Συνάντηση Διογένη-Μεγ. Αλεξάνδρου(Ρώμη,Villa Albani) |
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πρόσωπα της
αρχαίας Αθήνας υπήρξε ο Διογένης, ο οποίος έλαβε το προσωνύμιο κυνικός
εξαιτίας των ρήσεων και των αντιρρήσεων που με ελευθεροστομία εξέφραζε.
Η
έκφρασή του «αποσκότησόν μου» προς τον Μέγα Αλέξανδρο, διέσωσε την παρουσία του
ανά τους αιώνες.
Ο
Διογένης, που με τον θυμόσοφο χαρακτήρα του θυμίζει τον σύγχρονο Πόντιο,
γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου. Στην Αθήνα έφτασε το 380 π.Χ.
Οι
αιτίες της φυγής του δεν είναι πλήρως διασαφηνισμένες. Είτε ο πατέρας του είτε
ο ίδιος ενεπλάκησαν σε οικονομικό σκάνδαλο, γεγονός που αποτέλεσε πιθανόν και
την αιτία της φυγής του από τον Πόντο.
Τα
καλοκαίρια κατοικούσε στην Κόρινθο και τους χειμώνες στην Αθήνα, μέσα σ' ένα πιθάρι.
Ο Γιώργος Βαμβαλής γράφει:
«Ο Διογένης Λαέρτιος στο βιβλίο του "Βίοι
Φιλοσόφων" δίνει πλούσια στοιχεία για τους τρόπους, τους διάλογους και
τους αφορισμούς του Διογένη. Αυτός ο τόπος, που γέννησε τους μεγάλους ποιητές,
τους τραγικούς, τους ρήτορες, τους φιλοσόφους και τους καλλιτέχνες, δεν
μπορούσε να μη βγάλει [...] έναν φιλόσοφο αλλιώτικον από τους άλλους, έναν
πικρό, στυφό, στρυφνό κι ανάποδο άνθρωπο.
Η ειρωνεία του τσάκιζε κόκαλα, η δηκτικότητά του
ήταν μαχαίρι φονικό, από τον χλευασμό του δεν γλύτωνε κανένας.
[...] Για όπλο του είχε τον λόγο. Εναν λόγο ευθύ, κοφτερό,
ανατρεπτικό. Μ' αυτόν έβαζε τα πράγματα στη δέση τους μα και τα κατέβαζε από
τη θέση τους.
Μ'
αυτόν αγωνιζόταν μια ολόκληρη ζωή να βάλει μυαλό σε κούφια κεφάλια, που ήταν
και τότε σε πλειοψηφία, μα κι όπου δεν έπιπτε λόγος, έπιπτε ράβδος».
Τα παρακάτω περιστατικά αναφέρονται από τον
Διογένη Λαέρτιο, σε παρουσίαση Βαμβαλή:
-«Ο Διογένης παράγγειλε
κάποτε στον Πλάτωνα να του στείλει λίγο κρασί και ξερά σύκα. Ο Πλάτωνας όμως,
του 'στείλε μια μεγάλη νταμιτζάνα γεμάτη κρασιά.
Βρίσκοντας τότε ο Διογένης
την ευκαιρία να χτυπήσει τον Πλάτωνα σαν ανερμάτιστο και απεραντολόγο, του είπε
σαν τον συνάντησε:
"Δε μου λες, αν σε ρωτήσουν πόσο κάνουν
δύο και δύο, είκοσι θα απαντήσεις;
Εσύ ούτε ανάλογα μ' αυτά
που σου ζητάνε δίνεις, ούτε ανάλογα μ' ό,τι σε ρωτάνε απαντάς"».
-«Ο Διογένης βγήκε μια
μέρα στην αγορά και άρχισε να φωνάζει:
“Ε, άνθρωποι, πού είστε;”
Σαν μαζεύτηκαν κάμποσοι, τους πλάκωσε με τη
μαγκούρα, λέγοντάς τους: "Ανθρώπους κάλεσα εγώ, όχι καθάρματα "».
-«Μια μέρα ο Διογένης ήταν ξαπλωμένος και
λιαζόταν στο Κράνειο, στο αριστοκρατικό προάστιο της Κορίνθου, όταν ήρθε ο
Μέγας Αλέξανδρος και στάθηκε από πάνω του και του είπε: "Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις"
(Αίτησόν με ο θέλεις).
Και ο Διογένης χωρίς να σαλέψει: “Μη μου κρύβεις
τον ήλιο" (Αποσκότησόν μου)”.
-«Βλέποντας κάποτε ο Διογένης μια θρησκόληπτη
γυναίκα να σκύβει βαθιά μπροστά στα αγάλματα των θεών, της είπε: "Δε
φοβάσαι καλή μου γυναίκα, μήπως κανένας θεός από πίσω σου -γιατί ο τόπος είναι
γεμάτος από δαύτους- σε δει σε άσεμνη στάση;"».
-«Ο Διογένης, βλέποντας πάνω από την πόρτα του
σπιτιού ενός μοχθηρού ευνούχου την επιγραφή: "Κανένα κακό να μη
μπει", παρατήρησε: "Και ο κύριος του σπιτιού από πού θα μπει;».
Βλάσης Αγτζίδης
"ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"