Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α' ο Γίδος ή Γίδων
(1222-1235) αντιμετώπισε με επιτυχία τον κίνδυνο που διέτρεξε η Τραπεζούντα από
τον περίφημο σουλτάνο του Ικονίου Αλαεντίν Κεϊκομπάτ το 1223.
Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Ο σουλτάνος, ξεκινώντας από τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) και περνώντας από την
Κελτζηνή (Ερζιγκιάν) και την Παϊπούρτη (Πάιπερτ), έφτασε στις Πύλες του Πόντου, δηλαδή το
σημερινό Κολάτ ή Κολαμπάτ-μπογαζί.
Στρατοπέδευσε πάνω από το Στενό, δηλαδή την
κλεισούρα του Καράκαπαν, κοντά στο χωριό Χορτοκόπι.
Ο αυτοκράτορας της
Τραπεζούντας έστειλε τον πολέμαρχο Θεόδωρο στο Καράκαπαν, με μερικούς
γενναίους άντρες για να κατοπτεύσει τις κινήσεις των αντιπάλων. Ο Θεόδωρος,
ταυτόχρονα με την αποστολή του, που την εκτέλεσε πιστά, προξένησε και πολλές απώλειες
στους Σελτζούκους Τούρκους.
Κατόπιν ο ίδιος ο
αυτοκράτορας, παίρνοντας μαζί του 500 τολμηρούς καβαλάρηδες ανέβηκε στο Δικαίσιμον
(Τζεβιζλίκ), όπου ο Θεόδωρος του ανήγγειλε ότι ένα σύνταγμα Τούρκων είχε φτάσει
ήδη στη Δουβερά (Λιβερά). Ο αυτοκράτορας ξεκίνησε με τους άντρες του, πέρασε
το γεφύρι πάνω από τη Δουβερά και συγκρούστηκε με 2.000 άντρες του Αλαεντίν.
Οι Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία, τράπηκαν σε φυγή και μερικοί έπεσαν στο ποτάμι, όπου πνίγηκαν. Ο
Ανδρόνικος γύρισε στην Τραπεζούντα ικανοποιημένος.
Ο Σουλτάνος, μετά την ήττα του τάγματος αυτού,
εξόρμησε προς την πρωτεύουσα του Πόντου με όλο το στρατό του και την έκλεισε από τη στεριά. Ο λαός, στο μεταξύ, είχε συγκεντρωθεί από τα προάστια
μέσα στο φρούριο και, μαζί με το στρατό, ετοιμαζόταν για την άμυνα της πόλης.
Ο αυτοκράτορας πάλι, ενώ την ημέρα πολεμούσε στις επάλξεις του φρουρίου, τα
βράδια, κατεβαίνοντας από τα τείχη του Μέσου Φρουρίου, έμπαινε στην εκκλησία
της Παναγίας Χρυσοκέφαλης και ανέπεμπε ολονύχτιες δεήσεις για τη σωτηρία της πόλης.
Μετά από λίγες
ημέρες, ο σουλτάνος των Σελτζούκων στρατοπέδευσε στο πεδινό μέρος, κοντά στην
Πύλη του Αιγιαλού, που ήταν το μόνο ευάλωτο σημείο της πρωτεύουσας. Εκεί
κατασκήνωσαν οι στρατιώτες του, πιάνοντας μια έκταση από τον Μώλο και την
εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου ως το δυτικό ποταμό και την εκκλησία της Αγίας
Βαρβάρας.
Μια μέρα, ο
Ανδρόνικος, οι «στρατάρχες» του και οι έφεδροι καβαλάρηδες, βλέποντας τους
αντιπάλους τους κοντά στις πύλες της Αγίας Δυνάμεως να αδρανούν, άνοιξαν τις
πόρτες και όρμησαν έξω από τα τείχη! Οι Σελτζούκοι αιφνιδιασμένοι και μην
μπορώντας να αντιμετωπίσουν την έφοδο των Τραπεζούντιων, το έβαλαν στα πόδια...
Ο στρατός του Ανδρόνικου τους κυνήγησε μέχρι τις σκηνές τους, σκότωσε πολλούς
και άρπαξε πολλά λάφυρα.
Ο σουλτάνος του
Ικονίου και οι πασάδες του φοβήθηκαν πολύ, αλλά συνήλθαν γρήγορα. Ανασύνταξαν
τις δυνάμεις τους και έδωσαν μια σφοδρή μάχη με το στρατό του Κομνηνού. Η
σύγκρουση ήταν πολύνεκρη με μεγάλες απώλειες και για τα δύο μέρη. Από την
πλευρά των Σελτζούκων ηγετών σκοτώθηκαν ο Ιατατίνης (Γκαγιάς-Εντίν), ο ξάδελφος
του Σουλτάνου Ετούμης Ραΐσης, διοικητής της κατεχόμενης Σινώπης, και άλλοι
άρχοντες, όπως της Κελτζηνής (Ερζιγκιάν) και της Σεβάστειας, ενώ από τους
Έλληνες ο Γεώργιος Τορνίκης, ένας «στρατάρχης» τολμηρός, ο Ακριβιτζιώτης Θεόδωρος,
ο Νικόλαος Καλόθετος, ο Νικήτας Θαλαβίτης και ο Ιωάννης ο Ζαγξής.
Μετά τη μάχη, ο
βασιλιάς Ανδρόνικος, παίρνοντας το στράτευμά του ήσυχα ήσυχα, το πέρασε μέσα
από το ποταμάκι του Αγίου Γεωργίου και το χώρο των Τριών Καρυών και το έμπασε
στην πόλη χωρίς να συναντήσει κανέναν κίνδυνο.
Ο Σουλτάνος, μετά
την αποτυχία του στεναχωρέθηκε και οργίστηκε. Για να ξεσπάσει, όρμησε κατά πάνω στην εκκλησία του πολιούχου Αγίου Ευγενίου και
διέταξε τους στρατιώτες του να γκρεμίσουν τα ανώτερα μέλη της. Κατόπιν πρόσταξε
να ανασκάψουν το δάπεδο της και να το αφανίσουν. Ταυτόχρονα, το μεγάλο πλήθος
του τουρκικού στρατεύματος, με διαταγή του, χύθηκε εναντίον της πόλης με δυνατές
κραυγές, ελπίζοντας μέχρι την άλλη μέρα να καταλάβει το απόρθητο φρούριο της. Η άγρια επίθεση, που συνοδευόταν
από κρότους τυμπάνων και ντεφιών, ξεκίνησε από το ορεινό μέρος της πόλης,
δηλαδή από τον τράχηλο της Ακρόπολης (Κουλέ-μπουγιού), και ξέσπασε
μπροστά στις πύλες των τειχών της Τραπεζούντας.
Με μια φωνή, όλοι μαζί, αλάλαξαν, όπως γράφει
ο μητροπολίτης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος, «ώστε κατασεισθείναι δόξαι την γην και τόν ουρανόν κατασπάσθαι και δέους γενέσθαι πάντα μεστά» (ώστε φάνηκε σαν
να έγινε σεισμός
στη γη και να γκρεμίστηκε ο ουρανός, και σαν να γέμισαν τα πάντα από φόρο).
Οι επιτιθέμενοι Τούρκοι έριχναν βέλη σαν βροχή, και χτυπούσαν τους αντιπάλους
τους μέσα στην
πόλη με κοντάρια και με πέτρες σφενδονισμένες και με άλλα πολεμικά όπλα.
Οι
Τραπεζούντιοι πάλι αντιστέκονταν και απαντούσαν με σθένος στα χτυπήματα των
επιδρομέων. Αμύνονταν αδιάκοπα, ώσπου οι εχθροί να ελαττώσουν τις βολές τους
εναντίον της πόλης και να λιγοστέψουν τα βέλη τους. Παίρνοντας, στη συνέχεια,
περισσότερο θάρρος οι Έλληνες, όρμησαν αιφνιδιαστικά προς τα έξω. Στη μάχη που
ακολούθησε, οι πεζοί, χτυπώντας τους αντιπάλους τους με πυκνότερα βέλη και, οι καβαλάρηδες,
κάνοντας επέλαση εναντίον του εχθρικού στρατεύματος, σκότωσαν πολλούς και
αιχμαλώτισαν άλλους τόσους.
Ο αυτοκράτορας
όμως, βλέποντας την αγριότητα, την ωμότητα και τη θηριωδία του σουλτάνου,
καθώς και τις ασταμάτητες επιθέσεις του που δεν άφηναν σε ανάπαυλα τους πολεμιστές
του, άρχισε να στεναχωριέται πολύ. Εξάλλου, η πόλη δεν προσφερόταν για άνετη
άμυνα, γιατί το πλήθος του λαού είχε γεμίσει το κάστρο και υπήρχε στενότητα
χώρου.
Επίσης δεν είχε
χτιστεί ακόμα το εξωτερικό φρούριο (το Κάτω Φρούριο), που θα έφτανε από την παλιά, μεγάλη πύλη,
μέχρι τη θάλασσα. Ενώ, αντίθετα, για τους εχθρούς, ο τόπος ήταν προσιτός, ακόμα
και η παραλία. Ανήσυχος ο Ανδρόνικος, επισκέφτηκε την εκκλησία του Αγίου
Ευγενίου και παρακάλεσε τον πολιούχο με δάκρυα στα μάτια να βοηθήσει την πολιορκημένη
Τραπεζούντα.
Κατόπιν οργάνωσε λιτανείες στους δρόμους της
πόλης και στις επάλξεις των τειχών. Στις λιτανείες τούτες προπορευόταν ο
μητροπολίτης φορώντας την αρχιερατική στολή του και κουβαλώντας στους ώμους
του την εικόνα της Παναγίας Χρυσοκέφαλης. Ακολουθούσε ο ηγούμενος του μοναστηριού
κρατώντας την κάρα του πολιούχου Αγίου Ευγενίου και πίσω τους έρχονταν όλοι οι
αξιωματούχοι του κλήρου και του λαού.
Μόλις χάραξε η
μέρα, οι Τούρκοι, τέλεια εξοπλισμένοι, έκαναν επίθεση από το ορεινότερο μέρος
της Τραπεζούντας, δηλαδή το μεσημβρινό, εναντίον του ακρογωνιαίου πύργου της
Ακρόπολης, της «μεγάλης κόρτης», όπως λεγόταν. Πλησιάζοντας μάλιστα άρχισαν να
κάνουν εφόδους, ενώ ο σουλτάνος διακήρυχνε στην πόλη: «Μην ξεγελιέστε,
Τραπεζούντιοι, από το θεό σας και από τον άγιό σας το λεγόμενο Ευγένιο, γιατί
αύριο και τον οίκο του, που εσείς τιμάτε, θα κατακάψω και εσάς θα σας ξεκάνω!
Ξέρω την έλλειψη των αναγκαίων που έχετε και τη λειψυδρία και τα άλλα βάσανά
σας».
Ο αυτοκράτορας
Ανδρόνικος, ακούγοντας αυτές τις βλαστήμιες αγανάκτησε. Και για να αντιδράσει
σοφίστηκε ένα σχέδιο που θα πληροφορούσε το σουλτάνο ότι ούτε έλλειψη σε
τροφές υπήρχε, ούτε λειψυδρία, απεναντίας το φρόνημα του λαού και του στρατού
ήταν ακμαίο.
Ζήτησε λοιπόν να
έρθουν μερικοί εχθροί στην πόλη, τάχα για να συνάψει ειρήνη. Ήρθαν οι πρέσβεις
από την πλευρά του σουλτάνου, αλλά απαιτούσαν συνθήκες με όρους αλαζονικούς
και υπεροπτικούς. Ο Ανδρόνικος, ωστόσο, τους φέρθηκε με ευγένεια και τους δεξιώθηκε
προσφέροντάς τους πλούσιο τραπέζι. Μετά το φαγητό, οι ξένοι καβάλησαν τα άλογά
τους και περνώντας μέσα από την πόλη βάλθηκαν να κατασκοπεύουν.
Έτσι, είδαν ότι ο
τόπος ήταν γεμάτος με στρατεύματα, οι μάντρες γεμάτες με ζώα, τα μαγαζιά γεμάτα
με κρέατα, τα μαγειρεία γεμάτα με φαγητά, οι αποθήκες γεμάτες με στάρι, τα
κρασοπωλεία γεμάτα με κρασιά, αλλά και τα ρυάκια και οι βρύσες γεμάτες με νερό
που έτρεχε και διοχετευόταν άφθονο από την Μεγάλη πύλη στο γιαλό.
Ύστερα από την
επιθεώρηση τούτη, ο Έλληνας βασιλιάς έστειλε τους πρέσβεις πίσω, στο σουλτάνο.
Εκείνοι, μόλις γύρισαν, διηγήθηκαν στον αφέντη τους αυτά που είδαν, άκουσαν
και έμαθαν, κάνοντάς τον να στεναχωρηθεί.
Στο μεταξύ, οι
Χάλδοι ή Χαλδαίοι και αυτοί που ζούσαν κοντά στη Ματσούκα, όταν έμαθαν για
την αντίσταση των Τραπεζούντιων εναντίον των Τούρκων, πήραν θάρρος και άρχισαν
να ενεργούν νυχτερινές επιδρομές στο στρατόπεδο των εχθρών. Με τις επιδρομές αυτές,
άλλοτε άρπαζαν τα εφόδιά τους, άλλοτε έπιαναν αιχμαλώτους και άλλοτε
καταδίωκαν τους στρατιώτες. Ο σουλτάνος στεναχωρήθηκε και γι' αυτό και
ξεσηκώθηκε εναντίον του ναού του Αγίου Ευγενίου. Μπήκε λοιπόν μέσα με πολλή
αυθάδεια και ξάπλωσε κοντά στο σκήνωμα του αγίου. Δίπλα του ξάπλωσαν και άλλοι
αξιωματούχοι και κατόπιν οδηγήθηκαν μέσα στο ναό μερικά άσεμνα γύναια που άρχισαν
να χορεύουν σαν Βάκχες.
Την ίδια ώρα ο
Ανδρόνικος, μπαίνοντας στον περιώνυμο ναό της Χρυσοκέφαλης, προσευχόταν στο
θεό, δάκρυζε και ζητούσε βοήθεια από την Παναγία. Όταν κοιμήθηκε, είδε όνειρο,
στο οποίο η Παναγία του προέλεγε ότι θα νικήσει και τον προέτρεπε να ετοιμάσει το στρατό για τη μάχη. Την ίδια νύχτα και ο σουλτάνος είδε όραμα:
καθώς κοιμόταν
δίπλα στη σορό του μάρτυρα Ευγενίου, του παρουσιάστηκαν τέσσερις φοβεροί άντρες που τον πρόσταξαν να βγει από την εκκλησία. Ο Αλαεντίν
βγήκε έξω και αμέσως ανέβηκε στην κορφή του βουνού. Εκεί πάλι είδε έναν εύσωμο
άντρα να κρατάει τα κλειδιά της Τραπεζούντας και να του λέει: «Είμαι Δήμαρχος αυτής της πόλης και ονομάζομαι Ευγένιος. Λοιπόν, στάλθηκα από τους πολίτες και
τους στρατιώτες και όλο το λαό για να σε καλέσω να έρθεις το ταχύτερο και να
παραλάβεις την πόλη και όλους που σε
περιμένουν».
Ο σουλτάνος, λέει η
παράδοση, μαγεύτηκε από τα λόγια τούτα
και ασπάστηκε τον εύσωμο άντρα. Κατόπιν μάζεψε τα στρατεύματά του και τον
ακολούθησε. Αλλά, ξαφνικά, ενώ ήταν νύχτα, άστραψε φως δυνατό σαν φωτιά από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ταυτόχρονα άρχισε να
πέφτει δυνατή βροχή και χαλάζι, να ηχούν ομαδικές βροντές και αστραπές, και να πλημμυρίζει ο
τόπος νερά. Μετά το θαύμα τούτο, κατά
την παράδοση πάλι, που μας την
περιγράφει ο μητροπολίτης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος, όπως και όλα τα σχετικά με την πολιορκία,
οι Τούρκοι επιδρομείς έμειναν εμβρόντητοι, σκόρπισαν εδώ κι εκεί και άλλοι
περιπλανήθηκαν στις χαράδρες του βουνού, σκοντάφτοντας και πέφτοντας μέσα,
άλλοι όρμησαν προς τους γκρεμούς καβάλα πάνω στα άλογά τους, νομίζοντας τον
γκρεμό για πεδιάδα, άλλοι, που βρίσκονταν στους πρόποδες των βουνών, πέταξαν
τις πανοπλίες τους κι άλλοι πέθαναν από το κρύο.
0 βασιλιάς
Ανδρόνικος Γίδος και ο λαός της Τραπεζούντας, μας λέει ο μητροπολίτης, συνεχίζοντας την περιγραφή
του, βλέποντας μέσα στη νύχτα το «άρρητο» εκείνο φως και την καταιγίδα που
ακολούθησε, καθώς και την καταστροφή των Τούρκων, δόξασαν τον θεό και ανέπεμψαν
ευχαριστίες στον Άγιο Ευγένιο. Κι όταν, μετά την τελετή, πήγαν στις σκηνές των
εχθρών, τις είδαν άδειες από άντρες και γεμάτες από πράγματα και χρήματα.
Στο μεταξύ, καθώς
έφευγε ο σουλτάνος με την πρώτη φάλαγγά του προς την Ματσούκα, τον συνέλαβαν
αιχμάλωτο «άνδρες εύζωνοι Ματσουκαίται και δέσμιον
ήγαγον αύτόν τω Βασιλεί Άνδρονίκω». Ο αυτοκράτορας, από φιλανθρωπία, δεν
επέτρεψε να τον σέρνουν δεμένο, έναν άνθρωπο που «πρίν μεν σουλτανική εξουσία περιωνύμως τιμώμενος, νύν δέ παλινστρόφω μοίρα δορύκτητος
γενόμενος».
Διέταξε, λοιπόν, να γυροφέρουν το σουλτάνο στην πόλη «εις προπομπήν», με ησυχία και ηρεμία,
και όχι με φωνές και εξευτελισμούς σε βάρος του. Στην πομπή τούτη πρόσταξε να
τον βοηθάνε δυο επίσημοι άντρες, κρατώντας τον και στηρίζοντάς τον. Πρόσταξε
ακόμα να ανέβει ο σουλτάνος στο άλογο και, ακολουθούμενος από το λαό, να
κάνει την περιήγησή του στο χώρο του γιαλού. Κατόπιν,
περνώντας από την Μεγάλη πύλη (του «Αιγιαλού»), να παρουσιαστεί στα ανάκτορα.
Μπαίνοντας, λοιπόν,
ο σουλτάνος στην πόλη και φτάνοντας μπροστά στο μεγάλο ναό της Παναγίας
Χρυσοκέφαλης, λένε ότι αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του και χτύπησε το
κεφάλι του, γιατί ακολουθώντας το φάντασμα του ξένου Αγίου Ευγενίου, τώρα
περνούσε την κεντρική λεωφόρο της πόλης άδοξα. Στο παλάτι ο βασιλιάς Ανδρόνικος Γίδος τον υποδέχτηκε
φιλικά και τον κάθισε στο κοντινό κάθισμα. Κατόπιν τον παρηγόρησε και τον ενθάρρυνε.
Μετά από όλα αυτά,
ο βασιλιάς διέταξε να ηχήσει δυνατά η σάλπιγγα και να βροντήξουν τα άλλα όργανα
για να μαζευτούν όλοι στο ναό της Χρυσοκέφαλης. Όταν μαζεύτηκαν εκεί οι Τραπεζούντιοι, έψαλαν
τα ευχαριστήρια στο θεό και τη θεομήτορα, και έπειτα παίρνοντας στους ώμους την
κάρα του αγίου Ευγενίου και τα άλλα ιερά, ξεκίνησαν. Με πομπή, με ύμνους και
θρησκευτικά τραγούδια, με λαμπάδες που σκορπούσαν άπειρο φως και με θυμιάματα
που ευώδιαζαν, πήγαν στο μοναστήρι του «καλλινίκου,
και τροπαιούχου μάρτυρος Ευγενίου». Φτάνοντας εκεί, ανέπεμψαν τον ευχαριστήριο
ύμνο «τω μάρτυρι, τω ρύστη (σωτήρα), τω πρυτάνει».
Στο μεταξύ ο
σουλτάνος, βλέποντάς τα αυτά και θαυμάζοντας το πλήθος του λαού, ζήτησε να
γίνει σιωπή. Όταν έγινε αυτή, στάθηκε στη μέση του ναού και δείχνοντας με το
δάχτυλο του την εικόνα του αγίου, είπε ότι αυτός ήταν ο άντρας που είχε
εμφανιστεί τη νύχτα στον ύπνο του. Και διηγήθηκε το θαύμα και την καταστροφή.
Ύστερα από λίγες
μέρες, όσοι Τούρκοι είχαν φύγει πανικόβλητοι προς τα Σούρμενα και όσοι
αιχμαλωτίστηκαν, μόλις έμαθαν τη φιλική συμπεριφορά του βασιλιά Ανδρόνικου
προς τον σουλτάνο τους, ξεθάρρεψαν και παραδόθηκαν στον αυτοκράτορα.
Ο Ανδρόνικος
συζήτησε με τους ακολούθους του τι να κάνει τον αιχμάλωτο σουλτάνο. Εκείνοι, με
ομόφωνη γνώμη, τον συμβούλεψαν, «με την ελεύθερη θέλησή του», να αφήσει τον
ηγέτη των Σελτζούκων Τούρκων του Ικονίου Αλαεντίν Κεϊκομπάτ να γυρίσει στην πατρίδα
του. Ο βασιλιάς δέχτηκε τη συμβουλή τους και, έτσι, έγιναν αμέσως ειρηνικές
συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες οι Τραπεζούντιοι δε θα έστελναν στο εξής, όπως
παλαιότερα, στρατιωτικές δυνάμεις στο σουλτάνο του Ικονίου, δηλαδή πoλεμιστές, ούτε βέβαια και χρήματα και δώρα.
Ύστερα από την
σύναψη αυτής της συμφωνίας, ο σουλτάνος, με τιμές και με συνοδούς «δορυφόρους», ξαναγύρισε στην πατρίδα του. Ο Αλαεντίν Κεϊκομπάτ, που ο χρονικογράφος της Τραπεζούντας Πανάρετος
τον ονομάζει Μελίκ Σουλτάν, ήταν ο πιο σπουδαίος ηγέτης των Σελτζούκων Τούρκων.
Γι' αυτό και η ήττα του και η
καταστροφή όλου
του στρατού του μπροστά στην πρωτεύουσα του ποντιακού κράτους ήταν αποφασιστικό
γεγονός που συντέλεσε στην παρακμή του κράτους των Σελτζούκων του Ικονίου.
Τέλος, η συντριπτική
νίκη του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ανδρόνικου Α' του Γίδου ή Γίδωνα στα 1223 θεωρείται από τον ιστορικό
Φαλμεράιερ κοσμοϊστορικό γεγονός, γιατί ανέβαλε για πολύ καιρό την ανασυγκρότηση των τουρκικών δυνάμεων και ανέκοψε κατά ένα αιώνα, τουλάχιστον ,
την κατάλυση του ποντιακού κράτους και του βυζαντινού πολιτισμού.Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου