ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ TOΥ 1916 ο καπετάν Βασίλουστα,
βλέποντας την αργοπορία των Ρώσων στις επιχειρήσεις τους πέρα από το Χαρσιώτη
ποταμό, κυριεύτηκε από ανησυχία και αδημονία. Ύπνος δεν τον έπιανε.
Χαρσιώτης ποταμός(φωτο: Νικος Αφεντουλίδης) |
Τριγυρνούσε
στο λημέρι του σιωπηλός και σκεφτόταν τη φωτιά που άναψε στο Δυτικό Πόντο χωρίς
να φαίνεται πουθενά η λυτρωτική οπτασία της λευτεριάς. Αντί για το τέλος των
δεινών της φυλής του, αντί για την πολυπόθητη αποτίναξη του ζυγού της
οθωμανικής τυραννίας, έβλεπε τους Ρωμιούς του Κεντρικού και Δυτικού Πόντου να
δοκιμάζουν μεγαλύτερα και φοβερότερα από κάθε άλλη φορά δεινά και καταστροφές!
Και
όταν, από ανθρώπους που έστειλε να πληροφορηθούν σχετικά, έμαθε ότι οι Ρώσοι δεν
είχαν σκοπό να προχωρήσουν για να καταλάβουν τη Σαμψούντα, του ήρθε σαν
κεραυνός. Δεν ήθελε και να το πιστέψει. Και ούτε τελικά κατάφερε να συμφιλιωθεί
με την ιδέα της ρούσικης εγκατάλειψης. Έτσι, μια μέρα, πήρε την απόφαση
να ξαναπάει ο ίδιος στην Τραπεζούντα για να εξακριβώσει από τούς υπεύθυνους
στρατιωτικούς παράγοντες την αλήθεια.
Προηγουμένως είχε
πάει στα λημέρια των ανταρτών της Σαμψούντας και συνεννοήθηκε με τους
καπετάνιους της περιοχής για τη νέα μακρινή αποστολή του. Όλοι συμφώνησαν μαζί
του πως έπρεπε να πιεστούν οι Ρώσοι για να τηρήσουν την υπόσχεση τους και
προπάντων να δώσουν περισσότερα όπλα για την αντιμετώπιση της εκδικητικής
μανίας των Τούρκων που ξέσπασε πάνω στ' άμαχα κι αθώα γυναικόπαιδα.
Στις 24 τού
Σεπτέμβρη όλα ήταν έτοιμα για την αποστολή. Ογδόντα παλικάρια διαλεχτά θα
συνόδευαν τον αρχηγό στη μεγάλη και επικίνδυνη πορεία του προς την
Τραπεζούντα. Ανάμεσα τους ήταν και δυο νεοφερμένοι αντάρτες, o Δημήτρης
Κουτσογιαννόπουλος, δάσκαλος της μουσικής, και ο Λάζαρος Μελίδης, γραμματέας
τού Ελληνικού Προξενείου στη Σαμψούντα. Τέλος, το Βασίλουστα συντρόφευε η λεβεντόκορμη και ψυχωμένη γυναίκα του, η Νάστα.
Το βράδυ, στο λημέρι
τού καπετάν Στύλου, στο Αγιού- τεπέ, έγινε η αποχαιρετιστήρια συγκέντρωση των
καπετάνιων που θα ξεπροβόδιζαν το γενικό αρχηγό τους. Ήταν μια νύχτα πρόωρα κρύα, σαν
χειμωνιάτικη. Φυσούσε ένας παγωμένος και δυνατός αέρας από τη μεριά της
θάλασσας, που πιρούνιαζε τα κορμιά . Οι καπετάνιοι, καθισμένοι γύρω σε μια
μεγάλη φωτιά, κάτω από θεόρατα δέντρα, έπιναν ρακί και κουβέντιαζαν για την αποστολή,
για τις ελπίδες και τους φόβους τους, για τον ξεσηκωμό και τις συνέπειές του
στη ζωή των χωριών, και για τον πόθο τής Ελευθερίας που πλάνταζε τις ψυχές
τους. Έπιναν στην υγεία των Ρώσων και στη νίκη των συμμάχων. Έπιναν και τραγουδούσαν,
ώσπου, στο τέλος τους πήρε το μεγάλο κέφι και κάλεσαν ένα λυριτζή να τους
παίξει την πολεμική σέρα, για να χορέψουν. Ο λυριτζής, ένας αντάρτης
προχωρημένης ηλικίας, ήρθε αμέσως και στη στιγμή στρώθηκε ό χορός.
Οι καπετάνιοι
χόρευαν ρυθμικά και λεβέντικα, σα να πολεμούσαν. Τράνταζαν το χώμα με τα
ομόρρυθμα ποδοκροτήματά τους! Οι ταλαντεύσεις των κορμιών τους, οι συστροφές,
το απότομο σήκωμα των χεριών ψηλά και το κατέβασμα τους, σα σπαθιά, προς τα
κάτω, μαζί με τις συχνές κραυγές τους, έκαναν το νυχτερινό τοπίο να μοιάζει με
φωλιά ακόλουθων του Άρη πού τελούσαν τη λατρεία τους γύρω από τη μεγάλη φωτιά.
Στο βάθος, ανάμεσα στα αιωνόβια δέντρα, οι ογδόντα άντρες της αποστολής έκαναν
τις τελευταίες τους ετοιμασίες σε πολεμικά εφόδια και τροφές που θα χρειάζονταν
στη μεγάλη τους πορεία ανάμεσα από τον τουρκοκρατούμενο Πόντο και τις γραμμές
του μετώπου.
Οι ώρες κύλησαν
γοργά, η φωτιά, χαμήλωσε, ο χορός σταμάτησε, ειπώθηκαν οι τελευταίες κουβέντες
και λίγο πριν από τα μεσάνυχτα η αποστολή ξεκίνησε. Η γυναίκα του Βασίλουστα, αρματωμένη
και καθισμένη περήφανα πάνω στο άλογό της, πήγαινε μπροστά, δίπλα στον άντρα
της. Ακολουθούσαν οι αντάρτες, άλλοι καβάλα στα άλογά τους και άλλοι πεζοί.
Οι καπετάνιοι τους ξεπροβόδισαν ως πεντακόσια μέτρα παραέξω, έδωσαν τις
τελευταίες ευχές τους και γύρισαν στα λημέρια τους.
Η ομάδα της αποστολής
συνέχισε το δρόμο της προς τον Τσαρσαμπά, παίρνοντας το συντομότερο μονοπάτι.
Τα ξημερώματα, έφτασε στο Γιαϊλέκερις. Οι Ρωμιοί κάτοικοι του χωριού έκρυψαν
τους αντάρτες στα σπίτια τους ολόκληρη τη μέρα και τους πρόσφεραν κάθε είδους
περιποίηση.
Μόλις βράδιασε, ο Βασίλουστα και οι σύντροφοί του συνέχισαν ξεκούραστοι
την πορεία τους. Έπειτα από πέντε - έξι ώρες δρόμο σίμωσαν στον Ίρη ποταμό. Πέρασαν
το ορμητικό ρέμα του από ένα ρηχό μέρος και συνεχίζοντας το δρόμο τους έφτασαν
στο ρωμαίικο χωριό Ορτούπασι. Το βρήκαν ρημαγμένο και έρημο. Μερικούς γέρους
και γριές πού συνάντησαν και τούς ρώτησαν πού είναι οι κάτοικοι τού χωριού, απάντησαν
ότι άλλοι είναι φευγάτοι στο βουνό με τούς αντάρτες και άλλοι στάλθηκαν στην εξορία.
Οι οδοιπόροι ξεκουράστηκαν για λίγη ώρα και μετά συνέχισαν την πορεία τους.
Φτάνοντας σιμά στο χωριό Κόκτσε συνάντησαν τέσσερις Τούρκους, που μόλις είδαν
τούς ζιπκοφόρους Ρωμιούς έτρεξαν να φύγουν. Οι αντάρτες τους κυνήγησαν και τους
έπιασαν. Τους έφεραν μπροστά στο Βασίλουστα και τον ρώτησαν τι να τους κάνουν. Ο αρχηγός τους κοίταξε για λίγο σκεφτικός και μετά απάντησε:
— Κανείς Τούρκος δεν
πρέπει να μάθει για την πορεία μας!
Οι αντάρτες
κατάλαβαν. Πήραν αμέσως τους Οθωμανούς, τους κατέβασαν σ' ένα ρέμα και ανάμεσα
στους θάμνους τους σκότωσαν με μαχαίρια.
Συνεχίζοντας το
δρόμο τους σίμωσαν στο ρωμαίικο χωριό Γιαλατσούκι. Εκείνη τη στιγμή εφτά
Τούρκοι κλέφτες έβγαιναν φορτωμένοι με μπόγους από τα έρημα σπίτια. Μόλις
είδαν τους αντάρτες, παράτησαν τα κλεψιμαίικα και το βάλανε στα πόδια μέσα από
τα χωράφια. Οι έφιπποι αντάρτες τους καταδίωξαν και τους έπιασαν όλους. Τους
έφεραν μπροστά στον αρχηγό και πήραν τη διαταγή να τους εκτελέσουν κι αυτούς.
Σε λίγο περνώντας
μέσα από το χωριό και μη συναντώντας κανένα χωρικό, βγήκαν και συνέχισαν την
πορεία τους. Οι κάτοικοι όμως του Γιαλατσουκιού πού ήταν κρυμμένοι στο κοντινό
δάσος, τους είδαν. Κατάλαβαν ότι είναι Ρωμιοί αντάρτες, βγήκαν από τους
κρυψώνες τους και έτρεξαν να τους προϋπαντήσουν. Μαθαίνοντας ότι επί κεφαλής
του αποσπάσματος ήταν ο γενικός αρχηγός των ανταρτών, κυριεύτηκαν από μεγάλο
ενθουσιασμό.
Οι άντρες του Βασίλουστα έμειναν όλη τη μέρα στο χωριό για να ξεκουραστούν και να εφοδιαστούν
με τρόφιμα. Το σούρουπο ξεκίνησαν πάλι και, έπειτα από δεκαπέντε ωρών νυχτερινή
πορεία, έφτασαν στο ρωμαίικο χωριό Ηλέσκοϊ. Οι κάτοικοι τους φιλοξένησαν με
προθυμία. Σε ερώτηση του αρχηγού πως τα περνάνε, οι Ηλεσκοϊλήδες τους παραπονέθηκαν ότι τέσσερις
Τούρκοι τραμπούκοι τρομοκρατούσαν και τυραννούσαν το χωριό τους καθώς και τα
γύρω ρωμαίικα χωριά. Ο Βασίλουστα πρόσταξε μια ομάδα παλικαριών του να πάει
γρήγορα, να τούς βρει και να τούς εξοντώσει. Η ομάδα έψαξε και βρήκε σε ένα
κοντινό δάσος τις καλύβες τους και έπειτα από μια σύντομη συμπλοκή, τους
σκότωσε και τους τέσσερις.
Μόλις βράδιασε, ο αρχηγός, η γυναίκα του και τα ογδόντα παλικάρια μπήκαν πάλι στο δρόμο. Περπάτησαν κάμποσες
ώρες, ώσπου πέρασαν στην περιοχή της Φάτσας. Προχωρώντας προς το εσωτερικό
της, προσπάθησαν να σιμώσουν στην παραλία, με το σκοπό να βρούνε κανένα καΐκι
για να συνεχίσουν το ταξίδι τους από τη θάλασσα. Βαδίζοντας με πολλές
προφυλάξεις και ελιγμούς, κατάφεραν τελικά να βρεθούν σε αρκετά μικρή από στάση από την ακρογιαλιά.
Δυστυχώς όμως, όλη η έκτασή της ήταν πιασμένη από τον τουρκικό στρατό πού
φύλαγε προσεχτικά κάθε λιμανάκι και κάθε όρμο της. Οι Ρωμιοί συνέχισαν ωστόσο
την πορεία τους καλυμμένοι από τα πυκνά δάση χωρίς να χάνουν από τα μάτια τους
την παραλία. Ο Βασίλουστα, σκεφτόταν συχνά να δώσει μάχη και να αρπάξει κανένα
καΐκι από εκείνα
που φαίνονταν αραγμένα τούς όρμους, αλλά δεν έβρισκε κατάλληλο μέρος για μια τέτοια επιχείρηση.
Οι οδοιπόροι
περπάτησαν μερικές νύχτες ακόμα, και τα χαράματα της 13ης Οκτωβρίου έφτασαν σ'
ένα ύψωμα σιμά στη θάλασσα. Κάτωθι του απλωνόταν ένα μικρό χωριό και ένα
λιμανάκι με μερικά μεγάλα καΐκια. Τουρκικός στρατός δέ φαινόταν πουθενά.
—Η Τάβλα! αναφώνησε ο αρχηγός. Εδώ
μάλιστα! Μπορούμε να δώσουμε μάχη. Μόνο οι χωροφύλακες του καρακόλ μας
περιμένουν.
Έκανε μια εξέταση
του τόπου με τη ματιά του και αμέσως κατάστρωσε το σχέδιο δράσης. Μάζεψε γύρω
του τα ογδόντα παλικάρια του και τα μοίρασε σε τρεις ομάδες. Μια πλαγιοφυλακή,
μια οπισθοφυλακή και μια τρίτη με επικεφαλής τον ίδιο, που θα εκτελούσε τη
διείσδυση κατά μέτωπο, σα σφήνα. Όταν όλα ήταν έτοιμα, πρόσταξε:
—Εμπρός, παλικάρια
μου, και ο Θεός βοηθός!
Ο καπετάνιος με την
ομάδα του κατηφόρισε ορμητικά το λόφο. Σε λίγο μπήκε στην Τάβλα και άρχισε αμέσως
τους πυροβολισμούς για να πετύχει αιφνιδιασμό. Οι Τούρκοι, βλέποντας μπροστά
τους τους αντάρτες έπαθαν σύγχυση και κυριεύτηκαν από πανικό. Ρίχτηκαν στους
δρόμους και σκόρπισαν εδώ και κει σαν αλλοπαρμένοι. Ο αρχηγός όμως δε σταμάτησε για να τους
κυνηγήσει.
Τράβηξε ίσια για το καρακόλ, το κύκλωσε και πριν πάρουν χαμπάρι οι
ζαπτιέδες για το τι συμβαίνει, έπιασε και τους εφτά που ήταν μέσα. Τους αφόπλισε
και τους έκλεισε στο υπόγειο του κανακιού. 'Ύστερα, αφήνοντας δύο παλικάρια να
τους φυλάνε, βάδισε με τα υπόλοιπα, ίσια για το λιμανάκι. Παρακάτω
έσμιξε μαζί του και η πλαγιοφυλακή. Φτάνοντας στο λιμανάκι, ο Βασίλουστα
πρόσταξε τους άντρες του να σύρουν από την αμμουδιά στη θάλασσα ένα μεγάλο
καΐκι. Τριάντα γερά παλικάρια έβαλαν τα μπράτσα τους και εκτέλεσαν τη διαταγή.
Αμέσως
κατόπιν ανέβηκαν επάνω, σήκωσαν το πανί και ανάγκασαν τον Τούρκο καπετάνιο του καϊκιού να βάλει μπρος. Ο Τούρκος ρεΐζης υπάκουσε και το πλεούμενο ανοίχτηκε
στα βαθιά. Ο Βασίλουστα, η γυναίκα του και είκοσι παλικάρια είχαν μείνει στη
στεριά. Περίμεναν να έρθει και η οπισθοφυλακή για να μπουν όλοι μαζί σ' ένα
άλλο μεγάλο καΐκι για να ακολουθούσουν τούς πρώτους, που σιγά - σιγά
ξεμάκραιναν στο πέλαγος.
Ωστόσο, η ώρα
περνούσε και οι άντρες της οπισθοφυλακής δε φαίνονταν πουθενά. Ο αρχηγός
άρχισε να ανησυχεί. Ξαφνικά, πάνω από το λόφο ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί
και αμέσως μετά ξέσπασε ένα άγριο τουφεκίδι.
— Πιάστηκαν σε μάχη τα παιδιά, είπε ταραγμένος.
— Μα, με ποιους; έκανε απορημένη η Νάστα. Οι
χωροφύλακες είναι στο υπόγειο.
— Θα είναι κανένα απόσπασμα στρατού. Το
μυριζόμουν πως θα με καταδίωκαν ακολουθώντας τα ίχνη πού αφήσαμε.
Το τουφεκίδι στο
μεταξύ δυνάμωνε. Μερικοί Τούρκοι στρατιώτες φάνηκαν στην κορυφή τού λόφου. Ο Βασίλουστα γύρισε το κεφάλι του στη θάλασσα: Το καΐκι με τους τριάντα αντάρτες
είχε απομακρυνθεί πολύ. Δε μπορούσε πια να τους ειδοποιήσει να γυρίσουν.
— Πρέπει να μπούμε στη μάχη και μεις για ενίσχυση,
είπε στα παλικάρια του. Ετοιμαστείτε!
Οι είκοσι αντάρτες ετοιμάστηκαν
και περίμεναν τη διαταγή να ριχτούν μπροστά. Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν οι άντρες
της οπισθοφυλακής. Κατηφόριζαν από τη δυτική μεριά του λόφου και πυροβολούσαν
κατά πάνω στους στρατιώτες.
—Εμπρός! φώναξε ο καπετάνιος και ξεκίνησε από το λιμάνι με τα παλικάρια του για ν' αντιμετωπίσει
τους Τούρκους που κατηφόριζαν και εκείνοι από το λόφο, ομάδες - ομάδες,
κυνηγώντας τούς Ρωμιούς της οπισθοφυλακής.
Η μάχη άναψε στα
γερά. Ο Βασίλουστα, πού όλη την ώρα ο νους του ήταν στους κλεισμένους στο υπόγειο
χωροφύλακες, έδωσε διαταγή σε δυο παλικάρια του να πάνε και να τους
ντουφεκίσουν, προτού τους ελευθερώσουν οι στρατιώτες. Οι δύο αντάρτες έτρεξαν
και εκτέλεσαν τη διαταγή του, τη στιγμή που οι Τούρκοι έμπαιναν στο χωριό.
Ο αρχηγός έριξε μια
ματιά προς τη θάλασσα. Το καΐκι είχε μακραίνει τόσο πολύ, που μόλις φαινόταν.
— Κουράγιο, παιδιά!
Επάνω στους Μεμέτηδες! Φωτιά! φώναξε και πιάστηκε για καλά στη μάχη.
Η γυναίκα του τον
βοηθούσε από κοντά και συχνά πυροβολούσε κατά πάνω στους Τούρκους που ξεμύτιζαν από καμιά γωνιά. Το τουφεκίδι, μέσα στο χωριό, άναψε για καλά. Τα
όπλα πύρωσαν! Άναψαν οι κάννες και έλεγες πώς θα ραγίσουν από στιγμή σε
στιγμή. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να περικυκλώσουν τους αντάρτες, μα οι Ρωμιοί
τους απωθούσαν, έμπαιναν μέσα στις γραμμές τους ή έπιαναν μια οχυρή θέση και
από κει αποδεκάτιζαν τους μουσουλμάνους.
H μάχη κράτησε ως το απόγευμα. Οι Τούρκοι απέτυχαν στο
σκοπό τους και λούφαξαν αφήνοντας στο πεδίο της μάχης δώδεκα νεκρούς και έξι
λαβωμένους. Ο Βασίλουστα έχασε δέκα παλικάρια, πληρώνοντας έτσι τη νίκη πολύ
ακριβά.
Μόλις νύχτωσε,
μάζεψε τους σαράντα άντρες του και πήρε τα βουνά, για να συνεχίσει πεζός την πορεία
του προς τα ανατολικά. Περπάτησαν ολόκληρη τη νύχτα και το ξημέρωμα, ενώ ετοιμάζονταν
να πάρουν κανένα ύπνο και να ξεκουραστούν, είδαν ότι ήταν κυκλωμένοι από ένα
ολόκληρο τάγμα στρατού! Ο καπετάν Βασίλουστα έδωσε κουράγιο στους άντρες του
και κατόπιν τους διέταξε να πιάσουν θέσεις μάχης. Οι Τούρκοι σε λίγο τους
ρίχτηκαν με μπαταριές και αλαλαγμούς. Οι Ρωμιοί τους υποδέχτηκαν με πυκνά πυρά,
ξαπλώνοντας ένα σωρό από αυτούς στο χώμα. Από ένα αιχμάλωτο που έπιασε ο Θύμος, ο αρχηγός έμαθε ότι ο τουρκικός στρατός ερχόταν από τα Κοτύωρα και ότι
ήξερε ποιος ήταν ο αντίπαλος του. Ακόμα έμαθε πως το τάγμα τούτο το έστειλε ο βαλής της Τραπεζούντας Τζεμάλ Αζμή, που βρισκόταν φευγάτος στα Κοτύωρα, και
πως το είχε βάλει πείσμα να πιάσει τον αρχηγό των Ρωμιών ανταρτών ζωντανό και
να τον γδάρει!
Η μάχη άναψε γερά
και συνεχίστηκε όλη την υπόλοιπη μέρα χωρίς να μπορούν οι Τούρκοι να πλησιάσουν
τις θέσεις των ανταρτών. Τη νύχτα σταμάτησαν τα πυρά και ξεκουράστηκαν οι
μαχητές. Την άλλη όμως μέρα, μόλις έφεξε, οι μουσουλμάνοι άρχισαν και πάλι το τουφεκίδι,
τούτη τη φορά κάτω από την επίβλεψη τού ίδιου Τζεμάλ Αζμή. Η μονομαχία των δύο
αρχηγών και των πολεμιστών τους συνεχίστηκε ως το μεσημέρι. Ό Βασίλουστα
πρόσεξε, στο μεταξύ, ότι κάτω από τα δυνατά και πετυχημένα χτυπήματα των ανταρτών
του, μια πλευρά του τούρκικου κλοιού που τους έσφιγγε ολούθε, αδυνάτισε. Χωρίς
να χάσει καιρό, πρόσταξε να γίνει έφοδος στο σημείο εκείνο.
Με θαυμαστή ορμή
και επιμονή στους γοργούς ελιγμούς, τα παλικάρια του Βασίλουστα ρίχτηκαν στη φωτιά
και ανοίγοντας ένα μεγάλο ρήγμα στις γραμμές των Τούρκων, ξέφυγαν από τον
κλοιό. Και οι σαράντα άντρες του ήταν ζωντανοί !
Ωστόσο έβλεπε ότι η κίνησή τους στο εξής, έπειτα από το συναγερμό των στρατιωτικών δυνάμεων όλης
της παραλίας, θα ήταν δύσκολη. Ο όγκος τους θα τους πρόδινε όσο θα βάδιζαν ανατολικότερα,
προς τις μεγάλες συγκεντρώσεις των Τούρκων λίγα χιλιόμετρα δώθε από το μέτωπο.
Σκέφτηκε πολλή ώρα, ώσπου πήρε την απόφαση του: Θα κρατούσε μόνο εννέα άντρες
και τη γυναίκα του. Τούς άλλους τριάντα ένα, θα τους μοίραζε σε τρεις ομάδες,
δίνοντάς τους την εντολή να γυρίσουν πίσω στα βουνά της Σαμψούντας, της
Σεβάστειας και της Έρμπαγας.
Κατά τα μεσάνυχτα
έγινε ο ανεπιθύμητος χωρισμός.
Με δάκρυα στα μάτια οι αντάρτες αποχαιρέτησαν
τον αρχηγό τους και έφυγαν κατά τα δυτικά, για τα λημέρια τους. Ο καπετάν
Βασίλουστα, η γυναίκα του και τα εννέα παλικάρια πήραν την αντίθετη κατεύθυνση
και πορεύτηκαν στον προορισμό τους.
Έπειτα από δέκα
μερόνυχτα περιπλάνηση μέσα σε δάση, βουνά και φαράγγια, ξεγλιστρώντας σαν χέλια
ανάμεσα από ενέδρες, κλοιούς και φυλάκια, έφτασαν σε μια ακρογιαλιά σιμά στα
Κοτύωρα, άρπαξαν μια λάζικη βάρκα που ήταν αραγμένη σ' έναν ορμίσκο και μπήκαν
μέσα. Ανοίχτηκαν γρήγορα στο πέλαγος χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από κανένα και
τράβηξαν ίσια για την Τραπεζούντα.
Φτάνοντας εκεί ο Βασίλουστα, την άλλη κιόλας μέρα παρουσιάστηκε στις ρωσικές στρατιωτικές αρχές. Συναντήθηκε με τον Αρτάτωφ και του εξέθεσε την τραγική θέση του υπόδουλου ποντιακού Ελληνισμού μετά την καθυστέρηση της προέλασης των Ρώσων
προς τη Σαμψούντα. Ο Αρτάτωφ παραδέχτηκε την κρισιμότητα της κατάστασης και
την ανάγκη να επισπευστεί η κατάληψη του Δυτικού Πόντου, αλλά δεν μπορούσε να
καθορίσει ακριβώς πότε θα γινόταν αυτό.
Με αόριστες υποσχέσεις και κουβέντες
ξέφυγε τους σκοπέλους που του παρουσιάζονταν κατά τη συζήτηση. Τέλος, έπειτα
από ανταλλαγή πολλών γνωμών, καταστρώθηκε ένα πρόγραμμα δράσης των ανταρτών
που περιλάβαινε τρία σημεία: Επιστροφή του Βασίλουστα στον τουρκοκρατούμενο
Δυτικό Πόντο, εξοπλισμό εξακοσίων νέων ανταρτών και δραστηριοποίηση της
παρενόχλησης του τουρκικού στρατού στα μετόπισθεν. Για το σκοπό αυτό το Ρωσικό
Επιτελείο θα έδινε τετρακόσια γιαπωνέζικα όπλα, πενήντα δύο κιβώτια φυσίγγια
και δώδεκα κάσες χειροβομβίδες.
Ο Βασίλουστα ενθουσιάστηκε, ευχαρίστησε τον Αρτάτωφ και έφυγε από το γραφείο του ικανοποιημένος.
Απόσπασμα απο το βιβλίο του Χρήστου Σαμουηλίδη
'ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ"