Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ Κ. GEDDES (Για την γενοκτονια των Αρμενιων)

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

«Ανεχώρησα απ' εδώ στις 16 Σεπτεμβρίου 1915 για το Χαλέπι. Είδα τους Αρμενίους για πρώτη φορά στο Αφιόν Καρά Χισάρ, όπου υπήρχε ένα μεγάλο στρατόπεδο — περίπου δέκα χιλιάδων ψυχών — πού είχαν κατεβεί απ' τη Μαύρη Θάλασσα. Ήταν κατασκηνωμένοι μέσα σε σκηνές καμωμένες από υλικά κάθε είδους και η κατάσταση τους ήταν αξιοθρήνητη.
«Η δεύτερη τοποθεσία πού τους είδα ήταν στο Ικόνιο, επίσης σε ένα μεγάλο στρατόπεδο. Εκεί είδα την πρώτη κτηνωδία. Είδα μια γυναίκα και το βρέφος της χωρισμένους απ' τον άνδρα της. Προχωρούσε προς το τραίνο μας, την ανάγκασαν όμως δια της βίας να μείνει πίσω και την εμπόδισαν να ανέβει στο τραίνο.
«Η επόμενη τοποθεσία, όπου υπήρχε ένα μεγάλο στρατόπεδο ήταν το Οσμανιέ, όπου έλεγαν ότι υπήρχαν πε­νήντα χιλιάδες ψυχές περίπου. Ήταν κατασκηνωμένοι και απ' τις δυο μεριές της σιδηροδρομικής γραμμής σε μια έκταση μισού μιλίου και πλέον σε κάθε πλευρά.
 Εδώ είχαν δυο πηγάδια, απ' τα οποία μπορούσαν να πάρουν νερό, το ένα απ' τα οποία ήταν πολύ μακριά απ' το στρατόπεδο και το άλλο στην πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού. 
Μόλις ξημέρωνε οι Αρμένιοι έρχονταν πολλοί μαζί, γυναίκες, παιδιά και γέροι και πλησίαζαν στο πηγάδι για να πάρουν νερό. Πάλευαν μεταξύ τους για μια θέση κοντά στο πηγάδι και οι χωροφύλακες χτυπούσαν πολλούς απ' αυτούς με το μαστίγιο για να τους βάλουν σε τάξη. 
Είδα γυναίκες και παιδιά πού τους χτυπούσαν οι χωροφύλακες επανειλημμένα με μαστίγια και ραβδιά. Αργότερα είχα την ευκαιρία να περάσω μέσα απ' το στρατόπεδο πηγαίνο­ντας στην πόλη Οσμανιέ και είχα τη δυνατότητα να δώ την κατάσταση των ανθρώπων αυτών. Ζούσαν μέσα σε σκηνές σαν εκείνες πού είπα παραπάνω και η κατάσταση τους ήταν ελεεινή. 
Η θέση αυτή είχε χρησιμοποιηθεί πολλές φορές για στρατόπεδο διαφόρων καραβανιών Αρμενίων και καμιά προσπάθεια εξυγιάνσεως δεν είχε γίνει ούτε απ' τους ίδιους τους Αρμενίους, με αποτέλεσμα το έδαφος να είναι σε μια αξιοθρήνητη κατάσταση και η δυσωδία τις πρωινές ώρες ήταν απερίγραπτη. 
Στο Οσμανιέ πουλούσαν ότι είχαν για να πάρουν λεφτά, με τα οποία ν' αγοράσουν τρόφιμα. Ένας γέρος με παρακάλεσε ν' αγοράσω την ασημένια ταμπακιέρα του για ένα γρόσι για να μπορέσει ν' αγοράσει λίγο ψωμί.
«Απ' το Οσμανιέ επήγα με αμάξι στο Rajo και ξεπέρασα χιλιάδες Αρμενίους πού πήγαιναν στο Χαλέπι. Πήγαιναν με βοδάμαξες, επάνω σε αλόγα ή γαϊδούρια και πεζή, και οι περισσότεροι τους ήταν παιδιά, γυναίκες και γέροι.
 Μίλησα με πολλούς απ' αυτούς, μερικοί απ' τους οποίους είχαν σπουδάσει σε σχολειά της Αμερικανικής Ιεραποστολής. Μου είπαν ότι είχαν ταξιδέψει επί δύο μήνες. Δεν είχαν ούτε λεφτά, ούτε τρόφιμα και πολλοί εξέ­φρασαν την επιθυμία αν ήταν δυνατό να πέθαιναν παρά να εξακολουθήσουν την οδοιπορία και να υποφέρουν τα βάσανα, στα οποία υποβάλλονταν. 
Οι άνθρωποι πού οδοιπορούσαν είχαν ουσιαστικά μαζί τους ότι είχαν πάρει απ' το νοικοκυριό τους και κείνοι, πού δεν είχαν κάρα ή ζώα, τα κουβαλούσαν στην πλάτη τους. Πολύ συχνά έβλεπε κανείς μια γυναίκα να κουβαλά ένα μεγάλο δέμα τυλιγμένο μέσα σε ένα στρώμα και ένα βρέφος λίγων μηνών επά­νω στο δέμα. Οι περισσότεροι τους δεν είχαν τίποτε στο κεφάλι τους και τα πρόσωπα τους ήταν πρησμένα απ' τον ήλιο και τις ταλαιπωρίες. Πολλοί ήταν ξυπόλητοι και αρκετοί είχαν τυλιγμένα τα πόδια τους με κουρέλια πού είχαν ξεσχίσει απ' τα ρούχα τους.
«Στο Ιντιλί υπήρχε ένα στρατόπεδο δέκα χιλιάδων ψυχών περίπου και στο Kadma ένα πολύ μεγαλύτερο από εκατόν πενήντα χιλιάδες. Στην τοποθεσία αυτή δίπλα στο στρατόπεδο τους υπήρχε ένα Τουρκικό στρατιωτικό α­πόσπασμα, του οποίου οι άνδρες απαιτούσαν «μπαξίσι» απ' τους Αρμενίους πριν να τους αφήσουν να βαδίσουν στο δρόμο για το Χαλέπι. Πολλοί πού δεν είχαν λεπτά είχαν αναγκαστεί να μείνουν στο στρατόπεδο αυτό από τότε πού είχαν φτάσει εκεί πριν δυο μήνες περίπου. Μίλησα με πολλούς Αρμενίους εκεί και μου διηγήθηκαν όλοι τους τα ίδια σχετικά με την κτηνώδη συμπεριφορά και τη ληστεία πού ενεργούσαν εις βάρος τους οι χωροφύλακες πού τους φύλαγαν, όπως το είχα ακούσει σε όλο μου το ταξίδι. Ήταν αναγκασμένοι να βαδίσουν μισό μίλι μακριά απ' αυτό το στρατόπεδο για να βρουν νερό, και η κατάσταση του στρατοπέδου ήταν βρωμερή.
«Απ' την Kadma μέχρι το Χαλέπι είδα με τα μάτια μου τα χειρότερα θεάματα απ' όλη τη διαδρομή μου. Εδώ οι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν το λογικό τους απ' τον υπερβολικό καύσωνα και τη δίψα και καθώς περνούσα είδα πολλούς να είναι πεσμένοι χάμω κυριολεκτικά πεθαίνοντας απ' τη δίψα. Μια γυναίκα, την οποία βοήθησα, ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση και είχε χάσει τις αισθήσεις της απ' τη δίψα και την εξάντληση και παρακάτω είδα δυο κοπέλες πού είχαν εξαντληθεί τόσο πολύ ώστε είχαν πέσει χάμω επάνω στο δρόμο και έμεναν ξαπλωμένες με τα πρόσωπα τους πού ήταν κιόλας πρησμένα, εκτεθειμένα στον ήλιο.
«Ο δρόμος σε ένα μεγάλο τμήμα του επισκευαζόταν και γι αυτό ήταν σκεπασμένος με χαλίκι. Στη μια πλευρά του δρόμου υπήρχε ένα μονοπάτι, αλλά πολλοί απ' τους Αρμενίους ήταν τόσο ζαλισμένοι απ' την κούραση και τις ταλαιπωρίες, ώστε δεν έβλεπαν το μονοπάτι και βάδιζαν — πολλοί απ' αυτούς ξυπόλυτοι -- επάνω στο χαλίκι, με αποτέλεσμα να ματώνουν τα πόδια τους.
«Ο προορισμός όλων αυτών των Αρμενίων ήταν το Χαλέπι. Εκεί τους έχουν συσσωρευμένους σε όλα τα ακα­τοίκητα σπίτια πού μπορούν να χρησιμοποιηθούν, σε πανδοχεία, στις Αρμενικές εκκλησίες, σε αυλές και σε ακάλυπτα οικόπεδα. Η κατάσταση τους στο Χαλέπι είναι αδύνατο να περιγραφεί. Εγώ ο ίδιος επισκέφθηκα πολλούς χώρους οπού κρατούνταν και τους βρήκα να λιμοκτονούν και να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες κάθε μέρα.
«Σε ένα ακατοίκητο σπίτι, πού επισκέφτηκα είδα γυναίκες, παιδιά και άνδρες να είναι ξαπλωμένοι επάνω στο πάτωμα τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, ώστε ήταν αδύνατο να περπατήσει κανείς ανάμεσα τους. Εκεί είχαν μείνει επί μήνες, όσοι είχαν επιζήσει και η κατάσταση επάνω στο πάτωμα είχε φρικτή δυσωδία.
«Το Αγγλικό Προξενείο ήταν γεμάτο απ' τους εξόριστους αυτούς και απ' τον τόπο εκείνο μετέφεραν τους νε­κρούς κάθε ώρα. Οι φερετροποιοί της πόλεως δούλευαν μέχρι τα μεσάνυχτα κατασκευάζοντας χοντροκαμωμένες κάσες για τους νεκρούς, των οποίων οι συγγενείς η φίλοι μπορούσαν να διαθέσουν χρήματα για να τους κάμουν έναν ευπρεπή ενταφιασμό.
«Πολλούς απ' αυτούς τους νεκρούς τους έριχναν απλώς μέσα σε δίτροχα κάρα πού καθημερινά τριγύριζαν σε όλους τους χώρους οπού ήταν συγκεντρωμένοι οι Αρμένιοι. Τα κάρα αυτά ήταν στην αρχή ξεσκέπαστα, αργό­τερα όμως είχαν κατασκευάσει καλύμματα γι' αυτά.
«Ένας Αρμένιος ιατρός, γνωστός μου, πού νοσηλεύει εκατοντάδες απ' τους δυστυχείς αυτούς Αρμενίους πού αρρώστησαν απ' τις ταλαιπωρίες της οδοιπορίας, την πείνα και τη δίψα, μου είπε ότι αποθνήσκουν εκατοντάδες απ' αυτούς κάθε μέρα απ' την πείνα και απ' τις συνέπειες της κτηνώδους μεταχειρίσεως και των ταλαιπωριών, τις οποίες έχουν υποστεί στη διάρκεια της οδοιπορίας απ' τις πατρίδες τους ως εδώ.
«Πολλοί απ' τους δυστυχείς αυτούς Αρμενίους δεν δέχονταν ελεημοσύνη, λέγοντας ότι τα λίγα λεφτά πού έ­παιρναν έτσι θα παρέτειναν απλώς τα βάσανα τους και ότι προτιμούν να πεθάνουν. Απ' το Χαλέπι όσοι μπορούν να πληρώσουν στέλνονται με το τραίνο στη Δαμασκό, όσοι δεν έχουν χρήματα στέλνονται οδικώς στο εσωτερικό προς το Deir-El-Zor.
«Στη Δαμασκό βρήκα τις ίδιες ουσιαστικά συνθήκες όπως στο Χαλέπι. Κι εκεί πεθαίνουν καθημερινά εκατο­ντάδες. Απ' τη Δαμασκό στέλνονται νοτιότερα ακόμα μέσα στο Hauran, όπου η τύχη τους είναι άγνωστη. Πολλοί Τούρκοι με τους οποίους μίλησα μου είπαν ότι ο σκοπός της εξορίας αυτής ήταν η εξόντωση του Αρμένικου έ­θνους, και δεν είδα ποτέ κανένα Μουσουλμάνο να δίνει ελεημοσύνη σε Αρμενίους, γιατί αποτελούσε αξιόποινο αδίκημα το να τους βοηθεί οποιοσδήποτε.
«Έμεινα στη Δαμασκό και στο Χαλέπι ένα μήνα περίπου και αναχώρησα για τη Σμύρνη στις 26 Οκτωβρίου. Στη διάρκεια του ταξιδιού συνάντησα χιλιάδες απ' τους δυστυχείς αυτούς εξόριστους πού εξακολουθούσαν να πη­γαίνουν ακόμα στο Χαλέπι. Τα θεάματα πού είδα σ' αυτό το ταξίδι μου ήταν περισσότερο οικτρά απ' εκείνα πού είχα δεί στη διαδρομή μου προς το Χαλέπι. Νομίζει κανείς πώς δεν θα τελειώσει ποτέ το καραβάνι πού πορεύεται επάνω απ' τη ράχη του βουνού απ' το Bozanti προς τα νότια· όλη μέρα απ' την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου ο δρόμος όσο μπορεί να δεί το μάτι του ανθρώπου είναι γεμάτος απ' τους εξόριστους αυτούς. 
Ακριβώς έξω απ' την Ταρσό είδα μια νεκρή γυναίκα πού κείτονταν κοντά στην άκρη του δρόμου και λίγο παραπέρα ξεπέρασα δυο νε­κρές γυναίκες ακόμα, μια απ' τις οποίες μεταφερόταν από δυο χωροφύλακες μακριά απ' την άκρη του δρόμου για να τη θάψουν. Τα σκέλη και τα μπράτσα της ήταν τόσο αδυνατισμένα, ώστε σχεδόν φαίνονταν τα κόκκαλα της ανάμεσα απ' τη σάρκα της και το πρόσωπο της ήταν πρησμένο και κόκκινο απ' τις ταλαιπωρίες. 
Παρακάτω ακόμα είδα δυο χωροφύλακες πού μετέφεραν ένα νεκρό παιδί στα χέρια τους μακριά απ' τον δρόμο όπου είχαν σκάψει έναν τάφο. Πολλοί απ' τους στρατιώτες και τους χωροφύλακες πού συνόδευαν το καραβάνι έχουν τσάπες και μόλις πεθάνει ένας Αρμένιος μεταφέρουν το πτώμα μακριά απ' την άκρη του δρόμου και το θάβουν. Τα πρωινά ήταν ψυχρά και πολλοί πέθαιναν απ' τις ταλαιπωρίες. Στα καραβάνια αυτά υπάρχουν πολύ λίγοι νέοι άνθρωποι οι πε­ρισσότεροι είναι γυναίκες και παιδιά, πού συνοδεύονται από λίγους ηλικιωμένους από πενήντα χρόνων κι επάνω.
«Στο Μπαϊράμογλου μίλησα με μια γυναίκα πού είχε τρελαθεί απ' τα βάσανα πού είχε υποφέρει. Μου είπε ότι ο άνδρας της και ο πατέρας της είχαν φονευθεί και οι δυο μπροστά στα μάτια της και ότι την είχαν εξαναγκάσει να βαδίζει τρεις μέρες χωρίς ξεκούραση. Είχε μαζί της τα δυο μικρά παιδιά της και ότι όλοι τους ήταν χωρίς ψωμί μια ολόκληρη μέρα. Της έδωσα λίγα λεπτά, τα οποία μου είπε πώς θα της τα έπαιρναν πριν βραδιάσει. Τούρκοι και Κούρδοι έρχονται στα καραβάνια αυτά, καθώς περνούν απ' την περιοχή τους, και τους πωλούν τρόφιμα σε τιμές υπερβολικές. Είδα ένα αγόρι μικρό εφτά χρόνων περίπου πού ήταν καβάλα επάνω σ' ένα γαϊδούρι έχοντας στην αγκαλιά του το αδελφάκι του πού ήταν βρέφος. Ήταν τα μόνα πρόσωπα πού είχαν μείνει απ' την οικογένεια του.
«Πολλοί απ' τους ανθρώπους αυτούς βαδίζουν χωρίς ψωμί επί μέρες και αδυνατίζουν σε αφάνταστο βαθμό. Είδα πολλούς απ' αυτούς να πεθαίνουν από πείνα και μόνο αραιά και που υπάρχει νερό κατά μήκος αυτού του δρόμου. Πολλοί πεθαίνουν από δίψα. Μερικοί απ' τους Αρμενίους πού διαθέτουν χρήματα νοικιάζουν αμάξια. Αυ­τά πληρώνονται προκαταβολικά και οι τιμές πού ζητούνται είναι υπερβολικές.
«Σε πολλά μέρη όπως το Bozanti π.χ. οπού υπάρχει στρατόπεδο Τούρκων στρατιωτών, δεν υπάρχει αρκετό ψωμί για τους Αρμενίους αυτούς και σε απόσταση δυο ωρών απ' το Bozanti συνάντησα μια γυναίκα πού έκλαιγε για ψωμί. Μου είπε ότι είχε έρθει στο Bozanti πριν δυο μέρες και δεν μπορούσε να βρει τίποτε για να φάγει, εκτός από ότι της είχαν δώσει ταξιδιώτες σαν εμένα. Πολλά ζώα υποζύγια πού ανήκουν σε Αρμενίους ψοφούν από την πείνα. Πολύ συχνά βλέπει κανείς έναν Αρμένιο να παίρνει ένα δέμα απ' το νεκρό ζώο του και να το φορτώνεται στους ώμους του. Πολλοί Αρμένιοι μου είπαν, ότι, αν και τους επέτρεπαν να ξεκουραστούν τη νύχτα δεν ημπορούν να κοιμηθούν γιατί αισθάνονται δυνατούς πόνους απ' την πείνα κι απ' το κρύο.
«Οι άνθρωποι αυτοί περπατούν όλη τη μέρα με βήμα σημειωτόν και κλονιζόμενο και επί ώρες δεν μιλούν ο ένας στον άλλο. Σε μια τοποθεσία όπου σταμάτησα στην άκρη του δρόμου για να γευματίσω, με περικύκλωσαν ένα πλήθος μικρών παιδιών πού έκλαιγαν όλα για ψωμί. Πολλά απ' αυτά τα παιδάκια είναι αναγκασμένα να βαδί­ζουν ξυπόλητα πάνω στο δρόμο και πολλά απ' αυτά κουβαλούν και μικρά δέματα στις ράχες τους. 
Είναι όλα τους τρομερά αδυνατισμένα, τα ρούχα τους είναι κουρελιασμένα και τα μαλλιά τους είναι γεμάτα λέρα. Η βρώμα προ­σελκύει εκατομμύρια μύγες και είδα πολλά πρόσωπα βρεφών να είναι σκεπασμένα απ' τα έντομα αυτά γιατί οι μητέρες τους είναι τόσο εξαντλημένες, ώστε να μη μπορούν να τα διώξουν.
«Σε διάφορα μέρη εμφανίσθηκαν αρρώστιες στη διάρκεια της οδοιπορίας και στο Χαλέπι μου ανέφεραν πολ­λά περιστατικά τυφοειδούς πυρετού ανάμεσα στους Αρμενίους, όταν θα 'φευγα απ' εκεί. Πολλές οικογένειες χωρί­σθηκαν γιατί οι άνδρες στάλθηκαν σε μια διεύθυνση και οι γυναίκες και τα παιδιά σε μιαν άλλη. Είδα μια γυναίκα πού ήταν έγκυος πεσμένη στη μέση του δρόμου και έκλαιγε και επάνω της στεκόταν ένας χωροφύλακας πού τη φοβέριζε, γιατί δεν σηκωνόταν όρθια να βαδίσει. Πολλά παιδιά γεννιούνται καθ' οδόν και τα περισσότερα απ' αυτά πεθαίνουν γιατί οι μητέρες τους δεν έχουν τροφή να τους δώσουν.
«Κανένας απ' τους ανθρώπους αυτούς δεν έχει ιδέα που πηγαίνουν η γιατί εξορίζονται. Περπατούν μέρα με τη μέρα στον δρόμο με την ελπίδα πώς θα φτάσουν κάποτε σ' έναν τόπο όπου θα τους επιτρέψουν να ξεκουραστούν. Είδα πολλούς γέρους πού κουβαλούσαν στην ράχη τους τα εργαλεία της τέχνης τους, με την πρόδηλη ελπίδα ότι μια μέρα θα εγκατασταθούν κάπου. 
Ο δρόμος μέσα απ' τα βουνά του Ταύρου είναι πολύ δύσκολος σε μερικά ση­μεία και πολλές φορές πρωτόγονα αμάξια πού τα σέρνουν βουβάλια, βόδια και αγελάδες δεν μπορούν να ξεπερά­σουν τον ανήφορο και γι αυτό οι χωροφύλακες τα αφήνουν και τα κατρακυλούν απ' τον δρόμο προς τα κάτω μέσα στο φαράγγι. Τα ζώα εγκαταλείπονται επίσης αδέσποτα. 
Είδα πολλά κάρα φορτωμένα έως επάνω με αποσκευές, πού στην κορυφή τους κάθονταν πολλοί Αρμένιοι, να σπάζουν και να γκρεμίζονται χάμω ρίχνοντας τους επιβάτες μέσα στο δρόμο. Ένας απ' τους αμαξηλάτες πού ήταν Τούρκος και πού είχε εισπράξει μια προκαταβολή απ' τους ανθρώπους πού μετέφερε, βρήκε πώς ήταν πολύ αστείο το ότι μια γυναίκα έσπασε το πόδι της σε ένα τέτοιο γκρέ­μισμα αμαξιού.
«Σου φαίνεται πώς δεν πρόκειται να σταματήσει το ρεύμα αυτών των Αρμενίων πού ξεχύνεται προς τα κάτω απ' τον Βορρά, απ' την Άγκυρα κι απ' την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Η κατάσταση τους χειροτερεύει κάθε μέρα. Τα θεάματα πού είδα στο ταξίδι μου του γυρισμού ήταν πολύ χειρότερα από κείνα πού είδα όταν πήγαινα και τώρα πού μπήκε ο χειμώνας και άρχισαν οι βροχές οι θάνατοι είναι περισσότεροι. Οι δρόμοι σε μερικά σημεία εί­ναι σχεδόν αδιάβατοι».


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ
Πολλές φορές μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αδυναμία να δώσωμε να εννοήσουν σε ανθρώπους πού δεν υ­πήρξαν αυτόπτες μάρτυρες τον φρικτό χαρακτήρα των σφαγών πού διέπραξαν οι Τούρκοι εις βάρος των Χριστια­νικών πληθυσμών της Ανατολής. Ουδέποτε μπόρεσα να περιγράψω τα θεάματα πού είδα με τα μάτια μου με τέτοιο τρόπο ώστε να κάμω τους ακροατές μου να δούν και ν' αντιληφθούν την πραγματικότητα. Συχνά συμβαίνει άν­θρωποι πού κάθονται στα άνετα σπίτια τους, να βάζουν στην άκρη ένα άρθρο η ένα βιβλίο πού ομιλεί γι αυτό το θέμα με την παρατήρηση: «Έχομε χορτάσει με τις ωμότητες εις βάρος των Αρμενίων».
Αυτό είναι ένα άλλο ισχυρό σημείο της στάσεως του Τούρκου: έχει σκοτώσει τόσες πολλές ανθρώπινες υπάρ­ξεις και επί τόσο μεγάλη χρονική περίοδο, ώστε οι άνθρωποι κουράστηκαν ν' ακούν γι' αυτό το θέμα. Έτσι μπο­ρεί εκείνος να συνεχίσει τις σφαγές χωρίς εμπόδιο.
Στο βιβλίο της Δ/ρος Elliott «Beginning Again at Ararat» η συγγραφέας περιλαμβάνει την εξής διήγηση μιας κοπέλας, πού άκουσε σε ένα άσυλο στην Τουρκία, του οποίου είχε τη διεύθυνση:
«Ήμουν δώδεκα ετών, ήμουν μαζί με τη μητέρα μου. Μας ανάγκαζαν να περπατούμε με μαστίγια και δεν εί­χαμε νερό. Ήταν τρομερή ζέστη και πολλοί από μας πέθαιναν απ' τη δίψα. Μας χτυπούσαν με τα μαστίγια για να μας κάνουν να βαδίζουμε δεν ξέρω πόσες μέρες και νύχτες και βδομάδες, ωσότου φθάσαμε στην έρημο της Αρα­βίας. 
Οι αδελφές μου και το μωρό μας πέθαναν στο δρόμο. Πήγαμε σε μια πόλη, δεν ξέρω το όνομα της. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από νεκρούς πού ήταν όλοι κομματιασμένοι. Μας ανάγκασαν να βαδίζουμε επάνω τους. Για πολύν καιρό το έβλεπα αυτό στα όνειρα μου. Φτάσαμε σε ένα σημείο της ερήμου, ένα κοίλωμα μέσα στην άμμο με λό­φους γύρω γύρω. Υπήρχαν χιλιάδες από μάς εκεί, πολλές πολλές χιλιάδες, όλο γυναίκες, κορίτσια και παιδιά. 
Μας χώρισαν όλους με τη βία μέσα στο κοίλωμα σαν πρόβατα. Ύστερα ήρθε το σκοτάδι και ακούσαμε πυροβολισμούς πού έπεφταν ολόγυρα. Είπαμε: «Άρχισαν να μας σκοτώνουν». Όλη νύχτα τους περιμέναμε η μητέρα μου κι εγώ, τους περιμέναμε να μας χτυπήσουν. 
Δεν ήρθαν όμως και το άλλο πρωί όταν είδαμε γύρω μας, κανένας δεν ήταν σκοτωμένος. Κανένας δεν είχε σκοτωθεί. Δεν μας σκότωναν. Είχαν ειδοποιήσει τις άγριες φυλές ότι είχαμε φτά­σει. Οι Κούρδοι ήρθαν αργότερα, το πρωί, μόλις ξημέρωσε.
 Οι Κούρδοι και πολλοί άλλοι παράξενοι άνθρωποι από την έρημο· ήρθαν επάνω απ' τους λόφους, κατέβηκαν απ' τ' άλογα τους και άρχισαν να μας σκοτώνουν. Όλη μέρα σκότωναν είμαστε, βλέπετε, τόσο πολλοί. Κανένας δεν μπορούσε να νομίσει ότι θ' αποτύχαινε το βόλι, διαρκώς σκοτώνανε. Εξακολούθησαν να σκοτώνουν όλη τη νύχτα και το πρωί-πρωί σκότωσαν τη μητέρα μου».
Η παράθεση της ανωτέρω διηγήσεως έγινε εδώ διότι αποτελεί με λίγα ζωντανά και πειστικά λόγια την σαφέ­στερη περιγραφή απ' όλες πού έχουν δημοσιευτεί οπουδήποτε για τον χαρακτήρα των Τουρκικών «εκτοπίσεων» των Αρμενίων. Όλα τα επίσημα στοιχεία και η μαρτυρία ενός πλήθους Αμερικανών, Γερμανών και άλλων αυτό­πτων μαρτύρων επιβεβαιώνουν την ακρίβεια της περιγραφής αυτής.
Μέσα στην έκθεση της Στρατιωτικής Αποστολής στην Αρμενία πού είναι κοινώς γνωστή ως «Αποστολή Harbort» και πού δημοσιεύθηκε απ' την Αμερικανική Εταιρία Διεθνούς συμφιλιώσεως τον Ιούνιο του 1920, μπορεί να βρει κανείς την εξής περικοπή:
«Εν τω μεταξύ οργανώθηκαν επίσημες σφαγές των Αρμενίων πού διατάσσονταν κάθε λίγα χρόνια αφότου ο Αβδούλ Χαμίτ ανέβηκε στο θρόνο.
 Στα 1895 εξοντώθηκαν εκατό χιλιάδες. Στα 1908 στο Βαν και στα 1909 στα Άδανα και σε άλλα μέρη της Κιλικίας φονεύθηκαν πάνω από τριάντα χιλιάδες. Η τελευταία και μεγαλύτερη απ' όλες αυτές τις τραγωδίες έλαβε χώρα στα 1915.
 Σφαγές και εκτοπίσεις είχαν οργανωθεί την άνοιξη του 1915 βάσει ενός καθορισμένου σχεδίου. Οι στρατιώτες πήγαιναν από πόλη σε πόλη. Στην αρχή συγκεντρώνονταν σε κάθε χω­ριό οι νέοι στο Διοικητήριο και υστέρα τους οδηγούσαν έξω απ' τα χωριά σε πορεία και τους σκότωναν. 
Οι γυναί­κες, οι γέροι και τα παιδιά εκτοπίζονταν υστέρα από λίγες μέρες στις «Αγροτικές Αποικίες», όπως τις ονόμασε ο Ταλαάτ Πασάς, δηλ. απ' τα υψηλά οροπέδια της Αρμενίας πού σαρώνονται διαρκώς από τον άνεμο στις έλονοσιακές πεδιάδες του Ευφράτου και τις φλογερές αμμώδεις έρημους της Αραβίας και Συρίας. 
Οι νεκροί απ' την ολο­κληρωτική αυτή γενοκτονία υπολογίζονται από πεντακόσιες χιλιάδες μέχρι ένα εκατομμύριο, και ο πραγματικός αριθμός ανέρχεται σε οκτακόσιες χιλιάδες περίπου. Αναγκασμένοι να βαδίζουν πεζή κάτω από ένα καυτερό ήλιο, απογυμνωμένοι απ' τα ρούχα τους και άλλα ασήμαντα είδη πού είχαν μαζί τους, λογχιζόμενοι με τις μπαγιονέτες όταν βραδυπορούσαν και δεκατιζόμενοι από την πείνα, τον τύφο και την δυσεντερία, άφηναν χιλιάδες νεκρούς στην άκρη του δρόμου κλπ. κλπ.».
Έχω στην κατοχή μου και μιαν άλλη έκθεση ενός αξιόπιστου Ευρωπαίου πού υπήρξε μάρτυρας της κατα­στροφής των Αρμενίων στο Χαλέπι και άλλου, η οποία δίνει λεπτομέρειες παρόμοιες με κείνες πού περιέχονται στο υπόμνημα του κ. Geddes, αλλ' αποφεύγω να τις παραθέσω εδώ, φοβούμενος μήπως κουράσω τους αναγνώ­στες. Έχοντας υπ' όψη τη δυσκολία να προσκομίσει κανείς την μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων και επειδή η παρα­πάνω έκθεση δεν έχει δημοσιευθεί ως τώρα, είναι ένα πολύτιμο ιστορικό ντοκουμέντο. Έχουν πάντως λεχθεί αρκε­τά ώστε να πεισθεί ο αναγνώστης ότι η εξόντωση των Χριστιανών της Τουρκίας ήταν μια οργανωμένη σφαγή, πού διενεργήθηκε σε μεγάλη κλίμακα και είχε ετοιμαστεί εντελώς προτού να σταλούν οι Έλληνες στη Σμύρνη. 
Τη σφαγή αυτή την είδαμε να «τίθεται εις ενέργειαν» την εποχή του Αβδούλ Χαμίτ, του «σφαγέως», την είδαμε ν' α­ναπτύσσεται πλήρως και να οργανώνεται καλύτερα όταν ήταν στην εξουσία ο Ταλαάτ και ο Εμβέρ, οι πολιτικοί του «Συντάγματος»· θα την παρακολουθήσουμε να διεξάγεται μέχρι της τρομερής αποπερατώσεώς της απ' τον Μουσταφά Κεμάλ τον «George Washington» της Τουρκίας.
Το μέρος αυτό της διηγήσεως μου δεν θα ήταν πλήρες, αν αποσιωπούσα τη συστηματική εξόντωση και τον κορεσμό των πιό ταπεινότερων παθών του ανθρώπου η του κτήνους πού χαρακτηρίζει τις σφαγές των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων και Αρμενίων του Πόντου. 
Έχουν δοθεί κατά καιρούς περιγραφές σχετικά με τη συγκέ­ντρωση ομάδων των αξιοθρήνητων αυτών ανθρώπων σε διάφορα σημεία των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, όπου είχαν φτάσει υστέρα από μακρές οδοιπορίες και απερίγραπτες ταλαιπωρίες και σχετικά με τη βοήθεια πού τους δόθηκε από Αμερικανικές Οργανώσεις. 
Συχνά αξιωματούχοι των οργανώσεων αυτών η Αμερικανοί ιεραπόστολοι έβγαλαν κραυγές διαμαρτυρίας οι οποίες προς στιγμήν προκάλεσαν αισθήματα εκπλήξεως στις διάνοιες του Αμε­ρικάνικου λαού ή πέρασαν απαρατήρητες.
 Εν τούτοις η συστηματική σφαγή, οι εκτοπίσεις, οι λεηλασίες και οι βιασμοί πού διαπράχθηκαν ανάμεσα στους Χριστιανούς της κάποτε ευημερούσης περιοχής του Πόντου, είναι μια απ' τις πιο ειδεχθείς και σκοτεινές σελίδες και της Τουρκικής ακόμα ιστορίας.
 Οι ακμάζουσες κοινότητες Αμάσειας, Καισαρείας, Τραπεζούντος, Χαλδείας, Ροδοπόλεως και Κολωνίας, πού ήταν επί πολλούς αιώνες κέντρα Ελλη­νικού πολιτισμού εξοντώθηκαν κυριολεκτικά με μια διαρκή εκστρατεία σφαγών, απαγχονισμών, εκτοπίσεων, ε­μπρησμών και βιασμών. 
Τα θύματα ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδων, και ανεβάζουν τον ολικό αριθμό των εξοντωθέντων Αρμενίων και Ελλήνων σε ολόκληρη την παλαιά Ρωμαϊκή Επαρχία της Ασίας στον συνολικό αριθ­μό του ενός εκατομμυρίου και πεντακοσίων χιλιάδων. Έτσι δημιουργήθηκε η «αναγεννημένη» Τουρκία πού συ­γκρίθηκε σε μερικά μέρη του κόσμου με την Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.


George Horton
 Προξένου και Γενικού Προξένου των Ήνωμ. Πολιτειών στην Εγγύς Ανατολή επί τριάντα χρόνια.
 
"Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah