Αν
κάτσει κάποιος μελετητής και μετρήσει τις γυναικείες απώλειες κατά τη
διάρκεια εφαρμογής του γενοκτονικού σχεδίου των Τούρκων σε βάρος του
Ελληνισμού της Ανατολής, το πιθανότερο είναι ότι θα έβρισκε τέτοιους
αριθμούς, που θα προκαλούσαν ακόμη περισσότερο τη φρίκη.
Η
εικασία αυτή δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα και μάλλον σε αυτό
το μέτρημα θα βρισκόταν ο μελετητής μπροστά σε πολλές εκπλήξεις.
Κάνουμε αυτή τη σκέψη βασίζοντας την άποψη μας πάνω στα πραγματικά
γεγονότα, που ξεκινούν από το σχέδιο ήδη εξόντωσης των Ελλήνων, που
κατέστρωσαν οι Τούρκοι με τον μεγάλο σύμβουλο τους, τον Γερμανό αρχηγό
του τουρκικού στρατού Λίμαν Φον Σάντερς, ο οποίος υποστήριζε σε σχετικό
έγγραφο του προς τους Τούρκους πασάδες:
«Σας
διαβεβαιώνω ότι οι παγωνιές και το κρύο του χειμώνα, οι βροχές και η
μεγάλη υγρασία, ο ήλιος και η τρομερή ζέστη του καλοκαιριού, οι
ασθένειες του εξανθηματικού τύφου και της χολέρας, οι κακουχίες και η
ασιτία, θα φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα που λογαριάζετε εσείς με το δικό
σας σχέδιο, δηλαδή να τους ξεκαθαρίσετε με τις σφαγές.
»Με
το σύστημα που σας προτείνω, ο θάνατος τους είναι βέβαιος. Επιπλέον, οι
γυναίκες τους δεν θα γεννούν και έτσι θα λυθεί το δημογραφικό σας
πρόβλημα, ενώ η μισητή και άτιμη ράτσα των Ελλήνων θα ξεκληριστεί και
θα χαθεί για πάντα μέσα σε μια γενιά και εσείς θα αποκτήσετε μια συμπαγή
τουρκική ομοιογένεια».
Το
εγκληματικό σχέδιο εφαρμόστηκε από τους Τούρκους σε όλες του τις
λεπτομέρειες και τις πορείες λευκού θανάτου προς το εσωτερικό της
Ανατολίας το αποτελούσαν κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, σε
αντίθεση με τα τάγματα εργασίας, που τα αποτελούσαν αποκλειστικά άνδρες.
Όσες
γυναίκες δεν στάλθηκαν στις πορείες θανάτου, δεν είχαν όμως και τους
γονείς τους να τις προστατεύσουν, γιατί τους εξαφάνισαν οι Τούρκοι,
αποτελούσαν το θλιβερό θέαμα στις μεγάλες ποντιακές πόλεις, όπου
γυρνούσαν στους δρόμους χωρίς καμιά προστασία, παρά μόνον κάποιων
ελάχιστων φιλάνθρωπων, Ελλήνων ή Αμερικανών.
Η
κατάσταση αυτή των νέων γυναικών έκανε τον μαρτυρικό δημοσιογράφο Νίκο
Καπετανίδη να γράψει στις αρχές Σεπτεμβρίου 1921 στην εφημερίδα του
«Εποχή» της Τραπεζούντας άρθρο με τίτλο «Οι μητέρες της αύριον», στο
οποίο κατάγγελλε:
«Το
διηγείτο τελευταία αξιόπιστος φίλος ποίον θλιβερόν θέαμα αντικρύζει ο
περιοδεύων εις τας ελληνικάς Κοινότητας του εσωτερικού, όπου εκτός της
δυστυχίας που μαστίζει τον λαόν, επιβλητικά και θλιβερά επιζούν τα
συντρίμμια των απελάσεων, των διωγμών, των εξοριών και όλων των άλλων
κακουχιών εις τας οποίας υπεβλήθησαν τα πολυάριθμα και πολύκλαυστα
θύματα του Νεοτουρκισμού.
Εις
τας πόλεις, εις κάθε πολίχνην και εις κάθε χωρίον, περιφέρονται άστεγα,
απροστάτευτα και έρημα τα φαντάσματα εκείνα των ανθρωπίνων υπάρξεων,
που εδεκατίσθησαν και έχασαν πατέρα ή μητέρα ή αδελφούς, και φέρουν το
βάρος της ζωής ως βάρος αβάστακτον.
Και
μεταξύ όλων αυτών συχνότατα θα ίδης ορφανά και απροστάτευτα κορίτσια,
να ξενοδουλεύουν ή να ψωμοζητούν ή να κείνται άρρωστα, μέσα εις καλύβας ή
κάτω εις αχυρώνας. Και τα κορίτσια αυτά, των οποίων οι πατέρες και οι
αδελφοί ή ετουφεκίσθησαν ή απέθαναν από την πείναν ή ετάφησαν κάτω από
χιόνια κατά τας απελάσεις ή ευρίσκονται εις άλλα μέρη, όπου εξεδιώχθησαν
δια να συντριβούν και να αφανισθούν ευκολώτερον, τα κορίτσια αυτά, εις
την φυσιογνωμίαν των οποίων θ' ανεύρης πάντοτε τον εθνικόν χαρακτήρα
που παρέμεινεν ασάλευτος και ανόθευτος, είναι τα πλέον συγκινητικά, τα
πλέον πονετικά θύματα, δια τα οποία και η μέριμνα και η εθνική αρωγή δεν
εκοπίασαν όσον θα έπρεπε και όσον επιβάλλεται.
Τα
ορφανοτροφεία του εσωτερικού, με τα φτωχικά των μέσα δεν ημπορούν να
δέχωνται τα κορίτσια αυτά των 18, των 20 και των 25 χρόνων. Αι Επιτροπαί
Προσφύγων δεν προκάνουν παντού. Δουλειά δεν υπάρχει για να δουλέψουν. Η
φιλανθρωπία, ωσάν σταγόνα εις τον ωκεανόν, είναι η χλωμή φιλανθρωπία
της φτώχειας. Και είτε εδώ, είτε εκεί, τα παντέρημα κορίτσια βλέπουν το
βάραθρον εμπρός - και πόσα και πόσα δεν έπεσαν εις το ηθικόν αυτό
βάραθρον!
Τα
κορίτσια αυτά είναι αι μητέρες της αύριον θα δημιουργήσουν αυτά την
γενεάν του ελληνικού μέλλοντος. Ιδέτε τα: Εις το πρόσωπον των διαλάμπει
ακόμη - μ' όλην την τρικυμίαν που τα πλήττει - η ωμορφιά που δεν
εξεφυλίσθη και που ροδοκοκκίνισε κάποτε πάνω εις τα βουνά και κάτω εις
τους κάμπους.
Έχουν
την παρθένον εκείνην αγνότητα την οποίαν ονειροπολούν οι σύγχρονοι
οραματισταί και την οποίαν δεν εμόλυνε καμμία κοινωνική πληγή.
Λεβέντισσες που μας ενθυμίζουν τους παλαιούς θρύλους, ωραία οράματα δι'
όσους ζητούν ν' ανεύρουν την δυνατήν ζωήν.
Και
αυτός ο πολύτιμος εθνικός θησαυρός έγινε σύντριμμα τώρα και επετάχθη
και εχάθη. Σέρνεται εις τους δρόμους, εις τα σοκάκια, κάμνει πορείας από
χώρας εις χώραν, γίνεται και ο περίγελως και η ειρωνία, αλλά και το
θύμα. Και είτε πεθαίνει εις μίαν κώχην, είτε περισώζεται - αργά και
μόλις - είτε αλλαξοπιστεί και χάνεται για πάντα.
Δεν
θα διαλάμψη τάχα και δια τα κορίτσια αυτά - δια τας μητέρας της αύριον -
πλούσια και γενναία και εμπνευσμένη η εθνική αρωγή, ενόσω είναι
καιρός;
Η
γεμάτη πόνο καταγγελία του Νίκου Καπετανίδη, που έγινε με το άρθρο αυτό
στην εφημερίδα «Εποχή» της Τραπεζούντας, σε ημέρες πολύ επικίνδυνες
για τη ζωή και του ίδιου, δείχνει το μέγεθος της θυσίας του γυναικείου
πληθυσμού του Πόντου στον βωμό του ανθρώπινου μίσους, που στην
περίπτωση αυτή το εκπροσωπούσε ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Τουρκίας.
Δεν
ήταν, ωστόσο, μόνον τα εγκλήματα που προαναφέραμε σε βάρος των
γυναικών του Πόντου από το 1915 έως το 1923, οπότε έγινε η αναγκαστική
ανταλλαγή των πληθυσμών. Η εφημερίδα «Ελεύθερος Πόντος», που τυπωνόταν
στο Βατούμ και κυκλοφορούσε κρυφά και στις ποντιακές πόλεις, σε όλα τα
φύλλα κατάγγελνε βιαιότητες κατά των Ποντίων γυναικών, κυρίως των
χωριών.
Οι
Τούρκοι, που αρκετές φορές προέρχονταν από διπλανά χωριά, έμπαιναν τις
νύχτες σε κάποιο χωριό και εκεί μαχαίρωναν, ακόμη και έγκυες γυναίκες,
και αφού άρπαζαν ό,τι έβρισκαν, εξαφανίζονταν μέσα στο σκοτάδι.
Προτιμούσαν τα χωριά, από τα οποία έλειπαν οι άνδρες, είτε γιατί
κρύβονταν είτε γιατί είχαν πάει στο βουνό αντάρτες, να πολεμήσουν τους
Τούρκους.
Είναι
γεμάτες οι σελίδες των εφημερίδων «Εποχή» και «Ελεύθερος Πόντος» από
καταγγελίες για εγκλήματα των Τούρκων σε βάρος ανυπεράσπιστων γυναικών
και παιδιών. Οι άλλες εφημερίδες των Ποντίων, που κυκλοφορούσαν μέσα
στον Πόντο, δεν τολμούσαν, δυστυχώς, να καταγγείλουν και αυτές το
φοβερό έγκλημα.
Ανάμεσα
στις γυναίκες, που γνώρισαν την εγκληματική μανία των Τούρκων, ένας
μεγάλος αριθμός ήταν ανήμπορες, δηλαδή ηλικιωμένες, ασθενείς και έγκυες ή
με μικρά παιδιά. Αυτές δεν μπορούσαν να φύγουν και να κρυφτούν, όταν
πλησίαζαν οι δολοφόνοι.
Οι Τούρκοι εξόντωσαν ένα πολύ μεγάλο μέρος ανυπεράσπιστων Ελλήνων, δηλαδή γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων.Καιτη Μελή-Παπαπαναγιώτου