ΕΚΤΟΣ
ΑΠΟ ΤΟ
ΒΑΣΙΛΟΥΣΤΑ, καί άλλοι καπετάνιοι της Σαμψούντας καί της Πάφρας
προμηθεύονταν όπλα από τούς Ρώσους. Ετσι και ο Δημήτρης Χαραλαμπίδης,
κατά τα τέλη του Αυγούστου,
έστειλε μ' ένα μοτόρι τό γαμπρό του Παντελή Αναστασιάδη στήν
Τραπεζούντα μέ
ειδική αποστολή.
Φτάνοντας
εκεί, ο νεαρός αντάρτης, παρουσιάστηκε στον Αρτάτωφ καί του διαβίβασε
τήν αίτηση του πεθερού του γιά παροχή όπλων. Ο Ρώσος
επιτελής του προμήθευσε σαράντα όπλα και μετά από τρεις μέρες τόν
επιβίβασε
πάνω σ' ένα αντιτορπιλικό γιά να το μεταφέρει στήν παραλία της
Σαμψούντας μέ
τό συνηθισμένο τρόπο.
Μετά άπό μια
βδομάδα, ο καπετάν Δημήτρης τά μοίρασε στήν ομάδα του καπετάν Θόδωρου Εφραιμίδη
άπό τό χωριό Τέβκερις.
Η οργάνωση του αντάρτικου
προχωρούσε καλπάζοντας. Παντού, σ' όλα τά χωριά τής Σαμψούντας, σχηματίζονταν
μικρές καί μεγάλες ομάδες οπλιτών πού ήταν αποφασισμένες νά υπερασπίσουν τά
γυναικόπαιδα καί τά σπίτια τους. Μικροκαπετάνιοι καί καπετάνιοι ξεφύτρωναν εδώ
καί κει σαν μανιτάρια καί συνεργάζονταν μεταξύ τους γιά τον κοινό σκοπό. Ο
συντονισμός, αν καί χαλαρός στήν αρχή, μέρα μέ τή μέρα γινόταν πιο σφιχτός.
Κατά τά μέσα του Σεπτέμβρη ο καπετάν Βασίλουστα, αναγνωρισμένος πια άπ' όλους
σάν Γενικός αρχηγός τών αντάρτικων ομάδων του Δυτικού Πόντου, ζήτησε από τόν αρχηγό
τής περιοχής Σαμψούντας καπετάν Στύλο Κοσμίδη να του διαθέσει
τετρακόσιους άντρες για να τον βοηθήσουν στή μεταφορά δυο χιλιάδων ρωσικών
όπλων. Τα όπλα αυτά είχε μεταφέρει ο ίδιος από τήν Τραπεζούντα μέ αντιτορπιλικό
και τα ξεφόρτωσε σ' ένα κρυφό όρμο σιμά στο ρωμαίικο χωριό Ταφλάν, στά δυτικά
της Σαμψούντας.
Ο
καπετάν Στύλος
διάλεξε τετρακόσιους γερούς άντρες, λιποτάχτες τού τουρκικού στρατού πού
τριγυρνούσαν στο λημέρι του άοπλοι, καί τούς παρέδωσε στον καπετάν
Βασίλουστα. Ο Γενικός αρχηγός τούς πήρε και την ίδια νύχτα τούς
κατέβασε στήν παραλία. Εκεί,
σιμά σέ μια αμμουδιά, τούς έδειξε τόν τόπο πού είχε παραχωμένα τά όπλα,
τούς
πρόσταξε νά τά ξεπαραχώσουν καί νά τά κουβαλήσουν στο κοντινό δάσος τού
Ταφλάν.
Η δουλειά άρχισε αμέσως
μέ σβελτοσύνη καί προσοχή. Η νύχτα ήταν άναστρη κι αφέγγαρη. Μια μαύρη συννεφιά
σκέπαζε τόν ουρανό καί κάπου - κάπου άστραφτε μακριά στο πέλαγος. Οι Ρωμιοί,
σιωπηλοί καί υπομονετικοί, κουβαλούσαν τίς κάσες μέ τά ντουφέκια πού θα
όπλιζαν τούς ίδιους καί τά άλλα παλικάρια στά βουνά. Ένιωθαν πώς μόνο μέ τούτα
τά πολεμικά σύνεργα θα μπορούσαν νά τά βάλουν μέ τήν Τουρκιά καί νά τή
σκιάξουν.
Τά χαράματα, μόλις
άρχισε νά φωτίζει, φάνηκε ξαφνικά ένα τάγμα τουρκικού στρατού νά έρχεται από
μακριά! Ό Βασίλουστα αλαφιάστηκε! Τό κουβάλημα τών όπλων βρισκόταν πρός τό
τέλος του, αλλά η τούρκικη δύναμη ήταν μεγάλη καί ο φόβος γιά τά όπλα του, πού
μέ τόσες αγωνίες καί κόπους μετέφερε από τήν Τραπεζούντα, τόν έκανε νά τά
χάσει γιά μια στιγμή. Γρήγορα όμως συνήλθε, απόκτησε τήν αυτοκυριαρχία του καί
φωνάζοντας τό πρωτοπαλίκαρό του, πρόσταξε:
— Θύμο! καβαλίκεψε
γρήγορα τό άλογό μου καί τρέχα στά βουνά τής Πάφρας! Νά βρεις τόν καπετάν Αντών
καί νά τού πεις νά κινήσει νά έρθει αμέσως μέ τά παλικάρια του. Πές του ότι μας
μυρίστηκαν οί Τούρκοι καί έρχονται καταπάνω μας μέ δύναμη ενός τάγματος. Θα τούς
κρατήσουμε όσο μπορούμε μέχρι νά φτάσει μέ τούς Παβρενούς του.
Σαμψούντα: Εμπορικό λιμάνι |
Τό
πρωτοπαλίκαρο
του Βασίλουστα πήδηξε πάνω στο άλογο του καπετάνιου και χύθηκε πρός τά
νοτιοδυτικά. Οί σύντροφοι του, καθώς κουβαλούσαν τά τελευταία κιβώτια μέ
τά όπλα,
τό παρακολούθησαν γιά λίγα λεπτά ανάμεσα άπό τή σκόνη πού σηκώθηκε πίσω
του.
Μετά τόν έχασαν άπό τά μάτια τους. Τραβούσε κατά τά δυτικά, πρός τό
Εγγίζ ιρμάκ, τό ποτάμι πού χώριζε τή περιφέρεια τής Σαμψούντας από τής
Πάφρας.
Οί Τούρκοι στο
μεταξύ σίμωσαν. Ο Βασίλουστα κατάστρωσε γρήγορα ένα σχέδιο άμυνας και το έβαλε
αμέσως σε εφαρμογή. Μοίρασε όπλα στούς τετρακόσιους άντρες καί τούς τοποθέτησε σέ
επίκαιρες θέσεις μέ τήν εντολή νά μην τό κουνήσουν από κει. Νά πυροβολούν αδιάκοπα,
χωρίς νά λυπούνται τις σφαίρες, γιά νά κάνουν τούς Τούρκους νά νομίσουν πώς
είναι τριπλάσιοι.
Σέ μισή ώρα οί
μουσουλμάνοι κύκλωσαν σέ σχήμα μισοφέγγαρου τό δάσος καί μόλις δόθηκε τό
σύνθημα της επίθεσης μέ σάλπιγγες καί νταούλια, ρίχτηκαν μέ ορμή καί αλαλαγμούς
κατά πάνω στούς Ρωμιούς:
—Άλάα! Άλάαα!
Άλάααα! κραύγαζαν καί έτρεχαν μέ τήν εντολή τών αξιωματικών τους νά πιάσουν
ζωντανούς τούς θρασείς γκιαούρηδες πού κουβάλησαν όπλα γιά νά ξεσηκώσουν επανάσταση
μέσα στο δοβλέτι.
Σιμώνοντας όμως εκατό
- εκατόν πενήντα μέτρα δέχτηκαν, σα βροχή, τά βόλια κατά πάνω τους . Τά
έχασαν, τρόμαξαν καί πισωδρόμησαν μέ τήν ίδια ορμή πού ξεκίνησαν. Οί αξιωματικοί
τους λύσσαξαν καί πρόσταξαν νά γίνει δεύτερη εξόρμηση γιά νά πιάσουν οπωσδήποτε
τούς γκιαούρηδες καί νά τούς παραδώσουν ζωντανούς στο Ραφέτ πασά.
Τά τύμπανα καί οί
σάλπιγγες αντήχησαν ξανά πολεμόχαρα καί οί όσμανλήδες ρίχτηκαν μέ μεγαλύτερη ορμή
κατά πάνω στούς ταμπουρωμένους Ρωμιούς αλαλάζοντας σα μεθυσμένοι. Οί Ρωμιοί
τούς καρτέρεσαν ακίνητοι, τούς άφησαν νά σιμώσουν αρκετά καί κατόπιν σημάδεψαν
όλοι μαζί ψύχραιμα στο ψαχνό!. . Έντρομοι οί μουσουλμάνοι πισωδρόμησαν καί πάλι,
παίρνοντας μαζί τους καί τούς χτυπημένους. Σέ λίγο όμως, ξαναχύμηξαν γιά νά
πάθουν καί πάλι τά ίδια.
Οί ώρες περνούσαν
καί οί Τούρκοι, παρ' όλες τίς απανωτές επιθέσεις καί τη λύσσα τους, δέ μπορούσαν νά λυγίσουν τούς
Ρωμιούς. Ό Βασίλουστα, ωστόσο, έστρεφε κάθε λίγο καί λιγάκι τό κεφάλι του πρός
τά πίσω, πρός τό ποτάμι καί πρός τά βουνά τού Νεμπιέν ντάγ, άπ' όπου περίμενε τη βοήθεια
τού καπετάν Άντών. Μά ό Παβρενός καπετάνιος δέ φαινόταν ακόμα πουθενά. Καί ή
μάχη συνεχιζόταν σκληρή, πεισματική, άγρια. Τά τουφέκια άναψαν άπό τήν αδιάκοπη
χρήση. Ό τόπος γέμισε άπό αχούς, κρότους καί φωνές, ενώ οί Τούρκοι γίνονταν
όλο καί πιο πιεστικοί, όλο καί πιο απειλητικοί.
Κατά τό μεσημέρι,
φάνηκε επιτέλους ό αγγελιοφόρος τού καπετάν Άντών πού μηνούσε ότι ό αρχηγός του
μέ τούς Παβρενούς είχε περάσει τό ποτάμι Έγγίζ ίρμάκ καί ερχόταν. Ό Βασίλουστα
έλαμψε άπό χαρά.
— Σωθήκαμε
φώναξε. Κάντε λίγο ακόμα κουράγιο, παλικάρια μου!
Οί Ρωμιοί συνέχισαν
τήν απόκρουση τών τούρκικων εφόδων μέ μεγαλύτερο θάρρος καί σθένος. H νίκη τούς χαμογελούσε πια.
Αργότερα, ένας τριπλός πυροβολισμός
ακούστηκε πίσω τους, άπό τά δυτικά.
—Έρχονται οί
Παβρενοί! κραύγασε ό αρχηγός πλημμυρισμένος άπό χαρά.
Δεν πέρασε πολλή
ώρα καί, ξαφνικά, μέσα στο δάσος αντήχησαν πυκνά πυρά καί πολεμόχαρες κραυγές:
Ό καπετάν Αντών μέ τά παλικάρια του έμπαινε στή μάχη Οί Τούρκοι, νιώθοντας
τήν καινούργια δύναμη πού προστέθηκε στο πλευρό τών Ρωμιών, ταράχτηκαν καί
σταμάτησαν περίτρομοι τίς απανωτές εφόδους.
Οί Παβρενοί, παρ'
όλο πού έκαναν μια συνεχή πορεία τριών - τεσσάρων ωρών γιά νά φτάσουν στο
Ταφλάν, δεν στάθηκαν ούτε στιγμή νά ξαποστάσουν. Σα νά ήταν φρέσκοι καί
ξεκούραστοι, ρίχτηκαν στή μάχη μέ φωνές, σφυρίγματα καί απειλές.
Ο πατριωτισμός
τών τουρκόφωνων, μα φανατικών τούτων χριστιανών τής Πάφρας, καί η ξακουστή
παλικαριά τους, τρόμαζε τούς Τούρκους, όπου τή συναντούσαν. Τό ίδιο έγινε καί εδώ.
Οί μουσουλμάνοι ταράχτηκαν μέ τήν εμφάνιση τους καί έστρεψαν τά νώτα πρός τούς
Ρωμιούς. Τό 'βαλαν στά πόδια καί προχωρούσαν χωρίς νά υπακούνε ούτε στις
διαταγές ούτε στις απειλές τών αξιωματικών. Οί Παβρενοί τούς πήραν φαλάγγι καί
τούς κυνήγησαν μια ώρα δρόμο, ως πέρα στο ποτάμι Κούρτ ιρμάκ, σιμά στή Σαμψούντα.
Σ' όλο αυτό τό
διάστημα ό Βασίλουστα περιποιόταν τούς τραυματίες, σήκωνε τούς νεκρούς καί
κουβαλούσε, μέ τούς γερούς καί ακούραστους άντρες του, τά όπλα στο κοντινότερο αντάρτικο
λημέρι.
Όταν τελείωσε όλη ή
επιχείρηση τής μεταφοράς τού υλικού καί παραδόθηκαν τα όπλα στον αρχηγό τής
περιοχής καπετάν Στύλο, ό Βασίλουστα μέ τό πρωτοπαλίκαρο του τό Θύμο καί δυο ακόμα
συντρόφους του τράβηξε γιά τά μεσόγεια τού Πόντου.
Χρήστος Σαμουηλίδης
"Η ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ"