Υπήρξαν αρκετοί που αμφισβήτησαν το δικαίωμα
των Ποντίων να εκφραστούν λογοτεχνικά στη διαλεκτό τους. Θεωρήθηκε, μάλιστα,
ότι η λογοτεχνική έκφραση στην ποντιακή διάλεκτο είναι και επικίνδυνη, γιατί,
τάχα, διασπά την πολιτισμική συνοχή των Ελλήνων.
Ένα άρθρο που
προκάλεσε τότε πολλές αντιδράσεις και συζητήσεις, που συνεχίζονται μέχρι και
σήμερα, ήταν εκείνο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Χρονικά του Πόντου»
(1943-1954), στη στήλη «Ελεύθερες γνώμες», με τίτλο «Δύο προβλήματα».
Ο Ξένος Ξενίτας - όπως και πολλοί άλλοι
Πόντιοι λόγιοι - δεν μπορούσε να δεχθεί ότι, μετά την αναγκαστική ανταλλαγή των
πληθυσμών το 1922-1923 και το στέριωμα των προσφύγων στην Ελλάδα, δεν θα
μπορούσαν οι Πόντιοι να αναπτύξουν την ιδιωματική τους λογοτεχνία, όπως έγραφε
ο φιλόλογος Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, που ισχυριζόταν ότι η ιδιωματική λογοτεχνία,
γενικά, εκτός από βλαβερή ήταν και περιττή.
Σημειώνεται ότι ο
Γάλλος συγγραφέας
Φρεντερίκ Μιστράλ πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1904 για το σύνολο του
συγγραφικού του έργου, που ήταν γραμμένο στην προβηγκιανή διάλεκτο, για την
αναγέννηση της οποίας πρωτοστάτησε ο ίδιος τον 19ο αιώνα.
Το ενδιαφέρον άρθρο
του Ξενίτα αναφέρει:
Στο 2ο τεύχος του «Ποντιακού Θεάτρου» (περιοδικό που
έβγαινε στην Αθήνα το 1950-1952) δημοσιεύτηκε σημείωμα του κ. Γιώργου Λαμψίδη,
όπου καταδικάζονται γενικά οι μεταφράσεις αρχαίων θεατρικών έργων στην ποντιακή
διάλεκτο. Δεν αναλογεί σε μας να κρίνομε τη γνώμη αυτή. Θα θέλαμε μόνο, με την ευκαιρία, ν' ανακινήσουμε ένα
ζήτημα συγγενικό, που εννιά μήνες τώρα περιμένει την έγκυρη επιστημονική
τοποθέτησή του.
»Στην εφημερίδα «Το
Βήμα» της 7-10-49, ο διακεκριμένος διανοητής Κ. Θ. Δημαράς, κρίνοντας τα πρώτα
δύο βιβλία της σειράς της «Ποντιακής Λογοτεχνίας» (Μια σειρά που ξεκίνησε ο
Ιορδάνης Παμπούκης), εκφράζεται με πρόδηλο σκεπτικισμό για την ωφελιμότητα
της προσπάθειας που καταβάλλεται στην καλλιέργεια της ιδιωματικής γενικά
λογοτεχνίας, μέσα στη σημερινή ελληνική γλωσσική πραγματικότητα.
Δε διστάζει
μάλιστα ν' αποφανθεί και συμπερασματικά με τούτον τον κατηγορηματικό αφορισμό (στο
περιοδικό, με αραιά γράμματα): «Το ιδιωματικό λοιπόν στοιχείο δεν επιβάλλεται,
όπως στην περίπτωση άλλων λογοτεχνιών, αλλά είναι και περιττό! Θα μπορούσε
μάλιστα να γίνει και βλαβερό».
»Κανένας, ασφαλώς,
ούτε και ο πιο φανατικός τοπικιστής, δεν αμφιβάλλει για την καλόπιστη γνώμη του
διαλεχτού μας κριτικού. Να πούμε και πως η κρίση αυτή βασικά είναι λαθεμένη;
»Αν η υπεύθυνη
έγγραφη διατύπωση γνώμης αρκούσε να στηριχτεί μόνο στη διαίσθηση και στον
υποκειμενικό παράγοντα της λατρείας που έχει καθένας προς κάθε τι όπου
συνδέεται με το γενέθλιο του τόπο, δεν θα δυσκολευόμασταν να το πούμε. Όμως
χρειάζεται κάτι παραπάνω απ' αυτά. Χρειάζεται ειδικότητα. Και ειδικότητα
πολύπλευρη, «πολυμερής». Γιατί όπως παρουσιάζεται το ζήτημα, νομίζομε πως δεν
μπορεί να περιοριστεί στην αρμοδιότητα μιας και μόνης επιστήμης.
Στο προκείμενο, χρέος έχουν να λάβουν το λόγο
και ο επιστήμονας λαογράφος και ο γλωσσολόγος και ο φιλόλογος και ο ιστορικός. Συνθετική
είναι η μορφή και το περιεχόμενο του ζητήματος. Έπειτα, στην περίπτωσή μας
συντρέχει και άλλος λόγος:
Η καλλιέργεια της ποντιακής λογοτεχνίας, με τη
διαφοροποίηση που μοιραία γίνεται μέσα στο μεγάλο χωνευτήρι της ελεύθερης
Ελλάδας όπου σκόρπισε, ανακατεύθηκε και ολοένα ζυμώνεται και ο λαός μας, δεν
πρόκειται να διαρκέσει πάρα πολλά χρόνια. Και τον παράγοντα αυτόν θα πρέπει να
τον έχει υπόψη της η σχετική έρευνα.
»Εννιά μήνες, το
πρόβλημα που έθεσε ο Κ. Θ. Δημαράς έμεινε άλυτο. Και τώρα, με το σημείωμα του
Γ. Λαμψίδη που αναφέραμε, το «ένα πρόβλημα» απλώθηκε σε «δύο προβλήματα».
Παραμένει ωστόσο η καταδικαστική γνωμοδότηση του Κ. Θ. Δημαρά, που έμεινε
αναπάντητη.
Είναι γνωστό πως όταν σε μια γνωμοδότηση δε
γίνουν εγκαίρως οι νόμιμες ενστάσεις, η γνωμοδότηση γίνεται έγκυρη,
«καθίσταται απρόσβλητος». Ευτυχώς στα ζητήματα αυτά δεν υπάρχει καμιά νομοθεσία
που να καθορίζει προθεσμίες.
Συνεπώς, όλος ο καιρός υπάρχει, μα και είναι
καιρός πια, να ενδιαφερθούν για το ζήτημα οι ειδικοί: Οι καθηγητές μας Στ.
Κυριακίδης, Μ. Τριανταφυλλίδης, Ν. Βέης, Ν. Ανδριώτης, Γ. Μέγας, η Κα Μέλπω
Μερλιέ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και Δ/της (διευθυντής) του
Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Α. Α. Παπαδόπουλος, ο τ. γυμνασιάρχης Γ.
Σουμελίδης, ο φιλόλογος I. Παμπούκης κ. ά.
Για να μας λύσουν και τα δύο προβλήματα.
Για να μας πουν αν κάνομε καλά που ασχολούμαστε με τις δουλειές αυτές, ή αν
ματαιοπονούμε και προ παντός αν βλάπτομε. Είμαι της γνώμης ότι το «Ποντιακό»
(περιοδικό) μπορεί να αναλάβει την διεξαγωγή αυτής της έρευνας.
Σύρα 16-7-50
ΞΕΝΟΣ ΞΕΝΙΤΑΣ.
Ο αναφερόμενος από
τον Ξενίτα, καθηγητής γλωσσολογίας, τότε, στο ΑΠΘ, ο Νίκος Ανδριώτης, έγραψε,
επίσης, για την ποντιακή ιδιωματική λογοτεχνία:
«Δεν συμφωνώ καθόλου με τη γνώμη ότι δεν έχει
κανένα σκοπό η λογοτεχνική καλλιέργεια της ποντιακής διαλέκτου.
Απλώς το ότι
εκατοντάδες χιλιάδων ανθρώπων την αισθάνονται ως μητρική τους γλώσσα και ζουν
με αυτήν τις αναμνήσεις τους θα ήταν αρκετός λόγος για να γράφεται σ' αυτή
κάθε λογοτεχνικό είδος.
Αλλά και οι άλλοι
Έλληνες και ιδίως η επιστήμη (γλωσσολογία, λαογραφία) κέρδος έχουν από την
καλλιέργειά της, γιατί βιβλία σαν 'Το καλαντόνερον' (του Γιώργου Ζερζελίδη) μας
επιτρέπουν να γνωρίσουμε καλύτερα τη διάλεκτο και την ψυχή των Ποντίων, παρά οι
συνήθεις λαογραφικές και γλωσσικές συλλογές.
Και για τη γλωσσική μας ακόμα
ιστορία, το ότι η ποντιακή διάλεκτος, πριν σβήσει, έδωσε και λογοτεχνικές
αναλαμπές, νομίζω πως θα θεωρηθεί κάποτε πιο τιμητικό για τον ελληνισμό που τη
μιλεί ακόμα, παρά ένας αφανής και άδοξος θάνατος της».
Πάρα πολλοί
ερευνητές, γλωσσολόγοι, λαογράφοι, ιστορικοί και άλλοι είναι υποχρεωμένοι να
καταφεύγουν στα ποντιακά λογοτεχνικά κείμενα, για να δώσουν εναργέστερα και με
περισσότερες αποδείξεις τα θέματά τους.
Πηγη:Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Πηγη:Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"