Ιδανική
ήταν στον καιρό μας η οργάνωση της ελληνικής κοινότητας. Στους αιώνες
της τουρκικής κυριαρχίας, τότε που λειτουργούσαν τα μεταλλεία, η
Αργυρούπολη είχε δύο εξουσίες: ο μητροπολίτης ως εθνάρχης (μιλέτμπασης)
ήταν η κεφαλή της ελληνικής κοινότητας.
Η
άλλη εξουσία ήταν οι αρχιμεταλλουργοί, σε ένα νεύμα των οποίων
κατέβαζαν τα μάτια τους χιλιάδες μεταλλωρύχοι, που μαζί με τους
βιοτέχνες αποτελούσαν τους κατοίκους της Αργυρούπολης.
Είναι
αλήθεια ότι ήταν απέραντη η ευλάβεια όλων των αρχιμεταλλουργών απέναντι
στον εθνάρχη μητροπολίτη και δεν έχαναν ευκαιρία να δείχνουν τη δύναμή
τους ως αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας του σουλτάνου και ως εργοδότες
του λαού, που με το μερακάματό του έδινε αίμα και ζωή στον τόπο.
Παράδοση,
που διασώθηκε μέχρι την εποχή μας, αναφέρει ότι, τις Κυριακές και τις
γιορτές στις εκκλησίες, μετά το τέλος της ακολουθίας του όρθρου,
διακόπτονταν οι ιερουργίες και περίμεναν να έρθουν οι ουσταμπασίδες
(αρχιμεταλλουργοί) για να αρχίσει η θεία λειτουργία.
Οι λόγιοι της εποχής, με παρωδίες εκκλησιαστικών ύμνων και με ευφυολογήματα
σατίριζαν κρυφά αυτές τις εγωιστικές αδυναμίες των αρχόντων
αρχιμεταλλουργών. Μια από αυτές τις σάτιρες έλεγε: «Αινούμεν, ευλογούμεν
και προσκυνούμεν τον Χίρπιλαν!». Αυτός ο Χίρπιλας ήταν φημισμένος
μαντεμτζήμπασης, ειδικός στις επενδύσεις στοών στα μεταλλεία. Είχε
γεμίσει γεφύρια την Ανατολή. Καταγόταν από το μεγάλο κεφαλοχώρι Τσίτε
και έχτισε με δικά του έξοδα έναν λιθόκτιστο μιναρέ στο τζαμί του χωριού
Τσίτε, δώρο στους Τούρκους συγχωριανούς του.
«Την
μορφήν σου προσκυνούμεν Γούρατλη και την εσού ψυχήν υμνούμεν και
δοξάζομεν». Ο Γούρατλης ήταν ιστορικό, επίσης, πρόσωπο και
αρχιμεταλλουργός και αυτός. Πήγαινε στην εκκλησία καβάλα στον ψαρή του
και τον έλεγαν Γούρατλη από το χρώμα του αλόγου του*.
Ήταν
τόσο γενναιόδωροι, όμως και πρόσφεραν κάθε προστασία στους χριστιανούς.
Οι μεταλλευτικές τους επιχειρήσεις έδιναν ψωμί σε χιλιάδες κατοίκους
της Χαλδίας.
Η αδυναμία τους, όμως, για τη δόξα δεν σκανδάλιζε.
Έτσι,
ο δεσπότης και αυτοί είχαν κάθε εξουσία στην κοινότητα, της οποίας το
καθεστώς, επί πολλούς αιώνες, ήταν ολιγαρχικό. Νόμος και κανονισμοί
ήταν η θέληση των κρατούντων. Ανάμεσα στον μητροπολίτη και τους
αρχιμεταλλουργούς, αρκετές φορές, υπήρχαν διαφωνίες, αλλά επικρατούσαν,
συνήθως, οι δεύτεροι, που πετύχαιναν να μεταθέσουν τον μητροπολίτη, με
την παρέμβαση του Πατριαρχείου.
Από
τον 19ο αιώνα, με την παρακμή των μεταλλείων, μειώθηκε πολύ και,
τελικά, χάθηκε η δύναμη των ουσταμπασήδων, πολλοί από τους οποίους
εκπατρίσθηκαν, αναζητώντας
αλλού μεταλλεία. Έτσι, άρχισε να ακούγεται στα κοινοτικά ζητήματα και η
φωνή των πολιτών, η γνώμη, όμως, του μητροπολίτη ήταν πάντα κυρίαρχη
μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (μετά, περίπου, το 1850),όταν
εμφανίστηκε η μορφή του Κυριακίδη.
Ήταν
ευτύχημα ότι ο Μητροπολίτης εκείνο τον καιρό, ήταν ένας ταπεινός και
απλοϊκός άνθρωπος, που δεν προέβαλε καμία αντίδραση. Αντίθετα, μάλιστα,
δέχτηκε όλες τις καινοτομίες του αναμορφωτή της Πατρίδας μας,
διδάσκαλου του Γένους, του Γεώργιου Παπαδόπουλου ή Κυριακίδη.
Ο
Κυριακίδης εκπόνησε πρότυπο καταστατικό χάρτη, που συνδύαζε την
ελεύθερη συζήτηση με την πειθαρχία όλων στο Κοινοτικό Σύνταγμα. Πολλές
ελληνικές κοινότητες οργάνωσαν τη διοίκησή τους κατά το υπόδειγμα των
κανονισμών της Αργυρούπολης.
Οι
θεμελιώδεις διατάξεις των κανονισμών αφορούσαν τις επιμέρους εξουσίες
και τις αρμοδιότητες των κοινοτήτων, που ήταν οι ακόλουθες:
Αρχηγός
της Κοινότητας, όπως και σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία, ήταν ο
Μητροπολίτης. Δεν συνερχόταν λαϊκή συνέλευση, παρά μόνον όταν καλούσε,
κατά την κρίση του, τους πολίτες ο Δεσπότης για τη συζήτηση κάποιου
σημαντικού θέματος. Πολύ συχνά, ο Δεσπότης καλούσε τους γονείς και τους
κηδεμόνες των μαθητών για θέματα εκπαιδευτικά και, κυρίως, όσες φορές
χρειαζόταν να γίνει κάποια έκτακτη δαπάνη και έπρεπε να συνεισφέρουν οι
γονείς.
Οι ενορίτες των πέντε εκκλησιών, συγκεντρωμένοι σε αυτές, έβγαζαν δια βοής, συνήθως, δύο από τους παρόντες στη συγκέντρωση κάθε ενορίας. Έτσι γινόταν η συγκρότηση του σώματος
των δέκα δημογερόντων, στους οποίους απένειμε ο Δεσπότης «πιττάκια»
(κάτι σαν πιστοποιητικά) εκλογής. Η Δημογεροντία συνεδρίαζε στη
Μητρόπολη, μετά από πρόσκληση του Μητροπολίτη και με την προεδρία του.
Εκεί συζητιόταν κάθε κοινοτική υπόθεση.
Η
Εφορία των σχολείων ήταν τριμελής, διοριζόταν από τη Δημογεροντία,
συνεδρίαζε, συνήθως, σε αίθουσα του Φροντιστήριου Αργυρούπολης. Εκείνος
που δραστηριοποιόταν ήταν κυρίως ο έφορος Ταμίας.
Οι επίτροποι των ναών, δύο από κάθε έναν από αυτούς, διορίζονταν από τον Μητροπολίτη, μετά από πρόταση του εφημέριου
και τη γνώμη της Δημογεροντίας. Η διαχείριση των εσόδων κάθε ναού
ελεγχόταν ανά τριμηνία. Τα τυχόν περισσεύματα παραδίδονταν, με
πρωτόκολλο, στην Εφορία των σχολείων και αποτελούσαν σημαντικό πόρο για
αυτά.
Ο
Μητροπολίτης ήταν μόνιμο μέλος του διοικητικού συμβουλίου της τουρκικής
διοίκησης (μετσλίσι ινταρέ). Με πρότασή του διοριζόταν ένας Έλληνας
λαϊκός ως μέλος του δημοτικού συμβουλίου (πελετιγέ άζασι)
Ένα
από τα προνόμια που παραχώρησε ο Μωάμεθ ο Πορθητής στους υπόδουλους
Έλληνες ήταν και το Εκκλησιαστικό και Πνευματικό Δικαστήριο. Το
Εκκλησιαστικό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία στην επίλυση διαφορών για
θέματα προίκας και διαθήκης. Το Πνευματικό Δικαστήριο εξέταζε θέματα
συζυγικών διαφορών και διαζυγίων.
Αυτά
τα δύο δικαστήρια λειτούργησαν λίγες φορές στην Αργυρούπολη, γιατί η
προίκα ήταν θεσμός άγνωστος εκεί, οι περιουσίες ήταν ασήμαντες, η
διαθήκη πολυτέλεια άχρηστη, τα δε διαζύγια ήταν ακόμη σπανιότερα.
Το φιλόπτωχο ταμείο Αργυρούπολης
Σε
κάθε εκκλησία και δίπλα στο παγκάρι υπήρχε μεταλλικό κουτί
σφραγισμένο, με μια σχισμή όπου έριχναν οι εκκλησιαζόμενοι τον οβολό
τους για τους φτωχούς, κατά τις Κυριακές και γιορτές. Εκτός από αυτό,
έβγαζαν και δίσκο. Τα χρήματα που μαζεύονταν τα μοίραζε η Δημογεροντία
στους φτωχούς της ενορίας τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Το φιλόπτωχο
ταμείο ανακούφιζε πολλούς και σε έκτακτες περιστάσεις.
Η διοίκηση των κοινοτικών κτημάτων
Χάνια, εργαστήρια, μαγαζιά, αγορασμένα με τα χρήματα από την πώληση των ασημικών των εκκλησιών και νοικιασμένα και
άλλα κτήματα, αφιερώματα χριστιανών από τα χρόνια του πλούτου και της
δόξας, όλα τα διαχειριζόταν η εφορία των σχολείων. Τη διαχείριση της
Εφορίας έλεγχαν η Δημογεροντία και ο Μητροπολίτης.
Εκκλησιαστική
ιδιοκτησία ήταν τα δύο μεγαλύτερα από το κοινοτικά κτήματα· «Τ' Αεργή»
(Αγίου Γεωργίου) και Τη Σταυρού» το χαν', δύο μεγάλης αξίας και προσόδων
πανδοχείων, που ήταν κληροδότημα, πριν από πολλές δεκαετίες, κατά την
καλή εποχή, των ευσεβών πατριωτών μας Αρχιμεταλλουργών στους ναούς του Αγίου Γεωργίου και του Τιμίου Σταυρού.
Του Επαμεινώνδα Σωτηριάδη
*0
Γιώργης αγάς Γούρατλης, κατά τον Σίμο Λιανίδη, πήρε ειρωνικά αυτό το
προσωνύμι γούρατλης = γενναίος από έναν ηγούμενο μοναστηριού.
(Δημοσιεύθηκε, σε γλώσσα ημικαθαρεύουσα,
στην εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος», στις 15 Απριλίου 1972. Με
ειλικρίνεια και χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν, ο αείμνηστος
Επαμεινώνδας Σωτηριάδης, δικηγόρος στο Κιλκίς, αναφέρεται στην
κατάσταση που επικρατούσε στη γενέτειρα του Αργυρούπολη, για την οποία
έτρεφε μεγάλη αγάπη.
Τα
άρθρα του συγκέντρωσε με επιμέλεια και θαυμασμό ο Αλέκος Κοντοειδής,
από το Γερακαριό Κιλκίς, γραμματέας στην τοπική αυτοδιοίκηση και
συγγραφέας, κάτοικος, εδώ και μερικές δεκαετίες, της Αθήνας.)
Επιμέλεια Αλέξανδρου Κοντοειδή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου