Η λογοτεχνία των Ποντίων, που αναπτύχθηκε στην
Ελλάδα μετά τον ξεριζωμό, έχει ως βασικό της κίνητρο, ως βασικό της στοιχείο,
τη νοσταλγία ή αροθυμία.
Νοσταλγοί συγγραφείς, κυρίως ιστορικοί και λαογράφοι,
απευθύνθηκαν σε έναν κόσμο, που δεν έπαψε ποτέ να νοσταλγεί την πατρίδα, που
διψούσε να ακούει και να μιλά γι' αυτήν.
Γύρω στο 1950, χρονικό ορόσημο για την
ανάπτυξη της λογοτεχνίας των Ποντίων, η νοσταλγία για τον Πόντο πρέπει να είχε
φτάσει σε πολύ υψηλό σημείο, αν κρίνει κανείς από την υποδοχή που έγινε στη νεοεμφανισθείσα,
τότε, «Ποντιακή Εστία», κύριου μέσου απάλυνσης του ισχυρού αισθήματος της
νοσταλγίας, ή και από το γεγονός ότι το 1950 είχαν ήδη συμπληρωθεί είκοσι εφτά
χρόνια από τον ξεριζωμό.
Η ανάκληση του παρελθόντος, από αυτούς που έγραψαν στη νέα πατρίδα,
συνδέθηκε κυρίως με τη λαογραφία, αλλά και με αφηγήσεις που συνδέονται με τους
αγαπημένους τόπους της αξέχαστης πατρίδας.
Ο Θεοφύλακτος
Θεοφύλακτος σημειώνει νοσταλγικά στο βιβλίο του «Γύρω στην άσβεστη φλόγα»: «... Αλλά και πάλι δεν σταματώ. Βρίσκω
διέξοδο. Λέω: (Κι όταν πεθάνω) θα μείνει το πνεύμα μου και θα πλανάται
ελεύθερο εκεί στους νοσταλγημένους τόπους, όπου πρωτοείδα το φέγγος το
ασύγκριτο του γνώριμου ουρανού. Και θα εκδικούμαι τότε την κακία των
περιστάσεων, που δεν μας άφησαν να χαρούμε τη ζωή και να κοιμηθούμε μακάριοι
εκεί στην ανάλαφρη γη, με την προσδένουσαν ιερότητα του οικογενειακού τάφου
... ».
Αυτή η νοσταλγία ενέπνευσε και εμπνέει τους
Πόντιους λογοτέχνες, από την πρώτη γενιά των προσφύγων μέχρι και τους σημερινούς.
Οι περισσότεροι παρασύρονται, δικαιολογημένα, προς τη λαογραφία, γιατί αυτή
τους συνδέει αμεσότερα με τις αλησμόνητες πατρίδες.
Λείπει
από αυτούς η περιγραφή του εσωτερικού κόσμου των ανθρώπων, που τους υποχρέωσαν
να αφήσουν τους τόπους τους και τους μετέφεραν αναγκαστικά σε άλλους τόπους,
στην Ελλάδα, όπου δεν αντιμετώπισαν μόνον την εχθρότητα αρκετών γηγενών
κατοίκων, αλλά και τη σκληρότητα του κράτους, που τους ξερίζωσε από τη γη
τους.
Ο Στάθης Χριστοφορίδης στρατιώτης |
Ο Στάθης Χριστοφορίδης ξεφεύγει σημαντικά από
τον κανόνα που θέλει τους Πόντιους συγγραφείς της πρώτης γενιάς των προσφύγων
να ασχολούνται με τη λαογραφία, παρά το γεγονός ότι στο βιβλίο του «Κουνάκα, η
γενέτειρα» έχει ως θέματα τους θρύλους και τα παραμύθια.
Το χρέος του απέναντι στις σκιές των αλησμόνητων
προγόνων και ιδιαιτέρως στη μνήμη της καλομάνας του, που με τις διηγήσεις της
τον ευαισθητοποίησε στο έπακρο, τον κάνει να φέρει στη μνήμη του τις μορφές
εκείνων των προγόνων του, που βασανίστηκαν τόσο για να ριζώσουν, τα παλαιά
εκείνα χρόνια, στη νέα πατρίδα, τη Ματσούκα.
Περιγράφει τις σκέψεις τους, την ελπίδα και
την απελπισία τους ... Θυμάται, θυμάται, θυμάται ... Και, πριν πάρει μολύβι και
χαρτί για να γράψει, διερωτάται κι αυτός, όπως ο Φίλων Κτενίδης στο γεμάτο
νοσταλγικό καημό ποίημα του «Τ' όρωμαν» (Το όνειρο): ... Ντ' εγένταν ατείν' π' έρχουσαν - κι ατείν' που επερ'μέναν;
Ποίον
πόραν επέρεν ατ'ς — κι εχάθαν ούλ' εντάμαν;
Πρόσφυγας και ο ίδιος, ο Στάθης Χριστοφορίδης, ένιωθε απόλυτα στην
Ελλάδα, όπου βρέθηκε παρά τη θέλησή του, τους πόνους και τα δάκρυα των μακρινών
προγόνων. Η πραγματικότητα των σκληρών καταστάσεων που έζησαν εκείνοι και ο
ίδιος άφηνε λίγα περιθώρια για απόδραση από την πραγματικότητα με στόχο το παραμύθι,
τη λαογραφία.
Ακόμη και η πολύ επιτυχημένη απόδοση από τον
Στάθη Χριστοφορίδη του παραμυθιού «Ο Κολσούης και ο Κιάλτς» ή «Ο Ωφς»
διακρίνεται για τον ρεαλισμό της στα περισσότερα σημεία της.
Δεν είναι μεγάλο σε όγκο το έργο του Στάθη Χριστοφορίδη-Σάρπογλη,
είναι, όμως, μεστό σε περιεχόμενο και, πολλές φορές, λογοτεχνικά κρινόμενο,
αριστουργηματικό. Σχεδόν σε κανένα σημείο του δεν αφήνει τον αναγνώστη του σε
αδράνεια της σκέψης και των συναισθημάτων, παρά τον παρασέρνει στις ατραπούς της
διήγησης του — όπως ο ίδιος, μικρό παιδί, παρασυρόταν από τις διηγήσεις της
γιαγιάς του — μέσα σε έναν κόσμο που φαντάζει ονειρικός, αποξεχασμένος στους
παλιούς, περασμένους καιρούς, αλλά που είναι ο κόσμος μας, με τα ίδια
προβλήματα, τους ίδιους καημούς, τις ίδιες χαρές.
Ο παππούς που φροντίζει για τη μόρφωση του
εγγονού (στον Πόντο δεν έλεγαν εγγονός, αλλά ανεψός) δεν είναι κάτι το
πρωτόγνωρο για τον Πόντο, είναι, ωστόσο, μια εντελώς ειδική περίπτωση, γιατί η
επιθυμία για μόρφωση προέρχεται από έναν αγράμματο, συνειδητοποιημένο Έλληνα,
που καταλαβαίνει ότι η αποτίναξη της τουρκικής βαρβαρότητας θα έρθει από τους
μορφωμένους και όχι από τους αναλφάβητους απλούς ανθρώπους, που δεν γνωρίζουν
τον φταίχτη των καθημερινών τους βασάνων.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η σκηνή στο
μοναστήρι, όπου
ο παππούς, με τη συνεπικουρία και του ηγούμενου, προσπαθεί, χωρίς πολλή
επιμονή, είναι αλήθεια, να πείσει τον μικρό να μείνει στο μοναστήρι και να
καλογερέψει.
Η άρνηση του νεαρού, μέχρι το τέλος, αποτελεί
μια ένδειξη της σημασίας που έδιναν οι Έλληνες του Πόντου στην χωρίς
οποιεσδήποτε δεσμεύσεις μόρφωση, αλλά δείχνει, παράλληλα και πιο έντονα, την
αγάπη τους για τη ζωή.
Αυτήν την αγάπη για τη ζωή την υπογραμμίζει ο
συγγραφέας με όσα λένε παππούς και εγγονός, κυρίως μετά την απομάκρυνσή τους
από το μοναστήρι. Οι δυο ερωτευμένοι νέοι, που κλέβονται, επειδή αντιμετωπίζουν
την αντίδραση των συγγενών τους, και τελικά αυτοκτονούν, δεν αποτελούν εξαίρεση
μέσα στα εκατομμύρια παρόμοιων περιπτώσεων, με πιο γνωστή την περίπτωση
του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
Ο Στάθης Χριστοφορίδης, με τη ζωντάνια της
περιγραφής του, δίνει στην περίπτωση των δύο ερωτευμένων ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά, που είναι τραγικά, γιατί αναφέρονται στο μεγάλο δράμα του
βίαιου εξισλαμισμού του ποντιακού ελληνισμού.
Το γεγονός ότι στο έργο του
Χριστοφορίδη οι εξισλαμισθέντες φαίνεται να μην αντιμετώπισαν βία και είναι,
μάλιστα, πιο φανατικοί μουσουλμάνοι από τους Τούρκους, δεν μπορεί να δίνει
αμέσως την εικόνα του εξισλαμισμού, γιατί, πολλές φορές, ο χριστιανός του
Πόντου έφτανε στην αλλαξοπιστία γιατί οι Τούρκοι έκαναν τη ζωή του αφόρητη,
χωρίς να χρησιμοποιήσουν την ωμή βία.
Η περιγραφή, η εναλλαγή των εικόνων στα πεζογραφήματα
του Στάθη Χριστοφορίδη είναι ρέουσα και συναρπαστική. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την
άλλη με ταχύτητα κινηματογραφική, έχουν καταπληκτική αμεσότητα και
αποτυπώνονται αμέσως μέσα στη σκέψη.
Στην περιγραφή του αγώνα μεταξύ του
διαβολοποιημένου ανθρώπου και του Διάβολου για επικράτηση, οι αλλαγές της
μορφής που παίρνει ο καθένας κοντά στον αλευρόμυλο (χαμαιλέτε) για να εξοντώσει
τον άλλον, κρατά σε αγωνία τον αναγνώστη, που - εφόσον γνωρίζει την ποντιακή
διάλεκτο- θαυμάζει και τη γλαφυρότητα της
διήγησης, αλλά και τη χρήση των επιθέτων και των ρημάτων, που ταιριάζουν
απόλυτα σε έναν τόσο ισχυρό αγώνα-τον καθημερινό αγώνα του ανθρώπου εναντίον
του κακού, ακόμη και όταν ο άνθρωπος είναι και ο ίδιος, λίγο ή πολύ, διάβολος
(«Ο Κολσούης και ο Κιαλτς»).
Δεν είναι, όμως, μόνο η αγωνία που προκαλεί η
πλοκή των διηγήσεων. Στο πεζογράφημα «Μαύρα καιρούς και μαύρα ημέρας — Ο
Γιάγκον», ο συγγραφέας κατορθώνει να συγκινήσει μέχρι δακρύων τον αναγνώστη,
περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές του νεαρού και της νεαρής μέσα στην
καλύβα, όπου καταφεύγουν και πεθαίνουν, εξαιτίας της αδυναμίας τους, λόγω
διαφορετικών θρησκευτικών πίστεων και συγγένειας, να ενωθούν με τα δεσμά του
γάμου, χωρίς να γίνεται χρήση εντυπωσιακών λέξεων.
Οι εντυπωσιακές εικόνες δίνονται με απλά
λόγια, όσο απλοί είναι και οι άνθρωποι που περιγράφονται με τα βάσανά τους.
Τη συγγραφική δεινότητα του Στάθη Χριστοφορίδη
ξεχωρίζει αμέσως ο αναγνώστης και στην απόδοση του παραμυθιού «Ο Κολσούης και ο
Κιαλτς» ή «Ο Ωφς». Οι συγγραφείς που απέδωσαν στην ποντιακή
διάλεκτο ποντιακά παραμύθια είναι λογοτέχνες και όχι αντιγραφείς, αφού ο
καθένας δίνει το στίγμα του σε αυτά, φανερώνει το λογοτεχνικό του ύφος, δεν
περιορίζεται, δηλαδή, σε ξερή εξιστόρηση, όπως, άλλωστε, κάνει και κάθε απλός
αφηγητής παραμυθιού, σε όλον τον κόσμο.
Έτσι, το κάθε παραμύθι μπορεί να αρχίζει με το
«Μια φορά και έναν καιρό», ή, στα ποντιακά, με το «επήεν, επήεν, έτον ...», δεν
έχει, όμως, την ίδια συνέχεια στην πλοκή, η οποία διαφέρει σε όλους.
Μόνον η
υπόθεση του παραμυθιού είναι η ίδια. Άλλωστε, γενικότερα στην τέχνη, τα θέματα
είναι ίδια, όπως περίπου τα περιγράφει στην «Ποιητική» του ο Αριστοτέλης. Όλα
αναφέρονται στη ζωή, στον αγώνα για τη ζωή, στον έρωτα και στον θάνατο. Η
διαφορά έγκειται στο «ηδυσμένω λόγω», δηλαδή με πόσο περισσότερο ή
λιγότερο ευχάριστα λόγια και εκφράσεις γράφει ο συγγραφέας. Και ο Στάθης
Χριστοφορίδης είχε τη δύναμη να χρησιμοποιεί σωστά τον ηδυσμένο λόγο, τόσο που
ο ειδικός αναγνώστης να διερωτάται πώς ένας απλός άνθρωπος είχε τέτοιες
ικανότητες, τέτοια δύναμη στην περιγραφή προσώπων και καταστάσεων.
Το λογοτεχνικό έργο του Στάθη Χριστοφορίδη επηρέασε
στο γράψιμο τους μερικούς νεότερους, ανάμεσα στους οποίους και η Βέρα
Αντωνιάδου - Κεσίδου, η οποία σημειώνει κάπου αυτήν την επιρροή.
Τα έργα του Στάθη
Χριστοφορίδη
«Μαύρα καιρούς και μαύρα ημέρας».
Κυκλοφόρησε σε τρεις εκδόσεις, με τους
επιμέρους τίτλους:
«Αμιράντ' - Αραπάντ'», Αθήνα 1986.
«Ο
Γιάγκον», Αθήνα 1989.
«Κουνάκα, η γενέτειρα» Αναμνήσεις - Θρύλοι -
Ιστορικά ανέκδοτα - Παραμύθια, Αθήνα 1993.
Τα βιβλία του Στάθη Χριστοφορίδη διατίθενται
από τον Εκδοτικό Οίκο των Αδελφών Κυριακίδη, στην οδό Κωνσταντίνου Μελενίκου
5, στη Θεσσαλονίκη.