Το κόκκινο ποτάμι

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

 Σεπτέμβρης 1948. Η Ελλάδα αιμορραγούσε απ' τον εθνοκτόνο εμ­φύλιο πόλεμο.

Το πρώτο Σάββατο του μήνα, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού Λεκάνη - Καβάλας ήταν σκορπισμένοι στα καπνοχώραφά τους και μά­ζευαν με υπομονή ένα - ένα τα πράσινα καπνόφυλλα.
Το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα πανύψηλα βουνά, που περιβάλλουν κυκλικά το χωριό και τον κάμπο, αύξαναν το φόβο και το αίσθημα της απομόνωσης, στα θλιβερά εκείνα χρόνια.
Τ' αστέρια, μέσα απ' τους αόρατους υδρατμούς της πρωινής δρο­σιάς, φαίνονταν πιο μεγάλα και πιο λαμπερά, ενώ το βουνό "Χριστός", που υψώνεται σαν τεράστια πυραμίδα, εμπόδιζε την εμφάνιση του άστρου της Αφροδίτης, που στο αντίκρισμά του οι χωρικοί αισθάνονταν να ξημερώνει μια ακόμη μέρα ασφάλειας και παράτασης ζωής.
Ξαφνικά, εκκωφαντικοί κρότοι πυροβόλων, όλμων και κροταλίσματα πολυβόλων, έσπασαν τη θεϊκή γαλήνη. Αριστεροί αντάρτες απ' το βουνό "Τσαλάκι" έριχναν τη φωτιά και το σίδερο πάνω στα φυλάκια και στα σπίτια του χωριού. Οι πολιτοφύλακες του χωριού, οι λεγόμενοι Μ.Α.Υ., ( Μ.Α.Υ. = Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου), που ήταν βάρδια τη νύχτα εκείνη, απάντησαν με δικούς τους πυροβολισμούς.
Τα εκατοντάδες φανάρια και λούξ, που χρησιμοποιούσαν οι χωρι­κοί στα χωράφια, έσβησαν όλα. Ο κάμπος βυθίστηκε στο απόλυτο σκο­τάδι και στη σιωπή.
Αδέλφια, τυφλωμένα και απ' τις δυο πλευρές, έριχναν με μίσος και ιδιαίτερο ζήλο τα φαρμακερά τους βέλη ο ένας εναντίον του άλλου. Ευ­τυχώς, το σκοτάδι και η μεγάλη απόσταση μεταξύ τους δε βοήθησαν το θλιβερό έργο τους.
Μέσα σ' αυτή την κόλαση, κι ενώ το σκοτάδι άρχισε ν' αραιώνει απ' το δειλό φως της αυγής, μια ψηλή, μαύρη, ανθρώπινη σιλουέτα έτρεχε απερίσκεπτα μέσα στον κάμπο. Όταν πλησίασε το χωράφι μας, απ' το ράσο, που κυμάτιζε στον πρωινό αέρα, και απ' τις φωνές του, καταλάβα­με ότι ήταν ο γείτονάς μας, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόρης Σιδηρουργόπουλος.
    Χάρη! Ευλογημένο τέκνον του Θεού! Πού είσαι; Έλα να σου δείξω κάτι! Έλα! φώναζε μ' αγωνία, καθώς έτρεχε προς το μέρος μας.
    Τι θέλεις τρελοκαλόγερε! Πέσε κάτω, θα σκοτωθείς! Δεν ακούς τις οβίδες και τις σφαίρες, που σφυρίζουν πάνω απ' το κεφάλι σου! Πέσε εκεί, μέσα στ' αυλάκι, μ' ακούς; φώναζε ο μεγάλος μου αδελφός.
Ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, αδιαφορώντας για τον ορυμαγδό των βλημάτων και τις παραινέσεις του αδελφού μου, περπατώντας πάντα όρθιος, άρχισε να με ψάχνει μέσα στ' αυλάκια της καπνοφυτείας.
Ήμουν τότε μόλις δέκα χρόνων. Οι τρεις αδελφές μου κι εγώ είχα­με κυριολεκτικά χωθεί μέσα στα χαντάκια των χωραφιών και απ' το φό­βο μας δε μιλούσαμε ούτε μεταξύ μας.
    Φύγε τρελοκαλόγερε! φώναζε ο αδελφός μου, μα αυτός μόλις μ' εντόπισε, μ' άρπαξε απ' το μπράτσο, με σήκωσε όρθιο κι άρχισε να με τραβά προς το χωριό.
Ο αρχιμανδρίτης αυτός είχε σπουδάσει στην Καισάρεια της Καπ­παδοκίας και στην Κωνσταντινούπολη. Πέρασε πολλά χρόνια στο ξα­κουστό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα της Τραπε­ζούντας του Πόντου, όπου για μικρό χρονικό διάστημα διετέλεσε και ηγούμενος.
Νεαρός καλόγερος διέτρεξε τις περιοχές της Γεωργίας, της Νότιας Ρωσίας και της Κριμαίας, κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστα­σης των μπολσεβίκων, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο, γι' αυτό και πιάστη­κε δυο φορές, βασανίστηκε και φυλακίστηκε.
Το 1921, ενώ υπηρετούσε σαν στρατιωτικός ιερέας στον ελληνικό στρατό της Μικράς Ασίας, επιδεινώθηκε η ψυχική του υγεία, που 'χε ήδη πρωτοκλονιστεί απ' τις φυλακίσεις του στη Ρωσία κι έκτοτε ζούσε μια ζωή πραγματικό μαρτύριο. Ενώ βάδιζε, σταματούσε απότομα, με τα δυο του χέρια ξερίζωνε τα γένια του και ταυτόχρονα φώναζε:
     Ύπαγε πίσω μου σατανά! Κι εσείς πόρνες να λιώσετε στην κόλα­ση!
Τέτοια κι άλλα παρόμοια λόγια ακούγαμε, νύχτα και μέρα, να ξε­φωνίζει ο δυστυχής γέροντας, μέσα στον κήπο και στο άθλιο πέτρινο σπίτι του, που βρισκόταν ακριβώς πίσω απ' το δικό μας.
Όλοι οι χωρικοί τον απέφευγαν και τα μικρά παιδιά κρύβονταν ή έφευγαν τροχάδην στο αντίκρισμά του.
Την εποχή εκείνη φοιτούσα στο δημοτικό σχολείο και ήμουν άρι­στος μαθητής. Διψούσα για γνώση, μα δεν έβρισκα πουθενά βιβλία, για να χορτάσω την επιθυμία μου.
Παρατήρησα ότι ο αρχιμανδρίτης, πολλές φορές, όταν ήταν στα λο­γικά του, καθόταν κάτω απ' τα πυκνά κλαδιά των κερασόδεντρων και διάβαζε κάτι χονδρά και κιτρινισμένα βιβλία.
Το καλοκαίρι του 1947, ένα ζεστό απόγευμα, είδα την πόρτα του σπιτιού του καλόγερου ανοιχτή. Υπέθεσα ότι απουσιάζει, γιατί κι άλλες φορές έφευγε κι άφηνε την πόρτα ανοιχτή. Περπατώντας στα δάχτυλα των ποδιών μπήκα με φόβο μέσα. Σ' ένα δωμάτιο βρήκα σωρούς από βι­βλία. Άρπαξα βιαστικά έναν παχύ τόμο γεωγραφικού άτλαντα κι έτρεξα προς την έξοδο. Πίσω μου άκουσα τη φωνή του γέρου:
    Σατανά! Γιατί μου ταράσσεις τη γαλήνη μου;
Με τον ίδιο τρόπο, έπαιρνα κι άφηνα στη θέση τους πολλά βιβλία. Ο καλόγερος προσποιόταν πως δε μ' έβλεπε κι εγώ γέμιζα τις άδειες κυ­ψέλες του μυαλού μου με γνώση και σοφία.
Το σώμα μου ήταν σκελετωμένο, μα το πνεύμα μου πετούσε πάνω και πέρα απ' τα ψηλά βουνά, που κύκλωναν το χωριό μας και, γεμάτος αγωνία, δίψα κι απορίες, ανηφόριζα σ' ένα δρόμο άγνωστο, γοητευτικό και μ' απρόβλεπτες εκπλήξεις.
Έτσι, όταν ήρθε ο γερο-Γρηγόριος και με πήρε απ' το χωράφι, δε δίστασα να τον ακολουθήσω. Αψήφησα τις απειλές του αδελφού μου, δε φοβόμουν πλέον τις σφαίρες, που σφύριζαν πάνω απ' τα κεφάλια μας. Μια ασυγκράτητη δύναμη μ' έσπρωχνε, μια διαίσθηση για μια νέα ανα­κάλυψη φτέρωνε τα πόδια μου και τρέχαμε όρθιοι κάτω απ' τα βλέμμα­τα των ανθρώπων, που κρύβονταν σαν ποντικοί στ' αυλάκια των καπνοχώραφων ή έριχναν τα κολασμένα πυρά τους προς όλες τις κατευ­θύνσεις.
Το πρώτο φως αγκάλιασε τη γη. Πίσω απ' την κωνική κορυφή του βουνού "Χριστός" πρόβαλε το λαμπερό άστρο της Αφροδίτης, ο Αυγε­ρινός, όπως τον λένε μερικοί.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι του αρχιμανδρίτη, ο ουρανός στο μέρος της ανατολής είχε γίνει ολόχρυσος.
Σταματήσαμε στο πλατύσκαλο της πόρτας. Μια δυνατή έκρηξη ενός βλήματος πυροβόλου, δόνησε τα τύμπανα των αυτιών μας. Δε φοβήθη­κα. Κοιτάζοντας προς τη χρυσαφένια ανατολή είπα στον καλόγερο:
—Γιατί, πάτερ, δε μοιραζόμαστε τα ωραία αγαθά, που μας χαρίζει ο Θεός; Γιατί οι Σπαρτιάτες πολέμησαν με τους Αθηναίους; Οι Έλληνες με τους Πέρσες; Οι Τούρκοι με τους Χριστιανούς; Σήμερα, εδώ, τ' αδέλ­φια μας μεταξύ τους;
—Έλα παιδί μου μέσα, να προλάβουμε να σου δείξω κάτι σπουδαίο. Στα ερωτήματα που 'θεσες, μόνος σου, με το πέρασμα του χρόνου και με τη μελέτη των ανθρώπων, ίσως πάρεις τις κατάλληλες απαντήσεις.
Παραμέρισε τις στοίβες των βιβλίων. Ξεκάρφωσε δύο πλατιά σανί­δια και με τη βοήθεια ενός φαναριού, σκυφτοί μπήκαμε σε μια στενή και υγρή στοά με χωματένια τοιχώματα κι οροφή από κορμούς δένδρων. Στο βάθος υπήρχαν δύο μεταλλικά κιβώτια πάνω σε μεγάλες πέτρινες πλάκες.
Μόλις τ' άνοιξε, μια έντονη μυρωδιά μούχλας και σάπιου χαρτιού χτύπησε στη μύτη μας.
—Πάτερ Γρηγόριε, τι χαρτιά είναι αυτά; ρώτησα μ' απορία.
Κάρφωσε τα πράσινα μάτια του στα δικά μου, μ' έπιασε απ' τους
ώμους και με σταθερή φωνή μου 'πε:
—Άκου τέκνο του Θεού! Είμαι γέροντας και ασθενής. Στο χωριό μικροί και μεγάλοι μ' αποφεύγουν. Κόπηκαν οι δεσμοί μου με τους αν­θρώπους. Δεν τους καταλαβαίνω κι αυτοί είναι ανήμποροι να μου προ­σφέρουν ανοχή και κατανόηση.
Τ' άστρο μου ή δεν ακτινοβολεί ή δεν το βλέπει πια ο κόσμος. Σ' όλο το χωριό μόνο εσύ δε με φοβάσαι, μόνο εσύ προσπαθείς να σπάσεις το καβούκι της αμάθειας και της προκατά­ληψης.
Θα συναντήσεις εχθρούς κι εμπόδια στο δρόμο σου. Όμως μη λυγίσεις. Εγώ φάνηκα αδύναμος, κουράστηκα, δεν άντεξα τον ανήφορο, αρρώστησα. Δεν περιμένω τίποτε, μόνο συγχώρεση, έλεος και ταχεία αι­ώνια ανάπαυση ζητώ απ' το Θεό.
Σ' αυτά τα κιβώτια, χρόνια τώρα, μάζεψα πολύτιμο υλικό και πλη­ροφορίες, για ανθρώπους, ξεριζωμούς και πολέμους. Το μυαλό μου κου­ράστηκε και πολλές φορές το ξέρω πως θολώνει. Αυτά τα χαρτιά μόνο εσύ, αν μεγαλώσεις και προοδεύσεις στα γράμματα, θα μπορέσεις να καταλάβεις την αξία τους και να τ' αξιοποιήσεις. Κρύβουν αλήθειες, δρά­ματα και τραγικές ιστορίες.
—Τι είδους ιστορίες, πάτερ! ρώτησα με περιέργεια.

Ένα κρυστάλλινο δάκρυ θόλωσε τα γαλανά του μάτια.
Προσπάθησα να δω πίσω απ' το δάκρυ, πέρασα το βλέμμα μου στο βάθος της κόρης των ματιών του και, καθώς αυτός μιλούσε, διέκρινα απέ­ραντους λειμώνες γνώσης, εμπειριών, οίκτου και σοφίας, που όμως αρ­κούσε μια μόνο στιγμή να χαλάσει όλο το σκηνικό, να σπάσει η συνέχεια, να μαραθούν τα λουλούδια, να θολώσει το μυαλό, να σβήσει η φλόγα.
    Μικρέ μου Χάρη, πολλές φορές, τη μάνα σου, την ώρα που φουρ­νίζει τα ψωμιά ή ετοιμάζει το φαγητό στο τζάκι, την ακούω να μοιρολο­γεί για τους συγγενείς και τα ξαδέλφια της, που χάθηκαν στις αλησμό­νητες πατρίδες του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Γιατί δεν τη ρώτησες, να σου διηγηθεί μια αληθινή ιστορία;
Έσκυψα το κεφάλι, κοκκίνισα από ντροπή, σαν να είχα κάνει κάτι κακό. Δεν απάντησα. Ο γερο-Γρηγόριος με κοίταζε με κατανόηση. Δυο δάκρυα κύλησαν στα κοκαλιάρικα μάγουλά του. Πήρε βαθιά αναπνοή και συνέχισε:
    Το Ελληνικό Έθνος έδωσε γνώση και πολιτισμό σ' όλο τον κό­σμο. Όμως την πρόοδο πολλές φορές οι άνθρωποι ή δεν την καταλαβαί­νουν ή τη ζηλεύουν και γι' αυτό την πολεμούν.
Έτσι, βρεθήκαμε συχνά αντιμέτωποι με την αμάθεια και τη βαρβα­ρότητα. Δώσαμε άπειρες μάχες. Νικήσαμε και νικηθήκαμε. Όμως αυτό που πάθαμε το 1922, μας καταδίκασε να ζήσουμε πλέον στα περιθώρια της σύγχρονης ιστορίας της ανθρωπότητας.
Εδώ, στα κιβώτια, θα 'βρεις πάθη και μαρτυρίες για τη μεγάλη εκείνη καταστροφή. Όμως θα 'χεις την ευχή μου, αν ποτέ γράψεις για τις περιπέτειες ενός καρδιακού μου φίλου, του Μιλτιάδη Παυλίδη και της αγαπημένης του γυναίκας Ιφιγένειας.
                                                           * *
Συνέχισα τις σπουδές μου στο γυμνάσιο Καβάλας. Κάθε καλοκαίρι έβρισκα το γερο-Γρηγόριο και μάθαινα λεπτομέρειες για τη Μικρασιατι­κή καταστροφή, το Μιλτιάδη, την Ιφιγένεια και το γιο τους Ηλία.
Το 1955, ο αρχιμανδρίτης, ενώ βάδιζε στην πλατεία του χωριού, έπεσε νεκρός από εγκεφαλική συμφόρηση.
Το 1958, σαν πρωτοετής εύελπις πήγα στο χωριό. Έψαξα να βρω τα κιβώτια του κρυψώνα. Το σπίτι ήταν ερείπιο. Η στοά γκρεμισμένη. Ρώτησα συγγενείς και γνωστούς του αρχιμανδρίτη, για την τύχη των βιβλίων και των κιβωτίων. Δε βρήκα τίποτε χρήσιμο.
Η υπόσχεση που 'δωσα στο γερο-Γρηγόριο, δε μ' άφησε να ησυχά­σω. Μελέτησα, ρώτησα ανθρώπους, ταξίδεψα σε πολλές χώρες αναζητώ­ντας πληροφορίες. Καρπός αυτής της μακρόχρονης προσπάθειας είναι το παρόν βιβλίο.
Οι άνθρωποι φεύγουν. Η ιστορία μερικών είναι οδηγός προς την αλήθεια· πηγή δράσης για ένα μελλοντικό κόσμο, όπου ο σεβασμός της ζωής και των δικαιωμάτων του ανθρώπου δε θα εξαρτάται απ' το χρώμα του προσώπου, την καταγωγή ή τη θρησκεία.

Χάρης Τσιρκινίδης
 Παρίσι, Αύγουστος 1997.




Ο Χαρης Τσιρκινιδης γεννηθηκε το 1938 στη Λεκανη Καβαλας απο γονεις προσφυγες του Ποντου.

Οι τραγικες διηγησεις των γονιων του για την τραγωδια του Ελληνισμου της Μικρας Ασιας και του Ποντου,οι διωγμοι των Ελληνων της Κωνσταντινουπολης το 1955 και η τουρκικη εισβολη στην Κυπρο το 1974 ,εδραιωνουν την πικρη του πεποιθηση για την τραγικη μοιρα της πατριδας Ελλαδας και το απανθρωπο προσωπο του κοσμου.
Το 1961 αποφοιτησε απο τη Σχολη Ευελπιδων σαν ανθυπολοχαγος Πυροβολικου.
φοιτησε στις σχολες Πολεμου Ελλαδας και Γαλλιας.
Πτυχιουχος Νομικης
Απο το 1987 εως 1990 υπηρετησε σαν ακολουθος Αμυνας στο Παρισι , στις Βρυξελλες και στη Μαδριτη.
Το βιβλιο βασιζεται σε πραγματικα γεγονοτα.
Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah