατός της Ειρήνης
Παλαιολογίνας κατάφερε να διώξει τους επιδρομείς από τη χώρα και να κυνηγήσει
τις ορδές τους έξω από τα σύνορά της. Αλλά, τον επόμενο χρόνο, 1341, τον Ιούλιο
μήνα, οι Αμιδιώτες Ασπροπροβατάδες ξαναήρθαν δριμύτεροι.
Ο στρατός της
Ειρήνης δέχτηκε σφοδρές και απαναπές επιθέσεις, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει. Η
σύγχυση και η αναταραχή όμως μέσα στο παλάτι ήταν τόσο μεγάλη και η αδιαφορία
των αρχόντων τόσο χτυπητή, ώστε οι ληστρικές εκείνες ορδές των Τουρκομάνων κατέλαβαν
την Τραπεζούντα και την παρέδωσαν στη φωτιά, εκτός από το παλάτι και την Ακρόπολη,
που αντιστέκονταν ακόμα στις επιθέσεις.
Ένα μεγάλο πλήθος
από τους κατοίκους, ιδιαίτερα γυναίκες και παιδιά (σύμφωνα με το Χρονικό του
Πανάρετου (σελ. 76) που μας περιγράφει τον πόλεμο, καθώς και άλογα και άλλα
ζωντανά, χάθηκαν μέσα στην πυρκαγιά της πόλης. Τα μισοκαμένα πτώματα στη
συνέχεια μόλυναν την ατμόσφαιρα και προκάλεσαν επιδημία, η οποία, με τη σειρά
της, έστειλε κι άλλους κατοίκους στο θάνατο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά,
το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς,έπεσε στην πόλη φοβερή πείνα που συμπλήρωσε την
εικόνα της κόλασης.
Κατά το ίδιο
διάστημα που συνέβαιναν αυτά στην Τραπεζούντα, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου
γυρνούσε από την Ακαρνανία, από την εκστρατεία του εναντίον του Δεσποτάτου της
Ηπείρου.
Όταν έφτασε στην
Κωνσταντινούπολη, αρρώστησε βαριά και αμέσως μετά πέθανε, χωρίς να προφτάσει
να αποφασίσει κάτι για την υπόθεση της κόρης του Ειρήνης. Αλλά και ο μέγας
δομέστιχος Ιωάννης Καντακουζηνός, που ανέλαβε να διοικήσει το Βυζάντιο, με τη
θέληση της χήρας βασίλισσας Άννας, απασχολημένος με τα επείγοντα και
σπουδαιότερα προβλήματα της διοίκησης του κράτους, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί
αμέσως στο αίτημα της Ειρήνης.
Τελικά όμως, έστειλε τον άλλο γιο του
Τραπεζούντιου αυτοκράτορα Αλεξίου Β', τον Μιχαήλ Κομνηνό, για να παντρευτεί
την Ειρήνη και να ανέβει οτο θρόνο του ποντιακού κράτους.
Κι ενώ ο Μιχαήλ
βρισκόταν στο δρόμο για τον Πόντο, ξεσπάει νέα στάση στην Τραπεζούντα και η
βασίλισσα Παλαιολογίνα χάνει την εξουσία. Στο θρόνο ανεβαίνει η Άννα Κομνηνή, η
λεγόμενη και Αναχουτλού, θυγατέρα του Αλεξίου Β' και αδελφή του Μιχαήλ και του
Βασιλείου.
Αυτή είχε ντυθεί
προηγούμενα το μοναχικό σχήμα. Μόλις όμως ξέσπασαν οι ταραχές, πέταξε τα ράσα
και πήγε στη Λαζία, όπου έγινε βασίλισσα. Κατόπιν, με πολυάριθμο στρατό βάδισε
προς την Τραπεζούντα, που τα ερείπιά της κάπνιζαν ακόμα από την επιδρομή των
Αμιδιωτών Τουρκομάνων.
Φτάνοντας εκεί, με
τη βοήθεια των ντόπιων αρχόντων, μπαίνει μέσα, ανεβαίνει στο παλάτι και ανακηρύσσεται
βασίλισσα του Πόντου. Λίγες ημέρες πιο ύστερα, στις 30 του Ιούλη του 1341,
καταφτάνει στο λιμάνι και ο Μιχαήλ από την Κωνσταντινούπολη για να παντρευτεί την Παλαιολογίνα
και να γίνει εκείνος αυτοκράτορας.
Τον συνοδεύουν άρχοντες, όπως ο Νικήτας
Σχολάριος και ο Γρηγόριος Μειζομάτης. Ο μητροπολίτης Ακάκιος κατεβαίνει το
βράδυ οτο λιμάνι με το ευαγγέλιο για να τον παραλάβει ως «αυθέντην», αλλά το
πρωί ο λαός πιάνει και περιορίζει τον Μιχαήλ, ενώ οι Λαζοί αιχμαλωτίζουν τα
τρία πλοία της Κωνσταντινούπολης.
Τον Αύγουστο ο
Μιχαήλ στέλνεται εξορία στην Οινόη και κατόπιν στα Λιμνία. Τον ίδιο μήνα
εξορίζεται και η Ειρήνη Παλαιολογίνα στην Πόλη. Ωστόσο οι ταραχές, οι αλλαγές
βασιλιάδων και οι επιδρομές απ' έξω συνεχίζονται ώσπου, μετά την Άννα
(1341-1342), τον Ιωάννη Γ' (1342-1344) και τον Μιχαήλ Α' (1344-1349) ανεβαίνει
στο θρόνο το 1349 ένας άξιος άντρας, ο Αλέξιος Γ' ο Μεγάλος Κομνηνός, γιος του
Βασιλείου Α' και της Ειρήνης της Τραπεζούντιας.
Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"