Η εφημερίδα
«Μπόστον γκλομπ», που τον αποχαιρέτησε ως «σεβαστό και επιτυχημένο ιατρό, και
πρωτοπόρο στην επιστήμη της σύγχρονης αναισθησιολογίας», έγραψε ότι ο
Κωνσταντίνος Χιονίδης επέλεξε το όνομα Τζον, για να τιμήσει τον πατέρα του
Ιωάννη, που «εξαφανίστηκε» στις περίφημες «εθνικές εκκαθαρίσεις» των Τούρκων,
το 1922.
Τότε ο μικρός Κωνσταντίνος ήταν μόλις εφτά χρόνων, όταν με τη μητέρα του Μαγδαληνή και τις τρεις αδελφές του έφυγαν από τον Πόντο για να σωθούν.
Τότε ο μικρός Κωνσταντίνος ήταν μόλις εφτά χρόνων, όταν με τη μητέρα του Μαγδαληνή και τις τρεις αδελφές του έφυγαν από τον Πόντο για να σωθούν.
Έζησαν 2,5 χρόνια
σ' ένα προσφυγικό στρατόπεδο σε ξερονήσι και υστερα εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη, όπου η ελληνική
κυβέρνηση τους έδωσε ένα μικρό χωράφι να καλλιεργούν. Έβγαλε το σχολείο, πήγε
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αποφοίτησε το 1946 με άριστα από την Ιατρική Σχολή.
Πέρασε έπειτα, μέσα στον άγριο Εμφύλιο, δύο δύσκολα χρόνια στον στρατό, και
έπειτα πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί.
Το 1951 ξεμπάρκαρε
στη Νέα Υόρκη, όπου παντρεύτηκε μια συμπατριώτισσά του, την Άννα Ανδρεάδη, και
έμειναν εκεί για πέντε χρόνια. Το 1956 μετακόμισαν στη Βοστώνη. Εκεί, εργάστηκε
επί 25 χρόνια ως διευθυντής Αναισθησιολογίας στο Οφθαλμολογικό Νοσοκομείο της
Μασαχουσέτης και αργότερα έγινε καθηγητής Αναισθησιολογίας στην Ιατρική Σχολή
του Πανεπιστημίου της Βοστώνης.
Εκτός από τις
επιστημονικές του δραστηριότητες, αφοσιώθηκε με την καρδιά του στην ελληνική
κοινότητα της Βοστώνης, όπου πρωτοστάτησε στην ίδρυση συλλόγου με την ονομασία
«Παναγία Σουμελά», που διοργάνωνε πολιτιστικές εκδηλώσεις και έδινε υποτροφίες
σε Ελληνόπουλα που δεν είχαν αρκετά λεφτά και ήθελαν να σπουδάσουν. Βοήθησε πολλούς
Έλληνες μετανάστες να γίνουν γιατροί.
Το «Σνόου», που
τοποθέτησε ως επώνυμό του από τα πρώτα του χρόνια στην Αμερική, δεν είναι παρά
η αγγλική μετάφραση του ελληνικού «Χιονίδης».
Η γυναίκα του, με
την οποία ήταν παντρεμένος 55 χρόνια, μίλησε για έναν άνθρωπο «που δεν ξέχασε ποτέ τι σημαίνει φτώχεια».
Ήταν εφτά ετών, όταν απέκτησε το πρώτο του ζευγάρι παπούτσια. «Έμαθε να εκτιμά ότι είχε και να μην
παραπονιέται ποτέ. Πίστευε ότι πρέπει, όσοι καταφέρνουν να επιτύχουν στη ζωή
τους, να επιστρέψουν κάτι στην κοινωνία. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που ήξερα, ο
οποίος θεωρούσε τιμή του να πληρώνει φόρους».
Από την ημέρα που
συνταξιοδοτήθηκε, ταξίδευε σε όλον τον κόσμο, όπου υπήρχε Ελληνισμός, και
έδινε διαλέξεις για τον ελληνικό πολιτισμό και τον Πόντο.
Στο φέρετρό του, ο «καθηγητής Σνόου», όπως
έγραφε η πλάκα, κρατούσε ένα ματσάκι από «Δάκρυα της Παναγίας» - λουλούδια του
Πόντου, που λάτρευε.
Χρήστος Μιχαηλίδης
Δημοσιογράφος
Πηγη: Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"