Από το χωριό Χανάχ τον Αρταχάν
ήρθε στην Ελλάδα ως πρόσφυγας ο Ηλίας Τριανταφυλλίδης και πήγε με την
οικογένεια τον και έστησε καινούργιο σπιτικό στο ακριτικό ορεινό χωριό τον
νομού Κιλκίς Ακρίτας. Το χωριό είναι πραγματικός Ακρίτας από τότε, αποτελούμενο
από Πόντιους κατοίκους, και βρίσκεται
δίπλα, ακριβώς, στα ελληνοσκοπιανά σύνορα.
Οι γονείς του, ο
Στάθης Τριανταφυλλίδης και η Αναστασία, το γένος Παραστατίδη, κατάγονταν από
την περιοχή της Τραπεζούντας.
«Αν με βοηθήσει ο
Θεός και πάγω στο χωριό μου, στο Χανάχ, που το θυμάμαι με όλες του τις
λεπτομέρειες, θα ξεχώριζα εύκολα όλα τα σπίτια- του Βρασίδα, του Απόστολου, του
Νικόλα, να
σου τα πω», λέει ο ενενηνταεννιάχρονος (99) Ηλίας Τριανταφυλλίδης και φαίνεται
σχετικά ταραγμένος που έφερε στη μνήμη του πρόσωπα και γεγονότα μιας εποχής
τόσο δύσκολης, αλλά και τόσο γλυκιάς στην ανάμνησή της.
Θυμάται ότι στο
Χανάχ, που ήταν χτισμένο σε υψόμετρο 2.000 μέτρων, είχε πολλούς νερόμυλους και
τέσσερα ποτάμια, που ήταν γεμάτα με πολλά και μεγάλα ψάρια. Τα νερά των ποταμών,
όπως και όλα γύρω, πάγωναν τον χειμώνα και για να βρουν νερό να ποτίσουν τα
ζώα, έσπαζαν τον πάγο.
Είχαν την εκκλησία
του Αγίου Γεωργίου και δημοτικό σχολείο, του οποίου το κτίριο ήταν χτισμένο με
πέτρα. Γυμνάσιο είχε στο Αρταχάν, που απείχε από το Χανάχ 18 χιλιόμετρα.
Το χωριό είχε
αναπτυγμένη κτηνοτροφία μεγάλων, κυρίως, ζώων. Κάθε σπίτι είχε 30 και 70 ζώα,
που τα φρόντιζαν με τη βοήθεια Τούρκων εργατών. Ο χειμώνας κρατούσε από τον
Οκτώβριο έως και τον Απρίλιο.
Όταν τελείωναν τα άχυρα, για να αγοράσουν άλλα
και γενικά ζωοτροφές, αναγκάζονταν να πουλήσουν μερικά ζώα και να σώσουν τα υπόλοιπα. Οι τιμές που
πουλούσαν τα ζώα ήταν εξευτελιστικές.
Τους
εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι των χωριών που βρίσκονταν σε μικρότερο υψόμετρο,
όπου παρήγαγαν πολλά σιτηρά. Για καύσιμη ύλη, τον χειμώνα, χρησιμοποιούσαν τις
κοπριές των ζώων, τις οποίες τις έκαναν μπασμά (κουσκούρια). Τα ζύμωναν με τα
πόδια ή με τα φτυάρια, έβαζαν μέσα και λερωμένα άχυρα, τα άπλωναν και αφού
στέγνωναν, τα έκοβαν σαν τούβλα ή πλάκες και τα στοίβαζαν.
Όταν ήταν λίγες οι κοπριές, της χτυπούσαν στον
τοίχο να στεγνώσουν.
Εκτός από την
κτηνοτροφία, έκαναν και στάρια, κριθάρια, σίκαλη. Επίσης έβγαζαν πολλές και
νόστιμες πατάτες. Τα λαχανικά τα εξασφάλιζαν με τους κήπους που καλλιεργούσαν
το καλοκαίρι. Σε τόσο μεγάλο υψόμετρο δεν μπορούσαν να έχουν δέντρα με φρούτα.
Γιαυτό αγόραζαν από τα χωριά με μικρότερο υψόμετρο, όπου έτρεφαν και
γουρούνια. Οι μουσουλμάνοι δεν έτρωγαν το χοιρινό κρέας και τα ποταμίσια ψάρια.
Τις τοπικές αρχές
τις αποτελούσαν Τούρκοι, οι μπέηδες. Όποτε γίνονταν εκλογές, οι υποψήφιοι
συνοδεύονταν από χωροφύλακες, που απειλούσαν τους Έλληνες να ψηφίσουν τους
Τούρκους υποψήφιους. Τα ψηφοδέλτια ήταν πετραδάκια και οι κάλπες σακουλάκια. «Μας έλεγαν οι
Τούρκοι υποψήφιοι, εάν δεν βγω εγώ, θα περάσετε άσχημα». Όποιο σακουλάκι είχε
περισσότερα πετραδάκια, αυτός γινόταν πρόεδρος του χωριού.
Με τα έλκηθρα πάνω στα χιόνια για το Αρταχάν
Τον χειμώνα
πήγαιναν από το Χανάχ, που ήταν κωμόπολη, στο Αρταχάν, που ήταν πόλη 30.000
κατοίκων, έζεβαν τα άλογα ανά τέσσερα στο έλκηθρο (χασάκ). Το έλκηθρο, που
γλιστρούσε πάνω στα πολλά χιόνια, ήταν σκεπασμένο από επάνω. Τα περισσότερα
είδη τα ψώνιζαν στο Αρταχάν.
Ως αντάλλαγμα για τα είδη που προμηθεύονταν
από το Αρταχάν έδιναν τα δικά τους προϊόντα· βούτυρο και άλλα γαλακτοκομικά, τα
οποία δεν ήθελαν ψυγείο για να διατηρηθούν, γιατί ήταν αγνά και το κρύο ήταν
πολύ.
«Θυμάμαι τους
Τούρκους το 1916 που έσφαξαν τους Αρμένιους του Αρταχάν και μπήκαν μέσα στα
μαγαζιά τους και τα ρήμαξαν. Οι Αρμένιοι είχαν τα περισσότερα μαγαζιά, με
τρόφιμα, γεωργικά εργαλεία, οικιακά σκεύη. Οι Τούρκοι άρπαξαν και πολλά
κορίτσια Αρμενίων.
Εμείς οι Έλληνες
φοβηθήκαμε και όλοι σχεδόν
οπλίστηκαν, για να μην πάθουμε τα ίδια». Τότε έφυγαν αρκετές οικογένειες για τη
Γεωργία, όπου έμειναν έναν χρόνο. Στη συνέχεια γύρισαν και έμειναν στο χωριό
Κιολαπέρτ τρία χρόνια. Όταν πίστεψαν ότι τα πράγματα ησύχασαν, γύρισαν στο χωριό τους, στο
Χανάχ.
«Εκεί, όμως, δεν
ήταν όπως πριν. Όλοι ήταν φοβισμένοι. Είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι τον παπά και
τον ψάλτη. Εμάς μας πίεζαν ή να φύγουμε ή να αλλάξουμε πίστη.
Τότε, όλοι σχεδόν
φύγαμε για το Βατούμ της Γεωργίας, από όπου θα παίρναμε καράβια για την Ελλάδα.
Ο πατέρας μου ήθελε να μείνουμε στη Γεωργία, η μητέρα μου επέμενε για την
Ελλάδα. Έτσι ήρθαμε εδώ για ασφάλεια ολόκληρη η οικογένεια, που είχε δώδεκα
παιδιά. Το ένα πέθανε».
Με το καράβι
«Αραράτ» έφυγαν το 1922 από το Βατούμ για την Ελλάδα. «Επάνω στο καράβι είχε
πολύ κόσμο, πάνω
από πέντε χιλιάδες άτομα. Για να φτάσουμε στο Καραμπουρνάκι, στην Καλαμαριά,
κάναμε δέκα μέρες.
Στη διαδρομή πέθαναν πολλοί. Τους έριχναν στη
θάλασσα για να μην επηρεαστούν οι άλλοι, που φοβούνταν μην κολλήσουν τις
μεταδοτικές αρρώστιες. Οι περισσότεροι δεν είχαν να φάνε. Ταξιδεύαμε ο ένας
πάνω στον άλλον και δεν ξέραμε πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο, πότε θα
φτάσουμε στην Ελλάδα, και πού θα μας πάνε.
«Μόλις κατεβήκαμε
και πριν μας βάλουν στα απολυμαντήρια, πέθαναν αρκετοί από την ταλαιπωρία. Μετά
μας έβαλαν στις παράγκες και άλλους στα αντίσκηνα. Η επιδημία του ψύχου
(ελονοσία) σκότωνε κάθε μέρα πολλούς, ανάμεσά τους ο πατέρας μου, η μάνα μου,
τα αδέλφια μου.
Μείναμε τέσσερα
αδέλφια από τα έντεκα. Τότε φύγαμε στα βουνά, μακριά από τις επιδημίες, να
βρούμε τρεχούμενα νερά, όπως ήταν στο χωριό μας, στο Χανάχ του Καυκάσου. Μας
πήραν με τα κάρα, που τα έσερναν βόδια, και φύγαμε για το Κιλκίς. Όταν
περνούσαμε από τη Θεσσαλονίκη, ήταν όλα καμένα από την πυρκαγιά (1917).
»Στο Κιλκίς φτάσαμε
σε δύο μέρες. Από εκεί, μας πήγαν στο χωριό Ακρίτας, που είναι το τελευταίο στα
σύνορα με τα Σκόπια. Το χωριό ήταν κατεστραμμένο
από τους Γάλλους στρατιώτες του Α’ παγκοσμίου πολέμου (1914-1918).
Στην αρχή μας έδωσαν αντίσκηνα για προσωρινή διαμονή.
Αρχίσαμε να μαζεύουμε πέτρες από τα ρημαγμένα
σπίτια, για να χτίσουμε με λάσπη τα δικά μας, που ήταν μικρά και χαμηλά. Η Πρόνοια
μας έδωσε ξύλα και κεραμίδια. Τα σπίτια δεν είχαν πατώματα και τα στρώναμε με
λάσπη κοκκινόχωμα, που, όταν στέγνωνε, ήταν αρκετά ανθεκτικό με τις κουρελούδες
και τις ψάθες, που στρώναμε από επάνω».
Απασχόληση στη γεωργία και την κτηνοτροφία
Στον Ακρίτα
ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η κτηνοτροφία ήταν, κυρίως, για
τις ανάγκες του σπιτιού, αλλά μερικά από τα προϊόντα της, όπως το γάλα, το
γιαούρτι και το βούτυρο, στην ανάγκη τα πουλούσαν.
Πολλές φορές, για να αντεπεξέλθουν στις
οικονομικές τους ανάγκες, πουλούσαν και ζώα.
Πολύ κουραστική
ήταν η δουλειά στα καπνά, γιατί έπρεπε να φροντίζουν την παραγωγή ολόκληρο τον
χρόνο. Η αρχή είναι την άνοιξη, τότε που σπέρνονται τα φυτώρια σε ειδικά
διαμορφωμένους χώρους (παρνίκια).
Μέχρι που να
φυτρώσουν, χρειάζεται να ποτίζονται με το ποτιστήρι, με πολλή προσοχή, για να
μην ανακατευτεί το χώμα. Αυτό κρατούσε περίπου δύο μήνες. Στη συνέχεια, όταν
μεγάλωναν τα φυτά του καπνού, τα έβγαζαν από τα παρνίκια και τα μεταφύτευαν στα
χωράφια, σε ειδικά αυλάκια και σε μικρές τρύπες που τις άνοιγαν με κάποιο ξύλο.
Ταυτοχρόνως έριχναν νερό στο φυτό να μην ξεραθεί.
Όταν μεγάλωναν τα πρώτα φύλλα, πήγαιναν τα
ξημερώματα με τη δροσιά και τα έσπαζαν. Τα κομμένα φύλλα, τα αράδιαζαν σε
κοφίνι, σε σκιερό μέρος, ώστε να προστατεύονται όταν θα έβγαινε ο ήλιος.
Κατόπιν, σκεπασμένα, τα μετέφεραν στην αυλή του σπιτιού, όπου γινόταν το
αρμάθιασμα (τίζεμα, μπούρλιασμα) σε μεγάλες βελόνες και σε γερό σπάγγο, από όλη την
οικογένεια.
Ακολουθούσε το
ξέραμα των αρμαθιών στον ήλιο. Αυτή η δουλειά κρατούσε μέχρι και τον
Σεπτέμβριο, οπότε τα αποξηραμένα καπνά τα έκαναν «τσαμπιά» και τα κρεμούσαν σε
κλειστό χώρο, για να διατηρήσουν κάποια υγρασία και να μπορούν να τα χωρίσουν
τον χειμώνα ανάλογα με το χρώμα και το μέγεθος.
Γύρω στον Ιανουάριο
του επόμενου χρόνου πήγαιναν στο χωριό οι εκτιμητές (εξπέρ) των εμπόρων που
έβγαζαν τα καπνά, σχεδόν πάντα, δεύτερης κατηγορίας, για να τα πάρουν
φθηνότερα. Αρκετές φορές δεν τα έπαιρναν καθόλου, για να
υποχρεωθεί ο καπνοπαραγωγός να τα δώσει ακόμη
πιο φθηνά.
Το ίδιο δύσκολα
έβγαινε το σιτάρι, αφού όλες οι δουλειές γίνονταν με τα χέρια ή με τα πρωτόγονα
γεωργικά εργαλεία, και το ίδιο δύσκολα πουλιόταν σε κάπως καλή τιμή. Πάντοτε
οι έμποροι έδιναν φθηνές τιμές, ενώ η Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών έπαιρνε το
στάρι και κρατούσε ένα ποσοστό για την πληρωμή της αποκατάστασης του πρόσφυγα
(γεώμορα).
Με τις ίδιες
δυσκολίες έβγαζε το ψωμί της και η δεύτερη γενιά των προσφύγων μέχρι που
άνοιξαν οι δρόμοι της μετανάστευσης ή που βγήκαν σύγχρονα γεωργικά μηχανήματα.
Ο θαλερός μέχρι
σήμερα, παρά τα εκατό χρόνια της ηλικίας του(σ.σ. 2009), Ηλίας Τριανταφυλλίδης έχει αποκτήσει τρία
παιδιά και οχτώ εγγόνια και δισέγγονα.
Νικος Τελιδης