Διψούν
τ' ελάφια σα βουνά, τα ζαρκάδια σα όρη,
διψά
κι ή διπλοθάλαμος, διψά τη Γιάννε ή κάλη.
Ε...
πεθερά, ε... πεθερά, χουλιάρ' νερόν, εκάγα!
Την
πεθερά σ' μη λες άτο, πέ άτο καί τόν Γιάννεν.
Ε...
Γιάννε μ' καί Μονόγιαννε μ', χουλιάρ' νερόν, έκάγα!
Κι ό Γιάννες, ό Μονόγιαννες, ό μαναχόν ό
Γιάννες,
ό Γιάννες έπεπίρνιξεν καί σο πεγάδ' έπήεν,
γαργάριξεν
ή μαστραπά κι έγνέφιξεν ό δράκον
κι έξέβεν δράκος άγγελος καί θέλ' νά τρώει τόν
Γιάννεν.
Καλώς, καλώς τό πρόγεμα μ', καλώς τό δειλινάρι μ',
καλώς ντό τρώγω καί δειπνώ καί κείμαι καί
κοιμούμαι.
—
Παρακαλώ σε, δράκε μου, άφ'σε με κάν
πέντε ημέρας,
—
πάω, έλέπω τόν κύρη μου, έρχουμαι κι
εσύ φα με.
—Αρ
άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι ογλήγορα έλα.
‘Πήγεν ό Γιάννες κι έργεψεν, ό δράκον έθερέθεν,
όντες τερεί τό πέραν κιάν, ό Γιάννες κατηβαίνει.
—
Καλώς, καλώς τό πρόγεμα μ', καλώς τό
δειλινάρι μ',
—
καλώς ντό τρώγω καί δειπνώ καί κείμαι
καί κοιμούμαι.
—Αφ'σε
με, δράκε, άφ'σε με, άφ'σε με, ναι θερίον,
πάω έλέπω τη μάνα μου, έρχουμαι κι εσύ φάμε.
—Αρ άμε,
άμε, Γιάννε μου, άμε κι άλήγορα έλα.
Πήγεν ό Γιάννες κι έργεψεν κι ό δράκον έθερέθεν,
όντες τερεί
τό πέραν κιάν, ό Γιάννες κατηβαίνει.
—
Καλώς, καλώς τό πρόγεμα μ', καλώς τό
δειλινάρι μ',
—
καλώς ντό τρώγω καί δειπνώ καί κείμαι καί
κοιμούμαι.
—
Παρακαλώ σε, δράκε μου, Θεού
παρακαλίας,
ας
πάω έλέπω τ' ορφανά, διατάχκουμαι την κάλη μ'.
—Αρ άμε, άμε Γιάννε μου, άμε κι άλήγορα έλα.
Ό
Γιάννες μόνον έργεψεν, ό δράκον έθερέθεν,
όντες
τερεί τό πέραν κιάν, ό Γιάννες κατηβαίνει.
Είχεν τα χέρια τ' 'πίσταυρα, την γούλαν
κρεμαμένον,
κι άλλ' από 'πίσ' ό κύρης άτ, χτουπίζ' τα
γένια τ' κι έρται
κι άλλ' από 'πίσ' ή μάνα του, φτουλίεται ή
μάρσα
κι άλλ' από 'πίσ' τα ορφανά τ', τη γούλαν ζαρωμένον
κι
άπ' έμπρ' πάει ή κάλη άτ, χρυσοκαβαλαρέα,
κατακαρδών'
τόν Γιάννεν άτ'ς καί φοβερίζ' τόν δράκον.
—
Καλώς, καλώς τόν Γιάννε μου, τό πρωινό
τό διάρι μ'.
—
Καλώς, καλώς τό δράκο μου, τ'
όλημερνόν τό διάρι μ'.
—
Καλώς, καλώς τό πρόγεμα μ', καλώς τό
δειλινάρι μ',
—
καλώς ντό τρώγω καί δειπνώ καί κείμαι καί
κοιμούμαι.
—
Σπαθίν νά έν' τό πρόγεμα σ', κοντάρ'
τό δειλινάρι σ',
φαρμάκ' νά τρως καί νά δειπνάς καί κείσαι καί κοιμάσαι.
— Κόρ', άπ' έμέν 'κ' έντρέπεσαι; 'Απ' έμέν 'κί φοάσαι;
— 'Απ' έσέν ξάι' 'κ' έντρέπουμαι, άπ' έσέν' 'κί φοούμαι
— Σόν Θό σ', σόν Θό σ', ναί κόρασον, τά γονικά σ' άπ'
όθεν!
— —Ό κύρη μ' άπ' τους ουρανούς, ή μάνα μ' άπ' τά
νέφια,
τ' αδέλφια μ' στράφνε καί βροντούν
κι εγώ γριλεύω δράκους!
Σού πεθερού μου τό τζακόν' σεράντα δράκων δέρμαν,
έναν θα παίρω καί τ' έσόν, γίνταν
σεράντα έναν.
Καί σή μωρί μ' καί τό κουνίν σεράντα
δρακοδόντια,
κρούω καί παίρω καί τ' έσόν, γίνταν σεράντα
έναν!
— Καθώς καί λες, ναί κόρασον,
άμε κι άπ' όθεν έρθες,
— ας έν ό Γιάννες χάρισμα σ', έπαρ' τον κι άμε, δέβα.
Ας έν ό Γιάννες άδελφό μ' κι ή κάλη
άτ ή νύφε μ',
του Γιάννε τά μικρότερα ας είν'
γυναικαδέλφια μ'.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
διπλοθάλαμος
= έγκυος πού είναι στις μέρες της.
χουλιάρ' =
κουτάλι.
Μονόγιαννες
= μονογενής, μοναχογιός.
έπεπίρνιξεν
= έφυγε βιαστικά.
πεγάδ' =
βρύση.
γαργάριξεν
= έκανε κρότο (με τον μαστραπά)
μαστραπά =
χάλκινο νεροπότηρο.
έγνέφιξεν
= ξύπνησε.
δειλινάρι
= γεύμα την ώρα του δειλινού.
έθερέθεν =
εξαγριώθηκε.
διατάχκουμαι
= ορίζω, προστάζω, καθοδηγώ.
'πίσταυρα
= σταυρωμένα.
γούλα =
λαιμός.
χτουπίζ' =
μαδά βίαια, ξεριζώνει.
φτουλίεται
= μαλλιοτραβιέται.
διάρι =
γεύμα, κολατσιό,
κατακαρδών'
= ενθαρρύνει, δίνει θάρρος.
γριλεύω =
κατασπαράζω, αφανίζω, καταστρέφω, συντρίβω.
τζακόν' =
αυλή, σπιτικό.
Η γυναίκα του Γιάννη,
του μοναχογιού.
Διψούν τα ελάφια στα βουνά, διψούν και τα
ζαρκάδια,
διψάει κι ή ετοιμόγεννη, του Γιάννη ή γυναίκα. —
Ε... πεθερά, λίγο νερό και φλέγεται ή ψυχή μου!
—
Στην πεθερά σου μην το λες. Στο Γιάννη
πες το νύφη.
—Αχ Γιάννη μου, λίγο νερό και φλέγεται ή ψυχή μου!
Κι
ό Γιάννης ό μοναχογιός έρημος μέσ' στή νύχτα,
φεύγει γοργά άπ' το σπίτι του και γιά νερό πηγαίνει
και χτύπησε τον μαστραπά και ξύπνησεν ό δράκος
και βγαίνει δράκος άγγελος, να φάει τον Γιάννη, θέλει.
— Καλώς, καλώς το πρόγευμα, καλώς το δειλινό
μου
και τρώγω και καλοδειπνώ και πέφτω και κοιμάμαι.
—Άσε με, δράκε, άσε με, να ζήσω
πέντε μέρες,
να πάω να δώ τον κύρη μου κι ύστερα,
δράκε, φάμε.
—"Αμε να πας και να τον δεις,
και μην αργήσεις Γιάννη.
Και πήγε ο Γιάννης κι άργησε και θύμωσεν ο
δράκος
και σαν κοιτάζει πέρα-εκεί, ό Γιάννης κατεβαίνει.
— Καλώς, καλώς το πρόγευμα, καλώς το δειλινό μου
και τρώγω και καλοδειπνώ και πέφτω και
κοιμάμαι.
—Ασε με, δράκε, άσε με, λυπήσου με
θηρίο,
να πάω να δώ τη μάνα μου και πάλι
είμαι δικός σου.
—Αμε να πάς και να την δεις και μην
αργήσεις Γιάννη.
Και πήγε ο Γιάννης κι άργησε και θέριεψεν o
δράκος
και σαν κοιτάζει πέρα εκεί, ό Γιάννης κατεβαίνει.
— Καλώς, καλώς το πρόγευμα, καλώς το δειλινό μου,
και τρώγω και καλοδειπνώ και πέφτω και
κοιμάμαι.
— Δράκε μου, σε παρακαλώ, λυπήσου με θηρίο,
να πάω να δω τα ορφανά, την χήρα να
ορμηνέψω.
—Αντε να πας, να δεις κι αυτούς και
γλήγορα να μούρθεις.
Καί πάλι ό Γιάννης άργησε και θύμωσεν ό
δράκος,
μα σαν κοιτάζει πέρα εκεί, τον Γιάννη
αντικρίζει.
Είχε τα χέρια σταυρωτά, γυρμένο το κεφάλι
και πίσω ό πατέρας του τα γένια του μαδώντας,
πιο πίσω ή μανούλα του, μαλλιοτραβιέται ή
δόλια
και πίσω-πίσω τα ορφανά, σαν φύλλα μαραμένα
και πιο μπροστά ή γυναίκα του,
χρυσοκαβαλαρέα,
τον δράκο τον φοβέριζε και ψύχωνε τόν Γιάννη.
— Καλώς, καλώς το Γιάννη μου, καλώς το πρωινό μου.
— Καλώς, καλώς τον δράκο μου, το μεσημεριανό μου.
— Καλώς, καλώς το πρόγευμα, καλώς το δειλινό μου
και τρώγω και καλοδειπνώ καί πέφτω και
κοιμάμαι.
— Σπαθί νάχεις γιά πρόγευμα, γιά δειλινό
κοντάρι,
γιά δείπνο δηλητήριο και πέσε και κοιμήσου.
— Κόρη διόλου δεν ντρέπεσαι; Διόλου δεν με φοβάσαι;
— Καθόλου εγώ δεν ντρέπομαι, δεν σε φοβάμαι δράκε.
— Για τον Θεό σου κοπελιά, ποιά είν' τα γονικά σου;
—Ό κύρης μου άπ' τούς ουρανούς, ή
μάνα μου άπ' τα νέφη,
τ'
αδέλφια μου αστραπόβροντα κι εγώ σκοτώνω δράκους!
Στου πεθερού μου την αυλή σαράντα δράκων δέρμα
και το δικό σου παίρνοντας, θάναι σαράντα ένα.
Στην κούνια όπούν' τό βρέφος μου, σαράντα δρακοδόντια
και το δικό σου παίρνοντας, θάναι σαράντα ένα!
— Βρε κοπελιά, με τρόμαξες, γιά πάνε στο καλό σου
κι ό αγαπημένος Γιάννης σου, ας είναι χάρισμά σου.
Και νάσαι συ ή νύφη μου κι ό Γιάννης αδελφός μου,
του Γιάννη τα παιδόπουλα να τάχω κουνιαδάκια.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ
ΣΧΟΛΙΑ
Στο ποντιακό τούτο ποίημα τρεις είναι οι
παράγοντες, που συνθέτουν την εικόνα του τραγικού μύθου: Ό δράκον, ό Γιάννες
και η γυναίκα του. Το θεριό θέλει να φάει τον Γιάννη. Το θύμα παραδίνεται. Υποτάσσεται
στο πεπρωμένο. Η αντίδραση της γυναίκας προκαλεί αναστάτωση.
Ο δράκος αποτελεί μια μορφή δαιμονικής δύναμης.
Είναι προχριστιανικό ειδωλολατρικό στοιχείο. Κένταυροι, δράκοι, κύκλωπες κλπ.
αποτελούν στην προχριστιανική περίοδο δευτερεύουσες θεότητες.
Επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων. Προκαλούν δέος και
σεβασμό και τιμωρούν τον αλαζονικό άνθρωπο, όταν αυτός τις αγνοεί. Η επιβίωση
τέτοιων ειδωλολατρικών στοιχείων στον Πόντο, όπως και σε άλλες περιοχές του
ελληνικού χώρου, αποδεικνύεται ιδίως με την διάσωση παρόμοιων τραγουδιών. Οι
μύθοι αυτοί είναι θελκτικοί, γοητεύουν και συγκινούν. Ο λαός τούς διατηρεί στή
μνήμη του.
Η χριστιανική πίστη δεν μπόρεσε να εξαλείψει πολλά
ειδωλολατρικά στοιχεία από τη ζωή των ανθρώπων. Ο σατανάς αποτελεί τη
συνισταμένη των, με προχριστιανική προέλευση, διαφόρων δαιμόνων. Έτσι, η
επιβίωση τους, κατά κάποιο τρόπο, διευκολύνεται.
Χάνουν βέβαια οι δευτερεύουσες σήτες θεότητες την
αρχική τους δύναμη και αίγλη. Ωστόσο, συμβάλλουν στή διαμόρφωση διαφόρων λαϊκών
δοξασιών και ασκούν έτσι κάποια επιρροή στη σκέψη και τις ενέργειες των
ανθρώπων.
Είναι παλιός ο θρύλος, ότι κοντά σε κάθε βρύση
παραφυλάει ένας δράκος, ο οποίος την προστατεύει.
Αν οι άνθρωποι δεν σεβαστούν τη δαιμονική τούτη
δύναμη, μπορούν να πάθουν διάφορα κακά. Αυτές οι δοξασίες και προλήψεις, με την
αυστηρή λογική, δεν έχουν πραγματική βάση. Παρ' όλα αυτά, επηρεάζουν τούς ανθρώπους,
οι οποίοι στέκουν με δέος απέναντι στις μυστηριακές δυνάμεις της φύσης και
κάνουν τις διάφορες ενέργειες τους με περισσότερη σύνεση, μακριά από κάθε
αλαζονεία και αφροσύνη.
Πέρα όμως από την ειδωλολατρική βάση αυτών των
μύθων και θρύλων, προβάλλουν ορισμένοι συμβολισμοί. Αυτοί εδραιώνουν μια
βαθύτερη πίστη των ανθρώπων στα φωτεινά ιδεώδη της ζωής. Μέσα στους μύθους και
θρύλους εμφανίζεται ακόμη ή ψυχική αγωνία των ευγενών αγωνιστών γιά την
ανεύρεση της αλήθειας, την κατανίκηση του δέους και την έξοδο από την πλάνη.
Και ή αγωνία μεταβάλλεται σε αγώνα ηρωικό για την αποκάλυψη της αλήθειας και
την καταξίωση της ομορφιάς.
Στο τραγούδι του «Μονόγιαννε» εμφανίζεται το
ελληνικό πνεύμα με φορέα μια γενναία ποντιοπούλα. Η ηρωίδα αυτή συγκρούεται με
την ισχύουσα τάξη πραγμάτων.
Ο δράκος συμβολίζει το σκοτεινό, το φθοροποιό
πνεύμα. Είναι ο αρνητικός παράγοντας της ζωής. Καθυποτάσσει και υποδουλώνει τις
σκέψεις των ανθρώπων. Καθιερώνει την πλάνη σαν κανόνα ζωής. Σ' αυτό ακριβώς το
«κατεστημένο» αντιτάσσεται η γυναίκα του Μονόγιαννε.
Αλλά το αγαθοποιό πνεύμα νικά πάντα το φθοροποιό. Το
εξουδετερώνει. Το συντρίβει. Δεν είναι τούτο στοιχείο μόνο ελληνικό. Στη
μυθολογία των βορείων λαών της Ευρώπης εμφανίζεται ο Ζίγκφριντ, σύμβολο
αγαθοποιού πνεύματος, πού νικά θριαμβευτικά τον δράκοντα. Στις ινδικές Βέδες, ο
Θεός του φωτός νικά κάποιον δράκοντα όφη. Στην περσική Αβέστα, ο Αριμάν, πνεύμα
πονηρό, κατασυντρίβεται από τον Μίθρα. Στον ελληνικό χώρο, ο Ηρακλής, βρέφος
ακόμη, καταπνίγει δύο δράκοντες όφεις, ενώ ο Απόλλων, κατεβαίνοντας από τον Όλυμπο,
νικά στους πρόποδες του Παρνασσού τον δράκοντα Πύθωνα.
Σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα, το φθοροποιό
πνεύμα κατασυντρίβεται και εκμηδενίζεται. 'Υπάρχει θριαμβευτής νικητής με τον
αντίπαλο ηττημένο και εξαφανισμένο. Στον ποντιακό θρύλο υπάρχει ουσιώδης
διαφορά. Η γενναία ποντιοπούλα κατασυντρίβει το θεριό και σώζει τη ζωή του
ανδρός της.
Όμως, ο ηττημένος
δεν εκμηδενίζεται, δεν εξαφανίζεται. Ή γενναία πράξη της ποντιοπούλας γεμάτη
λάμψη και ομορφιά, καταυγάζει τούς ορίζοντες. Σαν υπέρτατη λάμψη πολιτιστικού
πνεύματος, κατασυγκινεί την ψυχή του άγριου και βάρβαρου παράγοντα.
Ό αρνητής
τής πολιτισμένης ζωής γίνεται τώρα ικέτης μπροστά στα πόδια τής αγέρωχης
ηρωίδας. Την παρακαλεί να γίνει δεκτός στα πλαίσια τής δικής της ζωής.
Ας
εν ό Γιάννες άδελφό μ' κι ή κάλη άτ ή νύφε μ'.
Θέλει το θεριό να συγγενέψει με τον άνθρωπο. Έτσι,
γίνεται κι ό ηττημένος νικητής, γιατί υψώνεται στή σφαίρα του ωραίου και
κινείται στα πλαίσια του πολιτισμού. Υπενθυμίζει τούτο την πορεία του ελληνικού
πνεύματος μέσα στους αιώνες. Με φορέα τον Μ. Αλέξανδρο, το ελληνικό πνεύμα
κατακτά, μα δεν υποδουλώνει. Νικά, μα δεν συντρίβει και μηδενίζει. Διαλύει τα
σκοτάδια του ηττημένου και τον ανυψώνει στή σφαίρα του πολιτισμού.
Το θεριό, πριν από την ήττα του, διαισθάνεται την
πελώρια δύναμη του ελληνικού πνεύματος με φορέα μια γενναία ποντιοπούλα. Βλέπει
να έρχεται μέσα από τούς αιώνες μια γενναία ελληνική ψυχή, ένας λαμπρός φορέας
νέου πνεύματος. 'Αντικρίζει μια γυναικεία μορφή, ευγενική, ωραία και ηρωική. Κι
όταν εκείνη αποκαλύπτει, ότι οι ρίζες τής γενιάς της κρατούν στους ουρανούς και
στα νέφη και ή πορεία της περνάει μέσα από αστραπές και βροντές, ή σκοτεινή
δύναμη νιώθει, πως το είδωλο της σωριάζεται ήδη.
Η ποντιοπούλα τινάζει τα φτερά τής ψυχής της. Δεν
αφήνει τον άνδρα της να υποκύψει στή μοίρα. Ανατρέπει την κατεστημένη ηθική
τάξη. Βγάζει από την πλάνη τούς ανθρώπους.
Καταξευτελίζει
τούς αρνητές τής πολιτισμένης ζωής. Προβάλλει σαν πελώρια δύναμη μέσα στον χώρο
τής Ανατολής, όπου το πέπλο της αμάθειας σκεπάζει την ομορφιά και την αλήθεια.
Διαψεύδει τον παλαιό μύθο, πού υποβιβάζει τη γυναίκα στη θέση του ανίσχυρου
φύλου.
Με την καταπληκτική
πράξη της διεκδικεί δικαιώματα. Φωτίζει το νου των αρχόντων και των νομοθετών.
Τα σαλπίσματα τής ποντιακής μούσας υπενθυμίζουν έμμεσα στους ασκούντας την
εξουσία, ότι πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία.
Η γυναίκα δεν έχει μόνο υποχρεώσεις στα πλαίσια του
οικογενειακού βίου. Έχει και δικαιώματα στα πλαίσια τής κοινωνικής ζωής,
δικαιώματα ανάλογα με την αξιοσύνη και τον δυναμισμό της.
Η γυναίκα του Μονόγιαννε, πέρα από τις άλλες αρετές
της, προβάλλει σαν η πιο αυθεντική έκφραση του ηρωικού πολιτιστικού ελληνικού
πνεύματος, καθώς διαμορφώνεται τούτο στον χώρο του Πόντου. Πνεύμα, που
αντανακλά φως, ανθρωπισμό, πολιτισμό. Ανατρέπει το διεφθαρμένο καθεστώς.
Γίνεται φορέας αλλαγής. Γίνεται γέφυρα, από όπου διαβαίνει η ζωή, αφήνοντας
πίσω σκοτάδια και κοιτάζοντας εμπρός, προς τον πολιτισμό.
Σημ. Η γλυκιά μελωδία του σκοπού είναι σε ρυθμό «διπάτ».
Στάθη Ευσταθιάδη
'ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΛΑΟΥ"