Η χρήση των διαλέκτων στη γραπτή ποιητική
δημιουργία - και όχι μόνον στη λαϊκή προφορική - δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο,
ούτε βέβαια και νέο. Ήδη στην αρχαιότητα, τα διάφορα είδη της ελληνικής
ποίησης, επειδή είχαν καλλιεργηθεί και αναπτυχθεί αρχικά ή αποκλειστικά σε
διαφορετικά μέρη του Ελληνισμού, χρησιμοποίησαν και διαφορετικές διαλέκτους.
Έτσι, η επική ποίηση1 και η
ελεγειακή2, επειδή δημιουργήθηκαν αρχικά στις ελεύθερες και
ακμάζουσες ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, είχαν για γλώσσα κυρίως την ιωνική
διάλεκτο, αλλά με τη διάδοση τους σε άλλους ελληνικούς τόπους, προστέθηκαν στη
γλώσσα τους και λίγα αιολικά και δωρικά στοιχεία.
Η
ιαμβική ποίηση3, που ήταν καθαρώς ιωνικό προϊόν, που καλλιεργήθηκε
μόνον σε ιωνικές πόλεις, χρησιμοποίησε αποκλειστικά την ιωνική διάλεκτο, που
πλησίαζε, όμως, προς την αττική διάλεκτο.
Η
μελική ποίηση4, που καλλιεργήθηκε κυρίως από τους Αιολείς της
Μικράς Ασίας, αποτύπωσε πάνω της την αιολική διάλεκτο, ενώ η χορική ποίηση5,
δημιούργημα των Δωριέων, κυριαρχήθηκε από τη δωρική διάλεκτο.
Ατόφια και πλούσια η ποντιακή
δημοτική ποίηση
Αλλά και στα
νεότερα χρόνια, οι νεοελληνικές διάλεκτοι, συνέχεια των αρχαιοελληνικών,
δημιούργησαν, κοντά στην προφορική δημοτική ποίηση, και γραπτή λόγια
διαλεκτική ποίηση, άλλοτε ατόφια και πλούσια, όπως η κρητική, η κυπριακή και η
ποντιακή, κι άλλοτε ανάμικτη με στοιχεία της κοινής νεοελληνικής γλώσσας.
Η λόγια ποντιακή
γραπτή ποίηση πρέπει να θεωρηθεί και να χαρακτηρισθεί κυρίως νεοποντιακή, όχι
τόσο εξαιτίας της γλωσσικής εξέλιξης, που πιθανόν κάποτε να παρουσιάζει, όσο
γιατί καλλιεργήθηκε, μετά τον Ξεριζωμό, εδώ στην Ελλάδα, προϊόν νοσταλγίας
και επιμονής στον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής, αλλά και σαν προέκταση της
προφορικής παραδοσιακής ποίησης, του ποντιακού δημοτικού τραγουδιού.
Εξέχουσα η θέση του Ηλία
Τσιρκινίδη
Από τους Πόντιους
ποιητές, που έγραψαν στην ποντιακή διάλεκτο, για να προσφέρουν την προσωπική
συναισθηματική μαρτυρία τους - στοιχείο χρήσιμο από κάθε άποψη· γλωσσολογική,
ιστορική, ψυχολογική, συνειδησιακή, εθνική - εξέχουσα θέση κατέχει η περίπτωση
του Ηλία Τσιρκινίδη, και για την ποιότητα της ευαισθησίας του και για την
ομορφιά της γλώσσας του και για την τρυφερότητα των αισθημάτων του, προσόντα
που προσδίνουν στο ποιητικό του έργο μια ιδιάζουσα αξία και προεκτείνουν την
εμβέλειά του πέρα από το φράγμα της διαλεκτικής έκφρασης.
Αλλά ποιος είναι ο
Ηλίας Τσιρκινίδης, που κρίνουμε ότι το έργο του αξίζει να εξεταστεί, και
μάλιστα με μεγάλη προσοχή, από την πλευρά της νεοελληνικής λογοτεχνικής
κριτικής; Πρόκειται για μια σύνθετη, πλατιά και καίρια πνευματική και
καλλιτεχνική προσωπικότητα.
Κριτικές για το
έργο του δημοσιεύτηκαν στην «Ποντιακή Εστία», στην «Νέα Εστία» (Ανδρέας
Καραντώνης, 15 Ιουλίου 1958, σελ. 965), στην εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς» στις
15 Ιανουαρίου 1959, από τον Στέφανο Χρυσό (σ. σ. Τάκη Γκοσιόπουλο).
Ο Ηλίας Τσιρκινίδης
έγραψε και θέατρο: «Το όρωμαν και το κρίμαν», ηθογραφική τραγωδία σε πέντε
επεισόδια, και το «Δαβίδ ο Μέγας Κομνηνός», ιστορικό δράμα σε έξι επεισόδια.
«Το γήτεμαν και άλλα ποιήματα»
Το πρώτο ποίημα της
συλλογής, με τίτλο «Το γήτεμαν», είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό «Ποντιακά Φύλλα» (τ. 2
1937- 1938, σελ. 388-389) και χαιρετίστηκε από τους Πόντιους αναγνώστες του
περιοδικού σαν αποκάλυψη.
Και, πράγματι,
είναι ένα αξιόλογο βουκολικό ποίημα, στο οποίο ο ποιητής, με λυγερούς, εύρυθμους
και μουσικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, διηγείται τη βοήθεια και την
παρηγοριά που προσφέρει η νεράιδα του δάσους σε ένα ερωτευμένο παλικάρι με τις
σοφές συμβουλές της.
Το ποίημα αρχίζει
με τον στίχο: «Η νερομάισσα τη χωρί' και τ' ορμανί η μάνα ...». Ο πλούτος της
λαϊκής γλώσσας, η γνώση της ποντιακής χλωρίδας και η λεπτή ρομαντική αίσθηση
του έρωτα, εντυπωσιάζουν και τον πιο δύσκολο αναγνώστη ή ακροατή. Τον αρπάζουν
και τον μεταφέρουν σε έναν κόσμο αγνό, μυστηριακό, γοητευτικό.
Ακολουθούν τα άλλα
ποιήματα της συλλογής: «Ο τσοπάνον», «Τ' όρωμαν», «Η μάνα», «Ο τραβωδάνον», «Το δρακόπουλον», «Ο Μάραντον», «Η Καρτερή», «Ο Δήμον ο κεμεντζετσής», «Σταυρέτ'κα μοιρολόι»,
«Αμήν», «Δοξολογία», «Αλληλούια», «Νανία» και «Κάλαντα».
Πιστός στα στοιχεία της
παράδοσης
Όπως πολύ σωστά
γράφει ο Ιορδάνης Παμπούκης, που προλογίζει τη συλλογή, «ο ποιητής μας εδώ
πλησιάζει τόσο τα δημοτικά πρότυπα, που πάει να ξεγελάσει και τους
γυμνασμένους ακόμη, γιατί δεν ξεφεύγει στιγμή από τα στοιχεία της παράδοσης».
Θα προσθέσουμε εμείς σε αυτή τη σωστή διαπίστωση ότι η
γνώση της λαϊκής ποντιακής ζωής από τον ποιητή, η γνώση της ονοματολογίας, του
πνεύματος, του κλίματος, η γνώση της ποντιακής ψυχολογίας και των εθίμων είναι
τόσο μεγάλη, τόσο βιωμένη, που πείθει και τον αναγνώστη που έζησε στα ιερά
χώματα της πατρίδας, ότι ο κόσμος που ανασταίνει ο Ηλίας Τσιρκινίδης στα
ποιήματά του είναι ο γνήσιος Πόντος, ο εσωτερικός, των ανθρώπων του, και ο
εξωτερικός του γεωγραφικού χώρου του, ο κόσμος της ποντιακής γης.
Γνώστης καλός της γλώσσας και
γλωσσοπλάστης
Εντύπωση έντονη
προκαλεί, επίσης, και ο πλούτος, η χλιδή της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο Ηλίας
Τσιρκινίδης, η επιλογή των πιο σπάνιων και αχρησιμοποίητων, κάποτε, λέξεων, των
χαρακτηριστικών φράσεων της ποντιακής διαλέκτου, του πιο καθαρόαιμου
ελληνικού, ποντιακού λεξιλογίου, χωρίς την προσφυγή σε τουρκικές λέξεις.
Αυτό το κατόρθωμα
εξηγείται από τη βαθιά καλλιέργεια και την πνευματικότητα του ποιητή.
Ελληνικότατες λέξεις, πανέμορφες και εύηχες μάς βομβαρδίζουν σε κάθε στίχο του
ποιήματος «Το γήτεμαν», όπως νερομάισσα, 'κοδέσπενα, αρχόντ'σσα, σκοτία,
φεγγοφώς, ορθούται,
αμάραντον, δαφνόφυλλον, δαφνόριζον, ανάνθιστον, χαμελοπεταμέα και πλήθος άλλες.
Λεξικολογικός πλούτος και στο ποίημα «Ο τσοπάνον»
Και στο επόμενο
ποίημα «Ο τσοπάνον» (που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Χρονικά του Πόντου», 1943,
τ. 2, σελ. 51) και «Θέατρο» (1950, τ. 1, σελ. 4), γευόμαστε αμέσως, από τους
πρώτους στίχους, τον λεξιλογικό πλούτο:
«Νύχτα σα
ξημερώματα, πουρνά ση ήλ' την έβγαν
Σύναυγα σο ημέρωμαν
και σα πετεινολάλα»
Με παρόμοιους λείους και μουσικούς στίχους ο
ποιητής συνεχίζει το ποίημα, για να περιγράψει τη ζωή του τσομπάνου, που ανεβαίνει
στα ψηλά βουνά και στα βοσκοτόπια με τις φυσικές καλλονές τους, τις οποίες ο
ποιητής αναδεικνύει με λεπτότητα και έκσταση, με αγάπη και λατρεία για το
ποντιακό τοπίο, το τοπίο με τα χίλια - μύρια λουλούδια και πουλιά.
Και με όλα αυτά
γίνεται κατανοητό πως πίσω από τον τσομπάνο βρίσκεται ο ίδιος ο ποιητής, με
όλη την αισθαντικότητά του και με όλα τα παιδικά και βουκολικά βιώματα, τις
εικόνες και τις αναμνήσεις.
Καταλαβαίνει ο καθένας ότι με το στόμα του
τσομπάνου μιλάει ο ίδιος ο Ηλίας Τσιρκινίδης και τραγουδάει τα δικά του
νοσταλγικά αισθήματα.
«Και
τραβωδώ κι ομολογώ και τραβωδώ και λέω
Πως έν'
η αγάπη μ' έμορφος - ν' άίλί, πονεί το ψόπο μ'!
Η αγιάτρευτη νοσταλγία
(αροθυμία) στην ποντιακή ποίηση
Στο ποίημα αυτό παρατηρείται ένα γενικό
χαρακτηριστικό της ποντιακής ποίησης, που είναι η αγιάτρευτη νοσταλγία, η «αροθυμία»
(ή αραθυμία και ραθυμία), που διαποτίζει όλους τους στίχους.
Ο φυσικός κόσμος για τον Πόντιο, όπως και για
τον Πόντιο ποιητή, είναι η ίδια η χαρά της ζωής, η ορατή εικόνα του θαύματος
της δημιουργίας. Γιαυτό και τον υμνεί ακατάπαυστα.
Ο ύμνος αυτός στο φυσικό ποντιακό τοπίο, για
τον Πόντιο του ελλαδικού χώρου, αποτελεί ταυτόχρονα και μια έμμεση, με άλλη
μορφή, έκφραση της νοσταλγίας για τη χαμένη πατρίδα.
Μια
αναπαράσταση και μεταφορά μας στον τόπο εκείνο, για να δημιουργηθεί η λυτρωτική
ψευδαίσθηση ότι ζούμε εκεί, ότι αντικρίζουμε τα ψηλά βουνά, τα εξοχικά
παρχάρια, τα λιβάδια και τα βοσκοτόπια, με τα κρύα νερά και «τα ανθοπιδεβασέας»
(τα λουλοδοπεράσματα).
Ιδιαίτερα, το ποίημα «Ο τσοπάνον» δίνει έντονα αυτήν
την εικόνα του ειδυλλιακού τοπίου του βουνού και την αγάπη του Πόντιου στις
φυσικές χαρές της ζωής.
Τα
ποιήματα «Το όρωμαν» και «Η μάνα»
Στο επόμενο μικρό
ποίημα της συλλογής, «Τ' όρωμαν», (δημοσιευμένο στα «Χρονικά του Πόντου»,
1943, τ.3, σελ. 76), ο ποιητής αποδίδει με λεπτό συναισθηματισμό το όνειρο μιας
κοπέλας, που καρτερεί τον γυρισμό του καλού της, του Μάραντου και το «νύφερμαν»
(την τελετή του γάμου) με τον αγαπημένο της, καθισμένο πάνω στο άλογο και
συνοδευόμενον από κεμεντζετσήδες και ζουρ- νατζήδες. Το ονειρικό στοιχείο στο
ποίημα δίνεται χαρακτηριστικά με τον στίχο:
«Έρχουσαν, μάνα,
έρχουσαν κι η στράτα 'κ' εκοντύνεν.
Έρχουσαν και 'κ'
εσίμωναν - αγνόν όρωμαν, μάνα!».
Το τέταρτο ποίημα, με τίτλο «Η μάνα»
(δημοσιευμένο στα «Χρονικά του Πόντου» (1943, τ. 4, σελ. 101), περιγράφει τον
βουβό σπαραγμό και τις παραισθήσεις της μάνας, που περιμένει τον ερχομό του
ξενιτεμένου γιου της και είναι πρόθυμη να καλωσορίσει κάθε ξένο, τον οποίο
βλέπει να έρχεται από μακριά.
Αλλά
δεν φαίνεται να έρχεται κανείς κοντά της.
«Κι
εκάεν το καρδόπο μ', γιε μ', κι εκόπεν η λαλία μ'
και τ' ομματόπα μ' θόλωσαν κι επέμναν
δακρυσμένα.
Και δακρυσμένα ετέρεσαν κι εσέναν επαρείδαν».
σ. σ. Όροι που αναφέρονται και δεν είναι
πλατιά, γνωστοί
1.επική ποίηση
είναι εκείνη που ανιστορεί ηρωικά κατορθώματα. Έπη είναι π. χ. η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του
Ομήρου.
2.ελεγειακή ποίηση
είναι εκείνη που εκφράζει συναισθήματα πολεμικά, λύπης ή τρυφερότητας. Μερικοί
Πόντιοι λόγιοι περιορίζουν την ελεγεία στην έννοια του κλάματος.
3.ιαμβική ποίηση,
διακρίνεται για τους σατιρικούς και σκωπτικούς της στίχους..
4.μελική ποίηση, η
λυρική ποίηση, η τραγουδιστική.
5.χορική ποίηση
είναι εκείνη, στην οποία το ποιητικό κείμενο ερμηνεύεται από ομάδα εκτελεστών
(χορωδία) με τραγούδι, μουσική και χορό, όπως τα χορικά στο αρχαίο ελληνικό
δράμα.
6.λυρικό ποίημα από
τη ζωή των βοσκών (βουκόλος = βοσκός, τσομπάνος)
Η παρουσίαση του
ποιητικού έργου του Ηλία Τσιρκινίδη από τον εκπαιδευτικό και λογοτέχνη Χρήστο
Σαμουηλίδη έγινε από τις σελίδες του περιοδικού «Ποντιακή Ηχώ», τεύχος 11,
Ιούλιος - Αύγουστος 1983, που έβγαζε στην Αθήνα η Αδελφότητα Ποντίων «Παναγία
Γουμερά», με διευθυντή τον Σπύρο Δεληγιαννίδη και επιμελητή έκδοσης τον
Παναγιώτη Πολυκαρπίδη.