Το φόρισμαν τη νύφες( Το ντύσιμο της νύφης)

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Το χτένισμα και το ντύσιμο της νύφης άλλοτε γίνονταν το Σάββατο τ' απόβραδο, άλλοτε την Κυριακή και άλλοτε στο «νυφέπαρμαν», δηλαδή όταν ο γαμπρός ερχότανε με το «γαμοστόλο» να παραλάβει τη νύφη από το σπίτι της.
Στα Κοτύωρα, το πρωί της Κυριακής, μαζεύονταν στο σπίτι της νύφης οι συγγενείς και οι φιλενάδες της και την έντυναν και τη στόλιζαν, τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικών οργάνων διάφορα τραγούδια που ταιριάζανε στην περίπτωση της.
Λ.χ. αν ήταν ορφανή από πατέρα, από μητέρα ή και από τους δύο, τα τραγούδια που της τραγουδούσαν ήταν λυπητερά, γεγονός που ανάγκαζε τόσο αυτήν όσο και τούς συγγενείς της να κλαίνε. Για να την παρηγορήσουν δε της λέγανε τους παρακάτω στίχους:
«Μη κλαις νυφίτσα, μη κλαις νυφίτσα
 σή γαμπρού θα πάς».
Όταν δε τελείωνε το ντύσιμο της συνήθιζαν να λένε:
«'Αρ' έφόρτσαν τήν νύφεν».
 Επιτέλους ντύσανε τη νύφη.
(Ξ. Ξενίτας).
Το χάρισμα της νύφης
 Στη Ματσούκα το ντύσιμο της νύφης γινότανε μετά την άφιξη του «οψίκ' » (της πομπής) του γαμπρού στο σπίτι της νύφης.
Όταν δηλαδή ο γαμπρός και η συνοδεία του μπαίνανε στο σπίτι της νύφης, ο δισακοφόρος του γαμπρού, ο οποίος λεγότανε «χεϊπετσής», τοποθετούσε επιδεικτικά επάνω σε ένα γυμνό τραπέζι που βρισκόταν στη μέση του δωματίου τα «νυφαδιακά», δηλαδή τα νυφικά μαζί με ένα καρβέλι ψωμί, τα οποία αφού «εθυμίαζεν άτα» (τα λιβάνιζε) ο παπάς, έκοβε το ψωμί στη μέση και έπαιρναν από μισό οι εκπρόσωποι των δύο συμπεθέρων, συναγωνιζόμενοι ποιος να το πρωτοδαγκώσει.
Ακολουθούσε ο έλεγχος των δώρων που παραδόθηκαν, από τα οποία δεν έπρεπε να λείπουν τα παρακάτω:
1. Ένα ζευγάρι «τσάπουλας» (παπούτσια) για τον αδελφό της νύφης.
2. Δύο ζευγάρια «ποστάλια», για τη μάνα και για την αδελφή της.
3. Το «ρούχον», δηλαδή μια ρόμπα από γυαλιστερό ριγέ μεταξωτό ατλάζι. Τα ατλαζένια υφάσματα από τα οποία κατασκεύαζαν τη ρόμπα ήταν τριών ειδών: «το αρπαλή», «τό ταρακλή» και «το τασκουνισή».
4. «Η ζουπούνα», δηλαδή μια ρόμπα από βαρύτιμο ύφασμα.
5. «Τα λετσέκια» (τσομπέρια), ένα ζευγάρι.
6. «Το σπαρέλ», δηλαδή ο στηθόδεσμος (σουτιέν), ο οποίος κατασκευαζόταν από μεταξωτό γυαλιστερό ατλάζι, όπως και το «ρούχον» και ήταν ή «αρπαλή» ή «ταρακλή» ή «τασκουνεσή».
7. «Τα γεμενία» (παπούτσια), τα οποία τα γεμίζανε φουντούκια ή καραμέλες.
8. «Τά τσοράπια» (οι κάλτσες).
9. «Η καμάρα», δηλαδή το άσπρο βέλο μαζί με όλα κοσμήματα και τα στολίδια. Τα τελευταία δε ήταν τα «περπεντούλια», το «τσάφ», το «τσιακάν», τα σκουλαρίκια,  τα δακτυλίδια, τα «τάρας» και το σταυρουδάκι του λαιμού.
Το «τσάφ» ήταν ένα κόσμημα του κεφαλιού, αποτελούμενο από ασημένιες «αλυσίδες», πού σχημάτιζαν θύσανο , στηριζόταν δε στο κεφάλι της νύφης, επάνω από το βέλο με ένα γαντζάκι.
Το «τσιακάν» ήταν ένα κόσμημα του στήθους, αποτελούμενο από πολλές μικρούτσικες χρωματιστές χάντρες, σαν είδος κέντημα. Το τοποθετούσαν στο στήθος επάνω στο «σπαρέλ».
Τα «περπεντούλια» ήταν στολίδια του μετώπου, αποτελούμενα από κάτι μικρά μεταλλικά (ασημένια) αντικείμενα διάφορων σχημάτων, τα οποία συνδεόμενα με κρίκο αποτελούσαν αλυσίδες σε 3-5 σειρές πού στόλιζαν μέτωπο. Όταν δε η νύφη χόρευε, αυτά κουδούνιζαν. Απ' αυτό βγήκε και το τραγούδι:
 «Τα περπεντούλιά 'ς σο κατσί σ'δύο και τρία κάτια,
 ατά τα κουδουνίσματα φέρνε με σα μεράκια»
 Στα στολίδια του μετώπου ανήκε και η «ντάπλα», η οποία ήταν ένα μεταλλικό κόσμημα ελλειψοειδές, με λεία  εσωτερική επιφάνεια, φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε  να εφαρμόζει στο μέτωπο.
Η εξωτερική του επιφάνεια ήταν κοσμημένη με γυαλί στερεά πετράδια και σμαράγδια, έτσι που αποτελούσε ένα πραγματικό διάδημα. Το κόσμημα αυτό ήταν διαδεδομένο στη Ματσούκα, αλλά το φορούσαν επίσης και στην Τραπεζούντα και στην Κρώμνη. Και για το κόσμημα αυτό υπήρχε το παρακάτω δίστιχο:
«βάλεν την ντάπλα σ' ζαρωτά κι έβγα άπάν' 'ς  σο δώμαν
και πέ' με καλοσώρισες με το γλυκύν τό στόμαν
 Άλλα στολίδια της νύφης ήταν και τα βραχιόλια και οι καρφίτσες. Μετά τον  έλεγχο τα  ρούχα αυτά τα παράδινε αντιπροσωπία στη νουνά της νύφης, στην καλούμενη «δεξαμέντσα», η οποία μαζί με τις φιλενάδες της νύφης και τις παρανυφάδες την ξαναχτένιζαν και έπλεκαν τα μαλλιά της «τσάμιας» (πλεξούδες), αφήνοντας άπλεχτες τις άκρες για να σχηματίζουν «ζουλούφια». Από εκεί  κι ύστερα άρχιζαν «τα νυφοφορέματα και νυφοσκεπάσματα». Το ντύσιμο δηλαδή της νύφης, χωρίς όμως τραγούδια. Το δε ζωνάρ' της το έδενε ο αδελφός της.
Κατά τη διάρκεια του ντυσίματος τόσο η νύφη όσο και οι συμπαριστάμενες φίλες της σιγοκλαίγανε για το σκληρό χωρισμό της:
«Ολ' κλαιμέν' και θλιμέν'
 κ' η νύφε ανεσύρ'νεν κ' έκλαιεν»,
ενώ οι πανταχού παρούσες κουτσομπόλες σχολιάζανε το προσποιητό τάχα κλάμα της με τα παρακάτω λόγια:
«Ας σό πολλά τή χαρόν άτ'ς τεά κλαίει κιόλα
 κι άπέσ' ς σό νούν άτς λέει:
 Εγώ το κλαίω μή τερείτε, έσείν' καλοσκεπάστε».
ή
«Ο χρόνος κυλίν - κουβάρ'
 κυλίγεται κ'  ημέρα 'κί τελείται».
 Το στόλισμα της νύφης το συνόδευε ανάλογο παίξιμο της λύρας, ενώ μια «μεσοκαιρίτ'σσα»(μεσήλικη) γειτόνισσα «επαρατραγώδ'νεν τη νύφεν» με τους παρακάτω στίχους:
«Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρ' ημέρα,
σήμερον ξεχωρίγουνταν μάνα καί θυγατέρα.
 Φορίστε άτεν, σκεπαστέ άτεν,επάρτε άτεν κι ας πάμε.
Τ'   όσπίτν άτουν  πολλά  μικρόν,  εμείς  πά' κ' εχωρούμε.
Φορίστε άτεν, σκεπαστέ άτεν, επάρτε άτεν κι ας πάμε
 Τ' όσπίτ'ν άτουν πολλά μακρά 'κ εμείς αργοπορούμε.
 Φορίστε άτεν, σκεπαστέ άτεν, θα πάμε, οληγορούμε.
Τ' έμπρου τά στράτας χαίρουνταν,τ' όπίσ' μαραγγουλιούνε.
Μή κλαί'ς, κόρη, μή κλαί'ς, κόρη, ευτά'ς κ' εμέν και κλαίω.
Εσύ εμάς πα' μ' εντροπιάεις, ας είσαι προκομέν' τσα.
 Κι ενώ ή παράδοση των ρούχων και των κοσμημάτων γινότανε χωρίς καμιά αντίρρηση, εκείνο πού παρουσίαζε κάποιες δυστροπίες και αντεγκλήσεις ήταν ο... «Αλεπόν».
 Η επιτροπή δηλαδή πού παραλάβαινε τά νυφικά απαιτού­σε πέρα από αυτά, από τον λεγόμενο «χεϊπετσή» (από το δισακοφόρο) και τα υπόλοιπα, τα οποία ήταν 2-3 μπουκάλια ρακή. Από τα μπουκάλια εκείνα τα δύο πρώτα ήταν συνήθως μικρά, μισοκάρικα  και παραδίνονταν χωρίς μεγάλες αντιρρήσεις.
 Το τρίτο όμως ήταν των δυόμιση οκάδων και ονομαζόταν «Άλεπός» (Αλεπού) και δεν το παράδιναν εύκολα. Στις επίμονες δε απαιτήσεις της επιτροπής, ο δισακάς καί ή παρέα του απαντούσαν:
«Στόν δρόμο που ερχόμασταν ο αλεπόν έφυγεν».
Άλλος από τη συντροφιά έλεγε:
 «Τον πυροβόλησα καθώς έφευγε,τον χτύπησα στο πόδι, ... 
αλλά εκείνος κούτσα-κούτσα τα κατάφερε κ'εσέβεν 'ς σ' όρμάν» (κρύφτηκε στό δάσος).
 Τελικά κάποιος από το περιβάλλον της νύφης ανακά­λυπτε το κρυμμένο μπουκάλι ανακράζοντας θριαμβευτικά:
Νάτος o Αλεπόν! Τον βρήκα! Τον έπιασα από την ουρά!
Μετά απ' αυτό στρωνόταν το τραπέζι και συμφιλιωμένες πια οι δύο παρέες διασκέδαζαν μαζί, πίνοντας ρακή από «τήν κοιλιά τού αλεπού».
 (Γ. I. Ζερζελίδης).
Κερασούντα
  Στην Κερασούντα το στόλισμα της νύφης γινόταν το Σάββατο. Το απόγευμα της ημέρας εκείνης της έπλεκαν και τα μαλλιά παρθένες και άλλες γυναίκες, τραγουδώντας ανάλογα τραγούδια.
Στην ' Αργυρούπολη και στα γύρω χωριά το ντύσιμο της νύφης γινόταν την Κυριακή. Τα συγκόριτσά της τη χτένιζαν, πλέκοντας τα μαλλιά της σε μια πλεξίδα, και την έντυναν με τα «νεγαμ'κά» της (νυφικά). Ερχόταν κατόπιν ό πατέρας της κι αφού σταύρωνε τη ζώνη της επάνω της, τήν έδενε στη μέση της, συμβουλεύοντας την με τα παρακάτω λόγια:
«Καλορίζικος, ή ευχή του Χριστού καί τή Πανάϊας
άπαν'...σ', άς έλέπω σε, νά μή έντροπάεις με, νά είσαι
πάντα τίμια καί προκομέντσα».
Μετά από εκείνον ερχόταν ή μητέρα της, της έδινε και εκείνη τις ευχές της και την «εκαμάρωνεν», δηλαδή τη σκέπαζε με ένα ύφασμα μεταξωτό 7-8 πήχεις, το οποίο λεγόταν «καμαρωτέρ'», ή με το λεγόμενο «πουλλούν» (ή πουρλούν, όπως το λέγανε στα Κοτύωρα), το οποίο ήταν ένα λεπτότατο, αραχνοΰφαντο κόκκινο ύφασμα.
Στα Σούρμενα τη νύφη τη στόλιζαν οι παρθένες και οι άλλες γυναίκες μπροστά στη μάνα της, ενώ οι άντρες, καθισμένοι σε ξεχωριστό δωμάτιο, τραγουδούσαν με τη συνοδεία λύρας. Αφού δε χόρευαν για λίγο με τη νύφη στολισμένη, την οδηγούσαν μετά στό νυφείο.
Στην Τρίπολη το στόλισμα της νύφης από τα συγκόριτσά της γινόταν το Σάββατο, μετά δε από αυτό την οδηγούσαν στo νυφείο τραγουδώντας διάφορα τραγούδια.
Στο Άκ Δάγ τα μεν μαλλιά της νύφης τα έπλεκαν οι φίλες της τραγουδώντας και χορεύοντας γύρω της, το δε νυφικό φόρεμα της το φορούσαν το πρωί της Κυριακής.
Οι προσκαλεσμένοι άρχιζαν να καταφτάνουν στα σπίτια των μελλονύμφων, όπου τούς υποδέχονταν οι γονείς και οι συγγενείς τους, από το πρωί της Κυριακής, μετά από την απόλυση της εκκλησίας.





Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah