«Ο
κοινός άνθρωπος ζει, μεγαλώνει και πεθαίνει. Ο συγγραφέας- αγωνιστής
κάνει το αντίθετο- πρώτα βρίσκει τη δύναμη να πεθάνει, έπειτα μεγαλώνει,
και ζει για να μην πεθάνει ποτέ»
«Ονομάζομαι Βίκτωρας Σιβετίδης. Είμαι συγγραφέας - πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία». Αυτά περιλαμβάνονται ανάμεσα στα άλλα που έγραψε για τον εαυτό του, τον Νοέμβριο του 1982 στο Βουκουρέστι, απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, που μόλις είχε αναγνωρίσει την Εθνική Αντίσταση.
«Αγκάλιασα
και έκλαψα με την αναγνώριση της Αντίστασης. Αγκάλιασα και φίλησα τη
σημαία του ΠΑΣΟΚ. Επιτέλους, η Οδύσσεια μας τελείωσε! Είχα κατά νου μου
τον θάνατο. Τώρα μπορούν να ξαποστάσουν τα εβδομηντάχρονα ... νιάτα μου.
Κατάχτησα τους ντόπιους - σ. σ. Ρουμάνους - Θεμελίωσα δεσμούς στη χώρα
αυτή του ευγενούς γένους των Δακών. Θεμελίωσα δεσμούς ακατάλυτους μαζί
τους. Έδωσα πάνω από 32 βιβλία μου για παιδιά και μεγάλους».
Δάσκαλος σε ελληνικά σχολεία, στη Ρουμανία
Ο
Βίκτωρ Σιβετίδης, κατά τα πρώτα χρόνια της αναγκαστικής παραμονής του
στη Ρουμανία, εργάστηκε ως δάσκαλος και συνδιευθυντής στο ελληνικό
οχτατάξιο σχολείο της Βράίλας. Στη Φλωρίκα, το χωριό του Μπελογιάννη,
έβγαλε την εβδομαδιαία ελληνική εφημερίδα «Νέα Ζωή». Στο Βουκουρέστι,
στη συνέχεια, έβγαλε το περιοδικό για παιδιά «Αετόπουλα». Συνεργάτες
του ο πανεπιστημιακός από το Κάιρο της Αιγύπτου Γιώργος Αθανασιάδης και η
συγγραφέας Έλλη Αλεξίου. Στόχος του περιοδικού ήταν να έρθουν σε επαφή
τα Ελληνόπουλα με την ελληνική γλώσσα, τα ήθη, τον πολιτιστικό πλούτο
της προοδευτικής Ελλάδας.
Κατόπιν
δίδαξε στο ελληνικό γυμνάσιο του Βουκουρεστίου, ένα σχολείο που είχε
μακρόχρονη παράδοση στην ελληνική γλώσσα. Στο γυμνάσιο αυτό παρέδιδε
μαθήματα ελληνικής και ρωσικής γλώσσας, και έκανε και μαθήματα
ιχνογραφίας και γυμναστικής.
Όταν ξεχείλισε το πικρό ποτήρι της ξενιτιάς
Από
το σχολείο αυτό πήρε τη σύνταξη του, λόγω αναπηρίας του στην ακοή. Είχε
τραυματιστεί στο κεφάλι στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 - 1941.
Συνταξιούχος πλέον, κλείστηκε στο γραφείο και συνέχισε αποκλειστικά τη
συγγραφική του εργασία, «μεταφέροντας την πίκρα και το δάκρυ της
ξενιτιάς στο χαρτί». Την απασχόληση αυτή τη θεωρεί γλυκιά, μια γλυκιά
αρρώστια, που έκανε ακόμη και τον Οδυσσέα να κλάψει, όταν είχε
ξεχειλίσει το πικρό ποτήρι της ξενιτιάς.
«Όλα φωνάζουν για την ελληνικότητα μου»
«Τα
ίδια τα πράγματα και τα πιστοποιητικά μου, άλλωστε, λένε ότι είμαι
Έλληνας, ότι ήρθα στη ζωή τη νύχτα της 29ης Σεπτεμβρίου 1912, στο χωριό
Τιβίκ του Καυκάσου. Για τους γονείς μου, ό,τι κι αν ήταν, δεν μου πέφτει
λόγος! Γιατί δεν τους διάλεξα. Μου τους έφερε η τύχη. Ωστόσο, μπορώ να
θεωρήσω τον εαυτό μου τυχερό* ήταν μορφωμένοι, δάσκαλοι, και με έφεραν
στον κόσμο για χατίρι του αδελφού μου, να μην στενοχωριέται το πρώτο
παιδί και να έχει κάποιον να παίζει
...
Και να δέρνει. Επιθυμίες και των τριών αδελφών, (σ. σ. του Νίκου, του
Βίκτορα και του Μάξιμου) ήταν ο ήλιος, το γάλα και ο καθαρός αέρας.
Αντιπάθειες, το σαπούνι, το σκοτάδι και το φάσκιωμα. Τα πρώτα βήματα
στην αυλή τα έκανα στα χρόνια της Οκτωβριανής επανάστασης (1917).
Αργότερα, το 1928, θα παραστήσω την Επανάσταση σε έναν πίνακα, που πήρε
το πρώτο βραβείο, χρυσό μετάλλιο, στην καλλιτεχνική έκθεση Θεσσαλονίκης,
στα «Διονύσια». Μετά, ακολούθησαν και άλλα πρώτα βραβεία».
«Έχεις αντίληψη, δεν έχεις, όμως, φαντασία! ...»
Στο
σχολείο, ο δάσκαλος τού έλεγε ότι έχει αντίληψη και του λείπει η
φαντασία, ενώ συνέβαινε το αντίθετο. Όντας δάσκαλος ο Βίκτωρ Σιβετίδης,
και συνηθισμένος στα λίγα, έπλαθε όνειρα μεγάλα. «Έτσι, σπούδασα και
μεγάλωσα στα πεζοδρόμια, στις διαδηλώσεις. Σπούδαζα και μάθαινα την
αλήθεια, την πάλη». Έκανε πολλά επαγγέλματα και, όπως έλεγε, ήταν
πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης. Έκανε τον χτίστη, τον γλύπτη, τον μουσικό -
έπαιζε βιολί -, τον δημοσιογράφο, τον ταριχευτή πτηνών και ζώων. Ως
ταριχευτής βραβεύτηκε και το βιβλίο του «Πρακτικός οδηγός ταριχεύσεως
πτηνών και ζώων», που έγραψε το 1937, συστήθηκε θερμά από το υπουργείο
Παιδείας - υπουργός Γεώργιος Παπανδρέου - για όλα τα σχολεία του
κράτους. Ως δημοσιογράφος, ο Βίκτωρ Σιβετίδης είχε την ευκαιρία να
γνωρίσει τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Έφτιαξε μουσείο για τους μικροοργανισμούς!
Λίγο
πριν από τον πόλεμο του 1940, ο Βίκτωρ Σιβετίδης οργάνωσε ένα μουσείο
για τη μελέτη των μικροοργανισμών και των μικροβίων, που έδωσε άλλη
διάσταση στις κατοπινές του μελέτες για τη φύση, τον άνθρωπο και τα ζώα.
Τότε, ο Μυτιληναίος καθηγητής της ιατρικής ζωολογίας στο πανεπιστήμιο
Αθηνών και συγγραφέας πολλών μελετών, κυρίως για την ελονοσία και τα
κουνούπια, Γεώργιος Πανταζής (1906-1973), σύστησε στον Σιβετίδη να
παραιτηθεί από δάσκαλος και να σπουδάσει στην Αθήνα ζωολογία, πράγμα που
δεν έκανε. Το μουσείο του, λίγο πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος,
του το ζήτησαν τα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Επειδή
φοβήθηκε μην καταστραφεί και για να το προφυλάξει, το μετέφερε στην
Πηγή Αξιούπολης, μαζί με τις συλλογές σπάνιων νομισμάτων και
γραμματοσήμων της τσαρικής περιόδου στη Ρωσία. Μέσα στον πόλεμο, οι
κατακτητές Γερμανοί, μαζί με Έλληνες συνεργάτες τους, έκαψαν το σπίτι
του Βίκτορα Σιβετίδη στην Πηγή και έκτοτε δεν ξέρει κανείς τι απέγιναν
οι συλλογές του, για την ύπαρξη των οποίων υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά
στοιχεία.
Βραβεία για τη συγγραφική - καλλιτεχνική του δράση
Λίγο
πριν από τον πόλεμο, πάντα, κυκλοφόρησαν και τρία τεύχη - τετράδια
γεωγραφίας για παιδιά σχολικής ηλικίας. Για όλη αυτή τη συγγραφική και
καλλιτεχνική δράση, του απονεμήθηκαν, συνολικά, ένδεκα βραβεία.
Ως
δάσκαλος και διευθυντής σχολείου - στην Καστανερή Κιλκίς, στο Διαβατά
Θεσσαλονίκης και στη Θεσσαλονίκη - εργάστηκε έως το 1939, δηλαδή
συνολικά δώδεκα χρόνια. Επειδή έπαθε η υγεία του, βγήκε στη σύνταξη ως
«παθών εν υπηρεσία και χάριν αυτής».
Το αριστείο ανδρείας στον αδελφό του λόγω ηλικίας!
Στον
στρατό, λόγω αριστερών φρονημάτων, δεν τον δέχτηκαν στη Σχολή Εφέδρων
Αξιωματικών, κρίθηκε, όμως, κατάλληλος για τον ουλαμό λοχιών, δηλαδή για
τμήμα στρατού, που το διοικεί κατώτερος αξιωματικός. Έτσι, βρέθηκε στις
πρώτες γραμμές κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, όπου και διακρίθηκε, αλλά
το αριστείο ανδρείας το απένειμαν στον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Νίκο,
λόγω ηλικίας!
«Στο
αλβανικό μέτωπο», γράφει στην αυτοβιογραφία του ο Βίκτωρ Σιβετίδης,
«έχασα και άλλο μέρος της ακοής μου, λόγω παλιάς ωτίτιδας, ύστερα από
οξεία γρίπη. Ίσως αυτό έγινε για να μην τυραννώ άλλο τα αφτιά μου, όπως
τυραννούσα τα μάτια μου αργότερα».
Ολόκληρη η οικογένεια του στην Εθνική Αντίσταση
Ολόκληρη
η οικογένεια του Βίκτορα Σιβετίδη - όπως, άλλωστε, και ολόκληρο το
χωριό του - εντάχθηκε από τους πρώτους στην πάλη κατά των Γερμανών
κατακτητών και των Ελλήνων συνεργατών τους. Η φράση «Από εδώ πάνε στο
βουνό», δηλαδή η αντίσταση κατά του κατακτητή αποτελεί χρέος κάθε
Έλληνα, που ενστερνίστηκαν χιλιάδες νέοι και νέες, είναι φράση του
Βίκτορα Σιβετίδη. Με βάση αυτήν την προτροπή, ο Κλήμης Σιβετίδης, ο
Τάκης Ακριτίδης, ο Αλέκος Ζαγγελίδης κ. ά., οργάνωσαν μια ωραία εκδήλωση
μνήμης και φρονηματισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στην Πηγή,
με ομιλητή τον γράφοντα.
Ο
Βίκτωρ Σιβετίδης αγωνίστηκε ως το 1943, παράνομος στη Θεσσαλονίκη και
μετά στο βουνό. Λόγω της αναπηρίας του, εργάστηκε, στην αρχή, στο
Γενικό Αρχηγείο -όπου πρωτοκαπετάνιος ήταν ο Πόντιος Μάρκος Βαφειάδης -
για την προετοιμασία των επιχειρήσεων. Αργότερα εργάστηκε στη
Δημοκρατική Εκπαίδευση Μαθητών, για την οργάνωση της εκπαίδευσης στην
«Ελεύθερη Ελλάδα». «Στη γερμανική κατοχή», γράφει, «απάντησα με την
ολόψυχη συμμετοχή μου στο επαναστατικό κίνημα, στα πεζοδρόμια, στις
διαδηλώσεις, και μετά το πέρασμα του αριστερού κινήματος στην παρανομία,
βγήκα και πάλι στο αντάρτικο». Πριν λήξει αυτή η αμνηστία - απάτη,
ξανανέβηκε στο βουνό και μετά την ήττα των κομμουνιστών ανταρτών στον
Γράμμο και στο Βίτσι το 1949, έφυγε στη Ρουμανία.
Διαρκείς διώξεις το 1947 από την Ασφάλεια
Το
1947, έτος πογκρόμ για την Αριστερά, ο Βίκτωρ Σιβετίδης συνελήφθη από
την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Κατηγορήθηκε για παράνομη κομματική δράση και
εκτοπίστηκε στο νησί Άγιος Ευστράτιος (Άη Στράτη) ως επικίνδυνος με την
απόφαση 4655 της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας Θεσσαλονίκης. Μετά από
περίπου δυο μήνες αφέθηκε ελεύθερος, με την αμνηστία του Θεμιστοκλή
Σοφούλη, φιλελεύθερου πρωθυπουργού, στον οποίο ανέθεσαν οι Αμερικανοί
και η βασίλισσα Φρειδερίκη να σηκώσει όλο το βάρος του εμφύλιου πολέμου.
Αφέθηκε ελεύθερος ο Βίκτωρ Σιβετίδης ως ανάπηρος του αλβανικού μετώπου
1940 -1941.
Στον
δημοκρατικό στρατό Ελλάδας (Δ. Σ. Ε.) χρησιμοποιήθηκε ο Βίκτωρ
Σιβετίδης στο γραφείο μελέτης επιχειρήσεων του Γενικού Αρχηγείου. Εκεί
πήρε τον βαθμό του λοχαγού, με διοικητές τον Γιώργο Κικίτσα και τον
Κώστα Λογοθέτη. Το 1950, στην ξενιτιά πλέον, το ΚΚΕ τον υποβίβασε στον
βαθμό του ανθυπολοχαγού πολιτικού επιτρόπου, πράγμα που αποτελούσε
προειδοποίηση για τη διαγραφή του, λόγω απειθαρχίας στη γραμμή του
κόμματος και φιλομαρκισμό (υποστήριξη της γραμμής του Μάρκου Βαφειάδη).
Στη συνέχεια, υπέστη και άλλες διώξεις, όπως και άλλοι, χιλιάδες μαχητές
του Δ. Σ. Ε.
«... Ο συγγραφέας ζει για να μην πεθάνει ποτέ»
«Βλέπετε,
πως έκανα ό,τι μπορούσα και ό,τι δεν μπορούσα, για να μείνω αυτός που
είμαι, αυτός που δεν ξέρει από ποιον να φυλαχτεί, από τη Δεξιά ή από την
Αριστερά! Ο κοινός άνθρωπος ζει, μεγαλώνει και πεθαίνει. Ο συγγραφέας -
αγωνιστής κάνει το αντίθετο* πρώτα βρίσκει τη δύναμη να πεθάνει,
έπειτα να μεγαλώσει, και ζει για να μην πεθάνει ποτέ», γράφει στην
ιδιότυπη αυτοβιογραφία του ο Βίκτωρ Σιβετίδης. «Κοντολογίς, η
ανταπόκριση μου στην επιταγή αυτή ήταν εξαιρετικά έντονη. Οι επιζώντες
διηγούνται ακόμη τους άθλους μου στο αλβανικό μέτωπο (σ. σ. 1940-1941).
Το χρέος μου εξομολογούμαι ...».
Το έργο του και τα δύο κλίματα που έζησε
Το
έργο του ως συγγραφέας, υπογραμμίζει ότι το χρωστάει στα δύο κλίματα
που έζησε* το κλίμα του τόπου όπου γεννήθηκε και έζησε, και εκείνο στο
οποίο έζησε πάνω από τριάντα χρόνια. «Θα έλεγα ότι το χρωστώ στο
μπόλιασμα των δύο αντίθετων κλιμάτων, του καπιταλισμού και του
σοσιαλισμού. Αυτή η αντιπαράθεση, με υιοθέτηση του καλού και από τα δύο
κοινωνικά συστήματα, μου δημιούργησε προβλήματα. Αλλά αυτά ανήκουν
στους κριτικούς. Να γιατί η ρουμανική διανόηση με έχει συμπεριλάβει
στους καλούς της εργάτες, και το κοινό εκτίμησε και αγάπησε το έργο μου.
Ως και στα σχολικά βιβλία συμπεριλήφθηκε δικό μου έργο».
Ζητούσε από τους άκαπνους να επαναπατριστεί
Οι
άκαπνοι της Αθήνας, αυτοί που βρίσκουν κάθε φορά τον τρόπο να υπηρετούν
στις στρατιωτικές αποθήκες του ... σπιτιού τους, στέλνοντας τους απλούς
ανθρώπους στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αρνούνταν να δώσουν την άδεια
στον Βίκτορα Σιβετίδη, και σε χιλιάδες άλλους Έλληνες αγωνιστές, να
γυρίσουν στην πατρίδα. Να δουν για τελευταία φορά τον καπνό που βγαίνει
από την καπνοδόχο του σπιτιού τους, στο χωριό ή στην πόλη. «Τώρα αναζητώ
τον τάφο μου στην Πατρίδα (σ. σ. το Π κεφαλαίο από τον ίδιο), για να
ξαποστάσει το αλβανικό μου ντουφέκι και η χλαίνη μου, η διάτρητη από
πολλές σφαίρες και θραύσματα οβίδων. Αυτό ζητάω, να επαναπατρισθώ».
Η
προτίμηση του ήταν να εγκατασταθεί στην Καλαμαριά, «όπου πέρασα τα
πρώτα βήματα της πάλης και όπου φυλάγονται, στην αίθουσα των Κρωμναίων,
τα πρώτα μου ενδεικτικά σπουδών, σε ειδική προθήκη».
Είχε απόλυτη ανάγκη συμπαράστασης
Ο
Βίκτωρ Σιβετίδης, λόγω της σοβαρής βλάβης της ακοής του, δεν μπορούσε
να βαδίσει μόνος, έχανε την ισορροπία του και έπεφτε. Είχε, επομένως,
την ανάγκη κάποιου που θα τον βοηθούσε και αυτός δεν μπορούσε να ήταν
άλλος από τον μικρότερο αδελφό του, τον συγγραφέα, επίσης, και
εικαστικό καλλιτέχνη, τον Μάξιμο, που ζούσε τότε ως πολιτικός πρόσφυγας
στη Γερμανία, με την οικογένεια του, και λάτρευε τον αδελφό του. Και οι
δυο ήρθαν στην Ελλάδα, η ζωή, όμως, του Βίκτορα Σιβετίδη κρεμόταν από
μια κλωστή, που κόπηκε την Παρασκευή 21 Ιουνίου 1985, σε ένα κρεβάτι της
Γενικής Κλινικής, στην παραλία της Θεσσαλονίκης, όπου μεταφέρθηκε
επειγόντως από τον αδελφό του Μάξιμο, όταν επιδεινώθηκε η κατάσταση του.
Τάφηκε στο χωριό του, την Πηγή Αξιούπολης.
Ένας
μεγάλος συγγραφέας, από τους μεγαλύτερους Έλληνες συγγραφείς, ο Βίκτωρ
Σιβετίδης, έφυγε πικραμένος και λησμονημένος από τους συμπατριώτες
του.
Πάνος Καϊσίδης