Οι
πολυθρύλητες σημειώσεις του Μοναστηρίου Χουτουρά δεν μπορούν να μας
πείσουν πως η Σάντα κατοικήθηκε 80 χρόνια ύστερα απ’ την άλωση, γιατί
έχομε να παραθέσουμε αποδείξεις πολλές περί του εναντίου.
Πρώτη απόδειξη
Το
χοτσέτι που βρέθηκε στην ενορία Πιστοφάντων και εκδόθηκε το 937 Εγείρας
(1529 μ.Χ.) αναφέρει ότι οι Σανταίοι κατά το 1494 πούλησαν το παρχάρι
Κοβλακά στον Τούρκο Γιαγλά Πέσ όγλουν.
Επαναλαμβάνομε ότι η πώληση του παρχαρίου θα ήταν έργο των ιθαγενών κατοίκων της Σάντας,
οι οποίοι για να προβούν σε μια τέτοια δικαιοπραξία φαίνεται θα ήσαν
κάτοχοι ελληνικών αυτοκρατορικών τίτλων κυριότητος και με τούς τίτλους
αυτούς θα μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την πώληση του παρχαρίου.
Αποκλείεται
κατά την γνώμη μας να προέβησαν οι νέοι φυγάδες της Σάντας, τους
οποίους αναγνωρίζει ως μόνους κατοίκους της Σάντας ο πρώτος
ιστοριογράφος, σε τέτοια πράξη, γιατί οι Τούρκοι δεν θα ήθελαν ν'
αναγνωρίσουν σ' αυτούς δικαιώματα ιδιοκτησίας και θα επιχειρούσαν να
καταλάβουν με την βία το παρχάρι Κοβλακά.
Ώστε
με μια τέτοια πράξη μπορούσαν ν' ασχοληθούν μόνο οι ιθαγενείς
Σανταίοι, των οποίων η συμφωνία με τους Τούρκους θα είχε ανώτερο κύρος,
και μια τέτοια πράξη αποδεικνύει πως η Σάντα δεν έπαψε να είναι
κατοικημένη μπροστά από την άλωση.
Δεύτερη απόδειξη
Αληθοφανή
έχουμε αυτή την ίδια σημείωση της Μονής Χουτουρά, που δεν παρουσιάζεται
ανάγκη να επαναληφθεί εδώ. Εκεί αναφέρεται ότι η Σάντα ήταν παλαιόθεν
κατοικημένη, και ότι τους κατοίκους της αφάνισε ο Περσικός πόλεμος.
Ώστε η Σάντα ήταν κατοικημένη πριν από το 540, αφού από το 540 άρχισε ο
δεύτερος Περσικός πόλεμος.
Γι’
αυτόν τον νέο Περσικό πόλεμο, μας λέγει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος
τα παρακάτω: «Ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης, ωφελούμενος από τους
περισπασμούς του Ιουστινιανού στην Δυτική Ευρώπη και συνεννοημένος με
τον Ουΐτιγιν επανέλαβε από του 540 τας εχθροπραξίας...
Ο
Περσικός στρατός επανέλαβε τότε τις επιδρομές, αλλά κυρίως γύρω από την
Λαζική και την Αρμενία, όπου εξακολουθούσε ο αγώνας αυτός επί είκοσι
περίπου χρόνια αμφίρροπος, και κάποτε μεν νικούσαν τα βασιλικά
στρατεύματα, κάποτε δε νικιόντουσαν, κάποτε κυρίευαν φρούρια και κάποτε
τα έχαναν, έως ότου οι αντίπαλοι συνομολόγησαν κατά το 562
πεντηκονταετείς σπονδές. Και ο μεν Χοσρόης παράτησε την Αρμενία και την
Λαζική, ο δε Ιουστινιανός για να πετύχει το αποτέλεσμα αυτό αναγκάστηκε
να υποσχεθεί την πληρωμή ετησίου δώρου τριάντα χιλιάδων χρυσών».
Μοναστήρι Βαζελώνος
|
Σ'
αυτόν τον πόλεμο οι Πέρσες ενώ πολεμούσαν και με τον ηγεμόνα της Λαζίας
Τσάθιο, έσφαξαν 400 καλογέρους της Μονής Βαζελώνος και πολλούς άλλους
καλογέρους των Μοναστηριών του Πόντου, επίσης αφάνισαν και χιλιάδες
χωριά του Πόντου.
Ανάμεσα
στα χωριά που εξοντώθηκαν ήταν και η Σάντα, όπως μας λέγει η σημείωση
και όπως αναφέρει μια αμυδρά παράδοση που την ακούσαμε από μερικούς
γέρους Ισχανανταίους.
Η
παράδοση αυτή λέει πως η σφαγή που μας έγινε, έγινε σε πολύ παλιά
χρόνια και όχι στην τούρκικη κατοχή όπως γνωματεύουν μερικοί, γιατί τότε
θα ήταν ζωντανή η ανάμνηση της και θα την θυμόνταν όλοι. Να τι μας
λέγει ή παράδοση:
Οι
Πέρσες στην εποχή του Ιουστινιανού σαν λύκοι μπήκαν στα χωριά της
Σάντας και άρχισαν την δήωση και τη σφαγή. Οι κάτοικοι όλων των χωριών
κατέφυγαν τότε στα πυκνά δάση, και πολλοί Ισχανανταίοι πήραν τις
οικογένειες τους και βιάστηκαν να κρυφτούν στους πρόποδες του βράχου
Φουρνόπον, που τον νόμιζαν ως το πιο μυστικό καταφύγιο της Σάντας.
Δυστυχώς
οι Πέρσες τους είδαν που κατευθύνονται και τους ακολούθησαν. Οι
Ισχανανταίοι ήσαν κρυμμένοι για καλά, και από το πρωί μέχρι το απόγευμα
της Αποφράδας εκείνης ημέρας οι Πέρσες δεν μπόρεσαν να τούς βρουν.
Εκεί
που απελπίστηκαν οι Πέρσες κι ετοιμάζονταν να φύγουν, τους ήρθε στ'
αυτιά μακρό και παρατεταμένο σφύριγμα. Τι ήταν αυτό; Την παραμονή της
ημέρας που φύγανε οι Ισχαναναταίοι κάποια μητέρα έριξε λίγο ζυμάρι στον
φούρνο, κι αφού ψήθηκε το ζυμάρι το πρόσφερε στο μονάκριβο αγοράκι της
σαν πίτα.
Το
παιδί ονόμαζε την πίτα κολόθ και χόρευε χαρούμενο με το κολόθ στη μέση
της χαμοκέλας τους, ώσπου έφτασαν οι Πέρσες κι ανάγκασαν την μητέρα να
φύγει φορτωμένη το παιδί της μαζί με τούς άλλους κατοίκους.
Επάνω
στην απερίγραπτη ταραχή εννοείται ξεχάστηκε το κολόθ, και το παιδί μεσ'
στον κρυψώνα του Φουρνόπου άρχισε πρώτα να μουρμουρίζει ελαφρά και να
ζητά το κολόθ. Η μητέρα καθησύχασε το παιδάκι για λίγον καιρό, μα το
παιδί απ' την ανυπομονησία του άρχισε να κάνη τρέλες.
Φώναζε
δυνατά: Το κολόθι μ' θέλωωω ! Οι Πέρσες τριγύριζαν εκεί κάπου στα δάση
σε 100-200 μέτρων απόσταση. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Οι καρδιές των
Ποντίων χτυπούσαν δυνατά. Το φάσμα του θανάτου, ο ίδιος ο θάνατος
παρουσιάσθηκε στα μάτια τους τρομερός και αδυσώπητος!
Στην
απελπισία τους όλοι σηκώθηκαν όρθιοι, κρεμάστηκαν επάνω απ' το παιδί,
και με το απαγορευτικό σσσσσ που έκαναν ικετευτικά ήθελαν να επιβάλουν
σιγή στο παιδάκι. Το παιδάκι αγρίευε όσο πήγαινε, κι αυτοί παρατείνανε
το σφύριγμα.
Οι
Πέρσες όχι απ' τις φωνές του παιδιού, μα από το σφύριγμα των μεγάλων
ανακάλυψαν τον κρυψώνα κι επιτέθηκαν σα λυσσασμένοι. Πολλές γυναίκες
παραφρόνησαν απ' το φόβο τους, μέσα δε σε λίγα δευτερόλεπτα όλα τα γύρω
βουνά, όλες οι τρομερές χαράδρες αντήχησαν από τα μοιρολόγια και τις
απελπιστικές κραυγές μικρών και μεγάλων, τα δε κακόμοιρα παλληκάρια του
Ισχανάντων, αφού του κάκου παλέψανε επί μισή ώρα ένας προς 100 και
σκότωσαν πολλούς Πέρσες, επιτέλους υπέκυψαν στο μοιραίο, και μαζί μ'
αυτούς εξαφανίστηκε κάθε ζωντανή ύπαρξη και βάφτηκαν με αίμα ελληνικό
τα πόδια του βράχου Φουρνόπον.
Λοιπόν,
μπορεί να πει κανείς πως ερημώθηκε η Σάντα. Μα πώς μπορούσε να ερημωθεί
τέλεια μια χώρα σαν τη Σάντα που διέθετε δάση απέραντα, χαράδρες
σκοτεινές κι' αδιαπέραστες, σπηλιές και βράχους απόκρημνους;
Σφάχτηκαν
βέβαια μερικοί που δεν πρόφτασαν να κρυφτούν, μα οι άλλοι πώς ήταν
δυνατόν ν' αφήσουν τέτοιο ουρανοκατέβατο κρησφύγετο σαν την Σάντα μας
και να παν να εκθέσουν τη ζωή τους στα παράλια του Πόντου κι αλλού όπου
ή καταστροφή ήταν μεγαλύτερη;
Άρα
η σημείωση της Μονής Χουτουρά το λέει υπερβολικά, το μόνο βέβαιο λοιπόν
είναι ότι οι κάτοικοι της Σάντας πού γλύτωσαν απ' την Περσική μπόρα
κόλλησαν καλύτερα στη Γη της Σάντας, την οποίαν δεν εγκατέλειψαν ποτέ.
Λένε
μερικοί πως οι φυγάδες της Σάντας μόλις περνούσε ο κίνδυνος άφηναν την
άγονη Σάντα και έσπευδαν να εγκατασταθούν σε άλλες περιφέρειες όπου ή
ζωή ήταν πιο εύκολη και πιο άνετη. Αυτό είναι σωστό, μα δεν
εκπατρίζονταν όλοι, γιατί η Σάντα δεν ήταν τελείως άγονη.
Είχε
η Σάντα μας χλοερές εκτάσεις κατάλληλες για κτηνοτροφία και άλλες
εκτάσεις κατάλληλες για καλλιέργεια λαχανικών και ολίγων δημητριακών.
Ώστε μερικές εκατοντάδες οικογενειών μπορούσαν να ζήσουν πολύ άνετα στη
Σάντα.
Γι’
αυτό αν και έτυχε να μπαινοβγαίνουν κατά καιρούς στη Σάντα πολλές
δεκάδες χιλιάδων φυγάδων, όμως έμεινε πάντοτε ένας σημαντικός πυρήνας
κατοίκων, πού κράτησε στη ζωή την Σάντα- μέχρι των ημερών μας.
Και
το φαινόμενο αυτό της παλιάς εποχής επαναλήφθηκε και τις μέρες μας
γιατί είδαμε να μεταναστεύσουν στη Ρωσία κατά τον περασμένο ΙΘ'. αιώνα
χιλιάδες Σανταίων, εκείνων πού δεν μπορούσαν να συντηρηθούν στη Σάντα.
Όπως λοιπόν παρά τας αθρόας μεταναστεύσεις των Σανταίων του ΙΘ' αιώνα
δεν ερημώθηκε ή Σάντα, έτσι δεν ερημώθηκε και στα παλιά τα χρόνια για
τούς λόγους πού εκθέσαμε.
Τρίτη απόδειξη
Εδώ
θα πιάσουμε δύο δοξασμένα ονόματα, το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά
και το φρούριο του Ακρίτα, που σε όλον τον Μεσαίωνα μαζί με τ’ άλλα δύο
μοναστήρια τού Βαζελώνος και του Περιστερά φώτιζαν τον Ελληνισμό του
Πόντου σαν φάροι τηλαυγείς.
Η
ύπαρξη αυτών των προπυργίων του Ελληνισμού στα βάθη του Πόντου ήταν
κάτι το μεγαλοπρεπές! Ή Σάντα μας στάθηκε τυχερή πού είχε στο πλάι της
τα ως άνω δύο εθνικά μνημεία πού την ζωογόνησαν στον Μεσαίωνα και της
έμπνευσαν θάρρος και πίστη στο δοξασμένο μέλλον της, μα και αυτά
στάθηκαν τυχερά πού είχαν την Σάντα και τα γύρω της κατοικημένα οροπέδια
πλάι τους.
Δεν
παρουσιάζεται ανάγκη να εξάρομε εδώ τις μεγάλες υπηρεσίες πού πρόσφερε
η Παναγία του Σουμελά στον Ελληνισμό του Πόντου και ιδιαίτερα στην
πατρίδα μας Σάντα, παρουσιάζεται όμως ανάγκη να εξάρομε την επίδραση πού
είχαν ή Σάντα και οι άλλες κατοικημένες με χριστιανικό πληθυσμό χώρες
του Πόντου στην τύχη του Μοναστηριού της Παναγίας Σουμελά και των άλλων
μοναστηριών.
Ή
ίδρυση στον Πόντο κατά τον Δ', αιώνα των μοναστηριών του Βαζελώνος και
του Σουμελά και αργότερα του Περιστερά μαρτυρεί ότι ήταν πυκνά
κατοικημένη κατά τον Μεσαίωνα ή περιφέρεια Τραπεζούντας από χριστιανικό
και ελληνικό πληθυσμό.
Βέβαια,
ο αμέτρητες φυλές του Πόντου, Χάλυβες, Κόλχοι, Τάοχοι, Τιβαρηνοί,
Μοσύνοικοι, Μάκρωνες, οι περίφημοι Δρίλαι και άλλοι δεν εξελληνίσθηκαν
αμέσως αν και ασπάσθηκαν την χριστιανική θρησκεία και είχαν την
ελληνική ως γλώσσα των θείων και ιερών τελετών. Πέρασαν αιώνες κι αυτοί
είχαν τις επισκοπές τους με βαρβαρικά ονόματα.
Λοιπόν
η συγχώνευση όλων των φυλών του Πόντου και ο τέλειος εξελληνισμός
αυτών συμπληρώθηκε όταν οι Κομνηνοί μας πάτησαν το πόδι τους στην
Τραπεζούντα. Στην εποχή των Κομνηνών ούτε ίχνος έμεινε στον Πόντο από
τις βάρβαρες φυλές που αναφέραμε, είχαν δε οι Κομνηνοί βοηθούς στο έργο
της αφομοίωσης των φυλών όλον τον ελληνικό κλήρο και τα Μοναστήρια,
προπαντός όμως το Μοναστήρι Σουμελά.
Ο
'Ελληνικός πολιτισμός θαυματούργησε στον Μεσαίωνα, γιατί με την βοήθεια
του Χριστιανισμού κατόρθωσε να επιδείξει το λαμπρό μεγαλείο του και ν'
αφομοιώσει άθελα κι αβίαστα τις βάρβαρες φυλές όλης της Μικρός Ασίας και
προ παντός του Πόντου.
Από
όλα αυτά εύκολα συμπεραίνομε πως τα μοναστήρια φύτρωσαν και προόδεψαν
εκεί όπου βρισκόταν συμπυκνωμένος χριστιανικός πληθυσμός, έτοιμος να
προστατέψει τα Μοναστήρια και να καθοδηγηθεί από αυτά στην εξάσκηση των
καθηκόντων του προς τον θεόν και προς τον πλησίον.
Ένας
ιστορικός μας, ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης διαφωνεί στο σημείο αυτό και
λέγει πως όπου υπήρξαν μοναστήρια σώθηκε ο χριστιανισμός, όπου δε δεν
υπήρξαν εκεί καταστράφηκε. θα φιλοξενήσουμε εδώ μερικές γραμμές από το
έργο του ίδιου ιστορικού για το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά.
Να τι λέγει:
«Σε
εποχή φοβερής απαιδευσίας στάθηκε το Μοναστήρι Σουμελά πολύτιμο κέντρο,
όπου μορφώνονταν ιερείς και διδάσκαλοι, και απ' όπου διαδιδόταν το φως
της παιδείας στα πέριξ. Όταν τα ελληνικά γράμματα διώχτηκαν απ' τη
Βασιλική πόλη των Τραπεζούντιων, στα Μοναστήρια του Σουμελά του
Βαζελώνος και του Περιστερά βρήκαν ασφαλισμένο καταφύγιο, και μόνο στα
Μοναστήρια αυτά ύστερα απ' την πτώση των Κομνηνών βρίσκομε λόγιους, απ'
τους οποίους διαλέγονταν οι Αρχιερείς του Πόντου.
Στην
εποχή που η λατρεία του Χριστού δεν ήταν δυνατόν να εξασκηθεί ελεύθερα,
το Μοναστήρι Σουμελά στάθηκε λιμάνι σωτήριο, δεχόταν τους
κατατρεγμένους Χριστιανούς, ενώ εκεί όπου δεν βρίσκονταν μοναστήρια
εντελώς κατεστράφη».
Λοιπόν
ότι κι αν μας λέγει ο Κυριακίδης δε μπορεί να μας πείσει, γιατί σαν
συγγραφέας της Ιστορίας της Μονής Σουμελά που ήταν παρασύρθηκε από τις
εισηγήσεις των πατέρων του Μοναστηριού και δεν μπόρεσε να γράψει
αμερόληπτα. Εμείς παραδεχόμαστε την γνώμη πολλών άλλων Ιστορικών, προ
παντός την γνώμη του Περικλή Τριανταφυλλίδη στα Προλεγόμενα των
«Φυγάδων» σελ.60
Αυτός μας λέγει
«Αναφαίνεται
το ζήτημα αν χρεωστείται εις τα μοναστήρια η διάσωσις του περί αυτά
Χριστιανισμού, ή τανάπαλιν επέζησαν τα μοναστήρια διότι διετηρήθη περί
αυτά ακμαίος ο χριστιανισμός, την δε επίζησιν του Χριστιανισμού εις άλλα
να αναζητήσωμεν αίτια και ουχί εις την ενέργειαν και επίδρασιν των
μοναστηριών. Διότι όπου υπήρχον μεν μοναστήρια, έλειπαν όμως και άλλα
αίτια, τα Μοναστήρια ούτε τον χριστιανισμόν ούτε εαυτά κατώρθωσαν να
σώσωσι, μάρτυρες τα λοιπά του κράτους μοναστήρια ερημωθέντα και
καταστραφέντα, άμα απεξηράνθη ο τρέφων και ζωογονών και συντηρών αυτά
χριστιανισμός.
Τα
δε περί Πυξίτην και Κάνιν επέζησαν, διότι ο περί αυτά χριστιανισμός
ενισχυθείς διετηρήθη ακμαίος. Τούτο είναι κατά μέγα μέρος αληθές δεν
πρέπει δηλονότι να αποδώσωμεν την διατήρησιν του χριστιανισμού εις μόνην
την επίδρασιν των μοναστηριών, αύτη και μόνη ήθελεν είσθαι ανεπαρκής,
και ότι εις την επίζησιν του χριστιανισμού άλλαι περιστάσεις συνέτρεξαν
και εις εκείνας κυρίως οφείλεται τούτο, τα δε μοναστήρια οφείλουσι την
ύπαρξιν αυτών εις την διατήρησαν περί αυτά ακμαίου Χριστιανισμού, αν δε
έλειπεν ούτος, δεν ηδύναντο αυτά καθ' εαυτά άνευ της του χριστιανισμού
επιδράσεως και βοηθείας να διατηρηθώσι. Το κύρος τούτων των συλλογισμών
ουδείς να αναιρέση δύναται».
Με
την σειρά μας λοιπόν επιμένομε κι εμείς και λέμε πως όχι τα μοναστήρια
έσωσαν τον χριστιανισμό, παρά ο χριστιανισμός έσωσε τα μοναστήρια.
Δηλαδή εκεί όπου έλειπαν οι χριστιανοί ερημώθηκαν και τα Μοναστήρια,
και εκεί όπου βρισκόταν πυκνός χριστιανικός πληθυσμός σώθηκαν και τα
Μοναστήρια.
Αφού
λοιπόν οι περισσότεροι ιστορικοί μας δεν παραδέχονται μοναστήρια χωρίς
πληθώρα χριστιανών γύρω τους, γιατί αλλιώς τα τέτοια μοναστήρια θα ήσαν
ερημητήρια για ασκητές, άρα αναγκαζόμαστε να παραδεχθούμε πως το
μοναστήρι του Αϊ Γιάννη του Βαζελώνος με τους 400 καλογέρους του και το
δικό μας μοναστήρι της Παναγίας του Σουμελά που ιδρύθηκαν τον 4ον αιώνα
είχαν όχι μόνο την Σάντα μας κοντά τους, μα και πληθώρα άλλων
χριστιανικών χωρίων, όπως το Κουσπιδή , Σκαλίτα , Αγουρζενόν κλπ. που
ήσαν πολύ κοντά, επίσης και πληθώρα άλλων χωρίων σκορπισμένων στα γύρω
τους βουνά και οροπέδια μεγάλα και μικρά, όσα ήσαν επιδεκτικά
καλλιέργειας, όπως το Μετσίτ, το Τάσκιοπρι, το Καζοκλή, το Κοβλακά, η
Μονενέ, τ' Αμπάρια και τόσα άλλα στις περιφέρειες Σάντας, Ματσούκας
και Γαλίανας.
Είπαμε
παραπάνω ότι αναγκαζόμαστε να παραδεχθούμε πως το Μετσίχ και τ' άλλα
οροπέδια του Πόντου σαν επιδεκτικά καλλιέργειας που ήσαν θα ήσαν
κατοικημένα και έχομε γι’ αυτό τις παρακάτω αποδείξεις:
1)
Ξέρομε ότι ύστερα από την άλωση όλοι οι χριστιανοί εγκατέλειψαν τα
χωριά τους που τα είχαν φτιαγμένα σε πεδινές και γόνιμες εκτάσεις,
θέλεις στα παράλια θέλεις στα οροπέδια, και κατέφυγαν σε γκρεμούς και
σε χαράδρες όπου έφτιαξαν τις σκηνές και τις καλύβες τους για ν'
αποφύγουν όσον το δυνατόν τις καταδιώξεις του κατακτητή Τούρκου.
Λοιπόν
και όσοι Έλληνες ζούσαν στα οροπέδια του Μετσίτ, του Τάσκιοπρι κι αλλού
εγκατέλειψαν τα χωριά τους σαν πεδινά πού ήσαν και κατέφυγαν στις
χαράδρες της Σάντας, της Κρώμνης, της Γαλίανας, της Ματσούκας και
ζήτησαν την προστασία και την υποστήριξη των Ιθαγενών χριστιανών.
Αυτό
το βεβαιώνει και ο α' ιστοριογράφος της Σάντας που αναφέρει πως πολλοί
φυγάδες του πεδινού Τάσκιοπρι της Σάντας το εγκατέλειψαν και κατέφυγαν
στο Μιντσινά, που ήταν περικυκλωμένο από απρόσιτα βουνά και απέραντα
δάση.
Κι
ο ίδιος ο Ξενοφών βεβαιώνει πως τα οροπέδια μας ήσαν κατοικημένα στην
εποχή του. Ο οδηγός των Μυρίων αφού τους οδήγησε στο όρος θήχη τους
έδειξε από κει ένα χωριό για να κατασκηνώσουν, επίσης δε τους έδειξε
και τον δρόμο των Μακρώνων.
Ο
Ξενοφών λέγει τα εξής σχετικά : «Κώμην δέ δείξας αύτοίς, ου σκηνήσουσι,
και την οδόν, ήν πορεύσονται εις Μάκρωνας, εκεί εσπέρα εγένετο, ώχετο
της νυκτός απιών».
Ώστε
το χωριό που έδειξε οδηγός απ’ το Καράκαπαν της Σάντας στους Μύριους
για να κατασκηνώσουν θα βρισκόταν κοντά στην κορφή του όρους θήχη, δηλ.
σε κάποιο υπήνεμο μέρος του οροπεδίου Μετσίτ. Και αν παραδεχθούμε ακόμη
για τον θήχην, τον αεσέρ, πάλι το χωριό του Ξενοφώντος θα βρισκόταν σε
κάποιο κοντινό του Αεσέρ.
Προβάλλεται τώρα το ερώτημα: Άραγε ζούσαν Έλληνες στα οροπέδια της Σάντας Γαλίανας και Ματσούκας;
Αυτό
δεν επιδέχεται αμφιβολία, γιατί αφού αποδείξαμε πως ήταν κατοικημένη η
Σάντα απ' τα παλιά τα χρόνια άρα και το Μετσίτ και το Τάσκιοπρι σαν
δορυφόροι της Σάντας και με το ίδιο μ' αυτή κλίμα θα ήσαν κι αυτά
κατοικημένα, εκείνα δε που ισχύουν για το Μετσίτ και το Τάσκιοπρι
ισχύουν και για τα οροπέδια της Γαλίανας, της Ματσούκας και όλου του
Πόντου.
2)
Άλλη απόδειξη έχουμε την ελληνική ονομασία του καλύτερου παρχαρίου του
Μετσίτ. Το παρχάρι αυτό λέγεται Αρνοστάλ = Αρνοσταύλ, στάβλος αρνιών,
πιθανόν δε να υπάρχουν και άλλα παρχάρια με ελληνικές ονομασίες.
Αφού
λοιπόν αποδείξαμε ως κατοικημένα τα υπερκείμενα των μοναστηριών
οροπέδια, τα σημερινά παρχάρια, θα παραδεχθούμε ως πυκνότερα
κατοικημένες και τις χαμηλές κοιλάδες του Πυξίτη, έτσι δε θα έχουμε στον
Πόντο κατά τον Μεσαίωνα ένα φωτεινό σέλας ελληνικό και χριστιανικό με
τρεις λαμπερούς ήλιους, τα τρία μας εξαρχικά μοναστήρια του Σουμελά του
Βαζελώνος και του Περιστερά.
Τα
οροπέδια μας δεν ήσαν περιφρονητέα, είχαν και έχουν έδαφος παχύ, και το
κλίμα τους αν και ψυχρό επέτρεπε και επιτρέπει να καλλιεργηθούν και να
ευδοκιμήσουν θαυμάσια δημητριακά λαχανικά και πολλά άλλα είδη εκτός από
τα όσπρια.
Και
η κτηνοτροφία μπορούσε να αναπτυχθεί θαυμάσια στα βουνήσια αυτά χωριά.
Σ' εκείνους πού θα πουν πως δεν πιστεύουν να ήσαν κατοικημένα τα βουνά
αυτά στον Μεσαίωνα γιατί και επί τουρκοκρατίας δεν ήσαν κατοικημένα,
μπορούμε ν’ απαντήσουμε πώς επί τουρκοκρατίας μπορούσαν να ερημωθούν όχι
μόνο οροπέδια αλλά και πόλεις πολυάνθρωποι, πώς στην τούρκικη μπόρα δεν
μπόρεσε ν' αντισταθεί ο Πόντος, πώς στις πρώτες μέρες της άλωσης ο
μισός ελληνικός πληθυσμός του Πόντου τούρκεψε ή αλλιώς πως εξοντώθηκε,
και πώς απ' τον υπόλοιπο πληθυσμό άλλοι κατέφυγαν σε ορεινές περιοχές
για ν' αποφύγουν την ,καταδίωξη, και άλλοι τούρκεψαν και μοίρασαν τις
πλούσιες γαίες των παραλίων με τους έξωθεν τούρκους.
Έτσι
επήλθε τέλεια η ερήμωση των οροπεδίων, και παρ' όλους τους 5 αιώνες που
πέρασαν ο Πόντος δεν μπόρεσε ν’ αριθμήσει περισσότερους από ένα
εκατομμύριο κατοίκους Τούρκους και χριστιανούς μαζί, ενώ στην εποχή των
Κομνηνών έτρεφε 2 εκατομμύρια.
Από
τ' ανωτέρω βγαίνει το συμπέρασμα : Ο Πόντος κατά τον Μεσαίωνα ήταν
πυκνοκατοικημένος και για να τραφούν τα 2 ή 3 εκατομμύρια του ήταν
ανάγκη να καλλιεργηθούν όλες οι γωνίες του, οροπέδια βουνά κοιλάδες κλπ.
Για την εντατική καλλιέργεια των οροπεδίων της Σάντας, Γαλίανας,
Ματσούκας και των άλλων τμημάτων του Πόντου δεν υπάρχει καμία αμφιβολία,
αφού και οι πατέρες μας στον περασμένο Ιθ' αιώνα και πιο μπροστά
καλλιεργούσαν εντατικά τα οροπέδια της Σάντας Κρεπέγαδα, Λεντά, Μεσοράσ,
Καζουκλή, Σουλάχα, Τάσκιοπρι Κατάρουξα κλπ. με δημητριακά που
ευδοκιμούσαν και μάλιστα οι Κυρτογλάνται και λίγοι άλλοι καλλιεργούσαν
το οροπέδιο του Τάσκιοπρι, που έχει υψίπεδο ανώτερο από όλα τα γύρω
οροπέδια, με σιτάρι και κριθάρι κατά τον σημερινό Κ', αιώνα.
Σήμερα ο Πόντος είναι σχεδόν έρημος, έχει όμως όλες τις δυνατότητες να θρέψει διπλάσιo και
τριπλάσιο απ' τον σημερινό πληθυσμό, γιατί ο πληθυσμός του κατά τον
Μεσαίωνα ζούσε μόνο σχεδόν με την γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ
σήμερα ο μισός πληθυσμός του μπορεί να ζήση με τις επιστήμες και τις
τέχνες.
Ας
έρθουμε τώρα στο φρούριο του Ακρίτα. Ο Ιουστινιανός και όλοι οι κατά
καιρούς στρατιωτικοί και πολιτικοί διοικητές του Πόντου, καθώς κι αυτοί
οι Κομνηνοί έφτιαξαν σε επίκαιρα σημεία του Πόντου φρούρια ισχυρά,
ικανά να προστατέψουν τον πληθυσμό από τις επιδρομές των Τουρκομανικών
και Περσικών φυλών. Ένα απ' αυτά τα φρούρια ήταν και το φρούριο του
Ακρίτα που βρισκόταν στα σύνορα της Σάντας πάνω σ’ έναν πετρώδη λόφο
ανάμεσα του Κοβλακά και του Μονενέ.
Για
το μεγάλης αξίας φρούριο αυτό, που προστάτευε όλα τα γύρω κατοικημένα
οροπέδια, δημοσίευσα τον Σεπτέμβρη του 1912 στις εφημερίδες «Κράτος»
των Αθηνών, «Φάρος της Ανατολής» της Τραπεζούντας και «Αργοναύτης» του
Βατούμ τα παρακάτω:
Φρούριο στον Πόντο
Επάνω
στα οροπέδια της Σάντας (Μετσίτ) και στην αριστερή όχθη του ρυακιού
Κοβλακά υψούται κάποιος κωνοειδής λόφος, κι’ επάνω σ' αυτόν βρισκόταν
φρούριο μεγάλης στρατηγικής αξίας.
Το
φρούριο αυτό που λέγεται φρούριο του Ακρίτα χτίστηκε απ' τούς Έλληνες
άποικους της Τραπεζούντας και χρησίμευσε για ορμητήριο των 'Ελλήνων
στις συμπλοκές τους με τους Πέρσες, τους Κούρδους και άλλους.
Κοντά
απ' το φρούριο αυτό κατά τη δυτική του πλευρά περνούσε ο δημόσιος
δρόμος που έφερνε στα βάθη της Ασίας και πού διακρίνεται και σήμερα.
Πέρασαν χιλιετηρίδες ολόκληροι και το φρούριο αυτό που έχει τόση
αρχαιολογική αξία έμεινε απαρατήρητο για μεγάλη ζημία της Ιστορίας του
Πόντου.
Εδώ
και 40 χρόνια οι Σανταίοι Σπυρίδων Μαντίδης, Γεράσιμος Μωϋσιάδης και
Παπα Παύλος Κεχαγιόπουλος βρήκαν στον λόφο αυτό, όπου διάκριναν εκτός
από τα ερείπια του φρουρίου και μια καλοφτιαγμένη στέρνα χωρίς νερό.
Επίσης
είδαν και μια υψηλή κυκλική πόρτα από γρανίτη επάνω στην είσοδο τού
φρουρίου. Η πόρτα αυτή και η στέρνα που τις σεβάστηκαν αιώνες ολόκληροι
καταστράφηκαν από τους γύρω Τούρκους και η μεν στέρνα σκεπάστηκε από
χώματα και πέτρες, τις δε ωραίες πελεκητές πέτρες της πόρτας ποιος ξέρει
ποιος τις άρπαξε και τις χρησιμοποίησε για κάποια καλύβα ή μάντρα των
παρχαρίων. Κατά την γνώμη μου επιβάλλεται να γίνουν σ' αυτό το φρούριο
ανασκαφές.
Μ. Κ. Νυμφόπουλος
Στο
δημοσίευμα αυτό πέσαμε σε μια ανακρίβεια, πού είναι καιρός να την
διορθώσουμε. Λέμε πως οι Έλληνες άποικοι της Τραπεζούντας έφτιαξαν το
φρούριο και δεν πήραμε υπ' όψη πως τέτοια σοβαρά έργα δε μπορούν να
φτιάξουν ιδιώτες παρά μόνο βασιλιάδες και αρχηγοί κρατών και τέτοιοι
υπήρξαν πολλοί που τους υποσκελίζει όλους ο Ιουστινιανός.
Για
το φρούριο αυτό δεν μπορούμε βέβαια να ορίσουμε τη χρονιά που
ιδρύθηκε, αλλ' έχομε την γνώμη πως κι' αυτό φτιάχτηκε στην εποχή του
Ιουστινιανού και τάχθηκε να προστατέψει τους κεντρικούς εμπορικούς
δρόμους και τις γύρω κατοικημένες περιοχές μαζί με τα μοναστήρια.
Αφού
δε το φρούριο αυτό κείται κοντά στα σύνορα της Σάντας, άρα και η Σάντα
ήταν κατοικημένη κατά τον Μεσαίωνα. Κάτω απ' το φρούριο αυτό κατά το
ανηφοράκι του δρόμου Μονενέ βρίσκεται μια μεγάλη πέτρα βάρους 1000
περίπου οκάδων, που κατά την παράδοση την άρπαξε ο Ακρίτας και την
εκσφενδόνισε ψηλά από το Φρούριο ενάντια στους εχθρούς του. Η πέτρα αυτή
λέγεται τ' Ακρίτα το λιθάρ.
Ένα
από τα φρούρια του εσωτερικού του Πόντου που επέδειξε την μεγαλύτερη
αντίσταση στους Τούρκους ύστερα απ’ την άλωση ήταν και το φρούριο αυτό
της Σάντας. Το φρούριο αυτό, το απρόσιτο του εδάφους της Σάντας και η
ανδρεία των κατοίκων της επέτρεπαν στον Ελληνικό πληθυσμό της να
παραμείνει στην πατρίδα του για πολλούς αιώνες και να υπερασπίζεται την
Ελευθερία του και έτσι ύστερα απ' την άλωση ενώ βασίλευε σ' όλο τον
Πόντο ερήμωση και καταστροφή, μόνο στη Σάντα και σε λίγα άλλα ορεινά
τμήματα του Πόντου ανάπνεαν οι Χριστιανοί αέρα ελεύθερο, και δεν
επέτρεπαν στους Τούρκους να κάνουν τις αυθαιρεσίες που έκαμναν αλλού.
Απόδειξη
ότι οι Σανταίοι 33 χρόνια ύστερα απ' την άλωση έκαναν πράξη
αγοραπωλησίας παρχαρίου με τους Τούρκους ως ίσοι προς ίσους, ενώ αλλαχού
του Πόντου γινόταν εξόντωση των Χριστιανών με τον σφετερισμό της
κινητής και ακίνητης περιουσίας τους.
Τετάρτη απόδειξη έχομε τα πολλά μας αρχαία παρεκκλήσια.
Πρώτο
παρεκκλήσι: Στο Τουρκοχώρι Γουλιτσάντων υπάρχουν τα ερείπια όχι
παρεκκλησίου, αλλά καθεδρικής εκκλησίας του Αγ. Δημητρίου. Η εκκλησία
αυτή ήταν ασβεστοφτιαγμένη με πέτρες και με οπτόπλινθους και ήταν
θαυματουργή.
Σ'
αυτή λειτουργούσαν κάθε 26 του Οκτώβρη ως τα τελευταία χρόνια οι
παπάδες τής Σάντας και προ παντός ο παπάς των Δώδεκα Αλατιών.
Πολλές
γυναικούλες της εποχής μας που βασανίζονταν από ψυχικά νοσήματα
εύρισκαν την σωτηρία τους μόλις εκκλησιάζονταν στο ναό αυτό, άναβαν στα
χαλάσματά του ένα κερί, και έπαιρναν και λίγους οπτόπλινθους απ' τα
χαλάσματα για φυλαχτό. Ακόμα και πολλές υστερικές Τουρκάλες προσέρχονταν
μ' ευλάβεια στην εκκλησία αυτή και γίνονταν καλά.
Τον
χειμώνα του 1885 ο Ισμαήλ Κατόγλου, Τούρκος κάτοικος του χωρίου
Γουλιτσάντων, είδε να γκρεμίζεται απ' τον άνεμο ένα αιωνόβιο δέντρο που
φύτρωσε μόνο του μεσ' στο ξέσκεπο Άγιο Βήμα του Αϊ Δημήτρη.
Από
περιέργεια ο 'Ισμαήλ πηγαίνει και βλέπει κοντά στις ρίζες του πεσμένου
δέντρου την Αγία Τράπεζα αναποδογυρισμένη και κοντά στην Άγια Τράπεζα
μια λαγήνα μικρή αναποδογυρισμένη κι’ αυτή και σπασμένη απ' την μια
άκρη. Αρπάζει την λαγήνα ο Ισμαήλ και βλέπει με θαυμασμό να χύνονται απ'
αυτή πλήθος ασημένια νομίσματα ξένα.
Ο
'Ισμαήλ πηγαίνει και τα δείχνει σ' έναν θείο του, ο οποίος αποπειράθηκε
ν' αρπάξει μερικά, μα ο Ισμαήλ δεν του το επέτρεψε και τότε ο θείος
του από εκδίκηση κατεβαίνει στην Τραπεζούντα και ειδοποιεί τις 'Αρχές.
Ο
Ισμαήλ κατατρομαγμένος ανεβαίνει στη Σάντα και συμβουλεύεται τους δύο
Σανταίους φίλους του, τον Χαράλαμπο Σπαθάρο και τον Απόστολο Στουλαρά.
Οι δυο αυτοί κατεργαραίοι καταφέρνουν τον Ισμαήλ και του παίρνουν τα
λεφτά απ' τα χέρια.
Ύστερα
από λίγες μέρες τέσσερις Τούρκοι Αξιωματικοί της χωροφυλακής με 30
χωροφύλακες ανέβηκαν στο Γουλιτσάντων και ενήργησαν την σύλληψη του
Ισμαήλ και του θείου του. Ο Ισμαήλ υστέρα από πολλά βασανιστήρια
ομολόγησε πως τα λεφτά τα πήρε ο Απόστολος Στουλαράς και δεν ανάφερε
τίποτε για τον Χαράλαμπο Σπαθάρο γιατί τον φοβόταν.
ΙΣΧΑΝΑΝΤΩΝ
|
Το
Σάββατο της Τυρινής ανέβηκαν όλοι οι χωροφύλακες στο Ισχανάντων με
δεμένους πισθάγκωνα τον Ισμαήλ και τον θείο του. Ο πληθυσμός του
Ισχανάντων έγινε ανάστατος. Κανένας Ισχανανταίος δεν ήξερε τον λόγο της
κίνησης αυτής, γιατί οι Τούρκοι αξιωματικοί ήθελαν να κάνουν
αιφνιδιασμό για να βρουν τα νομίσματα.
Τέλος
οι αξιωματικοί μπήκαν ξαφνικά στο σπίτι του Αποστόλου Στουλαρά, όπου
ενήργησαν αυστηρότατη έρευνα, μα δεν βρήκαν τίποτε. Έδεσαν τότε τον
Αποστόλη με τους δύο Τούρκους και ξεκίνησαν το πρωί της Κυριακής της
Τυρινής για την Τραπεζούντα. Οι προεστοί του Ισχανάντων παρακάλεσαν
τους αξιωματικούς να αναβάλουν την αναχώρηση τους για την Καθαρή
Δευτέρα, για να μπορέσει ο κακομοίρης Αποστόλης να γιορτάσει την
Κυριακή της Τυρινής, που την είχαμε στη Σάντα για μεγάλη θρησκευτική
γιορτή. Οι αξιωματικοί δεν δέχτηκαν και ξεκίνησαν.
Τότε
15 οπλοφόροι του Ισχανάντων με αρχηγό τον ανιψιό του Αποστόλη τον
Νικόλαο Στουλαρά, που είχε για την μεγάλη του τόλμη το παρατσούκλι
Βασιλιάς, ζήτησαν επιτακτικά από τους αξιωματικούς να τους παραδώσουν
τον Αποστόλη για να γιορτάσει την Αποκριά.
Οι
αξιωματικοί αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν και ξεκίνησαν την Καθαρή
Δευτέρα πρωί για την Τραπεζούντα με τούς τρεις. Η δίκη των τριών έγινε
ύστερα από έναν μήνα, στο δικαστήριο δε ο Αποστόλης απαλλάχτηκε από την
κατηγορία και γύρισε στη Σάντα. Κατά την δίκη τον 'Αποστόλη τον
υποστήριξαν ο Νικολής Τεμιρτσόγλους και ο Νεμλή Ζατές. Απ' τους άλλους
δύο κατηγορουμένους ο μεν θείος του Ισμαήλ έμεινε φυλακισμένος 3 μήνες
, ο δε Ισμαήλ 18.
Στην εκκλησία αυτή πού είχε μάλιστα και τοιχογραφίες, περικλείεται ένα κομμάτι της ιστορίας της Σάντας. Και μόνο η ύπαρξη της εκκλησίας αυτής στο Γουλιτσάντων αρκεί ν' αποδείξει πως η Σάντα ήταν κατοικημένη πριν από την άλωση της Τραπεζούντας, γιατί δεν ήταν δυνατόν τα μεν παραμεθόρια χωριά της Σάντας να έχουν ιστορικοθρησκευτικά μνημεία και προχωρημένο πολιτισμό, ή δε Σάντα να είναι τελείως έρημη.
Τα
παραμεθόρια αυτά χωριό όπως λέμε κι' αλλού, τα χρησιμοποιούσαν οι
Σανταίοι κατά τον Μεσαίωνα ως παραρτήματα και αργότερα μετά την άλωση
άμα τούρκεψαν πολλοί κάτοικοι τους τα αντικατέστησαν με τα Φτελένια.
Ώστε
τα χωριά αυτά ήσαν αναπόσπαστο τμήμα της Σάντας και μόνο σ' αυτά
μπορούσαν σε ώρα κινδύνου να καταφύγουν οι κάτοικοι τους, όπως και
κατέφυγαν πολλοί άτι' αυτούς μετά την άλωση και έσωσαν τον εθνισμό τους
και τη θρησκεία τους.
Η
σημερινή ελληνική ονομασία των γειτονικών μας τουρκοχωριών Αγρίδ,
Μεσοχώρ, Φώσια (Φώτα) κλπ. τι άλλο μαρτυρεί παρά την Ελληνικότητα αυτών;
Έπειτα η Σάντα, άγονη, ψυχρή και πετρώδης χώρα ήταν υποχρεωμένη για
λόγους επιβίωσης της να στηρίζεται σε κάποια παραρτήματα με κλίμα
γλυκύτερο και με χωράφια αποδοτικά, και τέτοια είχε σε όλο τον Μεσαίωνα
τα ως άνω γειτονικά μας τουρκοχώρια.
Άλλωστε
οι ανάγκες της επιβίωσης της υποχρέωσαν την Σάντα να φτιάξη κατά την
τούρκικη κατοχή τα παραρτήματα Φτελένια, όπου πολλοί Σανταίοι έζησαν ως
τα τελευταία και ανέπτυξαν θαυμάσια την κτηνοτροφία τους και εν μέρει
την γεωργία τους.
Δεύτερο παρεκκλήσι.
Μέσ'
την καρδιά της Σάντας βρίσκεται η κοιλάδα του Αϊ Γιάννη που πήρε τ'
όνομα της από το παρεκκλήσι του Αϊ Γιάννη. Τα χαλάσματα της εκκλησίτσας
του Αϊ Γιάννη ήσαν σε όλα τους όμοια με τα χαλάσματα της Εκκλησίας του
Αϊ Δημήτρη του Γουλιτσάντων, αδιάφορο αν τα βεβήλωσαν αργότερα οι δικοί
μας και τα σκέπασαν με νέους τοίχους όμοιους με τοίχους αχουριού.
Εδώ
εφ' όσον το παλαιό παρεκκλήσι του Αϊ Γιάννη είχε το Άγιο Βήμα
δισυπόστατο και αποδίδετε η ίδρυση του στους Αρμένιους, είναι καιρός να
πούμε πως το παρεκκλήσι αυτό και η Αρμένικη φυσιογνωμία μερικών Τούρκων
κατοίκων των χωρίων Ισχάν, Σίμωνα, Αγρίδ και Γουλιτσάντων έβαλαν σε
υποψία μερικούς, και ή υποψία αυτή κατάντησε έμμονη ιδέα πώς
κατοικήθηκε κάποτε ή κοιλάδα της Σάντας πέρα για πέρα από Αρμένιους,
(1) μα τέτοιο πράγμα δεν, αναφέρουν ούτε οι προφορικές ούτε και οι
γραπτές παραδόσεις μας.
Το
μόνο βέβαιο είναι ότι οι Τούρκοι των χωρίων Αγρίδ, Μεσοχώρ, Σίμωνα,
Φώσια (Φώτα) και άλλων πού έχουν ελληνική ονομασία είναι γνήσιοι
απόγονοι των Ιθαγενών Ελλήνων κατοίκων τής κοιλάδας Σάντας, οι όποιοι
Επειδή γειτόνευαν με τα Σούρμενα δεν μπόρεσαν μετά την άλωση ν’
αντισταθούν στην πίεση των Τούρκων αγάδων των Σουρμένων και τούρκεψαν
μερικοί, οι δε άλλοι έφυγαν στη Σάντα.
Για
κείνους πού εννοούν να παραδεχθούν πως όλα τα κοντινά χωριά της Σάντας
ήσαν κατοικημένα αποκλειστικά από Αρμένιους, έχομε ν' αντιτάξουμε τα
παρακάτω : Σε όλο το Μεσαίωνα μόνο μια φορά αναγκάστηκαν λίγοι 'Αρμένιοι
να ζητήσουν από τους Κομνηνούς να τους επιτρέψουν προσωρινή εγκατάσταση
στην Τραπεζούντα, και οι λίγοι αυτοί Αρμένιοι έφτιαξαν τα χωριά τους
μέσα στο χάος των ορεινών εκτάσεων των Σουρμένων, της Σάντας, της
Γεμουράς κι' αλλού.
Σχετικά
γράφει ό Δ. 'Αποστολίδης στο κεφάλ. ΙΣΤ' του βιβλίου του «Ιστορία τού
Ελληνισμού του Πόντου» τα παρακάτω : «Την εγκατάσταση "Αρμενίων στην
Τραπεζούντα και σε μερικά γύρω χωριά την επέτρεψε προσωρινά ο
Αυτοκράτορας Τραπεζούντας Αλέξιος ο Β' ότε κατέφυγαν εκεί λίγοι
Αρμένιοι εξ αιτίας των εσωτερικών ταραχών της 'Αρμενίας».
Λοιπόν
οι λίγοι αυτοί 'Αρμένιοι δεν ήταν δυνατόν να ενσφηνωθούν όλοι στην
κοιλάδα τού ποταμού Σάντας, παρά σκόρπισαν δεξιά, κι' αριστερά και
σχημάτισαν χωριά εκεί όπου ή σημερινή ονομασία των χωρίων είναι
Αρμένικη. Λ.χ. στον ποταμό Σάντας (Γιάμπολης) από τα σημερινά
τουρκοχώρια Ισχάν, Μούκουζη, Μεσοχώρ με τους 5 μαχαλάδες του Άζουλα, Αε Φωκά,
(2) ,Αντανίκ, Μοτούλ ,Λαγουδά, Ζάζανα, Κάτρα, Πύργοι, Κάχωρα, Τσαναγέρ,
Κανά χαλη, Σαμαγέρ, Αράκλη καί Καλετσούκ που βρίσκονται στην δεξιά όχθη
του μόνο τα χωριά Κάτρα καί Ζάζανα έχουν αρμένικη ονομασία, και από τα
τουρκοχώρια Αγρίδ, Γουλιτσάντων, Σίμωνα, Σιντσάν, Κοτάνογλου, Λύκοσλη,
Μάρκερα, Σούλα, Μάχτελα, Κοτενές, Τσίτσερα, Φώσια, Χάρα, Κούτσερα και
Βύζερα που βρίσκονται στην αριστερή όχθη του μόνο τα χωριά Μάχτελα καί
Τσίτσερα έχουν αρμένικη ονομασία.
Στον
ποταμό Καρά τερε άπ 'τα χωριά Τσίμλα, Χάροξα, Άσα, Σαραντάρ, (3),
Απανωχώρ, Κολόσα, Κούκουτα, Πύφορα, Ζάβζακα,Γοργόρ, Αη Βέν (Άγιος
Ευγένιος), Ζήφωνα και Λύβρικα μόνο τα χωριά Άσα, Ζάβζακα και Λύβριχα
έχουν αρμένικη ονομασία.
Επομένως
οι Αρμένιοι στις περιφέρειες Γιάμπολης καί Καρά τερε αποτελούσαν
μειονότητα ασήμαντη καί δέ μπορούσαν να προσδώσουν, καί μάλιστα στην
εποχή των Κομνηνών, αρμένικη χροιά στην περιφέρεια Γιάμπολης (Σάντας)
καί στην γειτονική περιφέρεια Καρά τερε (Σουρμένων).
Άλλωστε
τα περισσότερα από τα ανωτέρω χωριά έχουν καί σήμερα μάλιστα ελληνική
ονομασία πού προσδίδει κύρος στην ιστορική μας έρευνα περί τής
ελληνικότητας των περιφερειών Σάντας και Καρά τερε, για όσα δέ χωριά
έχουν σήμερα τούρκικη ονομασία υπάρχει ή πιθανότητα να είχαν προ του
εκτουρκισμού των κατοίκων τους ελληνική ονομασία.
Άλλα παρεκκλήσια.
Εκτός
από τα δύο ως άνω παρεκκλήσια βρέθηκαν χαλάσματα παρεκκλησιών σε πολλά
μέρη της Σάντας. Τα παρεκκλήσια αυτά ήσαν ασβεστοχτισμένα και μέ
τοιχογραφίες. Μερικά άπ' αυτά βρέθηκαν μόλις στα μέσα του περασμένου
αιώνα. Για τα παρεκκλήσια αυτά μας λέγει ο α', ιστοριογράφος της Σάντας
Φ. Χειμωνίδης τα παρακάτω:
«Όλοι
παραδέχονται ότι η Σάντα ήταν κατοικημένη άπ' τα παλιά τα χρόνια. Τη
γνώμη της στηρίζουν στα χαλάσματα των παρεκκλησιών που βρέθηκαν σε πολλά
σημεία της Σάντας και πού φαίνεται πώς χτίστηκαν πολύ μπροστά από την
άλωση. Τα παρεκκλήσια αυτά είναι:
Toυ
Αγίου Θεοδώρου στην ενορία Τερζάντων, του Αϊ Γιάννη, τής Αγίας Κυριακής
κοντά στον ποταμό Γιάμπολης, του Αγίου Θεοδώρου του Μαρέτα και μερικά
άλλα. Για τα παρεκκλήσια του 'Αγίου Θεοδώρου Τερζάντων και του Αϊ
Γιάννη η παράδοση λέγει τα παρακάτω :
Ότε
ακόμα οι φυγάδες ήσαν στο Κοβλακά έστειλαν μερικούς άπ αυτούς να
κατοπτεύσουν τα γύρω και να ζητήσουν άλλο μέρος πιο κατάλληλο για
εγκατάσταση. Οι απεσταλμένοι ούτοι αφού πέρασαν το Καζουκλή έπεσαν μέσα
σε πυκνό και εκτεταμένο δάσος, το οποίον διέσχισαν και έφτασαν εκεί όπου
σήμερα βρίσκεται ή ενορία Τερζάντων.
Εκεί
βρήκαν μια ερειπωμένη εκκλησία και κατάλαβαν πώς ήταν κατοικημένο το
μέρος στα παλιά τα χρόνια. Εφτά χρόνια αργότερα βρέθηκαν και τα
χαλάσματα του παρεκκλησίου του "Αϊ Γιάννη, όπου ύστερα από μερικές
ανασκαφές βρέθηκαν εικόνες σταυροί και κόκκαλα πεθαμένων. Για το
παρεκκλήσιο του Αγίου Κωνσταντίνου έχομε να πούμε τα παρακάτω :
Εκεί
όπου βρίσκεται σήμερα στο Ζουρνατσάντων ή εκκλησία του Αγίου
Κωνσταντίνου βρισκόταν 50 χρόνια κι' εδώ ένα μικρό ύψωμα μέ ένα θεόρατο
έλατο. Γύρω στο ύψωμα βρίσκονταν τα σπίτια του χωριού και κάτω από το
έλατο μαζεύονταν πάντοτε οι προεστοί του χωριού και συζητούσαν, μα
κανένας δεν υποψιαζόταν τι έκρυβε το δέντρο κάτω άπ' τις ρίζες του.
Έξαφνα μια νύχτα χειμωνιάτικη, εκεί πού Φυσούσε φοβερός άνεμος, έπεσε το
έλατο και το πρωί είδαν μέ θαυμασμό οι κάτοικοι τα χαλάσματα κτιρίου .
Έκαμαν
τότε ανασκαφές, βρήκαν εικόνες σταυρούς και κόκκαλα νεκρών, και ξέθαψαν
δυο παρεκκλήσια πού ήσαν χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο και στολισμένα
μέ τοιχογραφίες.
Τα
επιδιόρθωσαν τα εκκλησάκια αυτά οι Ζουρνατσανταίοι και τα είχαν για
καθολική εκκλησία μέχρι τελευταία. Για το παρεκκλήσι τής Άγιας Κυριακής
κοντά στον ποταμό ξέρομε ότι βρισκόταν εκεί μέχρι του 1815 μια μικρή
καλύβα άστεγη, μα την καλύβα αυτή την τιμούσαν οι Ζουρνατσανταίοι για
εκκλησία της Αγίας Κυριακής και την είχαν σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί
κάποια παράδοση αναφέρει πώς εκεί ήταν παλαιά εκκλησία.
Στην
τοποθεσία τής καλύβας αυτής δύο ευσεβείς Ζουρνατσανταίοι θέλησαν να
φτιάξουν καινούργια εκκλησία, κι' εκεί πού έκαναν ανασκαφές για τα
θεμέλια τής εκκλησίας βρήκαν μια όμορφη εκκλησίτσα στολισμένη μέ
τοιχογραφίες και απείραχτη σε όλα της· Οι δύο Ζουρνατσανταίοι δεν είχαν
ιδέα τής αξίας τέτοιου ιστορικού μνημείου, το χάλασαν συθέμελα,
έφτιαξαν εκεί άλλη μεγαλύτερη εκκλησία όπως την ήθελαν και έτσι
διέπραξαν έγκλημα απέναντι τής ιστορίας τής Σάντας».
Μέ
αυτά που λέγει ο α', ιστοριογράφος παραδέχεται την αρχαιότητα τής
Σάντας, μα εξ άλλου παραδέχεται ως έτος τής εποίκησης τής Σάντας το 8ον ή
το 15ον έτος ύστερα από την άλωση και ως πρώτους οικιστές τής Σάντας 7
οικογένειες πού ήρθαν ύστερα από την άλωση Τραπεζούντας μαζί με τον
Κωνσταντίνο.
Λοιπόν
φαίνεται πώς ό α', ιστοριογράφος δίνει μεγάλη σημασία στην γραπτή
παράδοση πού αναφέρει τον Κωνσταντίνο σαν πρώτο οικιστή. Έχομε την γνώμη
ότι, όπως είπαμε και πιο μπροστά, πρώτοι οικιστές δεν υπάρχουν για την
Σάντα, γιατί ή Σάντα ήταν κατοικημένη από πολλούς αιώνας, και ότι οι
πρώτοι μόνιμοι κάτοικοί της, θα ήσαν φυγάδες χριστιανοί από τους
Έλληνας άποικους Τραπεζούντας πού διάλεξαν για καταφύγιό τους την Σάντα
και κατοίκησαν σ' αυτή κατά την εποχή των διωγμών.
ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ -ΖΟΥΡΝΑΤΣΑΝΤΩΝ
Εδώ χρειάζεται να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση, μόνο και μόνο για να πούμε και του στραβού το δίκιο. Λοιπόν :
Δεν
ήταν βέβαια δυνατόν όλοι οι φυγάδες τής Σάντας να έχουν την καταγωγή
ελληνική, γιατί στην εποχή των διωγμών και μέχρι τής ίδρυσης τής
αυτοκρατορίας των Κομνηνών δεν εξελληνίστηκε τέλεια ό Πόντος.
Θα
βρίσκονταν αναμεταξύ των Ελλήνων χριστιανών και λίγοι Ιθαγενείς
χριστιανοί πού εξελληνίσθηκαν αργότερα. Οι χριστιανοί αυτοί τής Σάντας
και των άλλων τμημάτων του Πόντου στους ενδιάμεσους αιώνες ήσαν
μισοεξελληνισμένοι λόγω των θρησκευτικών τους δεσμών μέ τούς Έλληνες
αποίκους τής Τραπεζούντας.
Έπειτα
είναι γνωστό πώς ο Απόστολος Ανδρέας έριξε τον σπόρο της διδασκαλίας
του στην γόνιμη γη του Πόντου, γιατί οι Έλληνες άποικοι πού ζούσαν εκεί
μακριά στα βάθη τής 'Ανατολής και πού δεν μπορούσαν νά έρθουν σε συχνή
επικοινωνία μέ τους φανατικούς ειδωλολάτρες τής κυρίως Ελλάδας ήσαν
έτοιμοι σε πρώτη ευκαιρία ν' απορρίψουν τό προσωπείο τής ειδωλολατρίας,
αφού άφησαν πρώτα νά αντικατασταθούν πολλοί άπό τους 12 θεούς των
κλασσικών χρόνων μέ τούς θεούς των εντόπιων ειδωλολατρών του Πόντου και αφού αργότερα παραδέχτηκαν τον Μίθρα αντί του Δία ως τον ανώτατο θεό τους.
Αυτά
όλα φανέρωναν ότι χαλάρωσε το παλαιό θρησκευτικό τους αίσθημα, και ότι
ήσαν έτοιμοι να παρασύρονται από κάποιο άλλο θρησκευτικό ρεύμα, όπως
και παρασύρθηκαν από την νέα θρησκεία του Χριστού. (4)
Έτσι
οι Έλληνες άποικοι του Πόντου πρωτοστάτησαν στην διάδοση του
χριστιανισμού στον Πόντο και στον εξελληνισμό τής άξενης αυτής χώρας—σ’
αυτό τούς ευκόλυνε εκτός από το κήρυγμα τού Αποστόλου 'Ανδρέα και η
συγγραφή του Βαγγέλιου στην ελληνική γλώσσα — και παράσυραν πολύ εύκολα
στην νέα θρησκεία τους Λαζούς και τις άλλες βαρβαρικές φυλές του Πόντου,
πού, δεν είχαν σταθερή και βιώσιμη θρησκεία.
Άλλωστε
την διάδοση του χριστιανισμού στον Πόντο την υποβοήθησε και η στάση των
ανθυπάτων της Ρώμης, οι οποίοι αψηφούσαν τις διαταγές του Κέντρου για
την καταδίωξη των χριστιανών και άφησαν ήσυχο τον Πόντο ως την εποχή του
Διοκλητιανού.
Στην
εποχή του Διοκλητιανού ήταν άριστα διοργανωμένη η χριστιανική εκκλησία
του Πόντου μέ όργανο λατρείας την ελληνική γλώσσα και με αρχηγό της τον
Έλληνα Επίσκοπο Τραπεζούντας Ευγένιο. (5)
|
ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΖ ΤΟΠΕ)
|
Ό κατώτερος κλήρος όμως του Πόντου πού είχε την καταγωγή του από τις βαρβαρικές φυλές δεν ήταν δυνατόν να εξελληνισθεί αμέσως αν και μεταχειριζόταν την ελληνική στην διεξαγωγή όλων των θείων και ιερών τελετών. Τότε πρώτοι οι εκ των Ελλήνων άποικων χριστιανοί, οι οποίοι ήσαν προνοητικότεροι των Ιθαγενών χριστιανών και σε κάθε διωγμό των χριστιανών είχαν τα μάτια 14 για να προλάβουν το ενδεχόμενο τής καταδίωξης και εξόντωσης τους, μόλις άρχισε ό δέκατος διωγμός έφυγαν από την Τραπεζούντα και κρύφτηκαν στα βουνά τής ενδοχώρας.
Λοιπόν
οι εξ Ελλήνων αποίκων χριστιανοί εκείνοι πού κρύφτηκαν στη Σάντα δεν
έγιναν αντιληπτοί από τούς διώκτες τους μέχρι τέλους λόγω τού απρόσιτου
της τοποθεσίας τής Σάντας, κι αυτό έφτασε να δώσουν το όνομα Σάντα
(Αγία) στην πατρίδα μας. Έτσι "Ελληνική και Χριστιανική έμεινε ή Σάντα
μέχρι τέλους.
Πέμπτη απόδειξη :
Τα λιθόνπορα που είναι υπολείμματα τής κατεργασίας του σιδηρούχου
μεταλλεύματος, βρίσκονται άφθονα σε πολλές τοποθεσίες της Σάντας και
μαρτυρούν την αρχαιότητα της,
Έτσι
οι Σανταίοι με την κατεργασία του σιδηρούχου μεταλλεύματος (6) πού
μετέφεραν άπ' το Σαρήτας του Μετσίτ απόκτησαν την φήμη και την ικανότητα
του μεταλλουργού, όπως μαρτυρεί ή παράδοση οι παλαιοί οι Σαντέτ
μιατιαντζήδες έσαν.
Η παράδοση αυτή αναφέρεται στους Σανταίους όλων των εποχών.
Έκτη απόδειξη :
Ό α', ιστοριογράφος αναφέρει πώς ό πρώτος οικιστής τής Σάντας, ό
Κωνσταντίνος με τούς 5 γιούς του ξεκίνησε απ’ το Δίβρανο των Πλατάνων
και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Σάντα.
Δεν
είναι ανάγκη να επαναλάβουμε εδώ πώς ό Κωνσταντίνος αυτός δεν ήταν ό
πρώτος οικιστής, αλλ' εδώ μας ενδιαφέρει να παρατηρήσουμε το έξης :
Είναι γνωστό πώς οι Έλληνες των παραλίων της Τραπεζούντας δεν είχαν ιδέα
από μεταλλουργία ούτε και τα παλιά τα χρόνια, και όμως ό Κωνσταντίνος
αυτός και οι γιοι του παριστάνονται ως άριστοι μεταλλουργοί.
Μήπως
ό Κωνσταντίνος αυτός ό οποίος έζησε στην εποχή των τελευταίων
Κομνηνών κατεργαζόταν μέταλλα στην Τραπεζούντα; Αλλ' αυτό είναι
ασυμβίβαστο με τα δεδομένα τής Ιστορίας του Πόντου, ή οποία δεν
παραδέχεται μεταλλουργία και δη ακμαία τέτοια στα παράλια τής
Τραπεζούντας.
Από
πού λοιπόν έγινε ό Κωνσταντίνος άριστος μεταλλουργός; Σχηματίζουμε
λοιπόν την γνώμη πώς ό Κωνσταντίνος δεν ήταν και φυγάς, αλλ' ήταν
Ιθαγενής Σανταίος, άριστος μεταλλουργός, όπως ήσαν και όλοι οι άλλοι
Σανταίοι του Μεσαίωνα.
Συναντήθηκε
λοιπόν στη Σάντα ύστερα άπ' την άλωση ό Κωνσταντίνος αυτός με τον
ισχυρό Τούρκο Μουρατχάνογλου, σχετίσθηκε μαζί του, και ό Μουρατχάνογλους
ενθουσιασμένος άπ' την ευγενή συμπεριφορά του προεστού αυτού τής Σάντας
τον σύστησε στον τοπάρχη Τραπεζούντας όπως λέγει και ό α',
ιστοριογράφος, και ό τοπάρχης ενήργησε να σταλούν οι γιοί του
Κωνσταντίνου στην Κωνσταντινούπολη και ν' αναλάβουν την επιστασία των
μεταλλείων του Πελιγράδ.
Και
μόνο το περιστατικό αυτό θ' αρκούσε να αποδείξει την αρχαιότητα τής
Σάντας. Γεννιέται όμως το ερώτημα : Πώς ό Κωνσταντίνος, ό ιθαγενής αυτός
Σανταίος άριστος μεταλλουργός, βρέθηκε αμέσως μετά την άλωση
Τραπεζούντας στο χωριό Δίβρανο των Πλατάνων Τραπεζούντας και από κει
ξεκίνησε για τα βουνά τής Σάντας;
Αυτό
είναι μυστήριο από εκείνα πού παρουσιάζονται συχνά και στις γραπτές
και στις άγραφες παραδόσεις; και μπράβο σε κείνον πού θα σηκώσει επάνω
τον πέπλο τέτοιων μυστηρίων. Οπωσδήποτε εμείς σχηματίσαμε τη γνώμη πώς
στο χωριό Δίβρανο δεν έζησαν ούτε ό Κωνσταντίνος ούτε ο Ισχάν, αν και ή
γραπτή παράδοση τούς παραδέχεται κατοίκους του Δίβρανου.
Λένε
μερικοί πως ο Κωνσταντίνος με τους γιους του ταξίδευε κάθε καλοκαίρι
στην επαρχία Χαλδίας και εργαζόταν στα μεταλλεία τής Αργυρούπολης, και
κάθε χειμώνα κατέβαινε στο χωριό του Δίβρανο.
Ή
γνώμη αυτή δεν πιάνει τόπο, γιατί ή τότε πολιτική και στρατιωτική
κατάσταση δεν επέτρεπε τέτοια ταξίδια. Και όχι μόνο οι ιστορικοί μας δεν
αναφέρουν τέτοια ταξίδια, μα και δεν ήταν δυνατόν ένας ή πολλοί
οικογενειάρχες των παραλιακών χωρίων της Τραπεζούντας στην εποχή των
τελευταίων Κομνηνών, όταν οι επιδρομές των τουρκομανικών φυλών στο
κράτος τους έδιναν κι έπαιρναν, ν’ αφήσουν την ησυχία τους και τα γόνιμα
χωράφια τους και να πάν να εργαστούν στα μεταλλεία τής Αργυρούπολης μέ
κίνδυνο ν' αφήσουν το τομάρι τους στην πετρώδη και άξενη αυτή
μεσογειακή χώρα του Πόντου.
Για
όλους αυτούς τούς λόγους ή γραπτή παράδοση περί του Κωνσταντίνου ή του
Ισχάν κρίνεται φανταστική, μυθώδης. Και το μόνο βέβαιο που μας μένει
από την έρευνα αυτή είναι ότι όσοι χριστιανοί ήρθαν μετά την άλωση στη
Σάντα ήρθαν ως φυγάδες και όχι ως πρώτοι οικιστές, διάλεξαν όμως προς
τούτο τον δρόμο των βουνών και όχι τον παραλιακό .
Οι
μεταλλουργοί λοιπόν πού αναφέρονται στην παράδοση ήσαν ιθαγενείς
Σανταίοι και όχι φυγάδες από τα παραλιακά χωριά τής Τραπεζούντας.
Μέ
αυτά πού λέμε δεν αρνούμεθα την ύπαρξη του Κωνσταντίνου ή του Ισχάν.
Παραδεχόμαστε πώς υπήρξαν πολλοί Κωνσταντίνοι, πολλοί Ισχανήδες, πολλοί
Θεόδωροι, πολλοί Γιάννηδες και χιλιάδες άλλοι φυγάδες, μα οι φυγάδες
αυτοί δε μπορούσαν να υποσκελίσουν τους ιθαγενείς Σανταίους στην
μεταλλουργική τέχνη.
Η
παράδοση οι παλαιοί οι Σαντέτ ματεντζήδες έσαν αποδεικνύει και την
αρχαιότητα τής Σάντας και το αβάσιμο της προέλευσης του Κωνσταντίνου από
το χωριό Δίβρανο τής Τραπεζούντας.
'Εβδόμη απόδειξη:
Ο
Επ. Κυριακίδης στο σύγγραμμα του «'Ιστορία τής Μονής Σουμελά»
δημοσιεύει κάποιο Πατριαρχικό σιγίλιο του 1680, όπου αναφέρεται ότι
παραχωρήθηκαν στο Μοναστήρι Σουμελά το πάλαι αρχαίο χωρίον Άλμη, άλλα
χωριά Κούσπιδι, Δουβερά, Μαραχανή, Κούταλα, Σκόπια, Άγουρσα, και μερικά
χωριά του Ρίζαιου Τσαλιποτάμι, Φιλέση και τα δύο Αρπαλού.
Λοιπόν
ή μεν σημείωση του Μοναστηρίου Χουτουρά αναγνωρίζει ότι ή Σάντα ήταν
κατοικημένη πριν από το 540, το δε ως άνω πατριαρχικό σιγίλιο έφ' όσον
αναγνωρίζει την Άλμη (Σάντα) ως πάλαι αρχαίο χωρίον, μας μιλά κι αυτό
ξεκάθαρα για την αρχαιότητα τής Σάντας.
Όγδοη απόδειξη :
Είναι αυτή αύτη ή ονομασία τής πατρίδας μας. Ή λέξη Σάντα είναι
λατινικής καταγωγής. Και αφού ξέρομε πώς ή λατινική γλώσσα ήταν
διαδεδομένη στην εποχή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, συμπεραίνουμε εύκολα
πώς το όνομα Σάντα δόθηκε στην πατρίδα μας στην εποχή του Διοκλητιανού, ό
όποιος ξάπλωσε το διωγμό των χριστιανών και στον Πόντο.
Ενάτη
και τελευταία απόδειξη: Έχουμε τα ερείπια της εκκλησίτσας τής 'Αγ.
Κυριακής κοντά στον ποταμό Γιάμπολης. Για την εκκλησίτσα αυτή μάς λέγει ο
α'. ιστοριογράφος πώς βρισκόταν στη θέση της μια άστεγη καλύβα πού την
είχαν οι Ζουρνατσανταίοι σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί κάποια παράδοση
ανάφερε πώς ήταν εκεί παλιά εκκλησία.
Εκτός
άπ' αυτό ή εκκλησία αυτή μέ τις τοιχογραφίες της πού ήταν βαθιά στη γη
χωμένη βρέθηκε υστέρα από ανασκαφές πού έκαμαν οι Ζουρνατσανταίοι για
να θεμελιώσουν νέα εκκλησία.
Απ'
τη μια μεριά οι ανασκαφές πού ομολόγησαν την συσσώρευση υλικού στην
τοποθεσία τής εκκλησίας σε διάστημα πολλών αιώνων, κι άπ' την άλλη μεριά
ή διάσωση τής παράδοσης αυτής μάς κάνουν να συμπεραίνουμε θετικότατα
πώς θα ήταν ή Σάντα συνεχώς κατοικημένη από τον Μεσαίωνα ως τις μέρες
μας, και από γενεά σε γενεά διατηρήθηκε ή παράδοση ζωντανή.
Λοιπόν
αν ερημωνόταν ή Σάντα έστω και για λίγες δεκάδες χρόνια, θα ήθελαν
λησμονηθεί τέλεια και η παράδοση και η τοποθεσία της εκκλησίτσας αυτής.
(1)
Στην εποχή μας ήταν πολύ διαδεδομένη ή γνώμη ότι η φυσιογνωμία των
Τούρκων κατοίκων των γειτονικών της Σάντας χωριών είναι Αρμένικη, αυτό
όμως δεν στηρίζεται καλά, και να γιατί: Ο. Τούρκοι γειτόνοι μας αυτοί ως
τα τελευταία δεν πάτησαν ούτε το τελευταίο σκαλοπάτι too δοτικού
πολιτισμού και είχαν Ενδυμασίες αλλόκοτες με στήθη ανοιχτά και
μαλλιαρά, με μαλλιά και γένια μακρά και ατημέλητα, επί πλέον είχαν
δίαιτα ανθυγιεινή, έτσι δε πήραν φυσιογνωμία ασκητή, όμοια με την γενική
φυσιογνωμία όλων των Αρμενίων πού υπόφεραν περισσότερα δεινά παρά
εμείς, και πού είχαν αποτυπωμένες στην φυσιογνωμία τους τις συνέπειες
του υποσιτισμού και των βασάνων που τράβηξαν από όλα τα ξένα έθνη και
προ παντός από τους Τούρκους.
Ώστε
δεν ήταν δίκαιο όλοι πού είχαν φυσιογνωμία ασκητή να χαρακτηρισθούν ναι
και καλά ως Αρμένιοι, γιατί και μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων βρίσκονταν
για τους ανωτέρω λόγους πολλοί τέτοιοι τύποι.
(2)
φαίνεται ότι στον μαχαλά αυτό του Μεσοχώρ θα ήταν εκκλησία του 'Αγίου
Φωκά, εκείνου που αναφέρει ο Νικόλαος Οικονομίδης στην μελέτη του «Άγιος
Φωκάς ό Σινωπεύς» την δημοσιευμένη στην 184 σελίδα του 12' τόμου του
«'Αρχείου Πόντου». Το τοπωνύμιο αυτό θα ήταν κατά την έκφραση του ίδιου
Ν. Οικονομίδη λείψανο αξιόπιστο της παλαιά; ευρύτατης λατρείας του. Ώστε
ή λατρεία τού 'Αγίου Φωκά εισχώρησε και στην περιφέρεια Σάντας.
(3)
Για το χωριό Σαραντάρ υπάρχει ή παρακάτω παράδοση γνωστή σε πολλούς
Σανταίους: Μετά την άλωση κάποια Κυριακή πρωί πρωί οι Τούρκοι μπήκαν και
στο χωριό αυτό.
Έτυχε
τότε να βρεθεί στην εκκλησία κάποια γυναίκα με το μωρό στην αγκαλιά. Η
γυναίκα περίμενε τον παπά να τις διαβάσει την ευχή του σαραντίσματος, μα
μόλις πήρε ο παπάς το παιδί στα χέρια του και ετοιμάσθηκε να μπει στο
Άγιο Βήμα, να σου και οι Τούρκοι χύμηξαν σα λυσσασμένοι στην εκκλησία,
άρπαξαν τον παπά από τα γένια, τον τίναξαν κάτω, πέταξαν το μωρό μέ
κλωτσιές σε μια γωνία, ατίμασαν τις λίγες γυναίκες πού βρέθηκαν στην
εκκλησία και ύστερα σκόρπισαν ανά το χωριό ληστεύοντας και δέρνοντας
τούς κατοίκους.
Η
γυναίκα αν και τούρκεψε υστέρα μαζί μέ όλους τούς άλλους κατοίκους του
χωρίου, μολαταύτα έκλαιγε σ' όλη της τη ζωή μόλις θυμόταν το επεισόδιο
αυτό. Από τότε ονομάσθηκε το χωριό αυτό Σαραντάρ για ανάμνηση του
σαραντίσματος πού ματαιώθηκε.
(4)
Εδώ ή Ιστορία αδικεί την εκκλησία Τραπεζούντας, γιατί παρασιωπά ένα
πράγμα πού κρίνεται βέβαιο, την εγκατάσταση δηλ. διαδόχου του Αποστόλου
'Ανδρέα στην 'Εκκλησία Τραπεζούντας και μόλις ύστερα από το πέρασμα δυο
αιώνων, κατά το 251, αναφέρεται ανώνυμος επίσκοπος Τραπεζούντας
τιτλοφορούμενος «Πάπας» σε επιστολή τού Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας
Γρηγορίου, στην δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν η Επισκοπή Τραπεζούντας.
Απορεί κανείς πως συμβαίνει αυτό, αφού είναι γνωστό ότι κάθε κίνηση
πνευματική θρησκευτική και πολιτική έκαμνε την εμφάνισή της αρχή ανάμεσα
στους παραλιακούς πληθυσμούς του Πόντου, όπου την πρωτοβουλία την είχαν
οι ‘Έλληνες άποικοι
(5)
Τον Ευγένιο τον έτρωγε η σκέψη πως το άγαλμα του θεού Μίθρα υψώνεται
προκλητικά στον λόφο Πόζτεπε, δεν ανεχόταν να ιδεί ούτε τη σκιά του και
για να ξευτιλίσει τον Mίρθα
(Ήλιο) στα μάτια των πιστών του συνεννοήθηκε μέ τούς φίλους του
Ουαλεριανό και Κανίδιο, ανεβήκανε μια νύχτα μαζί και οι τρεις στον
Πόζτεπε, σπάσανε το άγαλμα του και ξεθεμελιώσανε τον βωμό του.
Η
εκδίκηση των ειδωλολατρών ήρθε αδυσώπητη. Μόλις κηρύχθηκε ο διωγμός
κατά των χριστιανών, ο Ευγένιος και οι σύντροφοι του θανατώθηκαν σκληρά,
και δεκάδες χιλιάδων χριστιανών στον Πόντο βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
(6) Ή παράδοση αναφέρει ότι κάπου παρακάτω από την Xάρτοπη
βρέθηκε αργυρούχο μετάλλευμα, το οποίον δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες
των Σανταίων μεταλλουργών σαν φτωχό, πού ήταν και εγκαταλείφτηκε.
Παρέμεινε ως τις μέρες μας το σχετικό τραγούδι:
Τα Κιαλόπα, τα Κιαλόπια,
τα μικρά τα μιατιανόπα,
τρέν παρών άσήμ κ’ έξένκαν,
και τα πήτας π’ έπεξένκαν.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Δράμα 1953