Η Νίκη Αδαμίδου με τον πατέρα της Πολύκαρπο. |
Ήταν, όμως, η Νίκη Αδαμίδου και η Πόντια που, ενώ γεννήθηκε
και μεγάλωσε στην Ελλάδα, θεωρούσε πατρίδα της την πατρίδα των γονέων της, τα
Κοτύωρα, γενέτειρα του πατέρα και της μητέρας της, αλλά θεωρούσε πατρίδα της
και κάθε γωνιά της ποντιακής γης.
Γιαυτό και η τελευταία σημαντική εργασία της ήταν το βιβλίο
«Ημερολόγιο προσκυνήματος στη γη του Πόντου - Ένα ταξίδι αλλιώτικο από τα
άλλα», ένα βιβλίο γεμάτο αροθυμία και συγκίνηση από ένα αληθινά «αλλιώτικο»
ταξίδι στον αλησμόνητο Πόντο.
Ένα ταξίδι, κατά το
οποίο η Νίκη Αδαμίδου έβλεπε όσα οι άλλοι δεν πρόσεχαν, ένα ταξίδι αγκαλιά με
τον αγαπημένο πατέρα της, με τον οποίο κάθε τόσο κλαίει για τόπους, στους
οποίους εκείνος έζησε και είχε τόσες πυρακτωμένες αναμνήσεις και εκείνη τους
έβλεπε για πρώτη φορά.
Η τόση λατρεία προς τους γονείς της και προς την πατρίδα
τους εξηγείται από τη ζωή που έκανε η Νίκη. Έζησε μέσα σε μια οικογένεια και σε
έναν περίγυρο, όπου το βασικό χαρακτηριστικό ήταν η αγάπη και όπου μιλούσαν
αποκλειστικά ποντιακά. Στο σπίτι της γίνονταν πολλά παρακάθια (βεγγέρες), στα
οποία άκουγε από μικρό κορίτσι ιστορίες για τον Πόντο, κυρίως από τον πατέρα της Πολύκαρπο.
Η ίδια αφηγείται ότι: « ... εγώ είχα μια κλίση να κάθομαι
και να ακούω ό,τι έλεγαν οι ξεριζωμένοι παππούδες από τον Πόντο. Έτσι έμαθα
πάρα πολλές ιστορίες γύρω από τη γενέτειρα των γονιών μου, τα Κοτύωρα, και τη συνοικία του Αγίου
Νικολάου, όπου έμεναν, την οποία την έλεγαν και "Πλοχούντερε", όπως και διάφορες
άλλες λεπτομέρειες. Αργότερα, όταν πήγα στο σχολείο, εμείς, τα παιδιά,
εξακολουθούσαμε να μιλάμε ποντιακά». Στην ακαδημία τη φώναζαν «η Πόντια».
Εξομολογείται στο βιβλίο της «Ημερολόγιο προσκυνήματος στη
γη του Πόντου»: «Βαθιά μέσα μου, από όσα άκουγα, είχα πιστέψει ότι πατρίδα μου
είναι ο Πόντος και ότι στην Κατερίνη είμαι μια προσφυγοπούλα. Ίσως το γονίδιο
των γονιών μου που μεταδόθηκε σε εμένα...».
Κάπου αλλού, η Νίκη αναφέρει: «... Ο Χάιτας, ο Πόλυς, ο
υπέροχος αυτός Πόντιος, που ασχολήθηκε με το ποντιακό θέατρο και έγραψε το
υπέροχο ποίημα "Η λύρα", ήταν γείτονας της μάνας μου στην Ορντού και στην Κατερίνη.
Συνήθιζε να με πειράζει και να μου λέει:
- Για βάλον το τσιτ αβούτο σο κιφάλι σ' να ελέπω ντο Πόντια
κουτσή είσαι».
Έλεγε στη μάνα μου: - Μαρούλα, αβούτεν
θα 'φτας ατην ζουπούνας να φορεί...».
Και παρακάτω αναφέρει η αξέχαστη Νίκη: «Ένα άλλο, όμως, που
είναι χαρακτηριστικό είναι ότι είχα πάντα την επιθυμία να δω το Τσάμπαση, αυτό το οροπέδιο, το
θέρετρο, όπου ανέβαιναν τα καλοκαίρια οι γονείς μου.
Στην τετάρτη γυμνασίου, η καθηγήτριά μας, η δίδα Δέσποινα
Τυμπανίδου, μας ζήτησε μια μέρα στο μάθημα της έκθεσης να αναπτύξουμε το εξής
θέμα: «Ένα ταξίδι που θα ήθελα να κάνω».
Πήρα το μολύβι και ξεκίνησα το γράψιμο, για να τελειώσω
ύστερα από τρία τέταρτα περίπου. Παρέδωσα την έκθεσή μου και είπα: «Έγραψα για
ένα ταξίδι που θέλω να πάω στη γενέτειρα των γονιών μου, στα Κστύωρα». Με
ρώτησαν, πώς, αφού δεν γεννήθηκα στα Κστύωρα του Πόντου, μπόρεσα και έγραψα τη
συγκεκριμένη έκθεση, πώς ήξερα τόσες λεπτομέρειες. Απάντησα ότι τα άκουγα στα
παρακάθια που γίνονταν στο σπίτι μας.»
Η Νίκη δεν σταμάτησε ποτέ να ψάχνει ό,τι έχει σχέση με την
ποντιακή μας παράδοση. Μέσα στις έρευνές της εντάσσεται και η μεγάλη προσφορά
της, που την αποτελούν οι ζωντανές μαρτυρίες που συγκέντρωσε από πρόσφυγες της
πρώτης γενιάς. Πρόκειται για μία πολύ σημαντική δουλειά, που, δυστυχώς, δεν την
πρόσεξαν όσο έπρεπε.
Από το ταξίδι της στον Πόντο, μαζί με τον πατέρα της, τον
Πολύκαρπο Αδαμίδη, η Νίκη ένα μικρό μέρος δημοσίευσε στην «Ποντιακή Εστία» με
τίτλο «Ένα ιδιότυπο μνημόσυνο». Εκείνο, όμως, που εντυπωσιάζει είναι το σύνολο
των περιγραφών της για τον Πόντο, που περιέχεται στο βιβλίο της.
Παρά το μικρό σε σελίδες μέγεθος του βιβλίου της και παρά το
υποκειμενικό της γραφής της, που αναφέρεται σχεδόν πάντοτε στον πατέρα της και
τον εαυτό της, η αξία του βιβλίου της Νίκης Αδαμίδου είναι μεγάλη.
Αλλά είναι σημαντικότατο και το αρχείο που άφησε, με
ζωντανές μαρτυρίες από πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, τους οποίους κυριολεκτικά
αγκάλιαζε με πολλή αγάπη. «Κάθε φορά που συναντώ έναν από τους δικούς μας
ηλικιωμένους, βλέπω στο πρόσωπο του την πίκρα, αλλά και τη χαρά, του πατέρα μου
και της μητέρας μου», έλεγε.
Με την ίδια αγάπη προς αυτό που έκανε, αλλά και με μεγάλη
επιμονή, η Νίκη Αδαμίδου συγκέντρωσε αξιόλογο αριθμό παραδοσιακών αντικειμένων,
μεγάλης αξίας, τα οποία - μετά από πολλές περιπέτειες, ακόμη και δικαστικές,
που την πίκραναν πολύ - αποτελούν σήμερα το καύχημα του ποντιακού λαογραφικού
μουσείου στην Κατερίνη.
Είναι πολύ λίγα αυτά που γράφονται σήμερα, ως πρώτη προσφορά
στη μνήμη της μεγάλης Πόντιας Νίκης Αδαμίδου.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Πηγη: Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου