"Σαλάκ' έσαλακίασα, ν' άϊλλοί πού θά
φορτούται,
άντραν
πού έχ' 'ς σήν ξενιτάν ας πάει ρούζ' καί σκοτούται".
(Το φορτιό μου ετοίμασα, αλίμονο σε μένα,
όποια έχει άντρα στην ξενιτιά, να πέσει να
σκοτωθεί).
Νοιώθει κανείς
εύκολα τον πόνο και την τυραννία αυτής της νέας γυναίκας, που μέσα στην απελπισία της,
έστω και για μια στιγμή, αποζητά τον σκοτωμό. Και όχι μόνο για τον εαυτό της,
αλλά και για όλες τις άλλες που τυραννιούνται όπως αυτή, που ζούνε μόνες χωρίς χαρά, χωρίς αγάπη, μια ζωή
ανυπόφορα σκληρή.
Πολύ σκληρή. Φτάνει
να σκεφτούμε ότι οι περισσότερες γυναίκες της Σάντας είχαν "πτώση της μήτρας" από τα βάρη
και τα φορτώματα που σήκωναν στις πλάτες.
"Καί κουσκουτάν' έφύτρωσεν ς' άποσκάλ'
ντό θερίζω,
ινσαλλαχ έρ'ται άντρας-'ιμ, τόν κόσμον νά
κερδίζω".
(Κουσκουτάνι εφύτρωσε στον τόπο που θερίζω,
μακάρι να 'ρθει ο άντρας μου, τον κόσμο θα
κερδίσω).
Γεμάτη χαρά η
νυφοπούλα όταν είδε το "κουσκουτάν'" ανάμεσα στα χόρτα που θέριζε,
έκανε όνειρα, σκέφθηκε πως θα της συμβεί κάτι καλό. Τί άλλο; Ο γυρισμός του
αγαπημένου. Τι θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη χαρά απ' αυτό; Τον κόσμο
ολόκληρο θα της χάριζε ο ερχομός του. Παρηγοριά για την καημένη νυφοπούλα.
Το
"κουσκουτάν'" ήταν αγριόχορτο που οι Σανταίες πίστευαν πως έφερνε
καλό σ' αυτόν που το εύρισκε.
Όπως εδώ θεωρείται
ευτυχία να βρει κάποιος τετράφυλλο τριφύλλι και μάλιστα όταν το βρουν το
κάνουν φυλαχτό.
"Ποτάμ'-'ιμ παρακαλώ 'σε νά ίνεσαι όρμόπον,
νά 'πορώ καί δαβαίνω 'σε καί πάω μέ τ' άρνόπο
μ'".
(Ποτάμι σε παρακαλώ γίνου μικρό ρυάκι,
για να
μπορώ να σε διαβώ να πάω στον καλό μου).
"Ραχιά μή πρασινίζετεν ως νά 'κ' έρ'ται
τ' άρνόπο μ',
ας είσ'νε πάντα έρημα κι άρ' άμον τό καρδόπο μ'".
(Βουνά μη πρασινίζετε, αν δεν έρθει ο καλός
μου,
να είστε πάντα έρημα, όπως ειν' η καρδιά μου).
Ζητά από τον φυσικό
της περίγυρο, τα ορμητικά ποταμάκια, τα καταπράσινα βουνά, να την νοιώσουν, να
την συμπαρασταθούν, να είναι λυπημένα, να μην έχουν την χαρά της πράσινης
ανοιξιάτικης χλόης, να μείνουν κι αυτά έρημα σαν την καρδιά της, που περιμένει
τον αγαπημένο της.
"Ελα παπόρ', έλα παπόρ', έλα γιαλόν...
γιαλόν-ι,
φέρε με τό μικρόν τ' αρνί μ' καί δέβα 'ς σό
καλόν-ι".
(Έλα καλό βαπόρι μου, έλα γιαλό... γιαλό,
φέρε μου την αγάπη μου και πάνε στο καλό).
"Ελα νά ποδεδίζω 'σε Ρουσίας παπορόπον,
άλλο μίαν άν έρχεσαι, φέρεν τ' έμόν τ'
άρνόπον".
(Έλα-έλα να σε χαρώ, βαπόρι της Ρωσίας,
την άλλη φορά που θα ρθεις, φέρε και τον καλό
μου).
"Θάλασσα ποδεδίζω 'σε στείλον όπίσ' τ'
άρνόπο μ',
νά μή άπομέν' ξάν εύκαιρον καί τ' έμόν τ'
έγκαλόπον".
(Θάλασσά μου να σε χαρώ στείλε τ' αρνί μου
πίσω,
για να
μη μείνει αδειανή πάλι η αγκαλιά μου).
Σαντα: Θερισμός 1905 |
Η μακρινή θάλασσα
δεν είναι στο φυσικό περίγυρο της Σανταίας γυναίκας, ξέρει, όμως, πως οι
ξενιτεμένοι, για να φτάσουν στον προορισμό τους περνούν στεριές και θάλασσες.
Γι' αυτό παρακαλεί το βαπόρι, με το τραγούδι της, να της φέρει τον καλό της.Σ'
ένα άλλο στίχο κάνει μάλιστα και τάμα, για να το καλοπιάσει:
"Ας έξερα ποίον παπόρ' θά φέρ' τ' άρνίμ'
έμέναν,
θ' άφτυνα 'ς σό κατάρτ'ν έθε χρυσόν λαμπάδαν
έναν"
Ας ήξερα ποιο καράβι θα φέρει τον καλόν μου σε εμένα
Θα άναβα χρυσό κερί πάνω στο κατάρτι
του πλοίου
Χρυσή λαμπάδα
τάζει!
"Ν' άϊλλοί τή
μαυρομάνναν άτ'ς πού έχ' τόν ξενιτέαν,
καίεται τό καρδόπον άτ'ς καί 'ίνεται
μανέαν".
(Αλίμονο στην άτυχη, που έχει τον ξενιτιάρη,
καίγεται η καρδούλα της, γίνεται μαύρη κάπνα).
Εδώ η τραγουδίστρια
κλαίει για την σκληρή μοίρα των γυναικών που έχουν τον άντρα τους στην
ξενιτιά. Η ζωή τους μαύρη και άχαρη, η καρδιά μαυρισμένη από τον πόνο, όλα τα
βλέπει μαύρα.
"Σ σήν Περσίαν άχπάσκεσαι, τρία χρόνα
άράμι,
καρδίαν
θέλ' νά ταγιανεύ' καί να μή φέρ' βαράμι".
(Για
την Περσία ξεκινάς, τρεις χρόνους στη σειρά,
θέλει καρδούλα δυνατή, να τ' αντέξει και να
μην πάθει φυματίωση).
Μακριά φεύγει η
αγάπη της, για χρόνους τρεις κατά σειρά. Είναι μεγάλο το χρονικό διάστημα,
είναι μακρινή η απόσταση. Θέλει καρδούλα δυνατή, θέλει πολλή υπομονή, για να
μην αρρωστήσει.
"Εναν χρόνον αν είχ' άτόν, πέντε χρόνα
χαμένος,
έκείνος πα άμον έμέν πάντα
τυραννιγμένος".
(Ένα
χρόνο τον είχα εγώ και πέντε ήταν χαμένος,
κι εκείνος σαν εμένανε, πάντα τυραννισμένος).
“Ποίον
κλαδίν κρατεί βρεχήν, ποίον ραχίν τά χόνα;
Τ’
έμόν τ' άρνίν 'ς σήν ξενιτάν, έέντον πέντε χρόνα".
(Ποιο
κλαδάκι κρατάει βροχή και ποιο βουνό τα χιόνια;
Η αγάπη
μου στην ξενιτιά, βρίσκεται πέντε χρόνια).
Πέντε χρόνια! Πέντε
χρόνια της χρυσής νιότης χαμένα! Πέντε χρόνια προσμονής. Πώς να μη την πνίγει
το δάκρυ, το παράπονο, ο καημός!
"Χά έρθα, χά θά έρχουμαι καί ς' σό παπόρ'
κι έμπαίν'τς,
καί
μετ' ατά τά ψέματα σ', τό ψηόπο μ' θά τελέν'ς".
(Μια έρχομαι και μια θα 'ρθω, στο βαπόρι δεν
μπαίνεις,
με αυτά σου τα ψέματα την ψυχούλα μου
βγάζεις).
"Ελα
πουλί μ' άς σά μακρά, ντ' έστάθες έκανέθεν,
(Έλα καλέ μου από μακριά, σε φτάνει, όσο
κάθισες,
η
καρδούλα μου μαύρισε και η ψυχή μου τέλειωσε).
Τραγούδι, κλάμα, παρακάλιο...
Έλα καλέ μου επί
τέλους, λέει η νέα γυναίκα. Μου τέλειωσε η υπομονή. Η καρδιά μου μαύρισε από
τον πόνο. Νοιώθει πως η ψυχή της λίγο-λίγο σιγοφεύγει από τα χείλη της.
"Αρνίμ' έπήες ς' σά μακρά ς' σό τσόλ' την ξενιτείαν,
έναν γραμμόπον κι έστειλες νά χαίρεται ή καρδία μ'".
(Αγάπη μου πήγες μακριά, στην έρμη ξενιτιά,
Ένα γράμμα, λίγα
λόγια από κείνον. Μια απόδειξη ότι τη σκέφτεται, ότι δεν την ξεχνάει, την
αγαπάει.
"Θά 'φτάω 'φέτος παλαλά καί κι θά
ημερεύω,
όφέτος
πα άν κιέρχεσαι, άλλο κι ταγιανεύω".
(Τρέλες θα κάνω φέτος εγώ και δεν θα ημερέψω,
αν και φέτος δεν ερθείς, στο λέω δε θ'
αντέξω).
"Εγώ τ' όνεμα σ' έγραψα ς' ση πεγαδί τό
τάσ-ι,
όφέτος
πά άν κιέρχεσαι ή κάρδαμ' θά φέρ' πάσ-ι".
(Τ' όνομά σου το έγραψα στου πηγαδιού το τάσι,
φέτο πάλι αν δεν ερθείς, η καρδιά μου θα
σκουριάσει).
Έναν άλατοφύτανον έντώκα κι έγκαλάστα,
έθάρρεσα τ' άρνόπο μ' εν', κάποθεν έρθεν
ράστα".
(Ένα φυντάνι έλατου αγκάλιασα με πάθος,
νόμισα ειν' η αγάπη μου, που ήρθε κατά λάθος).
Ο καημός, η
νοσταλγία, η επιθυμία θολώνει το μυαλό τόσο πολύ, που η καημένη η ερωτευμένη
νυφοπούλα αγκάλιασε το φυντάνι του έλατου, νομίζοντας πως ήταν ο καλός της.
"Τό γράμμα σ'
σίτα 'δέβαζαν, όγώ κάποθεν έρθα,
σαμαντό είπαν 'θά
χειμάζ", όγ' άλλο κι εφουκρέθα".
(Καθώς διάβαζαν το
γράμμα σου, πλησίασα κι εγώ,
μόλις άκουσα πως θα
ξεχειμωνιάσεις, δεν έμεινα ν' ακούσω).
Δεν την ενδιέφερε
το παρακάτω, αυτό που άκουσε ήταν αρκετό να την ταράξει.
Θα ξεχειμωνιάσει,
σκέφτηκε, δεν θα 'ρθει! Πήρε τον πόνο της αγκαλιά και έφυγε αθόρυβα.Κρυφά, να μη δει κανείς τα
δάκρυα που κύλησαν στ' απελπισμένα μάτια της.
Όπως βλέπουμε, όλα
τα τραγούδια τους, θλιμμένα και πονεμένα, μαρτυρούν τον πόνο, τον πόθο, τον
καημό, την αγάπη, τη μοναξιά.
Ίσως αυτός ο πόνος
του χωρισμού, ο καημός, η μοναξιά, η προσμονή, όλα αυτά τα συναισθήματα,
συνδυασμένα με την ομορφιά και την μαγεία της παραδεισένιας φύσης της Σάντας,
ήσαν η αιτία που προκαλούσε στις γυναίκες την έφεση για ποίηση και τις έδινε
την δυνατότητα να πλάθουν στίχους, να κάνουν ποιήματα.
Ποιήματα όμορφα,
ανθρώπινα, συγκινητικά, απλοϊκά, μα πάνω απ' όλα γνήσια κι αληθινά, βγαλμένα
απ' την καρδιά και για την καρδιά.
Στα τραγούδια της
ξενιτιάς είναι ενταγμένα και τα τραγούδια που αναφέρονται στο δέντρο της
σφενδάμης, τό σπεντάμ', όπως το έλεγαν οι Σανταίοι.
Ήταν το δένδρο που
το αγάπησαν πολύ οι Σανταίες και το τραγούδησαν περισσότερο από κάθε άλλο
δένδρο.
Τό σπεντάμ',
πληθυντικός τά σπεντάμα, είναι ένα είδος πλατύφυλλου πλατανιού που βγαίνει -
φύεται - σε μέρη υγρά και σκιερά, συνήθως κοντά σε νεροπηγές.
Το πολυαγαπημένο
και πολυτραγουδημένο "σπεντάμ'", έφερνε μηνύματα, άλλοτε ελπίδας και
χαράς και άλλοτε πίκρας και απελπισίας.
Συνδέθηκε με τους
καημούς της ξενιτιάς και του αποχωρισμού, της μοναξιάς, αλλά και με την ελπίδα,
με την χαρά και τη λαχτάρα του ποθητού γυρισμού των ξενιτεμένων.
Το δένδρο
"σπεντάμ'" είχε την ιδιότητα να κιτρινίζει τα φύλλα του νωρίτερα από
τα άλλα δένδρα, έφερνε νωρίτερα, το μήνυμα του φθινοπώρου, έφερνε δηλαδή κοντά
την ευλογημένη ώρα που θα γύριζε ο καλός τους από τα ξένα.
Κάθε νέα γυναίκα
είχε το δένδρο της, τό σπεντάμ' ν άτ' ς. Αν κιτρίνιζαν τα φύλλα του νωρίς, θα
ερχόταν ο αγαπημένος της από την ξενιτιά. Αν αργούσαν να κιτρινίσουν, θ'
αργούσε να γυρίσει ο καλός της.
Όταν η Σανταία
έλεγε "Τό σπεντάμ' ' ιμ' έσαριλάεψεν", εννοούσε πως πήρε το μήνυμα
ότι ο αγαπημένος της, με το θέλημα πάντα του Θεού, το φθινόπωρο θα είναι κοντά
της. Τότε χαρούμενη κι ευτυχισμένη τραγουδούσε:
“Σπεντάμ' έσαριλάεψες 'ς σ' άποσκαλί' μ' τό γιάνι,
καί τά φυλλόπα σ'
κίτρινα, βαμμένα 'ςσήν πογιάν-ι"
(Σφενδάμη μου
κιτρίνισες στην άκρη του χωραφιού μου,
κίτρινα είν' τα
φύλλα σου, σαν με μπογιά βαμμένα).
Όμως, το
βαθυπράσινο πλατάνι, η σφενδάμη, ο καλός φίλος, ο σύντροφος του καλοκαιριού στο
θέρος, δεν έφερνε σε όλες το ίδιο καλό μήνυμα, όπως μας λέει ο παρακάτω στίχος:
"Σπεντάμ' ντ'
έσαριλάευες, ντ' έκχύουσαν τά φύλλα σ';
"Ας έποίν'νες
ύπομονήν έναν καί δύο μήνας".
(Σφενδάμη, τι
κιτρίνισες και σού 'πεσαν τα φύλλα;
Ας έκαμνες υπομονή
έναν και δύο μήνες).
Αυτή η νέα πήρε το
μήνυμα πως ο δικός της δεν θα 'ρθει το φθινόπωρο, αλλά τα Χριστούγεννα, γι'
αυτό παραπονέθηκε στο δένδρο της που βιάστηκε να κιτρινίσει.
Άλλος στίχος:
“Σπεντάμ' ντ' έσαριλαάευες 'ς σ' άποσκάλι μ' όφέτος;
Θά έρ'ται τό μικρόν
τ' άρνίμ',τ' άλλο τό Νέον Έτος".
(Σφενδάμη, τι
κιτρίνισες στο χωράφι μου φέτος;
Θα έρθει η αγάπη
μου το άλλο Νέο Έτος).
Εδώ η νυφοπούλα,
λυπημένη και κάπως πικραμένη, μαλώνει λίγο το δένδρο της που κιτρίνισε, αφού ο
δικός της έγραψε πως δεν του ήρθαν βολικά τα πράγματα και πως θα ερχόταν την
άλλη Πρωτοχρονιά.
Και καλά. Αυτή
ήξερε τουλάχιστον πότε θα 'ρχόταν ο καλός της. Θ αργούσε λίγο, αλλά θα 'ρχόταν.
Τι θα έπρεπε να πει
μια άλλη άμοιρη, που ο δικός της, χρόνια στην ξενιτιά και δεν έλεγε να γυρίσει;
Ανέβαλλε διαρκώς τον ερχομό του και ούτε καθόριζε το πότε. Έχε καλή μου
υπομονή!
Αυτή τραγούδησε με
σφιγμένη την καρδιά:
“Αβούτο τ' έμόν τό σπεντάμ', πολλά 'ς σ' όγούζ' ευρέθεν,
ό ήλεν ξάι 'κί
πέρει ατο, φυλλόπον 'κ'
έμαρέθεν".
(Αχ! Αυτή η
σφενδάμη μου, σ' ανήλιαγο βρέθηκε μέρος,
ο ήλιος δεν τη
βλέπει καν, φύλλο της δεν μαράθηκε).
Λυπάται,
πικραίνεται που το δένδρο της βρισκόταν σε τόπο ανήλιο. Όμως η δυναμική
Σανταία δεν απελπίζεται, είναι καρτερική. Ξέρει να περιμένει. Προσπαθεί να βρει
μια λύση και ξανατραγουδάει:
"Σ σήν ρίζαν
έθε νά 'κχυνα έγώ κρύον νερόν-ι,
πάλκι άτό σαριλαεύ'
κ' έρ'ται τ' άρνίν τ' έμόν-ι".
(Αν έριχνα στη ρίζα
του λίγο κρύο νερό,
ίσως κιτρίνιζε κι
αυτό κ' ερχότανε ο καλός μου).
Πολλά σοφίζεται
κανείς όταν τον ζώνει ο πόνος.
Υπάρχουν όμως και
τα χειρότερα.
“Πόσα φοράς τά φύλλοπα σ' έκχύγανε 'ς σό χώμαν;
Τά καλά χρόνα μ' έδέβαν κι
εγώ αναμένω άκόμαν".
(Πόσες φορές τα
φύλλα σου επέσανε στο χώμα;
Τα όμορφα χρόνια
πέρασαν κι εγώ περιμένω ακόμα).
Αυτή... τι να πει
και τι να ομολογήσει;
Εδώ η ιστορία μας
είναι κάπως τραγική. Περιμένοντας και περιμένοντας και να, φέτος θα 'ρθεί, και να, του
χρόνου θα 'ρθεί, περάσανε τα χρόνια, περάσανε τα χρυσά νιάτα, και κείνη, έρημη
καρδιά, περιμένει ακόμη.
Τέτοιες τραγικές
ιστορίες αφθονούσαν, δυστυχώς, στη Σάντα.
“Σπεντάμ'
τά φύλλα σ' 'κχύουνταν καί ή κάρδα μ' ματούται,
άναστορώ τή νέτε μου καί ή γούλα μ' γομούται".
(Σφενδάμη, πέφτουν τα φύλλα σου, ματώνει η
καρδιά μου,
θυμάμαι εγώ τα νιάτα μου, τρέχουν τα δάκρυά
μου).
Εδώ η τραγουδίστρια
είναι κάπως περασμένη στα χρόνια. Βλέπει με λύπη αυτά, που κάποτε της έδιναν
χαρά και ελπίδα. Αναθυμάται με πόση λαχτάρα, νυφοπούλα τότε, περίμενε να
κιτρινίσουν τα φύλλα του δένδρου της, για να έρθει ο καλός της.
Τώρα, με καρδιά
πληγωμένη και δάκρυα στα μάτια, βλέπει τα φύλλα που κιτρίνισαν, όμως μόνο το
πέρασμα του χρόνου της θυμίζουν! Ίσως ταυτίζει τον εαυτό της με το άλλοτε
καταπράσινο δένδρο, που τώρα κιτρίνισε και πέσανε τα φύλλα του.
Το
"σπεντάμ'", δένδρο σύμβολο για τις Σανταίες, όταν ήταν πράσινο
συμβόλιζε τη νιότη, όπως βλέπουμε στον παρακάτω στίχο:
"Μαύρον τσίτ' 'κί σκεπάουμαι,
πασκείμ' ντό
είμαι γραία;
Τ' έμά τά
σπενταμόφυλλα άκόμαν γερανέα".
(Μαύρο τσεμπέρι δεν
φορώ, εγώ γριά δεν είμαι,
τα φύλλα της
σφενδάμης μου, πράσινα είν' ακόμη).
Εδώ η φίλη μας δεν
θέλει να συμμορφωθεί με τους κανόνες συμπεριφοράς, που απαιτούν από την
γυναίκα, όταν έχει τον άνδρα της στην ξενιτιά και δεν βρίσκεται στην ηλικία της
πρώτης νιότης, να είναι σεμνή. Να είναι πολύ μετρημένη, να φοράει δηλαδή σκούρα
ρούχα και σκούρο τσεμπέρι στο κεφάλι. Αρνείται λοιπόν, γιατί είναι νέα και
νοιώθει νέα.
- Δεν φορώ μαύρο τσεμπέρι, λέει. Δεν
είμαι γριά!
Καημένη Σανταία! Τόλμησε άραγε να
το κάνει; Ή μόνο το τραγούδησε, για να ξεσκάσει, να διαμαρτυρηθεί, να
ξεγελάσει τον εαυτό της; Μάλλον! Κάτι τέτοια δεν ήσαν αποδεκτά στην συντηρητική
αυστηρή κοινωνία της Σάντας.
"Άμον τό
σπεντάμ' τ' έμορφον άλλο 'κί θά φυλλώνω,
έδέβαν τά νεότητα
μ' άλλο 'κί θά νεώνω".
(Σαν την σφενδάμη
την όμορφη δεν θα ξαναπρασινίσω.
Περάσανε τα νιάτα
μου και δεν θα ξανανιώσω).
Εδώ η τραγουδίστρια
συναισθάνεται πως τα χρόνια πέρασαν και δεν ξαναγυρίζουν. Δεν θα ξαναπρασινίσουν τα
φύλλα της σφενδάμης και δεν θα ξανανιώσει.
Γι' αυτό και
τραγουδάει με την συγκρατημένη θλίψη του ανθρώπου που διαπιστώνει την πικρή
αλήθεια. "Άλλο 'κί θά νεώνω", το αιώνιο παράπονο των ανθρώπων:
"Νάταν τα νιάτα δυό φορές...!".
Στην Σάντα
θεωρούσαν την σφενδάμη δένδρο φιλάρεσκο, επειδή φύτρωνε μεμονωμένο ανάμεσα στα
άλλα δένδρα για να ξεχωρίζει η ομορφιά του. Μας λέει και ο στίχος:
"Σπεντάμ' άδά, σπεντάμ' άκεί, σπεντάμ' 'ς σήν λαγκαδέαν,
φυτρών' 'ς σ' άλάτα ανάμεσα νά φανερών
ιδέαν".
(Σφενδάμη εδώ, σφενδάμη εκεί, σφενδάμη και στη
λαγκαδιά,
βγαίνει μέσα στα έλατα, να δείχνει ομορφιά).
Και αλήθεια, όπως
λέγανε οι παλιοί μας, φουντωτό και διαφορετικό καθώς ήταν, φάνταζε πανέμορφο
και πιο πολύ το φθινόπωρο, όταν κατακίτρινο φεγγοβολούσε ολόχρυσο, ανάμεσα στα
βαθυπράσινα έλατα, σαν μαγικό δένδρο του δάσους. Επειδή ακριβώς ήταν δένδρο
μοναχικό, του απέδιδαν και αλληγορική έννοια:
Αυτόν που δεν
παντρευόταν και ήταν μόνος στη ζωή, τον έλεγαν "σπεντάμ'" και την
ανύπαντρη κοπέλα "σπεντάμαινα". "'Ατός έπέμ' νεν
σπεντάμ'ς", αυτός έμεινε μόνος.
"Σπεντάμ'ς άδά, σπεντάμ'ς άκεί,
σπεντάμ'ς 'ς σήνχαμαιλέτεν,
άφίστε_άτον άς πάει χάται
κι από
'πίσ' άτ' μή κλαίτεν".
(Σπεντάμ'ς εδώ, σπεντάμ'ς εκεί,
σπεντάμ'ς και στο μύλο,
αφήστε 'τον να πάει να χαθεί
και μην κλαίτε γι' αυτόν).
Εδώ η λέξη
"σπεντάμ'ς" έχει την έννοια του ανύπαντρου. Φαίνεται πως κάποιος
ανύπαντρος στο χωριό, ήταν στόχος των κοριτσιών. Και όταν είδαν πως δεν υπήρχε
ελπίδα να τον κερδίσει κάποια απ' όλες, τον ξαπέστειλαν με την φράση.
- Αφήστε τον να πάει να χαθεί και μη κλαίτε
γι' αυτόν-ε! Η αλληγορική έννοια φαίνεται και στον παρακάτω στίχο:
"Ζωήν νά ζω 'κ' έπρόφτασα, 'κ' ένοιξα 'γώ
όμμάτα,
σπεντάμ'ς έρθα κι έπέρασα καί κ' έπέρα μουράτα".
(Την ζωή μου δεν πρόλαβα να την ζήσω, τα μάτια
μου δεν πρόλαβα ν' ανοίξω,
μόνος πέρασα τη ζωή μου, δεν χάρηκα τα όνειρά
μου).
Εδώ τραγουδάει ο
άνθρωπος, ο μοναχικός, ο άνθρωπος που δεν χάρηκε καθόλου, που δεν μπήκε στον
κόσμο. Δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε οικογένεια, έμεινε μόνος και δυστυχισμένος.
Αν τα "σπεντάμα" ήσαν τ' αγαπημένα
των γυναικών, αν τραγουδήθηκαν περισσότερο απ' όλα τα άλλα δένδρα, ένα ήταν
αυτό που είχε ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους. Ένα, που είχε το προνόμιο να
φυτρώσει δίπλα σε μιά πηγή, που βρισκόταν κοντά στο χωριό, "'ς ση
Σορσόταινας τό πεγάδ'", δηλαδή στην πηγή της Κουκουβάγιας. Από την πηγή
πήρε τ' όνομά του και το "σπεντάμ'" και το λέγανε "τη
Σορσόταινας τό σπεντάμ'".
"Τη
Σορσόταινας το σπεντάμ'" ήταν αυτό που κιτρίνιζε πρώτο κι έδινε το σύνθημα
και στα υπόλοιπα να κιτρινίσουν, για να φέρουν τη χαρά στις νυφοπούλες, όπως
λέει και ο παρακάτω στίχος:
"Τή Σορσόταινας
τό σπεντάμ' πώς εν' τοί νυφαδίων,
άλήγορα σαριλαεύ',
λιγάρα φέρ' τόν κρύον".
(Της Κουκουβάγιας η
σφενδάμη είναι για τις νυφάδες,
νωρίς γίνεται
κίτρινη, νωρίς φέρνει το κρύο).
Γι' αυτό το
αγαπούσαν οι νυφοπούλες της Σάντας, γι' αυτό το θεωρούσαν φιλικό, το μιλούσαν,
το εκμυστηρεύονταν, το παρακαλούσαν. Ήταν ο νοητός ξομολόγος, η αδελφή ψυχή,
ήταν το δικό τους δένδρο.
Το καλοκαίρι τις
δρόσιζε με τον παχύ ίσκιο του. Άπλωνε τα κλαδιά του, να τις προστατέψει από τον ήλιο και τη ζέστη, τις
νανούριζε με την μελωδία που έκαναν τα φυλλαράκια του καθώς τα διαπερνούσε το
δροσερό αεράκι.
Και 'κείνες,
κουρασμένες από το θερισμό, έγερναν αμέριμνες και παίρνανε ένα υπνάκο.
Πόσες φορές δεν
άκουσε τους στεναγμούς και το κρυφό τους κλάμα! Χαμήλωνε τότε τα κλαδιά του με
υπομονή και αγάπη, να τις γλυκάνει τον πόνο, να γαληνέψει την ψυχή τους. Φίλος
πιστός, ακούραστος, έμπιστος.
Όμως και άλλες
τόσες φορές τις είδε να γελάνε, να τραγουδάνε, να χορεύουν, να χαίρονται...
Για της
"Σορσόταινας το σπεντάμ'" έχουμε και άλλους στίχους:
"Τή
Σορσόταινας τό σπεντάμ' νά εν' άφωρισμένον,
έκεί_άπάν' έφιλέθαμε μέ τόν καταραμένον".
Εδώ βλέπουμε η
σφενδάμη να γίνεται μάρτυρας μιας μυστικής συνάντησης δύο ερωτευμένων νέων, που
όπως ήταν φυσικό, η συνάντηση κατέληξε σ' ένα ερωτικό φιλί!
Τραγουδίστρια αυτού
του στίχου ήταν η Μαρία Σπυριδοπούλου από το Ισχανάντων. Κάποια στιγμή που
κάθισαν να ξεκουραστούν στον ίσκιο του δένδρου, αναπόλησε τις όμορφες στιγμές
εκείνης της συνάντησης με τον αρραβωνιαστικό της και τραγούδησε τον παραπάνω
στίχο.
Από σεμνότητα, όπως
έπρεπε στις νέες της εποχής, δεν είπε το όνομα του αρραβωνιαστικού, αλλά τον
ονόμασε... καταραμένον!
Τι ήθελε να το
τραγουδήσει η καημένη; Φάνηκε αστείο στις φίλες της, το είπαν, το ξαναείπαν
και από τότε της έμεινε το παρατσούκλι η "Καταραμέντσα".
Θυμάμαι, στην
Κατοχή, όταν ήμασταν στην Νέα Σάντα, γνώρισα τον γιο της που ήταν σοφέρ σ' ένα
γκαζοζέν αυτοκίνητο και όλοι τον έλεγαν: "Τη Καταραμέντσας ό Κώστης".
Το παρατσούκλι έμεινε ακόμη και στον γιο της. Και άλλος στίχος:
"Τή
Σορσόταινας τό σπεντάμ' θά σύρω 'ς σόν πιάγκον,
'ς σόν κόσμον νάμή χαίρεται τή....... ό
Γιάγκον".
(Της
κουκουβάγιας τη σφενδάμη θα βγάλω σε λαχείο,
τη ζωή του να
μη χαρεί ο Γιάγκος του.......... ).
Για την νέα αυτή, το αγαπημένο δένδρο ήταν πια
άχρηστο. Θέλει να το ξεπουλήσει, να το βάλει σε κλήρωση. Δεν θα της φέρει ποτέ
χαρά. Ο άπιστος αρραβωνιαστικός παντρεύτηκε μιαν άλλη. Η απελπισία από την
εγκατάλειψη οδηγεί την νέα στην βαριά κατάρα: - Να μη χαρεί τη ζωή του ο
Γιάγκος.
Ο στίχος αναφέρεται
σε αληθινή ιστορία. Οι απόγονοι των δύο οικογενειών ζουν εδώ και είναι γνωστοί!
Έτσι είμαι υποχρεωμένη ν' αποσιωπήσω το επίθετο του Γιάγκου.
"Τά κλαδία σ' τ' ανάμεσα, γομάτα είν' πουλλόπα,
τραβωδίας σεβνταλία λέγ' νε γιά τά
κορτσόπα".
(Στα κλαδιά σου ανάμεσα γεμάτα ειν' πουλάκια,
τραγουδάκια ερωτικά λεν' για τα κοριτσάκια).
Πουλιά και νέες
τραγουδούν τον έρωτα. Τα πουλιά στα κλαδιά του δένδρου και οι νέες κάτω απ' τον
ίσκιο του. Όμορφες εικόνες, όμορφες στιγμές!
Στις ζεστές μέρες
του καλοκαιριού, στην εποχή του θερισμού, όλοι τρέχανε να ξεκουραστούν στον
ίσκιο του από κάτω, ενώ τα πουλάκια τραγουδούσαν μελωδικά για την αγάπη:
"Τό θέρος μικροί καί τρανοί, 'ς σήν ισκια σ' άλ'γορούνε,
καί τά
πουλλόπα τή Θεού, τήν έγάπ' τραβωδούνε".
(Μικροί-μεγάλοι τρέχουνε στον ίσκιο σου από
κάτω,
και τα πουλάκια τραγουδούν γλυκά για την
αγάπη).
Τα τραγούδια της
σφενδάμης συγκινούν ακόμη και μας προκαλούν λύπη και πόνο.
Πόπη Τσακμακίδου -Κωτίδου
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου