Από ανέκδοτο έργο του Παύλου Τσιάτσια.
Κατά 1864 σχηματίσθηκαν στην Υπερκαυκασία 5 επιτροπές Σανταίων για μετανάστευση στην Απχαζία. Απ' αυτές μόνο η μια επιτροπή την προτίμησε. Μαζί με άλλους Ποντίους υπέβαλαν αιτήσεις στον αντιβασιλέα του Καυκάσου, που τους χορήγησε την άδεια εγκατάστασης, από τους Σανταίους αυτούς μόνο τρεις οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην Αψού , οι άλλοι που ήσαν από το χωριό Ισχανάντων εγκαταστάθηκαν στην Αλεξάντριαν.
Η ζωή τους ήταν δύσκολη αν και η γη (300 στρέμματα) τους δόθηκε δωρεάν, αροτριώντα καλαμπόκι για ψωμί και σπόρο, κινίνο επί έτη και όπλα για να φυλάγονται από τους Αχπάζους που ήσαν μωαμεθανοί, τους έβλεπαν με κακό μάτι και έκλεβαν τα ζώα τους. Οι Σανταίοι της Αλεξάντριαν έφεραν μαζί τους και τον Παπά - Κοσμάν Λαμπριανίδη, που εκτελούσε και χρέη δασκάλου.
Όταν ύστερα από χρόνια ανέλαβαν οικονομικά, άρχισαν να χτίζουν πέτρινα οικήματα στο χωριό και στην πόλη και να επιδίδονται και σε επαγγέλματα. Κατά τον πόλεμο του '78 ακολούθησαν με περιπέτειες τα οπισθοχωρούντα ρωσικά στρατεύματα πέρα από τον ποταμό Σουράμ και μετά το τέλος του πολέμου πίσω στο χωριό τους. Ήσαν τότε 60 οικογένειες.
Μετά το '78 άλλοι μεν Σανταίοι λαθραία από μερικές οικογένειες σε κάθε βαπόρι, άλλοι δε με σαντάλια (πλοιάρια) που νοίκιαζαν, μετέφεραν τις οικογένειες τους, μερικοί μάλιστα και τις αγελάδες τους. Ο Στάθιον ο Πιάκον ζήτησε από τον αντιβασιλέα να επιτραπεί στους Σανταίους να εγκατασταθούν στην Απχαζία.
Έτσι οι Σανταίοι αποίκισαν την Κούμαν (Μιχαηλόβσκοε) και τοί Ζουρνατζάντων (Αντρεέφσκοε). Πρωτοστεγάστηκαν σε φρακτόπλεκτες καλύβες, έκαμαν όμως ρυμοτομία, αφήκαν μέρος για εκκλησία και σχολείο. Το κράτος τους έδωσε 100 στρέμματα σε κάθε οικογένεια, και καλαμπόκι για ψωμί και σπόρο στην αρχή, επειδή δεν είχαν ζώα, έσκαβαν με το πέλ (δικέλλι).
Από ανεπάρκεια τροφής, από ελονοσία και εξαντλητική εργασία πολλές οικογένειες αποδεκατίστηκαν, αργότερα διάλεξαν θέρετρα όπου ανέβαιναν το καλοκαίρι και ανέβαζαν και τα ζώα τους. Η ζωοκλοπή από τους Αχπάζους τους ζημίωνε πολύ. Η στρατολογία τους άρχισε κατά το 1888 , οι περισσότεροι έγιναν υπαξιωματικοί, αλλά κανείς δεν δήλωνε μονιμότητα.
Σιγά, σιγά επεδόθησαν στη δενδροκομία, προπάντων της μηλιάς και στην καπνοφυτεία. Έχτισαν και σπίτια άνετα.
Από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης τους, μ' όλη τη φτώχεια που τους έδερνε, συντηρούσαν και το ελληνικό σχολείο τους. Ως δασκάλους έπαιρναν αποφοίτους ημιγυμνασίου και όχι λίγες φορές και δημοτικού. Πρόγραμμα , σύστημα και μέθοδος ανύπαρκτα, κουτσά στραβά δίδασκαν ιερά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Ο μισθός τους συγκεντρωνόταν από τα δίδακτρα (εισιτήριο) πού πλέρωνε κάθε μαθητής και το έλλειμμα συμπλήρωνε η Κοινότης. Για ευρύτερες σπουδές στον Πόντο (φοίτηση στο φροντιστήριο της Τραπεζούντας) δεν μπορεί να γίνει λόγος , μόνο μετά το 1900 τρεις τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν.
Κατά το 1890 η Εξαρχία ίδρυσε στην Αλεξάντριαν ρωσικό σχολείο με πέντε τάξεις και αργότερα και στα άλλα χωριά. Μόνο στην Κούμα τον ίδιο χρόνο ίδρυσε το Υπουργείο Παιδείας ,για τα διδακτήρια το κράτος πλέρωνε τα μισά έξοδα της ανέγερσης, τη συντήρηση (φωτισμός, θέρμανση καθαριότητα,μικροεπισκευές) ανελάμβανε η Κοινότης. Αργότερα το κράτος πρόβαλε την απαίτηση να είναι πτυχιούχοι οι Έλληνες δάσκαλοι και όσα σχολεία δεν είχαν έκλεισαν. Από το 1892 οι παπάδες και ψάλτες θεωρούνταν δημόσιοι υπάλληλοι, διότι τηρούσαν τα ληξιαρχικά βιβλία και πλερώνονταν από το κράτος, γι' αυτό όμως έπρεπε να είναι και ρωσοϋπήκοοι.
Η Κούμα στα 1884 είχε 150 οικογένειες Σαντέτκα και στα 1920 400, ιδρυτής της ήταν ό Στάθιον ο Πίακον που πρωτοστάτησε στην ανέγερση εκκλησίας και σχολείου και στη μίσθωση πτυχιούχου δασκάλου του Φροντιστηρίου ως το 1899, όποτε έκλεισε το σχολείο.
Τοι Ζουρνατζάντων στην αρχή είχε 70 και αργότερα 120 οικογένειες. Τοι Πιπεράντων συστήθηκε μετά το 1900 και είχε 60 οικογένειες.
Κατά το 1905 μερικοί νέοι μορφωμένοι και ποτισμένοι από ανθρωπιστικές, φιλελεύθερες και σοσιαλιστικές αρχές πήραν την απόφαση να διαφωτίσουν τους χωρικούς, πού κατά την έκφραση του Π. Τσιάτσια, δεν είχαν και τις παραμικρές γνώσεις πάνω στην εξέλιξη της ανθρώπινης κουλτούρας και των πολιτικών δικαιωμάτων. Οργάνωσαν και θεατρικές παραστάσεις προπάντων στην Κούμα, όπου είχε παιχθεί ο Οιδίπους τύραννος και άλλα.
Στην πόλη Σουχούμ (την αρχαία Διοσκουριάδα και τη Σεβαστούπολη των Βυζαντινών) είχαν εγκατασταθεί 40 περίπου οικογένειες Σανταίων. Κατά τον Ελ. Παυλίδη στην ανάπτυξη της «αγαθοεργού ελληνικής κοινότητος» είχε πρωτοστατήσει ο Σανταίος Κοσμάς Σπυράντης είχεν επιδείξει εξαιρετική δραστηριότητα και είχεν εργασθεί όσον ολίγοι. Κατά το 1918 είχεν εκδώσει την εφημερίδα «Μόρφωση». Πρώτος συνέλαβε την ιδέα της ίδρυσης Συνδέσμου Ελλήνων Σουχούμ και περιχώρων, και εκτελούσε χρέη υποπρόξενου της Ελλάδος χωρίς μισθό, είχε καταδιωχθεί και φυλακισθεί από την επιτόπια κυβέρνηση, διότι είχεν αντιταχθεί κατά της στρατολογίας των ομογενών που είχαν την ελληνική και τουρκική υπηκοότητα. Την κοινότητα συνέδραμε πολύ στους σκοπούς της και ό Ιωάννης Πασαλίδης που τότε ήταν βουλευτής της Γεωργιανικής Βουλής. Αυτός πρωτοστάτησε στην περίθαλψη προσφύγων από τον Πόντο στα 1918.
Μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ο υπουργός των εσωτερικών της Ρωσίας Μπέρια αφού συνεννοήθηκε με τον Στάλιν από λόγους σοβινιστικούς εξετόπισε όλους τους ομογενείς του Σουχούμ και των περιχώρων και τους σκόρπισε στη Νότιο Ασία: Ουζμπεκιστάν, Τουρκεστάν, Καζακστάν. Ο τρόπος με τον όποιο είχαν εκτοπισθεί ήταν απάνθρωπος. Χωρίς καμιά προειδοποίηση , νύχτα τους φόρτωσαν στ' αυτοκίνητα, μερικοί από τους οδηγούς των αυτοκινήτων τους συμβούλευσαν να πάρουν μαζί τους μάλλινα πολλά, διότι θα εκτοπίζονταν σε κλίματα ψυχρά. Από κάποιο γράμμα τους μαθαίνουμε ότι μερικοί πού ήσαν «μακριά από τα κέντρα συγκοινωνίας μόνο 30 κιλά πράγματα πήραν μαζί τους στην εξορία.
Όσοι είχαν την τύχη να εγκατασταθούν κοντά σε κατοικημένα μέρη, και όσοι εγκαταστάθηκαν μεν σε ακατοίκητα, άλλα κατόρθωσαν να χτίσουν τα σπίτια τους ως το χειμώνα, αυτοί διέφυγαν το θάνατο οι άλλοι υπόφεραν πολύ και άλλοι πέθαναν διότι τα μέρη που εγκαταστάθηκαν δεν είχαν ησυχία ούτε ημέρα, ούτε και νύχτα, τη μεν ήμερα από τις μύγες, τη δε νύχτα από τις σκνίπες.
Μετά το θάνατο του Στάλιν και το φόνο του Μπέρια τους επετράπη να γυρίσουν στα σπίτια τους, αλλά σπίτια και χωράφια βρήκαν κατειλημμένα από Μογγόλους και Γεωργιανούς. Για να αποζημιωθούν για τα σπίτια τους (τα χωράφια ανήκουν στην ολότητα) έπρεπε να καταφύγουν στα δικαστήρια γι' αυτό μερικοί μεν προτίμησαν να εγκατασταθούν στην πόλη, οι δε άλλοι να επιστρέψουν στον τόπο του εκτοπισμού τους, έτσι άδοξα εσβησε η κοινότητα του Σουχούμ και των περιχώρων.
Σ.Σ. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω".
Santeos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου