Tα πρώτα
τείχη του φρουρίου με τις επάλξεις τους τα είχαν κτίσει οι αρχικοί οικιστές της
Τραπεζούντας, οι άποικοι από την Σινώπη. Το φρούριο μεγάλωσε στους κατοπινούς
αιώνες, με την προσθήκη νέων ζωνών από τείχη, κατά τη βυζαντινή εποχή, όπως και
κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων του Πόντου.
Τα ανάκτορα των
Κομνηνών βρίσκονταν στο ψηλότερο σημείο της Ακρόπολης, η
οποία αποτελούσε το Επάνω φρούριο. Ο Βησσαρίων, που μας
διασώζει περιγραφή τους, λέει ότι αυτά ήταν τόσο οχυρά, ώστε αποτελούσαν μια
δεύτερη ακρόπολη. Επίσης υπογραμμίζει την ομορφιά και το μέγεθος τους, καθώς
και την ποικιλία στην κατασκευή τους.
Ανέβαινε κανείς,
λέει, τους αναβαθμούς και τις σκάλες και έμπαινε σε προδόμους και δωμάτια
μεγάλης ομορφιάς και μεγάλου μεγέθους. Σ' όλα τα δωμάτια υπήρχαν εξώστες, γύρω
γύρω, από όπου έβλεπε κανείς τη θάλασσα και τα βουνά. Ακολουθούσε μια μεγάλη
αίθουσα, που το έδαφος της ήταν στρωμένο με άσπρη πέτρα και η επιφάνεια των
τοίχων με χρυσό. Πάνω στο χρυσό υπήρχε ποικιλία χρωμάτων και ζωγραφιές με
αστραφτερά λουλούδια, ενώ στην οροφή απεικονίζονταν άστρα και ανατολές ηλίου
που ανέδιναν λάμψη σαν να μιμούνταν τον ουρανό.
Στους τοίχους της αίθουσας ήταν ζωγραφισμένοι οι
κατά καιρούς αυτοκράτορες Τραπεζούντας και οι προγονοί τους, καθώς και εικόνες
των πολεμικών κατορθωμάτων τους.
Γκραβούρα απο την Τραπεζούντα |
Επακολουθούσε άλλη αίθουσα που η οροφή της
κατέληγε σε πυραμίδα, την οποία υποβάσταζαν τέσσερις κίονες. Κι αυτή η αίθουσα
ήταν χτισμένη με άσπρη πέτρα. Εδώ, ο βασιλιάς εμφανιζόταν και συνομιλούσε με
τους υπουργούς του και τους πρεσβευτές. Συνεχόμενη με την αίθουσα αυτή ήταν μια
άλλη αίθουσα, η αίθουσα του θρόνου, μάλλον, «βήμα βασιλικόν», όπως τη
χαρακτηρίζει ο Βησσαρίων, που ξεπερνούσε σε πλάτος και ύψος την προηγούμενη.
Ήταν στολισμένη με τοιχογραφίες και
τριγυρισμένη από κολόνες. Είχε και σκάλες που ανέβαζαν τους βασιλείς ψηλά. Σ'
αυτό «το βήμα», συνήθιζε να κάνει δεξιώσεις ο βασιλιάς προς τους άρχοντες και
τους άλλους υποταχτικούς του. Από δω και πέρα, αριστερά, υπήρχαν πάμπολλα δωμάτια,
από τα οποία το ένα ήταν βιβλιοθήκη του παλατιού, ενώ δεξιά υπήρχαν «δόμοι και
πρόδομοι και εξώσται και κοιτώνες, και θάλαμοι, διαιρούμενοι μεν στοαίς, πάντες
δε μετά κάλλους αρρήτου ύπήρχον γραφής και τοιχογραφίας αγλαϊζόμενοι, κάλλεσι
και ίεροίς αναθήμασι καλλίστοις κοσμούμενοι».
Τα
ανάκτορα αυτά ήταν στραμμένα προς τη δύση. Μέχρι τα τελευταία, πριν από την
Ανταλλαγή, χρόνια, σώζονταν μερικά μέρη από τα τείχη και τα παράθυρα, πάνω από
το μυχό του δυτικού φαραγγιού, από όπου έβλεπε κανείς το πανέμορφο τοπίο με τα
αμπέλια ως τη θάλασσα. Πίσω από τα ανάκτορα, κατά το ανατολικό φαράγγι, σαν
έρημο προπύργιο τους, υψωνόταν ένας πελώριος αυτοκρατορικός πύργος, πάνω στον
οποίο σωζόταν ως το 1923 μια επιγραφή του Μωάμεθ Β' του Πορθητή που μιλούσε για
την άλωση της Τραπεζούντας.
Νότια από την ακρόπολη απλωνόταν ο τράχηλος του
πύργου. Ο τράχηλος καθώς προχωρούσε, πλάταινε ολοένα, προς το νότιο εγκάρσιο τείχος και τους δυο πύργους
που ήταν προσαρμοσμένοι ο' αυτό, δηλαδή τον ακρογωνιαίο πύργο «της κόρτης» και τον
πύργο του Ιωάννη, όπως λεγόταν. Στον πρώτο πύργο ήταν προσαρτημένη και μια πύλη
που στην εποχή των Κομνηνών λεγόταν «οι της κόρτης πυλώνες».
Πάνω από την πλατιά επιφάνεια του εδάφους που
υπήρχε στα νότια, βρίσκονταν το θέατρο, το ιπποδρόμιο και το τσυκανιστήριο,
ένας χώρος όπου οι αυτοκράτορες έπαιζαν ένα περσικό παιχνίδι, το τσυκάνι,
καβάλα πάνω στα άλογά τους.
Το ίδιο το τσυκάνι, ωστόσο, ήταν ένα ραβδί με
χορδές, με το οποίο ο παίκτης χτυπούσε μια δερμάτινη μπάλα, από το έδαφος, και
την έστελνε στον συμπαίκτη του της άλλης παράταξης.
Το Μέσο φρούριο ήταν το κυρίως άστυ, η κεντρική πόλη. Μέσα σ' αυτό υπήρχε η μητρόπολη,
διέμενε ο ανώτερος κλήρος, η τάξη των κρατικών υπαλλήλων, οι έμποροι και οι
τεχνίτες. Τα τελευταία χρόνια εκεί ήταν και το τουρκικό Διοικητήριο.
Το μεσαίο αυτό φρούριο είχε την ακρογωνιαία Πύλη
του Αγίου Γεωργίου, από όπου περνούσε η «Αυθεντική των Ρωμαίων λεωφόρος οδός»,
που οδηγούσε στα ανάκτορα. Η άλλη πύλη βρισκόταν στα δυτικά, που ένωνε την
Ακρόπολη με το Κάτω φρούριο. Μια τρίτη ήταν η «Μεγάλη πύλη του Αιγιαλού», στα
βόρεια, και μια τέταρτη απλώς «Πύλη του Αιγιαλού», που λεγόταν αλλιώς και της
«Αγίας Δυνάμεως πύλη».
Εκεί κοντά σώζονταν και οι αρχαίοι λουτρώνες της
πόλης. Άλλες δυο πύλες υπήρχαν στην ανατολική πλευρά του μεσαίου φρουρίου, και
μια τρίτη στη δυτική πλευρά του, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσοκέφαλης.
Σε μιαν από τις δυο πύλες της ανατολικής πλευράς διατηρούνταν μια επιγραφή του
Ιουστινιανού.
Το Κάτω φρούριο ήταν το
κέντρο του εμπορίου. Το φρούριο τούτο συνδεόταν με το Μεσαίο από την Πύλη του
Αιγιαλού και από μιαν άλλη, στα βόρεια, κατά μήκος του γιαλού. Πιο κάτω ήταν ο
Μώλος. Ανατολικά από το Μώλο υπήρχε ένα φρούριο γενουάτικο, που το έκτισαν, με
άδεια του αυτοκράτορα, οι Γενουάτες έμποροι για να προστατεύουν την αγορά τους
και τα προξενεία τους, τα οποία βρίσκονταν πέρα από το ανατολικό τείχος.
Στο ίδιο το ανατολικό πάλι τείχος υπήρχαν δυο πύλες
που η μια οδηγούσε στο γιαλό και την αγορά και η άλλη στο εργοστάσιο
κηροποιίας.
Στη δυτική πλευρά του Κάτω φρουρίου υπήρχαν επίσης
δυο πύλες, μια προς το γιαλό και μια προς τα Εξώτειχα, τη συνοικία, δηλαδή, που
βρισκόταν έξω από τα τείχη.
Κοντά στην αγορά ήταν το Μπεζεστένι (λέξη περσική που σημαίνει αποθήκη και σκεπαστή
αγορά). Αυτό το κατασκεύασαν οι Γενουάτες και το είχαν για αποθήκη των
εμπορευμάτων της γενουάτικης Δημοκρατίας.
Τα φρούρια ήταν τριπλά και ασφάλιζαν καλά την οχυρή
τραπεζοειδή τοποθεσία της πόλης, που την έτεμναν, κάθετα προς τη θάλασσα, τα
φαράγγια δυο ποταμιών τα οποία και απομόνωναν τα τείχη, κάνοντάς τα απρόσιτα.
Ο
Βησσαρίων μας πληροφορεί ότι υπήρχαν και
«ξύλινα γεφυρώματα», που ήταν στηριγμένα
πάνω σε λιθόχτιστα τόξα, οικοδομημένα στις δυο όχθες του κάθε ποταμού, τα οποία
έκαναν έτσι δυνατή την είσοδο από το
ανατολικό και το δυτικό προάστιο στην
οχυρωμένη πόλη.
Προνοώντας
μάλιστα για την ασφάλεια των κατοίκων, οι Τραπεζούντιοι ύψωσαν κοντά
στις όχθες αυτές, και πάνω από τις
πύλες, πύργους, για να απομονώνουν τους
εχθρούς απ' έξω, και να μην τους αφήνουν να μπαίνουν μέσα. Γι αυτό έκαναν και τα γεφυρώματα ξύλινα,
ώστε, σε ώρα ανάγκης , να τα σηκώνουν εύκολα και να μην βρίσκουν οι εχθροί
έδαφος να πατήσουν για να μπουν στο φρούριο.
Γιατί, όταν σηκώνονταν τα ξύλινα γεφυρώματα
που βρίσκονταν πάνω στα φαράγγια, απόμενε ένα χάος και ένας γκρεμός και φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να περάσει επάνω από
αυτό ούτε αυτός που ήθελε να μπει ούτε αυτός που ήθελε να βγει από την
οχυρωμένη πόλη.
Στα τελευταία χρόνια πριν από την Ανταλλαγή,
τα ξύλινα γεφυρώματα αντικαταστάθηκαν με πέτρινα.
Κάτω
και ανατολικά από την πόλη απλωνόταν το λιμάνι της Τραπεζούντας που λεγόταν
Δαφνούντα ή Δάφναι, γιατί ολόγυρα είχε πολλά δαφνόδεντρα. Αρχικά ήταν ένας
απλός όρμος, εκτεθειμένος σε ανέμους και τρικυμίες, αλλά ο αυτοκράτορας της
Ρώμης Αδριανός (117-138) το διασκεύασε σε λιμάνι.Στη Δαφνούντα υπήρχε
ναύσταθμος, όπου στάθμευαν τα πολεμικά πλοία των Μεγάλων Κομνηνών και οι
εμπορικοί στόλοι των Γενουατών, Βενετσιάνων και άλλων δυτικών πόλεων.Πιο πάνω
από τη Δαφνούντα και δυτικά της, προεξείχε ένα ψηλό, βραχώδες ακρωτήριο, πάνω
στο οποίο ήταν χτισμένο το οχυρό φρούριο Λεοντόκαστρο, που οι Φράγκοι το
ονόμαζαν Leo castro. Από τους Τούρκους λεγόταν Φρεγκ-χισάρ (δηλ.
φράγκικο φρούριο), γιατί για ένα διάστημα παραχωρήθηκε στους Γενουάτες.
Στον περίβολο του κάστρου αυτού, στα 1740, ο τότε πασάς
της Τραπεζούντας Ουτζιντζόγλου Αχμέτ έχτισε ένα παλάτι κόκκινο, το Κιζίλ σαράι,
που στα 1807 το ρωσικό πυροβολικό το μετέβαλε σε ερείπια.
Η πόλη υδρευόταν από τον Πυξίτη ποταμό
(Ντεϊρμέν-ντερέ) με ένα υπόγειο υδραγωγείο που είχε χτίσει ο Ιουστινιανός.
Χρηστος Σαμουηλιδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου