Η παραλαβή της νύφης από το πατρικό της σπίτι ονομαζόταν «νυφέπαρμαν» ή
νυφόπαρμαν» . Ακολουθούσε δε τις παρακάτω διαδικασίες
1961. Γαμος στην Τρανταφυλλιά Σερρων |
Α) Ο σχηματισμός της γαμήλιας πομπής.
Πριν από το ξεκίνημα για την παραλαβή της νύφης σχηματιζόταν στό σπίτι του
γαμπρού ή γαμήλια πομπή, ή οποία ονομαζόταν «γαμοστόλος» ή «όψίκ'».
Στη Ματσούκα ή γαμήλια πομπή σχηματιζόταν στήν αυλή τού γαμπρού τό απόγευμα
της Κυριακής, άπό όλους τούς καλεσμένους του, έχοντας μπροστά τή λύρα.
Αφού δε δένανε στη ζώνη του γαμπρού «τό τριγών'» (τριγωνικό ψωμάκι), ή λύρα
έδινε τό σύνθημα τού ξεκινήματος παίζοντας έναν ειδικό σκοπό, πού τόν ονόμαζαν
«τ' άχπαστόν», δηλ. τό ξεκίνημα.
Η πομπή ξεκινούσε καί πορευόταν μέ
αργό ρυθμό στό σπίτι της νύφης:
«Άχπάσκουσαν 'ς σό νυφέπαρμαν»
Ξεκινούσαν για τήν παραλαβή της νύφης.
Ο λυριτζής συνέχιζε νά παίζει τό σκοπό του κλασικού τραγουδιού: «Ό
Γιάννες ο μονόγιαννες», πού ονομαζόταν «άχπαστόν» (σκοπός δηλαδή του
ξεκινήματος), τραγουδώντας συγχρόνως ατέλειωτα δίστιχα.
Η διάταξη της γαμήλιας πομπής ήταν ή
παρακάτω: Μιά ομάδα οπλισμένων, αποτελούμενη συνήθως άπό 20-30 παλικάρια
οπλισμένα μέ «γκράδες», μ’ έναν αρχηγό, βάδιζε μπροστά σ’ αρκετή απόσταση άπό
τήν κυρίως πομπή. Κατά διαστήματα μ’ εντολή του αρχηγού άνοιγαν ομαδικά πυρά,
τά οποία ονόμαζαν «τονανμά» καί συμβόλιζαν τή δύναμη καί τή μεγαλοπρέπεια της
τελετής.
Μετά άπό τούς οπλισμένους στήν πρώτη σειρά της πομπής πήγαιναν καβάλα στ’ άλογα
τά σεβαστά πρόσωπα (οί γέροι) καί ό γαμπρός, επάνω σ’ άσπρο ή κόκκινο άλογο,
έχοντας ως οδηγό του τόν κουμπάρο. Περιστοιχιζόταν δε ό γαμπρός άπό τούς συγγενείς, τούς φίλους του
καί άπό τις «παρανυφάδες», οι οποίες ήταν νιόπαντρες ντυμένες μέ τά «νεγαμ'κά»
τους, μέ τή νυφική τους δηλαδή στολή.
Από πίσω ακολουθούσε ή υπόλοιπη πομπή ή όπως τή λέγανε τό «όψίκ'».
Σε περίπτωση πού ή διαδρομή ήταν μεγάλη, τότε καί ό παπάς, ό κουμπάρος καί
οι περισσότεροι άπό τούς συγγενείς τού γαμπρού πηγαίνανε καί εκείνοι καβάλα
επάνω σε άλογα στολισμένα μέ άσπρα μαντίλια, χρυσοκέντητα στίς γωνιές καί
δεμένα στη χαίτη τους.
(Γ. I.
Ζερτελίδης)
Στό δρόμο ό κουμπάρος τραγουδούσε για λογαριασμό του γαμπρού τό παρακάτω
τραγούδι:
«Έρχουμαι, πουλί μ’, έρχουμαι,
έρχουμαι μή κομπώντς με
τά στράτας σ' μακρά είναι
του κάκου μή σκοτώντς' με»,
συμβολικό τού αόριστου φόβου καί της αγωνίας του γαμπρού μήπως τήν
τελευταία στιγμή αλλαξοπιστήσει καί φύγει ή νύφη (κλεφτεί) μέ κάποιον πού τυχόν
κρυφοαγαπούσε πριν άπό τό «λογόπαρμαν»
καί τόν αφήσει «στα κρύα του λουτρού».
Κατά τή διαδρομή ή πομπή σταματούσε σε ορισμένα σημεία σε σταυροδρόμια,
ρεματιές, γεφύρια κ.λπ., ό δε γαμπρός έβγαζε άπό τό ζωνάρι του τό «τριγών'» ή
«λαβάσ» (λαγάνα) καί τό πετούσε, σαν ξόρκι, για τήν εξουδετέρωση των «κακών
πνευμάτων» καί κάθε βλαπτικής επίδρασης.
Τό ίδιο γινόταν καί άπό τό μέρος της νύφης, όταν ακολουθούσε τό γαμπρό άπό
τό σπίτι της στήν εκκλησία για τό στεφάνωμα.
Έτσι, μέ μουσική, μέ τραγούδια, μέ πυροβολισμούς και καμιά φορά καί μέ
αγώνες ιππικούς, ή πομπή περνούσε από τις γειτονιές, στίς οποίες ομάδες
γυναικών καί παιδιών, με κανάτες στα χέρια, προσφέρανε μεζέδες καί ρακή:
«έβγάλ'ναν χοντζάν»
στη γιορταστική συνοδεία του
γάμου, δεχόμενοι ως φιλοδώρημα «λιανά», ώσπου τό «'ψίκι» έφτανε στό
σπίτι της νύφης.
(Ε.
Χριστοφίδης - Αν. Παπαδόπουλος - Γ. I. Ζερζελίδης)
Στα Κοτύωρα τό ξεκίνημα της πομπής προαναγγελλόταν μέ τρεις ρουκέτες. Αφού
δηλαδή ντυνόταν ό γαμπρός ( ξεκινούσε μέ όλους τούς συγγενείς καί τούς
προσκαλεσμένους του καί μέ τή συνοδεία μουσικών οργάνων νά πάνε στου κουμπάρου.
Εκεί ενώνονταν μέ τούς καλεσμένους του καί όλοι μαζί συγκροτούσαν τό
«γαμοστόλον».
Μπροστά πορευόταν ή μουσική καί κοντά της
«οι καλετέν » ή «έμπρολαλέτ » ή «τραγωδιάν». Σε μικρή δε απόσταση από
εκείνους ακολουθούσαν ό γαμπρός καί ο κουμπάρος καί ύστερα όλος ό άλλος κόσμος.
β) «Οί καλετέν » ή «έμπρολαλέτ» ή «τραγωδιάν
«Οι καλετέν'» ήταν μικρές ομάδες άπό
τρεις ή και περισσότερους άντρες,
συγγενείς ή φίλους ή καί απλώς γνωστούς, οί οποίοι τραγουδούσαν καί χόρευαν, πίνοντας ρακή ή κρασί μπροστά στήν πομπή, ή οποία
βάδιζε μέ βήμα αργό. «Οί «έμπρολαλέτ » στα Κοτύωρα σ' όλο τό διάστημα
του δρόμου τραγουδούσαν τά παρακάτω τραγούδια μέ συνοδεία μουσικής.
(I)
«Ήθελα νάρθω τό βράδυ μ, έπιασε ψιλή βροχή
……………………………………………………………………………….
(II)
«Ανάμεσα στα φρύδια σου ένα τζαμί θά χτίσω
καί
ντερβισάκι θά γινώ νάρθω
νά προσκυνήσω.
Κι όταν πλησίαζαν στό σπίτι της νύφης:
(III)
«Έρχομαι
στό μαχαλά σου
για νά μάθω τ' όνομα σου.
Πες
μου κόρη τ' όνομα
σου
Καί
γλυκό τό φίλημα σου
…………………………………………
(IV) «Μαύρα μου μάτια,
κόκκινα μου χείλη
Έβγα ξανθούλα μου στό
παραθύρι.
Νά ίδείς τόν ήλιο καί τό
φεγγάρι
Νά ιδείς τό νέο πού θά σε
πάρει.»
…………………………………………………………………
(Ξ. Ξενίτας)
γ) Ό χουτζή
μπασης
Ό χουτζή μπασης, για τόν όποιο γίνηκε λόγος στα προηγούμενα, ήταν ό
υπεύθυνος για τήν τήρηση της τάξης. Κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα μπουκάλι μέ
ρακή καί βρισκότανε σε συνεχή κίνηση, κερνώντας στό δρόμο κάθε άντρα ένα ποτήρι
ρακή. Προτού δε ξεκινήσει ή πομπή άπό τό σπίτι τού γαμπρού, τόν καλούσαν επιτακτικά:
«έ, χουτζή μπασή»,
οπότε εκείνος τραβούσε τό ξίφος
του άπό τή θήκη του καί τό κρατούσε ψηλά μπροστά στήν πόρτα, ώσπου νά βγει άπό
μέσα ό γαμπρός. Τό ίδιο έκανε καί στήν επιστροφή, μετά άπό τή στέψη, όταν
φτάνανε στό σπίτι τού γαμπρού. Ξανατραβούσε δηλαδή τό ξίφος, κρατώντας το ψηλά,
ώσπου νά περάσουν οί νεόνυμφοι άπό κάτω. Τό ίδιο επίσης έκανε καί όσες φορές,
κατά τήν επιστροφή της πομπής άπό τήν εκκλησία, συναντούσαν βρύση, γέφυρα ή
σταυροδρόμι. Κρατούσε τό ξίφος απειλητικά, έτοιμος νά εξουδετερώσει τά πονηρά
πνεύματα ή τούς κακούς δαίμονες πού σύμφωνα μέ τήν πρόληψη πού επικρατούσε
μπορούσαν νά προκαλέσουν κάποιο κακό στό γαμπρό ή στη νύφη.
Ό χουτζή μπασης, σε όλη τή διάρκεια της πορείας τού «γαμοστόλου»,
επιτηρούσε ακόμα καί τούς νέους, έτοιμος νά εμποδίσει κάθε νέο πού τυχόν θά
επιχειρούσε νά αρπάξει έτσι άπό αστεϊσμό ή ορμώμενος άπό κάποιο αίσθημα σοβαρό
τή λαμπάδα ή τό μαντίλι κάποιου κοριτσιού, τό οποίο δεν αποκλειόταν καμιά φορά
νά προοριζόταν καί για γυναίκα του.
δ) Οι δαδούχοι
της γαμήλιας πομπής
Ό φωτισμός της γαμήλιας πομπής άπό δαδούχους ήταν πανάρχαιο έθιμο, πού
αναφέρεται καί άπό τόν Όμηρο (Ιλ.. σελ. 292-293) καί άπό τόν Ησίοδο (Ηρακλ.
273-276), τό όποιο διατηρήθηκε καί στό μεσαίωνα. Ήταν δε απαραίτητος, γιατί τό
«νυφέπαρμαν» καί ή στέψη γίνονταν τή νύχτα ή τό σούρουπο. Για τό σκοπό λοιπόν
αυτό, μπροστά άπό όλη τή γαμήλια πομπή πορευόντουσαν δαδούχοι νέοι, οί οποίοι
κρατούσαν ψηλά δαδιά αναμμένα, μέσα στους λεγόμενους «μασαλάδες», άπό τά οποία
άναβαν τις χρυσωμένες καί πλουμιστές λαμπάδες τους οί άνθρωποι πού αποτελούσαν
τήν πομπή.
Στα Σούρμενα καί σε άλλα μέρη τού Πόντου, αντί για «μασαλάδες»
χρησιμοποιούσαν φανάρια, μέ τά οποία φωτίζανε τό «γαμοστόλο» όταν ή στέψη
γινότανε τή νύχτα.
ε) Πρόχειρα
τραπέζια στα πεζούλια καί κεράσματα
Στό «γαμοστόλο» τόσο κατά τήν πορεία του για τό «νυφέπαρμαν» όσο καί κατά
τήν επιστροφή του άπό τήν εκκλησία, μετά άπό τή στέψη, στό σπίτι τού γαμπρού,
κάθε οικογένεια συγγενική, φιλική καί γνωστή, μπροστά άπό τό σπίτι της οποίας
περνούσε: «ένοιεν σινίν» ή «ένοιγαν σινίν», δηλαδή βγάζανε τραπέζια στα
πεζούλια και κερνούσαν όλους μέ ρακή καί μεζέδες, συνήθως τυρί, λουκάνικα,
παστουρμά κλπ. Στό Κοτύωρα ό γαμπρός καί ό κουμπάρος πετούσαν χρήματα ως δώρο
στα τραπέζια αυτά.
Στήν Αργυρούπολη καί στα γύρω χωριά, μερικοί άπό τό «γαμοστόλο» φώναζαν
κατά διαστήματα στό δρόμο:
«Μπρε χουτζηλάρ ελάτε φιλ'
ελάτε 'ς σή κουτζής τό στουλάρ'
όσοι θέλετε νά τρώτε
σακιαρλαμάδας».
στ) Τό πάτεμαν
Όταν ό «γαμοστόλος» περνούσε μπροστά άπό κάποιο σπίτι, στό όποιο τύχαινε νά
υπάρχει κάποια λεχώνα, ή τελευταία έπρεπε νά σηκωθεί άπό τό κρεβάτι: «για νά μή
πατείεται», για νά μή πάθει δηλαδή κανένα κακό, τό όποιο ονόμαζαν «πάτεμαν»,
άπό κάποιο πονηρό πνεύμα, λόγω μή τηρήσεως αυτού τού εθίμου.
Στα Κοτύωρα, στα Σούρμενα καί σε άλλα μέρη, όταν ό γαμπρός ξεκινούσε μέ τό
«γαμοστόλο» για τό «νυφέπαρμαν» καί για τή στέψη, συνήθιζαν νά τραγουδούν στό
δρόμο τούς παρακάτω) στίχους:
- Πατέρα, δός με τήν ευχή σ
νά πάγω στεφανούμαι.
- Εύχήν, εύχήν και του Χριστού
καί πάντων των αγίων.
Κατά τήν πορεία της πομπής ό γαμπρός καί ό κουμπάρος κρατιόντουσαν άπό τά
χέρια ή μέ μαντίλι.
Στό Κιουμούς Ματέν τήν Κυριακή τό πρωί ξεκινούσε μιά ομάδα άπό 5-6 νέους,
πού συνοδεύονταν άπό όργανα, άπό τό σπίτι τού γαμπρού, πού ήταν κατάμεστο άπό
κόσμο, καί πήγαινε στό σπίτι τού κουμπάρου. Φτάνοντας στήν εξώπορτα τού σπιτιού
του καί αφού τούς υποδέχονταν μέ ρακή καί πίνανε όλοι μαζί, τόν παίρνανε
κατόπιν κι όλοι μαζί επιστρέφανε στό σπίτι τού γαμπρού.
Εκεί έβγαιναν οί γονείς τού γαμπρού καί οί συγγενείς του νά τούς
προϋπαντήσουν κι αφού έδιναν φιλοδωρήματα στους οργανοπαίκτες, τούς έπαιρναν
όλους καί τούς οδηγούσαν μέσα. Όταν δε συγκεντρώνονταν όλοι οι καλεσμένοι καί
σχηματιζόταν ή πομπή, τά όργανα έπαιζαν ένα σκοπό, δίνοντας έτσι τό σύνθημα για
τό ξεκίνημα.
Μπροστά πήγαιναν οί νέοι μέ τά όργανα. Ακολουθούσαν ό παπάς, οί γονείς τού
γαμπρού, οί προεστοί τού χωριού, ό κουμπάρος μέ τό γαμπρό καί τό πλήθος τού
κόσμου. Οί ευπορότεροι πήγαιναν συνήθως καβάλα στα άλογα. - Τό ίδιο συνέβαινε
κι άπό τή μεριά της νύφης, τήν οποία συνήθως ανέβαζαν σε άλογο.
Τόσο ή πομπή τού γαμπρού όσο καί ή πομπή της νύφης τραβούσαν κατευθείαν
στήν εκκλησία (παλιότερα ή πομπή τού γαμπρού πήγαινε καί τήν έπαιρνε άπό τό
σπίτι της), ενώ στό δρόμο τά μικρά παιδιά, τρέχοντας άπό κοντά, φώναζαν
αδιάκοπα: «χούτζιλα! χούτζιλα!». Τά «χούτζιλα» στήν αραβική σήμαιναν λιμά
χρήματα (πενταροδεκάρες) καί τά παιδιά μέ τις φωνές τους ζητούσαν νά τούς
ρίξουνε λεπτά. Στίς φωνές τους δε ανταποκρινόταν ό σπιτονοικοκύρης, ό οποίος
έβγαζε καί πετούσε μέ τή χούφτα του δεκάρες, επάνω στις όποιες πέφτανε οί
πιτσιρίκοι καί γινόταν χαλασμός.
Οί ίδιες φωνές επαναλαμβάνονταν καί κοντά στον κουμπάρο, ό οποίος πετούσε
κι εκείνος όσα είχε ευχαρίστηση. Αλλά τό ίδιο γινότανε καί όταν ή πομπή
περνούσε μπροστά άπό κάποια βρύση:
«Χούτζιλα! Χούτζιλα! Χούτζιλα! Κέχ! Κέχ! Κέχ!»
φωνάζανε οι πιτσιρίκοι καί ό κουμπάρος, οί γονείς καί οί συγγενείς πετούσαν
όλο καί περισσότερα μέσα στη μεγάλη σκάφη της βρύσης, πού συχνά ήταν βαθιά ως
ένα μέτρο καί γινόταν πανζουρλισμός καί πάλι! Πέφτανε μέσα οι πιτσιρίκοι καί
γίνονταν όλοι μουσκίδι
(I.
Παπαπέτρου).
Στήν Τρούψη καί σε πολλά άλλα μέρη τού Πόντου υπήρχε τό έθιμο, προτού ή
πομπή νά φτάσει στό σπίτι της νύφης, νά της φράζουν τό δρόμο μέ ένα σχοινί οί
συγγενείς της νύφης, για νά εξαναγκάσουν τό γαμπρό νά τούς τάξει κάποιο δώρο,
συνήθως κόκορα ή αρνί. Τούς άνοιγαν δε δρόμο νά συνεχίσουν τήν πορεία τους μόνο
όταν αποσπούσαν τήν υπόσχεση του.
Στα παλιότερα χρόνια οι δύο παρατάξεις διέθεταν καί τούς παλαιστές τους.
Όταν δε ή πομπή έφτανε στήν αυλή της νύφης, οί δύο αντίπαλοι παλαιστές πάλευαν
πρός τιμήν της στό αλώνι κι όταν τελείωνε ή πάλη τους επέτρεπαν τό γαμπρό καί
τή συντροφιά του νά μπουν στό σπίτι της.
(Κ.
Ιορδανίδης).
Στη Νικόπολη καί στα άλλα μέρη της Κολωνίας οί γονείς του γαμπρού, ό
γαμπρός, ό κουμπάρος καί πολλοί άπό τούς καλεσμένους πήγαιναν στό «νυφέπαρμαν»
καβάλα στα άλογα, έχοντας μπροστά τούς οργανοπαίκτες μέ τά όργανα.
Στό δρόμο οί ζωηρότεροι άπό τούς έφιππους συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος
θά ξεπεράσει τόν άλλο καί ό νικητής έπαιρνε φιλοδώρημα.
Άλλοι πάλι έφιπποι έριχναν τά λεγόμενα «τζιρίτια» (τά ακόντια των αρχαίων).
«Τό τζιρίτι» σ' αυτές τις περιπτώσεις ήταν μιά ράβδος τήν οποία κρατούσαν άπό
τή μέση και τήν εξακόντιζαν μέ τό δεξί τους χέρι.
Μέ όλες αυτές τις εκδηλώσεις ή γαμήλια πομπή έπαιρνε μιά όψη πανηγυρική καί
χαρμόσυνη. (Φουρνιάδης καί συν. )
Γάμος στην Τριανταφυλλιά Σερρών |
ζ) Στό σπίτι της νύφης
Μπροστά στό σπίτι της νύφης ανταλλάσσονταν χαριτολογίες ανάμεσα σ' εκείνους
πού βρίσκονταν μέσα σε αυτό καί σ' εκείνους πού βρίσκονταν απέξω. Οί πρώτοι
πρόβαλλαν εμπόδια προσποιητά στήν είσοδο του γαμπρού καί της πομπής, για λίγη
ώρα, ώσπου τελικά οί απέξω πίνανε άπό ένα ποτήρι ρακή πού υπήρχε μπροστά στήν
πόρτα πάνω σε ένα δίσκο ή σε ένα τραπέζι μαζί μέ κότα βραστή, τσουρέκια, πίτα
καί ομελέτα, τούς ευχόντουσαν τά καθιερωμένα κι αφού ό χουτζή μπασης χτυπούσε
μέ τό ξίφος του τό ανώφλι της πόρτας, τρεις φορές, στό όνομα της αγίας τριάδας,
άνοιγε ή πόρτα κι έμπαιναν μέσα.
Σε άλλα μέρη ό γαμπρός, φέροντας ξίφος, πλησίαζε καβάλα στό άλογο, χτυπούσε
τρεις φορές «τ' άπανωθύρ'» (τό ανώφλι) καί μετά πετούσε ψηλά τό ξίφος του στό
πίσω μέρος του σπιτιού. Ή πράξη του δε εκείνη εθεωρείτο «κατακτητική», γι"
αυτό καί τού ανοίγανε εκείνη τή στιγμή τις κλειστές πόρτες καί έμπαινε μέσα μέ
τή συνοδεία του.
(Αρχείο
του Πόντου)
Στα Κοτύωρα, όταν ή πομπή του
γαμπρού έφτανε στο σπίτι του συμπέθερου, κατέβαιναν, ή νύφη μέ όλους τους
συγγενείς καί τούς καλεσμένους, για νά ενωθούν μέ τους άλλους καί νά πάνε όλοι
μαζί στήν εκκλησία για τή στέψη. Προσφέρανε δε στον κόσμο μεζέδες καί πιοτά και
δέχονταν σε ένα δίσκο χρηματικά φιλοδωρήματα άπ' το γαμπρό καί τόν κουμπάρο.
Τή στιγμή όμως πού ή νύφη, κλαίοντας, πλησίαζε για να σμίξει μέ τό γαμπρό, έμπαιναν στη μέση
«οί καλετέν» και τούς εμπόδιζαν νά ζυγώσουν ό ένας τόν άλλον, αν προηγούμενα
δεν έπαιρναν σαν δώρα κότες ή πάπιες ψημένες, τραγουδώντας μάλιστα τήν απαίτηση
τους με τούς παρακάτω στίχους:
«Τήν κοσσάραν θέλω κάϊνανα.
Τήν κοσσάραν φέρ'τε κάϊνανα»...
Συνήθως απαιτούσαν καί ζωντανές κότες, τις οποίες έσφαζαν επιτόπου καί μέ
τό αίμα τους άλειβαν τα παπούτσια του γαμπρού.
Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, τήν ώρα πού αρπάζανε τις ζωντανές ή τις ψημένες κότες πού
τούς προσφέρανε στηνότανε ομηρικοί
καυγάδες μεταξύ των «καλετένων» πού αποτελούσαν ξεχωριστές παρέες καί προπαντός
όταν αυτοί προέρχονταν άπό διαφορετικές συνοικίες. Τα παλιότερα δε χρόνια οί
καυγάδες εκείνοι αποτελούσαν απαραίτητο στοιχείο της όλης γαμήλιας τελετής, μέ
το οποίο οί νέοι έδειχναν στίς νέες τήν
ανδρειά τους καί την καπατσοσύνη τους.
Συνέβαινε ακόμα, όταν ό γάμος γινόταν τή νύχτα, οι ομάδες εκείνες νά
πέφτουν σαν τις αλεπούδες στα κοτέτσια καί νά τά ρημάζουνε!
Μετά δε άπό τό καλμάρισμα των καυγάδων καί των λεηλασιών των κοτετσιών,
όσοι άπό τούς τυχερούς είχαν κατορθώσει νά αρπάξουν κότες, έμπηγαν στα πλευρά
τους κεριά, τά άναβαν, τις κρατούσανε ψηλά καί έδιναν το σύνθημα του
ξεκινήματος, οπότε ή γαμήλια πομπή έπαιρνε
τήν κανονική της διάταξη καί ξεκινούσε.
Μπροστά βαδίζανε οί μουσικοί καί οί «καλετέν»,κι ακολουθούσαν ό κουμπάρος, ό γαμπρός καί οί
φίλοι τους. Μετά άπό αυτούς «οί
μειζετέρ'» καί όλοι οί άλλοι καλεσμένοι καί άπό τά δύο μέρη. Πίσω δε άπό αυτούς
ερχότανε ή νύφη μέ τις φίλες της καί μέ τή συνοδεία της, τήν οποία κρατούσε άπ'
τ' αριστερό της μπράτσο αδελφός της ή ό ξάδελφος της.
Στα παλιά τά χρόνια οί γονιοί της νύφης δεν πήγαιναν σι στεφανώματα (Ξ. Ξενίτας). Όταν δε ό πατέρας
παράδινε στό γαμπρό τήν κόρη του, στό κατώφλι της πόρτας του σπιτιού,
στα πόδια της σφάζανε ένα αρνί ή μιά κότα και τραγουδούσαν τό τραγούδι:
«Επήραμε τήν Πέρδικα τήν χιλοπλουμισμένην».
Κατά τήν έξοδο δε της νύφης ή μουσική έπαιζε το «άχπαστόν» καί στη
συνέχεια τραγουδούσαν τό παρακάτω τραγούδι:
«Σήμερον άλλον μέρα έν' κι άλλο ήλιος λάμπει,
σήμερον καί τό κόρασον δύο καρδίας βάλλει,
τ' έναν αφήνει ' ς σού κυρού καί τ' άλλο παίρ' καί πάει.
Αφ σον, κόρη, τή μάνα σου καί ποίσον άλλεν μάναν,
αφ' σον, κόρη, τόν κύρη σου καί ποίσον άλλον κύρην κ.λπ.
Στη Ματσούκα όταν τό ' ψίκι (πομπή) έφτανε στήν πόρτα της νύφης, τούς
υποδέχονταν μέ ομοβροντίες πυροβο-(ντονανμάδες), μία ομάδα δε νέων παρεμπόδιζε
τήν είσοδο του γαμπρού καί της συνοδείας του στό σπίτι της, μέχρι νά υποχρεωθεί
ό κουμπάρος νά τούς δώσει φιλοδώρημα, τό οποίο συνήθως ήταν δύο μπουκάλια ρακή
καί μιά ψημένη κότα για μεζέ.
Εκεί ό γαμπρός, προτού κατεβεί από
τό άλογο, σταύρωνε τρεις φορές στό ανώφλι της πόρτας ή στό «σατσάκ'». στό
χαμηλό γείσο δηλαδή της στέγης, μέ μιά βέργα:
«τή νεγάμ' τό στουράκ» (η βέργα τού νεόγαμου)
τήν οποία του τήν έδινε ο κουμπάρος στό χέρι. Τό χτυπούσε δε μετά μέ τόση
δύναμη μέ τή βέργα, ώστε μέ τήν πρώτη έπρεπε νά σπάσουν τά λεπτότατα
σανιδόφυλλα της στέγης:
«τά χαρτώματα της στέγης»
Μετά δε άπό τό χτύπημα εκείνο πετούσε «τό στουράκ'» πάνω από τή στέγη στό πίσω μέρος του σπιτιού:
«έπιδέβαζεν άτο άς σήν κουμουλιάδαν του σπιτί».
Μέ τήν πράξη του εκείνη αποδείκνυε ότι ό γαμπρός ήταν παλικάρι καί ότι θά
ήταν ικανός νά προστατέψει καί νά κάνει ευτυχισμένη τή συμβία του. Η τυχόν δε
αποτυχία «ς σό πιδέβασμαν» εθεωρείτο κακό σημάδι.
Τή βέργα εκείνη τήν άρπαζαν κατόπιν τά παιδιά, οπoιος προλάβαινε, τήν έδιναν στον κουμπάρο καί έπαιρναν άπό εκείνον «μπαχσίς»
(φιλοδώρημα).
Ύστερα κατέβαινε ό γαμπρός άπό τό άλογο καί έμπαινε στό σπίτι με τό «δεξί»
του πόδι. ή δε πεθερά του αφού του έβαζε στό χέρι τό «τριγών'». τό τριγωνικό
δηλαδή ψωμάκι, δεμένο μέ ένα μαντίλι, τόν αγκάλιαζε καί τόν φιλούσε.
Ο δε «λυριτζής» στήν περίπτωση εκείνη, παίρνοντας φιλοδώρημα τραγουδούσε
τούς παρακάτω στίχους:
«Εγώ είμαι ό λυριτζής, θειϊτσα μ' γουρπάν
ς την ψύ’ς»
Τόν γαμπρόν εγώ έγκα, γιά φέρον τό πακτσίς».
Μαζί μέ τό γαμπρό μπαίνανε μέσα οί γονείς του ό κουμπάρος καί αρκετοί άπό
τούς συνοδούς του, τούς οποίους υποδέχονταν οί συγγενείς της νύφης καί τούς
παράθεταν τραπέζι μέ ρακή καί διάφορους μεζέδες, αρχίζοντας έτσι μέσα καί έξω άπ' τό σπίτι, τρικούβερτο
γλέντι.
Τό γαμπρό τόν περιποιόταν ή πεθερά του σε ξεχωριστό τραπέζι, προσφέροντας
του τό περίφημο «φούστρον» (ομελέτα). Απ' αυτό δε βγήκε καί ή γνωστή παροιμία
«Γαμπρέ, φούστρον τρως;» για νά δείξει τήν ιδιαίτερη περιποίηση καί
αδυναμία της πεθεράς στό γαμπρό.
Παρά τό γεγονός ότι υπήρχε καί ή αντίθετη κοροϊδευτική παροιμία για τήν
πεθερά:
«'Ολιον τό τέρτ' τή πεθεράς-ι-μ' ό θανατός άς έτον».
Όταν τελείωνε τό ντύσιμο καί ό στολισμός της νύφης, τά οποία γίνονταν
εκείνη τήν ώρα τήν οδηγούσαν στήν πόρτα τού δωματίου, όπου ό κουμπάρος:
«έδούν’νεν τά σκεπαστίατ' κα»
δηλαδή τό φιλοδώρημα τού ντυσίματος, ενώ ό γαμπρός τήν έβγαζε άπό τό νυφείο
τραβώντας την μέ δύναμη άπό το χέρι καί υπερνικώντας τήν προσποιητή αντίσταση
που πρόβαλλε ή ίδια ενισχυμένη καί άπό τις «παρανυφάδες» της, οι οποίες τήν
κρατούσαν άπό πίσω, ενισχύοντας έτσι συμβολικά, άπό αλληλεγγύη, τήν αντίσταση
της.
Στό σημείο εκείνο ή λύρα έπαιζε τό κλασικό τραγούδι τού χωρισμού:
«Αφ' σον, κόρη, τή μάνα σου καί ποίσον άλλεν μάναν,
άφ'σον, κόρη, τον κύρη σου καί ποίσον άλλον κύρην,
αφ' σον, κόρη, τ'
αδέλφια σου καί ποίσον άλλ' αδέλφια.
Τίμα, κόρη, τήν πεθερά σ’ νά είσαι τιμεμέντσα,
Τίμα, κόρη, τόν πεθερό σ,' νά είσ'
άγαπεμέντσα.
Μάθα, κόρη, τήν αγρύπνιαν καί τήν κακοπειρίαν,
αύρι θά πάς 'ς σου πεθερού σ’ νά
είσαι μαθεμέντσα.
Τό τραγούδι αυτό τά τελευταία χρόνια αντικαταστάθηκε μέ τ' «άχπαστόν», για
τό όποιο γίνηκε λόγος πιο πάνω. Στό διάστημα δε εκείνο ή μάνα της νύφης μέ
όλους τούς δικούς της κλαίγανε για τό χωρισμό της κόρης της.
Ό γαμπρός, παλιότερα, πρόσφερε συμβολικά στήν πεθερά του ένα ασημένιο
νόμισμα, τό λεγόμενο «σίτ παρασίν» γιά τά «βυζαστιατ' κα», γιά τήν αμοιβή
δηλαδή πού δικαιούταν ή μητέρα της γιά τό γάλα πού τή θήλασε.
(Γ.
I. Ζερτελίδης, Ε. Χριστοφορίδης, Αν.
Παπαδόπουλος).
Στη Λιβερά, όταν ό γαμοστόλος πλησίαζε στό σπίτι της νύφης, βγαίνανε όλοι
άπό μέσα, διακόπτοντας τό χορό, μαζί μέ τόν «τουλουμτζή» ή τόν «κεμεντζετζή»,
πού διακρίνονταν άπό τόν «νταουλτζή» καί τό «ζουρνατζή» τού γαμπρού, για νά τόν
προϋπαντήσουν.
Οί οργανοπαίκτες δε της νύφης υποκλίνονταν μπροστά στους προσερχόμενους,
δεχόμενοι φιλοδωρήματα. Ακολούθως όλοι μπαίνανε μέσα, εκτός άπό τό γαμπρό, ό
όποιος έστεκε καβάλα πάνω στ' άλογο, μπροστά στήν πόρτα, περιμένοντας τούς
συγγενείς της νά τόν ασπαστούν καί νά του βάλλουνε στον κόρφο μήλα ή πορτοκάλια
κλπ.
Παλιότερα επικρατούσε καί εκεί τό έθιμο νά χτυπά ό γαμπρός μέ τη βέργα
σταυρωτά τή στέγη καί νά τήν πετά πίσω άπό τό σπίτι, όπως αναφέραμε πιο πάνω,
αλλά πριν άπό πολύ καιρό τό έθιμο αυτό είχε καταργηθεί.
Μετά από τά παραπάνω κατέβαινε ό γαμπρός άπό τό άλογο καί έμπαινε καί
εκείνος μέσα στό σπίτι, καθήμενος δε στό τραπέζι, πλάι στον κουμπάρο καί στον
παπά, τρώγανε καί πίνανε όλοι μαζί, ώσπου νά δοθεί τό σύνθημα της εξόδου.
Σ όλο δε τό διάστημα εκείνο μπροστά στήν πόρτα της νύφης έστεκαν ό
λεγόμενος «κέλλαρος» καί οι μαγείρισσες καί κερνούσαν όλα τά άτομα πού
μπαινοβγαίνανε δεχόμενοι φιλοδωρήματα σε χρήμα. Τό ίδιο συνέβαινε καί στό σπίτι
του γαμπρού, πριν νά ξεκινήσει ό γαμοστόλος νά πάει στό σπίτι της νύφης γιά τό
«νυφέπαρμαν».
Κατά τήν έξοδο δε άπό τό σπίτι της νύφης ό γαμπρός καί ό κουμπάρος
περίμεναν τελευταίοι μπροστά στήν πόρτα, ώσπου νά έρθει ή νύφη μέ τή νουνά της
καί νά σταθούν στό μέσα μέρος της πόρτας. Καί τότε ό κουμπάρος έδινε τό χέρι
τού γαμπρού στη νύφη κι εκείνος τήν τραβούσε έξω.
Μετά δε άπό αυτό άνεβαίνανε στα
άλογα, ό γαμπρός καί οί άλλοι ιππείς πού τόν συνόδευαν, καί τελευταία ή νύφη,
βοηθούμενη άπό τό νουνό της μαζί μέ έναν άπό τούς πλησιέστερους συγγενείς της,
οί όποιοι τή συνόδευαν μέχρι τό σπίτι του γαμπρού.
Ή διάταξη της πομπής πού σχηματιζόταν άπό εκεί καί πέρα ήταν ή παρακάτω:
Μπροστά βαδίζανε δύο παιδιά, κρατώντας τις νυφικές λαμπάδες, καί οί
οργανοπαίκτες, οί οποίοι έπαιζαν τά όργανα καί τραγουδούσαν. Ακολουθούσε ό
γαμπρός, έχοντας άπό τή μιά μεριά τόν κουμπάρο κι άπό τήν άλλη κάποιο φίλο του
ή τούς δύο «καλετέρους», οί όποιοι λαμπαδοφορούσαν. Κι άπό πίσω του ερχόταν ή
νύφη μέ βήμα αργό, υποβασταζόμενη, άπό τή μασχάλη άπό τή μιά μεριά άπό τόν
αδελφό της ή άλλο συγγενή της κι άπό τήν άλλη άπό τήν παρανύφισσα.
Ακολουθούσαν πίσω άπ' αυτούς οί συγγενείς του ζευγαριού, οί προσκαλεσμένοι
καί όλες οί άλλες παρανύφισσες (παρανυφάδες) μέ λαμπάδες.
Στη Νικόπολη καί στίς άλλες περιοχές της Κολωνίας, όταν ή πομπή του γαμπρού
(ό γαμοστόλος) έφτανε στήν πόρτα της νύφης, ή πεθερά ή κάποια άλλη συγγενής
άνοιγε τήν πόρτα, οπότε ορμούσαν μέσα, πρώτα μερικοί νέοι, οί οποίοι παίρνανε
τό πιάτο μέ τό «φούστρον», τό φέρνανε μπροστά στό γαμπρό κι αφού πιάνανε τό
δεξί του χέρι καί κάνανε μέ εκείνο τρείς φορές τό σημείο του σταυρού πάνω στό
«φούστρο» (ομελέτα) τό τρώγανε μεταξύ τους.
Μετά άπό αυτό ό γαμπρός κατέβαινε άπό τό άλογο του, ενώ πάραυτα μερικοί
νέοι, συγγενείς της νύφης, συναγωνίζονταν ποιος νά πρωτοανεβεί σε εκείνο,
εκείνος δε πού κατάφερνε νά τό ανεβεί, έκανε καλπάζοντας μερικούς γύρους, αλλά
δεν εννοούσε νά κατεβεί καί νά παραδώσει τό άλογο, αν προηγούμενα δεν έπαιρνε
ένα φιλοδώρημα άπό τόν κουμπάρο ή άπό τούς γονείς των μελλονύμφων. Μετά άπ' αυτό
τό παιγνίδι ή συμπεθέρα τούς καλωσόριζε όλους καί οδηγούσε τό γαμπρό καί τήν
παρέα του σε ξεχωριστό δωμάτιο, όπου τούς προσφερόταν εκλεκτά φαγητά.
Οί υπόλοιποι μπαινοβγαίνανε, χορεύανε, τραγουδούσαν καί έπιναν
«τούτ'ρακισί», δηλαδή ρακή πού τό κατασκευάζανε άπό μούρα, καί ευχόντουσαν
στους γονείς:
«φως τ' ομμάτια σουν» (φώς στα μάτια σας).
Οί γεροντότεροι καί σεβασμιότεροι κάθονταν ξεχωριστά τό ίδιο καί ή νύφη, ή
οποία ντυμένη τά νυφικά της (τή νύφη στήν Νικόπολη τήν έντυνε ή παπαδιά)
καθότανε μέ τις φίλες της σε ξεχωριστό μέρος, μακριά άπό τό γαμπρό κα τόν άλλο
κόσμο.
Μετά δε άπό τό φαγοπότι, οί γονείς της νύφης παίρνανε τό γαμπρό καί τόν
φέρνανε κοντά στήν πόρτα. Στό ίδιο μέρος έφερναν καί τή νύφη καί ενώνανε τό
δεξί χέρι του γαμπρού μέ τό αριστερό της νύφης, λέγοντας:
«άτέν έδέκαμ' άτην έσέν, έσέν πα δι'με σε 'ς σόν θεό ν».
Αυτήν τή δώσαμε σέ εσένα, εσένα δε σέ παραδίνομε στό θεό.
Κατόπιν φιλούσαν τό γαμπρό καί τή νύφη στό μέτωπο καί εναγκαλίζονταν
ιδιαιτέρως τήν κόρη τους, ενώ εκείνοι ανταποδίδανε τόν ασπασμό, φιλώντας τά
χέρια των γονιών της νύφης.
Τό ίδιο γινόταν καί μέ τούς γονείς του γαμπρού, οι οποίοι αφού φιλούσαν τό
ζευγάρι στό μέτωπο, δίνανε τό λόγο τους ότι θά τήν είχαν σά δικό τους κορίτσι
καί μάλιστα σε καλύτερη μοίρα άπό εκείνον.
(Π.Φουρνιάδης
καί συνεργάτες).
Στη Σαντά μπροστά στήν
πόρτα του σπιτιού της νύφης έστεκε ένα άτομο κρατώντας στό κεφάλι του ένα δίσκο
μέ «μελοβούτορον», δηλ. μέ μέλι ανακατεμένο μέ ανάλατο βούτυρο, καί ψωμί. Όταν
δε έφτανε ή πομπή, άνοιγε ή πόρτα αφού ό κουμπάρος τό έπαιρνε, δίνοντας πρώτα
σά φιλοδώρημα 10-20 γρόσια ή μιά ζώνη.
Στό μεταλλείο Ντενέκ, όταν ή πομπή του γαμπρού έφτανε στήν πόρτα της νύφης,
ή συνοδεία του ρωτούσε εκείνους πού βρίσκονταν μέσα «τί θά χαρίζανε;», σέ
περίπτωση δε αρνητικής απάντησης οί τολμηρότεροι νέοι κι άπό τις δυό μεριές
έρχονταν σέ σύγκρουση, ή όποια πολλές φορές κατάληγε σέ τραυματισμούς καί σέ
άλλες κακώσεις.
Στήν ' Αργυρούπολη καί στη γύρω περιοχή, μπροστά στήν πόρτα του σπιτιού της
νύφης, βρισκόταν ένα στρογγυλό τραπέζι, τό όποιο ονομαζόταν «στόλ'», επάνω στό
οποίο βρισκόταν μιά κότα βραστή. Όταν δε έφτανε εκεί ό γαμοστόλος, ό κουμπάρος
τήν έπαιρνε, ρίχνοντας στό τραπέζι 25-50 γρόσια, καί τή μοίραζε στους συνοδούς
του, μετά τήν είσοδο της πομπής στό σπίτι. Στα παλιότερα χρόνια, μόλις βγαίνανε
άπό τό σπίτι τραγουδούσαν εκεί καί τό παρακάτω σατιρικό τραγούδι:
«Εχομε νύφεν καί πάμε
κι άν 'κί παίρν' άτεν ντ' εύτάμε;
Τά τσιτσία τ'ς κολογκύδά,
κρούγ'νε, παίρνε τά σαγάνά κ.λπ.
' Η γαμήλια δε πομπή
μέ τραγούδια καί χορούς διευθυνόταν στήν εκκλησία, φτάνοντας δε κοντά σε
εκείνη σταματούσαν τά τραγούδια κι άρχιζαν νά ψέλνουνε τό τροπάριο του άγιου
στό όνομα του οποίου έτιμάτο ή εκκλησία.
Στήν Άδυσα καί σε
άλλα χωριά του Τορούλ (Ντορουλίου), όταν ό γαμπρός έμπαινε στό σπίτι της νύφης
γονάτιζε κοντά στό τζάκι καί εκεί καθίζανε πάνω στα γόνατα του ένα μικρό
αγοράκι, σημείο αρρενογονίας.
Μετά δε άπό τήν
προσφορά ρακής καί καφέ παράθεταν τραπέζι καί χάριζαν στό γαμπρό οι συγγενείς
της νύφης, ενώ οί «καλετέρ » κρατούσαν λαμπάδες καί έστεκαν άπό τή μιά καί άπό
τήν άλλη μεριά του.
Καί εκεί, όπως σχεδόν
σ' όλο τόν Πόντο, επικρατούσε ή αρχαία ελληνική συνήθεια, νά κάθονται δηλαδή οί
γυναίκες σέ ξεχωριστά τραπέζια άπό τούς άντρες.
«Τέτταρας
τράπεζας γυναικών είπα σοι, έξ δέ ανδρών.
Τό
δείπνον δ' ευτελές καί μηδενί ελλιπές-
λαμπρούς
γενέσθαι βουλόμεθα τούς γάμους».
(Αθηναίου: Βιβλ. XIV. 52 πρβ. καί 51)
(Άρχείον Πόντου)
Κατά δέ τό
«νυφέπαρμαν» Κάι τή μετάβαση της πομπής στήν εκκλησία οί παράνυφες καί όλες οί
γυναίκες του. χωριού έπαιζαν τά «μαντίλια», χόρευαν δηλαδή τό χορό των
μαντιλιών, ενώ ανάμεσα σ' αυτές, καμιά φορά, οί άντρες έπαιζαν, χορεύοντας, τά
«μαχαίρια» (τις καμες).
Καί στα Σούρμενα,
μπροστά στήν πόρτα του σπιτιού της νύφης τοποθετούσαν δίσκο, πάνω στον όποιο
εκτός άπό τά άλλα υπήρχε καί «μελίγαλα», δηλαδή τό «μελοβούτορον» των Σανταίων
καί γενικά των Χαλδαίων.
Οί άνθρωποι δέ της
νύφης, πού υποδέχονταν τόν γαμοστόλο, οδηγούσαν τούς άντρες σέ ξεχωριστό
δωμάτιο άπό τις γυναίκες καί τούς προσφέρανε ρακή καί καφέ, ενώ τις τελευταίες
τις προσφέρανε διάφορα γλυκίσματα, όπως λ.χ. μπακλαβά καί «καντσία» κ.λπ. ή
τηγανισμένα φουντούκια.
Στήν Κερασούντα τή
νύφη τήν ύποβαστάζανε όταν πήγαινε στήν εκκλησία δύο παιδιά, τό ένα άπό τό
περιβάλλον των συγγενών της καί τό άλλο άπό τό περιβάλλον του κουμπάρου, δηλαδή
ό γιός του, όταν υπήρχε.
Εκεί επικρατούσε ή
αρχαία συνήθεια νά προπορεύεται μιά συνοδός της νύφης, σαν οδηγός, μιά γριά
δηλαδή λαμπαδοφορούσα, τήν οποία ονόμαζαν οί μεν αρχαίοι Έλληνες «τιτθή» ή
«μαία», οι δέ Κερασούντιοι «παραμάνα».
Στήν Αμισό, στό
Καράπερτσιν καί σέ άλλα χωριά, όταν πλησίαζε ό «γαμοστόλος» στό σπίτι της
νύφης, ένας άπό τούς τολμηρότερους, άπό τό περιβάλλον της, έτρεχε καβάλα στ'
άλογο νά συναντήσει τό γαμπρό. Ζητούσε δέ άπό τή συνοδεία του τό μπουκάλι μέ τή
ρακή ή μέ τό κρασί, τά όποια κουβαλούσανε μαζί τους, καί άν μεν τού τά δίνανε,
γύριζε χαρούμενος, γιά τό κατόρθωμα του, άν όμως δεν του τά δίνανε, τότε άρχιζε
έντονη λογομαχία πού κατάληγε πολλές φορές σέ τσακωμούς καί τραυματισμούς,
ώσπου σπρώχνοντας φτάνανε ως τήν είσοδο τού σπιτιού.
Μετά δέ άπό τήν
είσοδο τού γαμοστόλου στό σπίτι της νύφης, στό μεν γαμπρό καί στον κουμπάρο
παράθεταν τραπέζι, οί δέ άλλοι επιδίδονταν στό χορό, ώσπου νά
ετοιμαστούνε όλα γιά
τήν έξοδο καί τή μετάβαση στήν εκκλησία γιά τή στέψη.
Συνήθως ή νύφη ήταν
ντυμένη, καμιά φορά όμως ήταν άντυτη καί τή ντύνανε στα γρήγορα μέσα στό
νυμφώνα οί γυναίκες, μέ τά νυφικά, πού αγόραζε καί έφερνε ό γαμπρός, αφού
προηγουμένως οί παπάδες διαβάζανε πάνω σ' αυτά μερικές ευχές. Συγχρόνως δέ μέ
τό ντύσιμο της, τό όποιο ονόμαζαν «νυφοσκεπάσματα», τραγουδούσαν καί τό
παρακάτω τραγούδι:
«φορίστ'
άτεν, σκεπάστ' άτεν, κ έπαρτ' άτεν κι άς πάμε»
Στό Καράπερτσιν όμως
καί σέ άλλα χωριά δέ γινότανε αυτό, γιατί τή νύφη συνήθως τήν ντύνανε τό
Σάββατο.
Τέλος κατά τή
μετάβαση τού γαμοστόλου στήν εκκλησία, καθώς καί κατά τήν επιστροφή, πολλές
γυναίκες ύψωναν μέ τά χέρια μαντίλια, σέ ένδειξη χαράς, ενώ ό κόσμος ράντιζε
τούς νεόνυμφους μέ ένα είδος ακανθών, τά όποια ονόμαζαν «ματαζούκια» ή έχυναν
«τάν », δηλαδή διάλυμα αποβουτυρωμένου γιαουρτιού. Τό έθιμο όμως αυτό
τελευταία είχε εκλείψει.
Σέ πολλά, τέλος, μέρη
του Πόντου, τήν ώρα του .αποχωρισμού της νύφης άπό τούς γονείς της τραγουδούσαν
μέ τή συνοδεία της λύρας τό παρακάτω τραγούδι:
Κόρη,
τίμα τήν πεθερά σ' άς σή μάνα σ' καλλίον,
Κόρη,
τίμα τόν πεθερό σ' άς σόν κύρη σ' καλλίον,
Κόρη,
τίμα τ' άντραδέλφα σ' άς σ' άδέλφα σ' καλλίον.
Τήν ώρα δέ πού εκείνη
έκλαιγε καί έβγαινε άπό τό σπίτι της τραγουδούσαν μέ τή συνοδεία λύρας τό
τραγούδι:
«Μή
κλαις, κόρη, μη κλαις, κόρη,
κ' εύτάς κ' έμέν καί κλαίγω.
τ'εμόν ή κάρδα
γεραλούν
κι
άν κλαίγω θά 'ματούται,
κι
άν κλαίγω, κλαίγω αίματα
κι
άν φλίβουμαι φαρμάκια
ή αλλού, στη
συνέχεια, λέγανε τό παρακάτω τραγούδι:
Άσπρη
σαν ή περιστερά, γιά έλα, ελ' άς πάμε.
- Κι άς σόν γλυκόν
πατέρα μου πώς νά ρχουμαι καί
πάμε;
Άσπρη
σαν ή περιστερά, γιά έλα, ελ' άς πάμε.
- Κι άς σήν
γλυκειά μητέρα μου πώς νά 'ρχουμαι καί
πάμε;
Άσπρη
σαν ή περιστέρα, γιά έλα, ελ' άς πάμε.
-
Κι άς σά καλά τ' αδέλφια μου πώς νά ρχουμαι καί
πάμε;
Πριν δέ άπό τήν έξοδο
ό πατέρας τού γαμπρού έδινε στη μητέρα της νύφης 33 γρόσια (στα Κοτύωρα 40
γρόσια) σαν «σιούτχακί», δηλαδή σά δικαίωμα γιά τό θηλασμό της κόρης της, γιά
τόν όποιο μιλήσαμε πιο πάνω. Οί γονείς της δέ αφού τήν ασπάζονταν της εύχονταν:
«καλορριζικός, 'ς σήν ευχήν του
Χριστού καί τή Πανάϊας»
ό δέ πατέρας της τή συμβούλευε:
«νά είοαι τίμια καί προκομέντοα,
ας έλέπω σε, νά μή έντροπάεις
με»
καί εκείνη φιλούσε τό δεξί του χέρι. Στη συνέχεια τήν ασπάζονταν τά αδέλφια
της καί οί συγγενείς της, ενώ ή μητέρα της ασπαζόμενη καί τό γαμπρό του
πρόσφερε σά δώρο ένα δακτυλίδι ή ρολόι ή μαντίλι ή καπνοθήκη, προσφέροντας
ανάλογο δώρο καί στον κουμπάρο. Τό ίδιο κάνανε καί οί συγγενείς της νύφης όταν
ασπάζονταν τό γαμπρό.
Οδηγούσαν, στη συνέχεια, τή νύφη σέ ένα μέρος όπου τήν περίμενε ό γαμπρός,
καλυμμένη άπό τό κεφάλι ως τά πόδια μέ καλύπτρα τήν οποία ονομάζαμε
«καμαρωτέρ'». στα δέ Σούρμενα «λετσέκ », στά Κοτύωρα «τουβάκι», στη Σινώπη
«μαφόρι», στό Καράπερτσιν καί στό μεταλλείο Ντενέκ «τούλ'».
Τό «καμαρωτέρ» αντικαθίσταται αργότερα άπό ένα ύφασμα πολύ λεπτό καί
διαφανές, μέ χρυσές κλωστές, τό οποίο ονομαζόταν «τρέμον ή πουλλούν ή
πουρλούν».
Τή νύφη κατόπιν τήν κρατούσανε άπό τή μασχάλη αδέλφια της ή άλλος στενός
συγγενείς της, τόν όποιο Σουρμενίτες ονόμαζαν «νταντή», καί άπό τόν κουνιάδο της,
προχωρώντας δέ πρός τά έξω τήν ακολουθούσε κυρίως «παρανύφ'σσα» καί άλλες
παρανύφισσες.
Μπροστά δέ στήν έξοδο ή μητέρα της κρατώντας τ άπό τό χέρι καί κλαίοντας
τήν παράδινε στό γαμπρό λέγοντας του:
«έοέν έδωκα τόν Θεόν κι άτέν έδωκα έσέν'
νά ζήτε καλορρίζικοι καί νάσουεράτε».
Μετά άπό τά παραπάνω λόγια της μητέρας της, ή νύφη παραδινόταν στήν κυρίως
«παρανύφ'σσαν», ή όποια ήταν συνήθως μιά άπό τις στενότερες συγγενείς της,
έγγαμη ή χήρα, ή στη μεγαλύτερη αδελφή της ή σε κάποια νύφη, η οποία τήν
ακολουθούσε καί μετά τή στέψη καί έμενε μαζί
της μέχρι τή Δευτέρα, οπότε φέρνανε στό σπίτι τι γαμπρού καί
«τή προίκας τό σαντούγ» (τό κιβώτιο της προίκας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου