Τα νεανικά χρόνια του Παναγιώτη Τανιμανίδη

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Η γενέθλια γη, όπως τα ευλογημένα χώματα της Ίμερας του Πόντου, με τις πέντε εκκλησίες, τα παρεκκλήσια και το γυναικείο μοναστήρι, η ημερομηνία που πρωτοήρθε στον κόσμο, 2 Φεβρουαρίου, ανήμερα της Παναγί­ας, ο χρόνος που γεννήθηκε, 1914 και η μοίρα που κουβαλούσε παραμάσχαλα εκείνες τις ημέρες της έναρξης του α' παγκοσμίου πολέμου, συναντήθηκαν εξ επίτηδες, προκειμένου να καθορίσουν τη ζωή και τη συνείδηση του παντάξιου Παναγιώτη Τανιμανίδη.
Η συντυχιά να γεννηθεί την ημέρα που η Παναγία σαραντάριζε. Η σύμπτωση να είναι ιερέας στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου ο Γεώργιος Τανιμανίδης - πατέρας του νεογέννητου - ενίσχυσαν τη θέληση του ιερέα να δώσει στο τελευταίο  από τα ένδεκα παιδιά του το όνομα της Παναγίας.
Ίσως γιαυτό η χάρη της Μεγαλόχαρης να στάθηκε ως προστατευτική σκέπη, ώστε να καταφέρει να  περάσει πο την ώρα της γέννας- έναρξη του Α’παγκοσμίου πολέμου - μέσα από φωτιά και σίδερο,  από αίμα και δάκρυα, και να επιζήσει. Πιθανόν, η Κοιμωμένη Παναγία του Δεκαπενταύγουστου, η Παναγία Σουμελά, να έχει επιλέξει στο πρόσωπο του Παναγιώτη από τότε τον υπηρέτη της.
Ο μικρός Παναγιώτης, σε ηλικία τριών χρόνων, μεταφέρεται μέσα σε κοφίνι, κρεμασμένο σε γαϊδουροσάμαρο, από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ίμερα, στην Τραπεζούντα. Από εκεί πρωτοαντίκρυσε τη θάλασσα του Ευ­ξείνου Πόντου, με τα καράβια και τα βαπόρια, που μετέφεραν, στιβαγμένους ως εμπορεύματα, τους ανθρώπους, που οσμίζονταν τα μελλούμενα.
Με ένα σαπιοκάραβο φτάνει στο Βατούμ. Είναι, κιόλας, παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης και το «Βατούμ είναι μαγκάλ' και το μωρόν σύρκεται απέσ' σα τσιλίδα». Ωστόσο, επιζεί. Από εδώ και πέρα η ζωή του συνταυτίζεται με τη ζωή χιλιάδων Ελληνοποντίων, που έχουν την περιπλάνη­ση εύκολη, πλέον, και οι μετακινήσεις γίνονται τρόπος ζωής.
Μαζί με το μικρό καραβάνι των συγγενών του, αλλάζει συχνά τόπο. Πηγαίνει από το Βατούμ στο Μπακού, από εκεί στο Πετιγόρσκι, και ξανά πίσω στο Βατούμ.
Σε ηλικία οχτώ χρόνων κάνει τον λούστρο στο κοσμοπολίτικο, τότε, Βατούμ, τα απογεύματα, ενώ τα πρωινά πουλά κουλούρια ή βρασμένα κα­λαμπόκια. «Γαρίτσι κουκουρούζ» - ζεστά καλαμπόκια - ήταν η πρώτη προσλαλιά του στον κόσμο, ωσάν να έκανε στην πρώτη εκείνη καθημερινή επανάληψη την τακτική πρόβα του στον δημόσιο λόγο, ώστε, αργότερα, να είναι πανέτοιμος να απευθύνει τον θείο λόγο, ως ιεροκήρυκας, τις Κυριακές, στο χριστεπώνυμο εκκλησίασμα, με ένταση φωνής, σε εποχές που τα μικρό­φωνα ήταν ανύπαρκτα στις εκκλησίες.
Αν ασπαστεί κανείς την άποψη των ειδικών άτι στο μυαλό των παιδιών, που είναι άγραφο χαρτί, εγγράφονται οι μνήμες με ανεξίτηλη γραφή, τότε, ίσως, γίνει κατανοητό το πάσο επηρεασμένος έμεινε ο μικρός Παναγιώτης
με τα όσα πολλά διαδραματίσθηκαν γύρω του, στα παι­δικά του χρόνια. Καθόρισαν τη μοίρα του και τη μοίρα του ποντιακού ελληνισμού. Γιαυτό και ως συντρίμμια από ναυάγιο, ως φυλακτό από λείψανο, θα κουβαλά σε όλη τη ζωή του ζωντανές τις μνήμες από τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού και τη μικρασιατική καταστροφή. Το δράμα της επίγνωσης ότι χάθηκε για πάντα η ευκαιρία για τη δημιουργία της Δημο­κρατίας του Πόντου θα τον πονά καθημερινά.
Για τον λόγο αυτόν θα ανακινήσει, μεταξύ των άλλων, το θέμα της δικαίωσης του ελληνισμού του Πόντου, θα αγωνιστεί πρώτος, και μαζί με τους συνεργάτες του, για την ένταξη της ιστορίας του Πόντου στα σχολικά βιβλία. Θα παραμείνει ο ξεριζωμένος με το συνεχές δάκρυ από τη μικρασια­τική καταστροφή, απαρηγόρητος συχνά, που δεν καταδικάστηκε η Τουρκία για την τακτική της γενοκτονίας των λαών που εφάρμοσε.
Το 1924, σε ηλικία δέκα χρόνων, ο Παναγιώτης Τανιμανίδης ακολουθεί, μαζί με την οικογένεια του, την τύχη άσων κατάφεραν να απομακρυνθούν από τη Σοβιετική Ένωση. Λίγο πιο μπροστά, έχει την πρώτη του επαφή με το σχο­λείο στη Ρωσία. Μαθαίνει τα πρώτα γράμματα στις μαυροθαλασσίτικες ακτές, ωσάν χέρι θεϊκά - της Παναγίας θέλουμε να πιστεύουμε - να μεσολάβησε να έχει τα πρώτα διδακτικά ακούσματα σε ελληνόγλωσσα σχολεία της Ρωσίας. Πρόκειται για την ολότελα ξεχωριστή μαγιά που κουβάλησαν στο δισάκι τους άσοι απέκτησαν τη σχολική γνώση στα διδακτήρια του Ευξείνου Πόντου.
Η οριστική εγκατάσταση της οικογένειας Τανιμανίδη γίνεται στους Το­ξότες Ξάνθης και στη συνέχεια στο καθαρά προσφυγοχώρι του ίδιου νομού, που πήρε το όνομα Ίμερα σκέτο, χωρίς την προσθήκη νέα - νέο, όπως έπραξαν οι άνθρωποι της Ανατολής, οι οποίοι κάλυψαν με τον μανδύα της ψευδαίσθη­σης την οδύνη από την απρόσμενη εξοίκηση στην ακούσια εποίκηση, αντικα­θιστώντας την Κρώμνη με το Νέα Κρώμνη, τη Σάντα με τη Νέα Σάντα.
Ο μαθητής Παναγιώτης Τανιμανίδης φοίτησε στο γυμνάσιο Ξάνθης και αποφοίτησε από την Ιερατική Σχολή Αγίας Αναστασίας, το 1938. Το πτυχίο της θεολογικής σχολής από το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το πήρε το 1947, γιατί, εν τω μεταξύ, έπρεπε να υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό. Ετσι βρέ­θηκε ως έφεδρος αξιωματικός στο 5ο και 7ο σύνταγμα πεζικού, τον Μάιο του 1939. Ένστολο θα τον βρει ο β' παγκόσμιος πόλεμος. Η απελευθέρωση θα τον συναντήσει στην Ταξιαρχία Ρίμινι, το 1947, όπου και θα παραμείνει ως το 1949. Αργότερα, θα βρεθεί στο γραφείο Τύπου του Γ' Σώματος Στρατού.
Από το γραφείο Τύπου θα αποχωρήσει με τον διορισμό του στη μέση εκ­παίδευση - το 1952, στο Μικτό Γυμνάσιο Κατερίνης - μαζί με μια βεβαίωση, που θα αποτελέσει τον πρώτο λεκτικά καθρέπτη της προσωπικότητάς του: «Εργατικός, ευσυνείδητος, συνεπής, δραστήριος, τίμιος, ειλικρινής, ευθύς, με υπεύθυνη γνώμη, με πρωτοβουλία και με ηγετικές ικανότητες...» ...

 Απόσπασμα παρουσίασης απο την
Νόρα Κωνσταντινίδου
Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah