Από τη μακρινή Σαντά του
Πόντου, τη γενέτειρα των γονέων μου, αρχίζει η ιστορία της γιαγιάς μου Ελένης
Ξανθοπούλου (τ' Ελένες τη Τσαχούρ').
Πόσα ακούσματα έχω γι'
αυτόν τον τόπο και για τους ανθρώπους του καιρού εκείνου! Άκουγα να μου
διηγούνται οι γεροντότεροι πως η Σαντά ήταν τόπος ορεινός, δύσβατος (60 χιλ. νοτιοανατολικά από
την Τραπεζούντα, πάνω στις Ποντιακές Άλπεις).
Τόπος δυσκολοπλησίαστος,
απομονωμένος, με υψόμετρο 1.800
μέτρα, άγονος, με μικρά καλοκαίρια και μεγάλους
χειμώνες, με χαμηλές θερμοκρασίες, με υγρασία και πολλές ομίχλες σχεδόν όλο το
χρόνο.
Τα επτά χωριά της, οι επτά
ενορίες της όπως τις έλεγαν, ήταν κτισμένα πάνω σε απότομες βουνοπλαγιές, το
ένα κοντά στο άλλο, και φάνταζαν όλα μαζί, σαν αετοφωλιές κρεμασμένες μέσα στο
γαλάζιο τ' ουρανού.
Ήσαν οι επτά Κοινότητες της Επτάκωμης
Σάντας: Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων,
Ζουρνατσάντων, Πινατάντων, Τσακαλάντων και Κοσλαράντων. Όλες με αμιγή ποντιακό πληθυσμό.
Ο τόπος ήταν φτωχός, η γη
άγονη, ορεινή και δύσβατη, και οι υπερήφανοι κάτοικοι της, για να εξασφαλίζουν
τα προς το ζην (οι περισσότεροι άνδρες), αναγκάζονταν να ξενιτευθούν. Αγαπούσαν
όμως τον τόπο τους, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, γιατί τους "επέτρεπε"
να ζουν με ησυχία και ελευθερία, απομονωμένοι και μακριά από τους Τούρκους.
Ήσαν άριστοι τεχνίτες, κυρίως κτίστες και λιθοξόοι, μάστοροι
της πέτρας, αλλά και "μάστοροι" στα γράμματα και τις επιστήμες, με
ξεχωριστή επίδοση. Πρώτο μέλημά τους, εκεί ψηλά στη Σάντα, ήταν η πίστη τους
στην Ορθοδοξία και η καλλιέργεια
των ελληνικών γραμμάτων σ' όλα τα σχολεία της. Ήσαν και ένιωθαν
"ασφαλείς" γιατί ο ορεινός τόπος τους ήταν δυσπρόσιτος και απείχε
πολύ από τουρκικά χωριά και πολιτείες.
Δημογεροντίες διοικούσαν
τη Σάντα. Κάθε χωριό είχε τον Δημογέροντά του, και οι αποφάσεις του εφαρμόζονταν
από όλους. Με προσήλωση και σεβασμό ετηρούντο οι ελληνικές παραδόσεις, τα
ελληνικά ήθη και έθιμα, και αυστηρή ήταν η ελληνική παιδεία και λατρεία στα
Θεία.
Άφησαν δείγματα προόδου
και ευγενικής άμιλλας, παρά τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσής τους. Ανέβαιναν
συχνά πολλοί ξένοι εκεί επάνω για να δουν και να θαυμάσουν από κοντά, πώς μία
χούφτα Έλληνες κατόρθωναν και κρατούσαν, στη διαδρομή τόσων χρόνων τουρκικής
σκλαβιάς, μια μικρή και "ζωντανή" Ελλάδα.
Μα, αλίμονο και
τρισαλίμονο! Ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι, και μέρες άγριου γενοκτονικού διωγμού και
αφανισμού των Ελλήνων του Πόντου (1916-1923). Τότε οι Σανταίοι, μετά το ηρωικό
ολοκαύτωμα της πατρίδας τους το Σεπτέμβριο του 1921, αφού εκτοπίστηκαν βίαια
από τους Τούρκους και σύρθηκαν στις εξορίες και στις λευκές πορείες του
θανάτου, στην προσφυγιά και την υποχρεωτική ανταλλαγή, αποχωρίστηκαν
αναγκαστικά τον τόπο τους.
Τη νοσταλγία, τον πόνο και
τη μεγάλη αγάπη για την αξέχαστη πατρίδα τους, τη Σάντα, την μετέδωσαν και σε
μας οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς. Θυμάμαι τα λόγια ενός γέροντα με έντονη
στην προφορά του το τελικό ν.
"... και επαίραμεν
τον δρόμον της μαύρης προσφυγιάς. Υποφέραμεν τα πάνδεινα, τα πάνδεινα σας λέω,
νους ανθρώπου δεν τα χωρεί. Ολόκληρες οικογένειες αφανίστηκαν στον δρόμον της
προσφυγιάς. 0 τύφος μας θέριζε και ο πόνος μας τσάκιζε.
Οι νέοι θα δουλέψουν και
θα ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Εμείς όμως οι γέροι ό,τι είχαμε, σε ό,τι
πιστέψαμε, καταστράφηκε, πάει, χάθηκε. Τώρα μας απομένει μόνο ο πόνος κι η
νοσταλγία, η νοσταλγία της αγαπημένης μας Πατρίδας!".
Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η Γιαγιά μου η Ελένη"
Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη.
Λίγα λόγια για την Όλγα Νυμφοπούλου
Η
Όλγα Νυμφοπούλου γεννήθηκε στην Τριανταφυλλιά Σερρών το 1926 από Πόντιους
γονείς. Ο πατέρας της Λεωνίδας Ξανθόπουλος (1902-1973) και η μητέρα της
Μελπομένη Πολιτίδου (1908-1990), ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα από την Επτάκωμη
Σάντα του Πόντου.
Τελείωσε
το Δημοτικό Σχολείο στην Τριανταφυλλιά και φοίτησε στο Αμερικανικό Κολλέγιο
Θεσσαλονίκης μέχρι το 1941. Λόγω του πολέμου και των αντίξοων συνθηκών της
τριπλής γερμανοϊταλοβουλγαρικής κατοχής (1941-1944), διέκοψε τη φοίτησή της
και αργότερα, μετά το τέλος και του εμφυλίου πολέμου (1946-1949), νυμφεύθηκε το
νομικό (επιθεωρητή οικονομικών εφορειών) και ποιητή Κωνσταντίνο Νυμφόπουλο,
γιό του αειμνήστου εκπαιδευτικού και ιστορικού της Σάντας Μιλτιάδη Νυμφόπουλου.
Μεγάλωσε
σε προσφυγικό περιβάλλον και από παιδί, μαζί με τα άλλα προσφυγόπουλα που ήρθαν
στην Ελλάδα από τις Αλησμόνητες Πατρίδες του Ελληνισμού της Ανατολής, έζησε και
γνώρισε από κοντά τις δύσκολες συνθήκες εγκατάστασης και προσαρμογής των
προσφύγων στη Νέα Πατρίδα.
Από
τους πρόσφυγες της 1ης γενιάς, που βίωσαν με σκληρό και απάνθρωπο τρόπο τα
δραματικά γεγονότα του Μεγάλου Χαλασμού, άκουσε και έμαθε πολλά, πάρα πολλά,
για τη μικρασιατική καταστροφή, για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών
μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και για την προσφυγιά που ακολούθησε.
Από
τους γονείς της και ιδιαίτερα από τη γιαγιά της Τσόφα (Σοφία Πολιτίδου) άκουσε
και έμαθε τα περισσότερα. Η πολύπαθη γιαγιά, αντί για παραμύθια, της έλεγε
πάντοτε αληθινές ιστορίες από την καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων του
Πόντου. Ήταν η γιαγιά Ιστορία, η μούσα Κλειώ που ιστορούσε στη μικρή εγγονή
της, με πόνο και θλίψη, προσωπικά βιώματά της.
Σχεδόν
όλα όσα της αφηγήθηκε για τη Σάντα, για τον Πόντο, για τις εξορίες και τις
λευκές πορείες του θανάτου, η μικρή Όλγα με εκπληκτική ακρίβεια και τάξη αλλά
και ευαισθησία τα κατέγραψε στη μνήμη της.
Ένα
μέρος από αυτά τα ακούσματα, τα γεμάτα από πόνο και δάκρυ, η Όλγα Νυμφοπούλου
μας τα διασώζει μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου που έχει τίτλο:
Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ. Από
τη Σάντα του Πόντου στη Σόφια της Βουλγαρίας.
Τη
γιαγιά Ελένη (από την πλευρά του πατέρα της) δεν την είδε ποτέ, δεν τη γνώρισε·
πέθανε στη Σόφια το 1926, την ίδια ακριβώς χρονιά που γεννήθηκε η Όλγα στην
Τριανταφυλλιά. Τη "γνώρισε" όμως και έμαθε πολύ καλά την ιστορία
της, την οδύσσειά της, μέσα από τα αφηγήματα και τα ιστορήματα των οικείων
της.
Είναι
το δεύτερο βιβλίο που γράφει. Το πρώτο, με παρόμοιο τίτλο αλλά γραμμένο για τη
γιαγιά της Τσόφα (από την πλευρά της μητέρας της, που από τη Σάντα του Πόντου
ήρθε στην Ελλάδα το 1923 και πέθανε στην Τριανταφυλλιά Σερρών το 1965), εκδόθηκε
και κυκλοφόρησε το 1996.
Και
τα δύο είναι βιβλία στις σελίδες των οποίων παρατίθενται και εξιστορούνται
αληθινά γεγονότα της ίδιας τραγικής περιόδου. Δύο βιβλία στα οποία
πρωταγωνιστούν, η γιαγιά Τσόφα στο πρώτο και η γιαγιά Ελένη στο δεύτερο ως
ιέρειες αρχαίας τραγωδίας με το σταυρό του μαρτυρίου η κάθε μια στην πλάτη
της.
Πέρασαν
οκτώ δεκαετίες από τότε και σε λίγο θα συμπληρωθεί ένας αιώνας από το θλιβερό
Αύγουστο του 1922. Οι πρόσφυγες της 1ης γενιάς της μικρασιατικής καταστροφής
δεν υπάρχουν πιά, έφυγαν· πήραν μαζί τους στον τάφο "τη ζώσα
ιστορία", τις μνήμες, τους πόνους και τους καημούς του Μεγάλου Χαλασμού.
Ο
χρόνος, με το πέρασμά του, όλο και περισσότερο θα ξεθωριάζει τα γεγονότα και
θα τα ρίχνει στον Καιάδα της λήθης. Τα αφηγήματα των τραυματικών εμπειριών των
γονέων και των παππούδων μας δεν τα ακούμε, δεν υπάρχουν πιά και κάπως απόμακρα
ήδη ηχούν σήμερα στα αυτιά της 2ης και 3ης γενιάς. Η μνήμη δεν συγκρατεί για
πολύ καιρό όλα όσα ακούει.
Τα
"ακούσματα" όμως της γιαγιάς Τσόφας και της γιαγιάς Ελένης, μέσα από
τις σελίδες των βιβλίων που γι' αυτές έγραψε η εγγονή τους Όλγα Νυμφοπούλου,
δε θα ξεθωριάσουν και δε θα ξεχαστούν ποτέ. Θα "ηχούν" στ' αυτιά μας
κάθε φορά και όσες φορές θα τα διαβάζουμε και θα κρατούν αναμένο το καντήλι της
μνήμης των Αλησμόνητων Πατρίδων του Ελληνισμού της Ανατολής, που δυστυχώς, στο
πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, υπέστει τη μεγαλύτερη καταστροφή όσο ποτέ άλλοτε
στην τρισχιλιόχρονη ιστορία του.
Σ' αυτό το
βιβλίο η συγγραφέας, με αισθαντικό τρόπο, περιγράφει τη ζωή της γιαγιάς της
Ελένης, που από τη Σάντα του Πόντου βρέθηκε (και πέθανε) στη Σόφια της
Βουλγαρίας.
Παντ.
Θ. Σοφιανός
(Σ.Σ.
Η Όλγα Νυμφοπούλου έφυγε απο την ζωη στις 11 Γενάρη του 2009, η κηδεία
της έγινε στη γενέτειρα της ,την Τριανταφυλλιά Σερρών. )