Η φιλοξενία, η αλληλοβοήθεια και η ελεημοσύνη πάνε
μαζί.
Όλα τα σπίτια της Σαντάς, καθαρά και περιποιημένα,
φτωχικά ή πλουσιόσπιτα, ήσαν ανοιχτά στη φιλοξενία. Οι νοικοκυρές, όταν
μαγείρευαν, έβαζαν πάντοτε μια και δυό μερίδες παραπάνω:
"Κάποιος ρούζ' 'ς σ' όσπίτ'ν έμουν, κάποιος ρούζ'
'ς σό τραπέζ'ν έμουν", έλεγαν. Δηλαδή, κάποιος μπορεί να τύχει στο σπίτι
μας ή στο τραπέζι μας.
Κανένας ξένος, όταν έπεφτε στα χωριά της Σάντας, δεν
είχε πρόβλημα στέγης. Το "τραπέζωμαν" και το "μόναγμαν"
ήταν αυτονόητα.
Οι Σανταίες πίστευαν πως όποιος χτυπούσε την πόρτα
τους για φιλοξενία, ίσως ήταν ο ίδιος ο Χριστός και δοκίμαζε την καλωσύνη τους.
Το πρώτο που έκαναν για τον ξένο ήταν να πλένουν τα
πόδια του, να πλένουν τις κάλτσες και τα τσαρούχια του, να τα βάζουν κοντά στο
τζάκι για να στεγνώσουν και το πρωί του τα πρόσφεραν καθαρά και στεγνά.
ΣΑΝΤΑ |
Αμέσως ύστερα έβαζαν τραπέζι με ό,τι φαγητό είχαν. Αν
δεν υπήρχε έτοιμο φαγητό στο σπίτι, τότε έκαμαν "φούστρον", ομελέτα
δηλαδή, με αγελαδινό βούτυρο, που το θεωρούσαν καλό φαγητό, και για επιδόρπιο
πρόσφεραν γιαούρτι.
Μιλούσαν λίγο, τον ρωτούσαν από πού κατάγεται, και 'κείνο
το βράδυ που είχαν φιλοξενούμενο, κοιμότανε όλοι νωρίς, για να ξεκουραστεί ο
ξένος.
Το πρωί τρώγανε πάλι και έβαζαν στην τσάντα του ψωμί
και προσφάγι για το δρόμο. Τον χαιρετούσαν και τον έλεγαν πως θα τον περιμένουν
να ξανάρθει και πως θα θυμώσουν πολύ, αν τυχόν έλθει και δεν τους χτυπήσει την
πόρτα.
Την αρετή της φιλοξενίας οι Σανταίοι δεν την ξέχασαν
ούτε όταν ήλθαν στη νέα τους πατρίδα, στην Ελλαδική γη.
Όταν τελείωσε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και οι
στρατιώτες μας γύριζαν από το μέτωπο σε κακό χάλι, για να πάνε στις πατρίδες
τους, πολλοί απ' αυτούς φιλοξενήθηκαν από Σανταίϊκα χωριά.
Στην Καστανιά Ημαθίας και στην Νέα Σάντα του Κιλκίς μαγείρευαν
οι γυναίκες σε μεγάλα καζάνια και τους πρόσφεραν φαγητό και ύπνο σε όσους
ήθελαν. Στη Νέα Σάντα μάλιστα, μερικοί στρατιώτες από την Κρήτη φιλοξενήθηκαν
στο χωριό για μήνες.
Το 1941, τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, που στις μεγάλες
πόλεις πέθαιναν από την πείνα, οι Νεοσανταίες φιλοξένησαν 51 μικρά παιδάκια,
που έφερε στο χωριό ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός.
Τα παιδάκια πέρασαν εκείνον τον δύσκολο χειμώνα,
μερικά έμειναν και το καλοκαίρι και ύστερα πήγαν στα σπίτια τους, κοντά στους
γονείς τους.