Ζακ Ντεριντά |
Η αξία της διαλέκτου - του ιδιώματος- υπογραμμίστηκε κατ' επανάληψη από πολλούς, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά, ο οποίος έγραψε το 1998: Αναζητώ πάντα, στον ιερό σεβασμό του ιδιώματος, μια οικουμενικη πολιτική ευκαιρία,μια οικουμενικότητα , που να μην είναι συντριβή του ιδιώματος.
Οι ελληνικές διάλεκτοι, που δεν θα πρέπει , οπωσδήποτε, να «συντριβούν» , αποτελούν πολύτιμα, ανεκτίμητα πετράδια, που στολίζουν το κόσμημα που λέγεται ελληνική γλώσσα.
Η ποντιακή διάλεκτος, μαζί με την καππαδοκική(Μ. Ασία) , την κρητική, τη δωδεκανησιακή, την ικαριώτικη, την κυπριακή και την κατωιταλική(Νότια Ιταλία), συνιστούν το σύνολο των διαλέκτων της νεοελληνικής γλώσσας.
Η ποντιακή και η συγγενική της καππαδοκική αποτελούν τα μικρασιατικά ιδιώματα.
Η ποντιακή διάλεκτος, δηλαδή η γλώσσα των Ελλήνων που ζούσαν επί χιλιάδες χρόνια στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας και στον ρωσικό νότο, αναπτύχθηκε μέσα στην ευρωπαϊκή γλωσσική και ιδιωματική πολυμορφία, κυρίως μετά το Βυζάντιο- ευρωπαϊκός μεσαίωνας.
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική ιωνική διάλεκτο, όπως αυτή εξελίχθηκε στην περιοχή της βόρειας Μικράς Ασίας, όπου μεταφέρθηκε από τους Ίωνες της Μιλήτου, που ήταν οι άποικοι της Σινώπης, οι οποίοι, με την σειρά τους , αποίκησαν τις άλλες παράλιες πόλεις του Εύξεινου Πόντου.
Στην απομονωμένη από την υπόλοιπο ελληνισμό περιοχή του Πόντου, η ποντιακή διάλεκτος ακολούθησε επί 2800 χρόνια περίπου μια δική της πορεία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι γνωστές οι διάφορες φάσεις που πέρασε.
Βάσιμα γίνεται η υπόθεση ότι η διάλεκτος που μιλούσαν κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες του Πόντου επηρεάστηκε από την κοινή αλεξανδρινή και στη συνεχεία από την βυζαντινή, δεχόμενη και μερικές λέξεις από τους Γενουάτες και τους Βενετσιάνους, που είχαν ναυτικούς εμπορικούς σταθμούς στην περιοχή της Τραπεζούντας, ενώ δέχτηκε και αφομοίωσε και πολλές λέξεις από τους Πέρσες και τους Γεωργιανούς (Ιβηρινούς, όπως τους ονομάζει ο Περικλής Τριανταφυλλίδης, είτε απευθείας είτε μέσω της τούρκικης γλώσσας, κυρίως κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Σημαντική υπήρξε και η επίδραση της ρωσικής γλώσσας επί της ποντιακής διαλέκτου, ιδίως μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828, όποτε χιλιάδες Έλληνες από την περιοχή της Αργυρούπολης και από τον ανατολικό Πόντο κατέφυγαν στη Ρωσία, για να αποφύγουν τις διώξεις των Οθωμανών, αλλά και για να βρουν εργασία, μετά το κλείσιμο των μεταλλείων ασημιού της περιοχής Χαλδίας.
Καθοριστική για τον ελληνισμό της Ρωσίας ήταν, από την μια μεριά η κατάπνιξη σχεδόν της ποντιακής διαλέκτου από την ταταρική γλώσσα- συγγενή προς την τούρκικη- στην περιοχή της Αζοφικής, στη νότια Ουκρανία, και η επίδραση της σοβιετικής ορολογίας στην ποντιακή διάλεκτο. Σοβιετικοί όροι και λέξεις, εισηγμένες στη ρωσική γλώσσα από το νέο καθεστώς , μετά το 1917, κυριάρχησαν πάνω στην ποντιακή διάλεκτο τόσο, που όταν ένας γνώστης της ποντιακής, , όταν διαβάζει στην ποντιακή μπολσεβίκικα κομματικά κείμενα ή θεατρικά έργα, πεζογραφήματα και ποιήματα , να μην μπορεί να κατανοήσει τα λεγόμενα και να χρειάζεται ρωσικό λεξικό ή λεξικό κομμουνιστικής ορολογίας. Ωστόσο, και τους όρους αυτούς και τις ρωσικές λέξεις τις αφομοίωσε η ποντιακή διάλεκτος, που μιλιόταν μετά το 1917 στη Σοβιετική Ένωση.
Γίνεται λόγος για αφομοίωση, γιατί τις λέξεις που δανείστηκε η ποντιακή διάλεκτος από τους άλλους, στις περισσότερες πρόσθεσε ελληνικές καταλήξεις, ενώ άλλες τις χρησιμοποίησε αυτούσιες.
Παρόλα αυτά, η ποντιακή διάλεκτος αποτελεί συνεχεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, με πολλά στοιχεία της να διατηρούνται αναλλοίωτα μέχρι και σήμερα. Διατηρήθηκε και έφτασε μέχρι σήμερα, αποτελώντας , μαζί με αρκετά μνημεία λόγου, τα ήθη και τα έθιμα, το συνολικό πολιτισμό των Ελλήνων του Πόντου.
Υπήρξαν, ωστόσο, περίοδοι της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού, κατά τις οποίες, σε μεγάλα τμήματα της ποντιακής γης, δεν ακουγόταν η ποντιακή διάλεκτος ή και αν μιλιόταν , είχε βαριά προφορά (βαρβαρική τη χαρακτηρίζει ο Περικλής Τριανταφυλλίδης), γεγονός που καθιστούσε δύσκολη την συνεννόηση μεταξύ των ίδιων των Ελλήνων του Πόντου.
Με καθαρότητα μιλούσαν τη διάλεκτο κυρίως στα παράλια του Πόντου και με βαριά προφορά στα μεσόγεια, όπου κυριαρχούσε, μεταξύ των Ελλήνων η τούρκικη, κυρίως, και ξωπίσω έρχονταν η αρμένικη και η γεωργιανή.
Επικρατέστερα σε ολόκληρο τον Πόντο ήταν τα ιδιώματα της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης. Το πρώτο κυριαρχούσε στον παράλιο Πόντο και το αργυρουπολίτικο ιδίωμα, μιλιόταν στα μέρη εκείνα, στα οποία μετανάστευσαν οι Αργυρουπολίτες μεταλλουργοί, μετά το κλείσιμο των μεταλλείων στον τόπο τους στα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως εκεί όπου υπήρχαν μεταλλεία στο Ακ Νταγ Μαντέν της Άγκυρας και το Μπερεκετλί Μαντέν του Ικονίου, αλλά και πολύ μακρύτερα, όπως σε μεταλλοφόρες περιοχές της Συρίας , της Μεσοποταμίας, του Ντιαρμπεκίρ, προς το νότο, και τις περιοχές του Κάρς, του Καύκασου και της νότιας Ρωσίας προς το βορρά. Σε όλα αυτά τα μέρη διαδόθηκε και μιλιόταν το αργυρουπολιτικο ιδίωμα.
Ο φιλόλογος Γιώργος Παρχαριδης σημειώνει για την ποντιακή διάλεκτο , το 1985, σε άρθρο του στο περιοδικό «Ποντιακό Βήμα» της Εύξεινου Λέσχης Κοζάνης(τεύχος 2):
«Ο όρος διάλεκτος χρησιμοποιείται για να δηλώνει μια τοπική γλωσσική μορφή. Η ποντιακή διάλεκτος δεν διαφέρει σημαντικά από την κοινή νεοελληνική. Είναι ένα ιδίωμα γλωσσικό που μιλιόταν σε μεγάλη έκταση , δηλαδή σε όλα τα βορειοανατολικά παράλια της Μικρας Ασίας.
Η Ποντιακή διάλεκτος γεννήθηκε κατά τη βυζαντινή εποχή, όταν οι Πόντιοι αποσπάστηκαν από το υπόλοιπο βυζάντιο, ιδίως μετά την δ' σταυροφορία(1204 μ.Χ.).
Η απόσπαση αυτή οδήγησε σε γλωσσική διαφοροποίηση και σε χωριστή γλωσσική εξέλιξη.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, η ποντιακή διάλεκτος διαφοροποιήθηκε πιο πολύ, από έλλειψη επικοινωνίας με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Στην αρχή του προηγούμενου αιώνα (19ου) , πήρε τη σημερινή, περίπου, μορφή της. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922, οι Πόντιοι συγκεντρώνονται στον ελλαδικό χώρο και δέχονται την επίδραση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας.