Από τη Σάντα του Πόντου

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Από τη μακρινή Σαντά του Πόντου, τη γενέτειρα των γονέων μου, αρχίζει η ιστορία της γιαγιάς μου Ελένης Ξανθοπούλου (τ' Ελένες τη Τσαχούρ').
Πόσα ακούσματα έχω γι' αυτόν τον τόπο και για τους ανθρώπους του καιρού εκείνου! Άκουγα να μου διηγούνται οι γεροντότεροι πως η Σαντά ήταν τόπος ορεινός, δύσβατος (60 χιλ. νοτιοανατολικά α­πό την Τραπεζούντα, πάνω στις Ποντιακές Άλπεις). 
Τόπος δυσκολοπλησίαστος, απομονωμένος, με υ­ψόμετρο 1.800 μέτρα, άγονος, με μικρά καλοκαίρια και μεγάλους χειμώνες, με χαμηλές θερμοκρασίες, με υγρασία και πολλές ομίχλες σχεδόν όλο το χρόνο.
Τα επτά χωριά της, οι επτά ενορίες της όπως τις έλεγαν, ήταν κτισμένα πάνω σε απότομες βουνο­πλαγιές, το ένα κοντά στο άλλο, και φάνταζαν όλα μαζί, σαν αετοφωλιές κρεμασμένες μέσα στο γαλά­ζιο τ' ουρανού. 
Ήσαν οι επτά  Κοινό­τητες της Επτάκωμης Σάντας: Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων, Ζουρνατσάντων, Πινατάντων, Τσακαλάντων και Κοσλαράντων. Όλες με αμιγή ποντιακό πληθυσμό.
Ο τόπος ήταν φτωχός, η γη άγονη, ορεινή και δύ­σβατη, και οι υπερήφανοι κάτοικοι της, για να εξα­σφαλίζουν τα προς το ζην (οι περισσότεροι άνδρες), αναγκάζονταν να ξενιτευθούν. Αγαπούσαν όμως τον τόπο τους, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, γιατί τους "επέτρεπε" να ζουν με ησυχία και ελευθερία, απομο­νωμένοι και μακριά από τους Τούρκους. 
Ήσαν  άριστοι τεχνίτες, κυρίως κτίστες και λιθοξόοι, μάστοροι της πέτρας, αλλά και "μάστοροι" στα γράμματα και τις επιστήμες, με ξεχωριστή επίδοση. Πρώτο μέλημά τους, εκεί ψηλά στη Σάντα, ήταν η πίστη τους στην Ορθοδοξία  και η καλλιέργεια των ελληνι­κών γραμμάτων σ' όλα τα σχολεία της. Ήσαν και έ­νιωθαν "ασφαλείς" γιατί ο ορεινός τόπος τους ήταν δυσπρόσιτος και απείχε πολύ από τουρκικά χωριά και πολιτείες.
Δημογεροντίες διοικούσαν τη Σάντα. Κάθε χωριό είχε τον Δημογέροντά του, και οι αποφάσεις του ε­φαρμόζονταν από όλους. Με προσήλωση και σεβα­σμό ετηρούντο οι ελληνικές παραδόσεις, τα ελληνι­κά ήθη και έθιμα, και αυστηρή ήταν η ελληνική παι­δεία και λατρεία στα Θεία.
Άφησαν δείγματα προόδου και ευγενικής άμιλ­λας, παρά τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσής τους. Ανέβαιναν συχνά πολλοί ξένοι εκεί επάνω για να δουν και να θαυμάσουν από κοντά, πώς μία χούφτα Έλληνες κατόρθωναν και κρατούσαν, στη διαδρομή τόσων χρόνων τουρκικής σκλαβιάς, μια μικρή και "ζωντανή" Ελλάδα.
Μα, αλίμονο και τρισαλίμονο! Ήρθανε χρόνοι δί­σεκτοι, και μέρες άγριου γενοκτονικού διωγμού και αφανισμού των Ελλήνων του Πόντου (1916-1923). Τότε οι Σανταίοι, μετά το ηρωικό ολοκαύτωμα της πατρίδας τους το Σεπτέμβριο του 1921, αφού εκτο­πίστηκαν βίαια από τους Τούρκους και σύρθηκαν στις εξορίες και στις λευκές πορείες του θανάτου, στην προσφυγιά και την υποχρεωτική ανταλλαγή, α­ποχωρίστηκαν αναγκαστικά τον τόπο τους.
Τη νοσταλγία, τον πόνο και τη μεγάλη αγάπη για την αξέχαστη πατρίδα τους, τη Σάντα, την μετέδω­σαν και σε μας οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς. Θυμάμαι τα λόγια ενός γέροντα με έντονη στην προφορά του το τελικό  ν.
"... και επαίραμεν τον δρόμον της μαύρης προ­σφυγιάς. Υποφέραμεν τα πάνδεινα, τα πάνδεινα σας λέω, νους ανθρώπου δεν τα χωρεί. Ολόκληρες οικο­γένειες αφανίστηκαν στον δρόμον της προσφυγιάς. 0 τύφος μας θέριζε και ο πόνος μας τσάκιζε.
Οι νέοι θα δουλέψουν και θα ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Εμείς όμως οι γέροι ό,τι είχαμε, σε ό,τι πιστέψαμε, καταστράφηκε, πάει, χάθηκε. Τώρα μας απομένει μόνο ο πόνος κι η νοσταλγία, η νοσταλγία της αγαπημένης μας Πατρίδας!".

  Ολγα Νυμφοπούλου

 Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η Γιαγιά μου η Ελένη"
    Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη.



Λίγα λόγια για την Όλγα Νυμφοπούλου
Η Όλγα Νυμφοπούλου γεννήθηκε στην Τριαντα­φυλλιά Σερρών το 1926 από Πόντιους γονείς. Ο πα­τέρας της Λεωνίδας Ξανθόπουλος (1902-1973) και η μητέρα της Μελπομένη Πολιτίδου (1908-1990), ήρ­θαν πρόσφυγες στην Ελλάδα από την Επτάκωμη Σάντα του Πόντου.
Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στην Τριαντα­φυλλιά και φοίτησε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης μέχρι το 1941. Λόγω του πολέμου και των αντίξοων συνθηκών της τριπλής γερμανοϊταλοβουλγαρικής κατοχής (1941-1944), διέκοψε τη φοίτησή της και αργότερα, μετά το τέλος και του εμφυλίου πολέμου (1946-1949), νυμφεύθηκε το νο­μικό (επιθεωρητή οικονομικών εφορειών) και ποιη­τή Κωνσταντίνο Νυμφόπουλο, γιό του αειμνήστου εκπαιδευτικού και ιστορικού της Σάντας Μιλτιάδη Νυμφόπουλου.
Μεγάλωσε σε προσφυγικό περιβάλλον και από παιδί, μαζί με τα άλλα προσφυγόπουλα που ήρθαν στην Ελλάδα από τις Αλησμόνητες Πατρίδες του Ελληνισμού της Ανατολής, έζησε και γνώρισε από κοντά τις δύσκολες συνθήκες εγκατάστασης και προσαρμογής των προσφύγων στη Νέα Πατρίδα.
Από τους πρόσφυγες της 1ης γενιάς, που βίωσαν με σκληρό και απάνθρωπο τρόπο τα δραματικά γε­γονότα του Μεγάλου Χαλασμού, άκουσε και έμαθε πολλά, πάρα πολλά, για τη μικρασιατική καταστρο­φή, για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και για την προσφυ­γιά που ακολούθησε.
Από τους γονείς της και ιδιαίτερα από τη γιαγιά της Τσόφα (Σοφία Πολιτίδου) άκουσε και έμαθε τα περισσότερα. Η πολύπαθη γιαγιά, αντί για παραμύ­θια, της έλεγε πάντοτε αληθινές ιστορίες από την καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου. Ήταν η γιαγιά Ιστορία, η μούσα Κλειώ που ιστορούσε στη μικρή εγγονή της, με πόνο και θλίψη, προσωπικά βιώματά της.
Σχεδόν όλα όσα της αφηγήθηκε για τη Σάντα, για τον Πόντο, για τις εξορίες και τις λευκές πορείες του θανά­του, η μικρή Όλγα με εκπληκτική ακρίβεια και τάξη αλ­λά και ευαισθησία τα κατέγραψε στη μνήμη της.
Ένα μέρος από αυτά τα ακούσματα, τα γεμάτα α­πό πόνο και δάκρυ, η Όλγα Νυμφοπούλου μας τα διασώζει μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου που έχει τίτλο:
Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ. Από τη Σάντα του Πόντου στη Σόφια της Βουλγαρίας.
Τη γιαγιά Ελένη (από την πλευρά του πατέρα της) δεν την είδε ποτέ, δεν τη γνώρισε· πέθανε στη Σόφια το 1926, την ίδια ακριβώς χρονιά που γεννή­θηκε η Όλγα στην Τριανταφυλλιά. Τη "γνώρισε" ό­μως και έμαθε πολύ καλά την ιστορία της, την οδύσσειά της, μέσα από τα αφηγήματα και τα ιστορήματα των οικείων της.
Είναι το δεύτερο βιβλίο που γράφει. Το πρώτο, με παρόμοιο τίτλο αλλά γραμμένο για τη γιαγιά της Τσόφα (από την πλευρά της μητέρας της, που από τη Σάντα του Πόντου ήρθε στην Ελλάδα το 1923 και πέθανε στην Τριανταφυλλιά Σερρών το 1965), εκδό­θηκε και κυκλοφόρησε το 1996.
Και τα δύο είναι βιβλία στις σελίδες των οποίων παρατίθενται και εξιστορούνται αληθινά γεγονότα της ίδιας τραγικής περιόδου. Δύο βιβλία στα οποία πρωταγωνιστούν, η γιαγιά Τσόφα στο πρώτο και η γιαγιά Ελένη στο δεύτερο ως ιέρειες αρχαίας τραγω­δίας με το σταυρό του μαρτυρίου η κάθε μια στην πλάτη της.
Πέρασαν οκτώ δεκαετίες από τότε και σε λίγο θα συμπληρωθεί ένας αιώνας από το θλιβερό Αύγουστο του 1922. Οι πρόσφυγες της 1ης γενιάς της μικρα­σιατικής καταστροφής δεν υπάρχουν πιά, έφυγαν· πήραν μαζί τους στον τάφο "τη ζώσα ιστορία", τις μνήμες, τους πόνους και τους καημούς του Μεγάλου Χαλασμού.
Ο χρόνος, με το πέρασμά του, όλο και περισσό­τερο θα ξεθωριάζει τα γεγονότα και θα τα ρίχνει στον Καιάδα της λήθης. Τα αφηγήματα των τραυμα­τικών εμπειριών των γονέων και των παππούδων μας δεν τα ακούμε, δεν υπάρχουν πιά και κάπως α­πόμακρα ήδη ηχούν σήμερα στα αυτιά της 2ης και 3ης γενιάς. Η μνήμη δεν συγκρατεί για πολύ καιρό όλα όσα ακούει.
Τα "ακούσματα" όμως της γιαγιάς Τσόφας και της γιαγιάς Ελένης, μέσα από τις σελίδες των βιβλί­ων που γι' αυτές έγραψε η εγγονή τους Όλγα Νυμφοπούλου, δε θα ξεθωριάσουν και δε θα ξεχαστούν ποτέ. Θα "ηχούν" στ' αυτιά μας κάθε φορά και όσες φορές θα τα διαβάζουμε και θα κρατούν αναμένο το καντήλι της μνήμης των Αλησμόνητων Πατρίδων του Ελληνισμού της Ανατολής, που δυστυχώς, στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, υπέστει τη μεγαλύ­τερη καταστροφή όσο ποτέ άλλοτε στην τρισχιλιόχρονη ιστορία του.
Σ' αυτό το βιβλίο η συγγραφέας, με αισθαντικό τρόπο, περιγράφει τη ζωή της γιαγιάς της Ελένης, που από τη Σάντα του Πόντου βρέθηκε (και πέθανε) στη Σόφια της Βουλγαρίας.
Παντ. Θ. Σοφιανός



 (Σ.Σ. Η Όλγα Νυμφοπούλου έφυγε απο την ζωη στις 11 Γενάρη του 2009, η κηδεία της έγινε στη γενέτειρα της ,την Τριανταφυλλιά Σερρών. )




Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah