Προς τους Συμπατριώτας μας της Μελβουρνης( σ.σ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟ)

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Η «ανοικτή επιστολή» προς τους Πόντιους μετανάστες της Αυ­στραλίας δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία» το 1956. Ήταν τότε που «εθνικόφρονες» και «αριστεροί» διέσπασαν το νε­οσύστατο ποντιακό κίνημα στην Αυστραλία.

Ελληνόπουλα σε παρέλαση στη Μελβούρνη
 Από τη μια ήταν το «αριστερό» Σωματείο «Ποντιακή Εστία» και από την άλλη η Εθνική Αδελφότης Ποντίων Μελβούρνης .Τον σημερινό αναγνώστη της επιστολής δεν πρέπει καθόλου να τον ξενίζει η γλώσσα η καθαρευουσιανοδημοτικομαλλιαρή, γιατί έτσι έγραφαν τότε όλοι σχεδόν οι Έλληνες, ενώ μιλούσαν — εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις — τη δημοτική γλώσσα. Άλλωστε, ο Φίλων Κτενίδης ήταν δημοτικιστής, στα γραφτά του. ήδη από το 1909 — 1910.
Άλλα πρέπει να προσέξει ο αναγνώστης. Και πρώτα πρώτα τις αναφερόμενες από τον Κτενίδη ως αιτίες που οδήγησαν σε μια δεύ­τερη προσφυγιά τους Πόντιους (και πολλούς άλλους Έλληνες). Ο Φίλων Κτενίδης «έβλεπε» την Ελλάδα πολύ μικρή να χωρέσει τα παιδιά της, ενώ πολύ καλά γνώριζε ότι την εποχή που έγραφε την «ανοικτή επιστολή», υπήρχαν Βλάχοι και Σαρακατσάνοι τσιφλικά­δες που κατείχαν ο καθένας τους (και κατέχουν ακόμη) χιλιάδες στρέμματα γης.
 Όλοι αυτοί ήταν φανατικοί υποστηρικτές της συ­ντηρητικής παράταξης, στην οποία ανήκε και ο Φίλων Κτενίδης. Άλλη αιτία της μετανάστευσης ο Φίλων Κτενίδης θεωρεί «τη φτώ­χεια του Κράτους μας». Αποσιωπεί το γεγονός ότι την εποχή εκείνη η Ελλάδα έπρεπε να είναι πλούσια και όχι «Ψωροκώσταινα», αφού της είχαν δοθεί τα εκατομμύρια δολάρια του Σχεδίου Μάρσαλ. Με εκείνα τα χρήματα η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτυχθεί, αλλά τα έφαγαν και έκαναν περιουσίες οι «ξύπνιοι» της συντηρητικής παρά­ταξης,..
Υπάρχει και ο αντίλογος ότι αν ρωτηθούν σήμερα οι παλιοί με­τανάστες, ούτε ένας δεν θα πει ότι μετάνιωσε που εγκατέλειψε την πατρίδα, αφού έζησαν και ζουν στη μετανάστευση πολύ καλύτερα. Οι ίδιοι που ισχυρίζονται αυτά χύνουν καυτά δάκρυα για τον βίαιο ξεριζωμό των παππούδων και γονέων τους από τις αλησμόνητες πα­τρίδες. Αν ρωτούσαν (όσο ζούσαν οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς), κανένας δεν θα έλεγε ότι στον Πόντο τα πράγματα ήταν καλύτερα (εκτός από τους καταγόμενους ... από αρχοντικές οικογένειες, που τα τελευταία χρόνια πλήθυναν!).
Στην Ελλάδα, όλοι οι πρόσφυγες ζούσαν, τα πρώτα χρόνια, με το ένα πόδι εδώ και το άλλο στην πατρίδα (το δεύτερο νοερά). Με το πέρασμα των χρόνων, πάτησαν και με τα δυο τους πόδια στην Ελλάδα, αλλά πάντα υπήρχε το όνειρο της επιστροφής, του νόστου, που λέει ο Όμηρος. («Νόστιμον ήμαρ», η ημέρα της επιστροφής στην αγαπημένη πατρίδα).
Το ίδιο - με κάποιες διαφορές - συμβαίνει και με τους μετα­νάστες. Και αυτοί έκλαψαν όταν εγκατέλειψαν την πατρίδα και τη γλυκιά μάνα, και αυτοί πόνεσαν, πικράθηκαν, τον πρώτο καιρό, στη μετανάστευση. Και αυτοί έφτιαξαν οικογένειες και πάτησαν γερά στην ξένη γη, που έγινε δική τους (ή τουλάχιστον δική τους). Και όλοι τους — της πρώτης γενιάς — ζουν με το όνειρο της επιστροφής, στον ύπνο ή τον ξύπνιο τους.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους εσωτερικούς μετανάστες, δηλα­δή τους κατοίκους των χωριών που ξεσπιτώθηκαν και εγκαταστάθη­καν στις μεγάλες ελληνικές πόλεις, γιατί στα χωριά τους, τη συγκο­μιδή την άρπαζαν οι έμποροι και τα χρέη στην Αγροτική Τράπεζα. Κανείς από αυτούς δεν θα πει σήμερα ότι μετάνιωσε που ζει στην πόλη. Όμως όλοι τους νοσταλγούν το χωριό που εγκατέλειψαν από ανάγκη.
Τις πραγματικές αιτίες της μετανάστευσης τις γνώριζαν οι περισ­σότεροι μετανάστες και οι οικογένειές τους - γιατί τις έζησαν στο πετσί τους — και γιαυτό δεν υπήρχε «ένωσις και ομόνοια» με τους άλλους, που δεν γνώριζαν ή δεν ήθελαν να γνωρίζουν, τυφλωμένοι από τους φανατισμούς του εμφύλιου. Η επίκληση του πατριωτισμού ηχεί σαν κοροϊδία στα αφτιά των ανθρώπων που στερούνται τα στοι­χειώδη, επειδή κάποιοι «πατριώτες» κάνουν τεράστιες περιουσίες σε όλες τις καταστάσεις. Και κυρίως στην αναμπουμπούλα, που ... ο λύκος χαίρεται!


Πανος Καϊσίδης

Δημοσιογράφος-Συγγραφέας








Η επιστολή του Φίλωνα Κτενίδη
Με συγκίνηση διαβάζω τα γράμματα που πολλοί από σας μου στέλνουν. Με κολακεύουν βέβαια τα καλά λόγια αγάπης και σεβα­σμού που μου απευθύνετε, αλλά εκείνο που με συγκινεί βαθειά είναι το άρωμα του πατριωτισμού και της εμμονής στα πάτρια, που ξεχύνεται μέσα απ' τις γραμμές των επιστολών σας.
Ίσως θάταν σκόπιμο να δημοσιευτούν πολλά απ' τα γράμματα σας αυτά για να μάθουν οι εδώ συμπατριώται μας το πώς ζείτε, πώς βιοπαλαίετε με θάρρος και προπαντός πώς πάλλει η αγνή ελληνική σας καρδιά για κάθε τι που έχει σχέση με τη νέα μας πατρίδα την Ελλάδα και με την άλλη την παλιά, που σας έμαθαν να την αγαπάτε κ' εκείνη οι γονείς σας.
Και κάτι ακόμα!... Να πληροφορηθούν πως εσείς, μια χούφτα Ποντίων που σας απεμάκρυνε απ' τον τόπο σας η στενότητα της πατρώας γης και η φτώχεια του Κράτους μας, μόλις φτάσατε στον νέο τόπο που σας φιλοξενεί και μόλις ρίξατε τις πρώτες ρίζες στο χώμα του, το πρώτο που σκεφτήκατε, στο πρώτο σας ανάσαμα, ήταν πώς να οργανωθείτε και ως ένα σύνολο ν' αγωνιστείτε για να μη κοπούν οι δεσμοί σας με την πατρίδα, τη νέα και την παλαιά, να μη ξεχαστούν τα ήθη και έθιμα των πατέρων σας, για να μπορέσετε ενωμένοι ν' αντικρύσετε και ν' αποφύγετε τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα του κο­σμοπολιτισμού που παντού και πάντοτε τα πάντα ισοπεδώνει και κάτω στους τεράστιούς του τροχούς εξαφανίζει και εθνισμό και γλώσσα, ακόμα και θρησκεία.
Βέβαια στο Καταστατικό της οργανώσεώς σας δεν αναγράφονται αυτά που λέγω ως άρθρα, αλλά ο απώτερος, ο σοβαρότερος σκοπός και η τελική επιδίωξη που πρέπει να επιδιώκει ένα Σωματείο σαν το δικό σας, παραμένει αυτός κι ας μην είναι γραμμένος πουθενά στα χαρτιά, αρκεί ότι είναι γραμμένος ο σκοπός αυτός μέσ' στις Ελληνικές Ποντιακές ψυχές σας, είναι ζυμωμένος με το αίμα που τρέχει στις φλέβες σας, που το κληρονομήσατε απ' τους πατέρες σας.
Δεν έχει σημασία πώς θα ονομάσετε το Σωματείο σας, αρκεί, υπό οιανδήποτε ονομασίαν, να αποτελεί πραγματική ένωση, να είναι ένα και μοναδικό Σωματείο στο οποίον ν' ανήκετε όλοι, για το οποίον να δουλεύετε όλοι, αγαπημένοι και ενωμένοι. Θυμηθείτε τα προγονικά κατορθώματα τα οποία επετεύ­χθησαν χάρις στην ομόνοια, την ένωση και την συνεργασία όλων των παραγόντων κάθε πόλεως και κάθε χωριού του Πόντου.
Εν ονόματι της αγάπης και προσηλώσεώς σας στα πάτρια, εν ονόματι του Πόντου, σας εξορκίζω να είστε ενωμένοι. Εν τη ενώσει η δύναμις. Ας πρυτανεύσει ανάμεσά σας το πνεύμα της προσφοράς και της αυτοθυσίας. Ας θυσιάσει ο καθένας τας προσωπικάς του φιλοδοξίας για το κοινό καλό κι ας δουλέψει γι' αυτό, σε όποια θέση κι αν βρίσκεται.
Εύχομαι αι πατριωτικαί αυταί παραινέσεις, ενός ανθρώπου που γήρασε εν τη διακονία των κοινών, να βρουν την δέουσα απήχηση και να επιφέρουν την ευλογημένη Ένωση και Ομόνοια αναμεταξύ σας. Ο διχασμός πάντα φέρνει κακοδαιμονία σ' εκείνους που τον καλλιεργούν, αλλά και στο σύνολο μέσα στο οποίον φυτρώνει.
Ενωμένοι θα μπορέσετε και τον ίδιο τον εαυτό σας να βοηθήσετε, αλλά προ παντός θα έχετε τη δύναμη να δώσετε χείρα βοηθείας και σ' άλλους συμπατριώτας μας που μπορούν να έχουν ανάγκην συ­μπαραστάσεως — προ παντός στα πρώτα τους βήματα — στην φιλόξενη, μα πάντα ξένη χώρα όπου ζείτε.
Πάνω δε απ' όλα, ενωμένοι θα κατορθώσετε να κρατήσετε άσβεστο το πυρ της εθνικής εστίας που φέρατε μαζί σας στα ξένα.


Αγκαλιάζω και φιλώ όλους σας μ' αγάπη.





ΦΙΛΩΝ ΚΤΕΝΙΔΗΣ

Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah